Φορτωμένος όνειρα, βιώματα και προσευχές,
παίρνει το δρόμο, το δρομάκι το παλιό,
που πάει προς το γεφύρι…
Ο μπόγος στους ώμους ξεχειλίζει.
Ξεχύνονται απο τις άκρες του οι προσδοκίες.
Μα ετούτος εδώ ο νέος το’χει γερά αποφασισμένο:
θα περάσει το γεφύρι, σ’άλλους κόσμους θα βρεθεί..
Γύρω του μοσκοβολούν οι λεμονιές, 
τ’αηδόνια του χαϊδολογούν τ’αυτιά,
το νερό αναβλύζει στο πρόσωπό του τη δροσάδα..
Ο νέος στέκει.
Ξύλινος.
Απάνω στο γεφύρι.
Ρουφά ξανά την ομορφιά που τον ανάθρεψε,
τον έπλασε αγρίμι, να ορμά στη ζωή, τα πάντα να ζητά..
Θέλει… 
Πόσο θέλει να κοιτάξει ξανά εκεί 
που άφησαν τα πόδια του χνάρια…
Μα ξέρει.
Εκεί που πάτησε, 
χνάρια δεν υπάρχουν πια, παρά μονάχα απομεινάρια…
Ο μπόγος, ο γεμάτος όνειρα, βιώματα και προσευχές, 
τον χτυπά φιλικά στη πλάτη.
Θες παρηγοριά, θες υπενθύμιση, θες ριζικό..
Ο νέος κινά ξανά, με βήμα γοργό,
και το λασπωμένο χνάρι του πάνω στο γεφύρι,
σβήνει γλυκά η βροχή, να γίνει απομεινάρι, 
να γίνει πληγή..

Σ.