τη συγχώρηση του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο, που επισημαίνεται με δραματικό τρόπο από το επεισόδιο του μεγάλου γιου, που αρνείται να μπει στο σπίτι και να καλωσορίσει τον αδελφό του, αλλά τον κατακρίνει και τον καταδικάζει ως “καταφαγόντα μετά πορνών τον βίον” (την περιουσία) του Πατέρα τους,
τη συγχώρηση του ανθρώπου προς το Θεό, που επισημαίνεται επίσης με την άρνηση του μεγάλου γιου να μπει στο σπίτι (στον παράδεισο), παρά τις ικεσίες του μεγαλόψυχου Πατέρα του, και τη διαμαρτυρία του εναντίον του Πατέρα.
Από αυτά τα τρία είδη, το ευκολότερο είναι το πρώτο: ο Θεός μας συγχωρεί αμέσως ενώ ο άνθρωπος δύσκολα συγχωρεί. Ο Θεός μας συγχωρεί αμέσως, αλλά η σωτηρία μας προϋποθέτει να συγχωρήσουμε κι εμείς τον πλησίον μας και το Θεό, που δεν είναι όπως θα Τον θέλαμε. Και αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν μετάνοια και ταπείνωση. Και όλο αυτό χρειάζεται απαραιτήτως την εξομολόγηση, με την οποία ο άνθρωπος θα εξασκήσει την ταπείνωση στην καρδιά του και θα λάβει σωστές κατευθύνσεις, καθώς και τη συμμετοχή μας στην κανονική και σοφή εκκλησιαστική πνευματική και λατρευτική ζωή.
Η εξομολόγηση αυτή υποκρύπτεται στην ομολογία του Ασώτου προς τον Πατέρα του: “Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα και δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτες σου”. Φυσικά, ο Πατέρας τον είχε πάρει στην αγκαλιά του και τον καταφιλούσε πριν ακόμη ο Άσωτος ανοίξει το στόμα του.
Αυτό που δεν προϋποτίθεται, νομίζω, είναι η συγχώρηση του εαυτού μας, προς τον οποίο πρέπει να είμαστε επικριτικοί, εκτός αν θεωρήσουμε ότι η απόφαση του Ασώτου υιού να επιστρέψει στον Πατέρα του είναι αποτέλεσμα συγχώρησης προς τον εαυτό του και απόφασης για σωτηρία, ενώ αν δεν συγχωρούσε τον εαυτό του θα έβαζε τέλος στη ζωή του. Αυτή η μορφή συγχώρησης όμως, ας το γνωρίζουμε, οδηγεί στη μετάνοια και την εξομολόγηση και την προσέγγιση του Θεού και όχι στην αθώωση του εαυτού μας και τη συνέχιση της αμαρτωλής και καταστροφικής ζωής μας