1. Το κοινοβιακό πνεύμα

Το κοινοβιακό πνεύμα καλλιεργείται με τη φροντίδα των πολλών για τον ένα και του ενός για τους πολλούς. Για να υπάρξει όμως η φροντίδα αυτή, απαιτείται αίσθηση κοινωνίας και ενότητας.  Οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων έχοντας έντονη αίσθηση κοινωνίας και αδελφότητας εν Χριστώ συνέστησαν το πρώτο χριστιανικό κοινόβιο. Επειδή όμως αυτό δεν κάλυπτε την παραγωγή, αλλά περιορίζονταν στην κατανάλωση, δεν επιβίωσε. Η  μονιμότερη  μορφή κοινοβίου διαμορφώθηκε στα πλαίσια του μοναχισμού και υπάρχει ως σήμερα. Θα μπορούσε μάλιστα να  να λεχθεί ότι εδώ έχουμε και τον μόνο “υπαρκτό σοσιαλισμό”, η ακόμη  και “κομμουνισμό”,  που λειτούργησε  και λειτουργεί χωρίς βία και καταναγκασμό. Το κοινόβιο στηρίζεται στη ελευθερία, ενώ ταυτόχρονα παραμερίζει τον εγωκεντρισμό και τη φιλαυτία. Αν ληφθεί υπ’ όψιν μάλιστα ότι ο στόχος της χριστιανικής ζωή κατά την ορθόδοξη διδασκαλία είναι η καταπολέμηση της φιλαυτίας, και ότι οποιαδήποτε αρετή θεωρείται άχρηστη ή και επιζήμια, όταν δεν απομακρύνει τον εγωκεντρισμό και δεν καταπολεμά τη φιλαυτία, γίνεται φανερή η σπουδαιότητα  του κοινοβιακού πνεύματος.    

                                                                                

 Το κοινοβιακό πνεύμα, που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στον ορθόδοξο μοναχισμό, είχε έντονη επίδραση στον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, και διαμόρφωσε έναν ευρύτερο προσανατολισμό,  που έδωσε ξεχωριστό χρώμα στην κοινωνική και την οικονομική ζωή των Ορθοδόξων. Οι κοινότητες, οι συντεχνίες και άλλες συσσωματώσεις του βυζαντινού και του τουρκοκρατούμενου ορθόδοξου κόσμου είχαν σαφή τη σφραγίδα του κοινοβιακού πνεύματος. Αλλά και γενικότερα ο τρόπος θεωρήσεως του πλησίον, η συνεργασία μαζί του προσλαμβάνουν ξεχωριστές διαστάσεις μέσα στα πλαίσια του κοινοβιακού πνεύματος.

2. Το ασκητικό φρόνημα

Το κοινοβιακό όμως πνεύμα δεν παρουσιάζεται αυτόνομο. Συνδέεται  άμεσα με το ασκητικό φρόνημα, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν οι στόχοι του. Το ασκητικό φρόνημα απομακρύνει τα εμπόδια για την προσέγγιση του πλησίον και δημιουργεί τις προϋποθέσεις  για τη φανέρωση αληθινής αγάπης και κοινωνίας. Με την άρνηση του ατομικού θελήματος ανοίγουν οι ορίζοντες της κοινωνίας των προσώπων. Με τη στέρηση στο επίπεδο των αισθήσεων, που είναι μια μορφή θανάτου, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας αληθινής ζωής. Χωρίς το φρόνημα αυτό το κοινοβιακό πνεύμα, άλλα και η χριστιανική ζωή στο σύνολό της, είναι αδιανόητα. Τα εμπόδια που προβάλλει η εκπεσμένη ανθρώπινη φύση με τα πάθη, τη φιλαυτία και την ιδιοτέλεια, καθιστούν αδύνατη την πνευματική προσέγγιση και κοινωνία των ανθρώπων.

Συχνά πιστεύεται ή αφήνεται να νοηθεί ότι η άσκηση είναι μόνο για τον ασκητή και όχι για τον πιστό που ζει στον κόσμο. Η άποψη αυτή δεν είναι σωστή. Ασκητής δεν είναι  μόνο ο μοναχός, αλλά και κάθε χριστιανός. Ο Χριστιανισμός είχε εξ αρχής ασκητικό χαρακτήρα. Ο Χριστός ζητεί από τον άνθρωπο που θέλει να τον ακολουθήσει, να σηκώσει το σταυρό του. Χαρακτηρίζει στενή την πύλη και τεθλιμμένη την οδό που οδηγεί στη ζωή, και καλεί του χριστιανούς ν’ αγωνίζονται, για να περάσουν από την πύλη αυτή. Η άσκηση κάνει δυνατή την καταπολέμηση των παθών, την αυταπάρνηση, την εγκράτεια, τη συμμόρφωση προς το θέλημα του  Θεού και την καλλιέργεια της πνευματικής ζωής. Χωρίς την άσκηση η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον είναι αδύνατη.

Πέρα όμως απο τις άμεσες πρακτικές συνέπειες και τις θετικές επιπτώσεις που έχουν το ασκητικό φρόνημα και το κοινοβιακό πνεύμα στην προσωπική και την κοινωνική ζωή του ανθρώπου, προβάλλει η σπουδαιότητα τους για την καταξίωσή του ως πρόσωπο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Θεού. Χωρίς το κοινοβιακό πνεύμα και το ασκητικό φρόνημα η καταξίωση αυτή του ανθρώπου είναι αδύνατη.

3.  Η υποστατική αρχή

Το τρίτο βασικό στοιχείο της Ορθοδοξίας είναι η υποστατική αρχή. Η αρχή αυτή, όπως διατηρείται στην ορθόδοξη παράδοση, είναι άγνωστη ή και ασυμβίβαστη προς τη φύση της νεώτερης θεολογίας. Αυτό μπορεί να λεχθεί και  για την προτεσταντική και για τη ρωμαιοκαθολική θεολογία. Δεν μπορεί βέβαια να παραθεωρηθεί η κεντρική θέση που έχει στην κοινωνική διδασκαλία του Ρωμαιοκαθολικισμού η αρχή του προσώπου ή η έμφαση που δίνεται από την ευαγγελική θεολογία στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ατομικά δικαιώματα. Αλλά και από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το ανθρώπινο πρόσωπο εκλαμβάνεται και προβάλλεται με κοινωνικά κριτήρια. Η ιδιαιτερότητα της ορθόδοξης υποστατικός αρχής έγκειται στην υπερβατική διάστασή της, που προσδιορίζει και το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου. Σε τελική ανάλυση εδώ έχουμε τη θέωση του ανθρώπου, που αποτελεί το ιδεώδες της ορθοδοξίας.

Η ορθόδοξη θεολογία με τον εμπειρικό χαρακτήρα διατηρεί την ταυτότητα  και το δυναμισμό της θεολογίας της αδιαίρετης Εκκλησίας. Η θεολογία αυτή παραμένει συχνά μυστική. Δεν παύει όμως να υπάρχει ακόμα και σε περιόδους κρίσεως και συγχύσεως. Και επειδή δεν παύει να υπάρχει, γι’ αυτό είναι σε θέση να εμφανίζεται ιδιαίτερα σε τέτοιες περιόδους.

Αντιπροσωπευτικά δείγματα της θεολογίας αυτής είναι τα τρία βασικά βιβλία του αρχιμ. Σωφρονίου Ζαχάρωφ: “ Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης”, “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι” και το “Περί προσευχής”.

Η απομάκρυνση από την εκκλησιαστική εμπειρία και η διαρκώς εντεινόμενη εκκοσμίκευση αλλοτρίωσαν τη θεολογία του χριστιανικού κόσμου σε μεγάλο βαθμό. Αλλά και από την άλλη πλευρά η διάθεση για προβολή της χριστιανικής πίστεως και διατύπωσή της με τέτοια μορφή, που να μπορεί ν’ αντιμετωπίζει τη νεώτερη προβληματική, οδήγησε στην επινόηση ποικίλων θεολογιών γενικής πτώσεως (θεολογία του θανάτου του Θεού, της ελπίδας, της επαναστάσεως, της απελευθερώσεως. κ. α.)

Οι θεολογίες αυτές, παρά τους φιλότιμους στόχους και τα θετικά τους στοιχεία, οδηγούν τελικά σε θεολογική ασυναρτησία, που εκφράζει τις κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θεολογικές και άλλες αντιλήψεις των εμπνευστών τους, αλλά και ευρύτερα της εποχής μας. Στη γραμμή αυτή κινείται και η λεγόμενη θεολογία της συνάφειας ή συναφειακή θεολογία, που αναζητεί τη ταυτότητά της με την αντιπαράθεση προς την κλασσική θεολογία. Μέσα όμως στην προοπτική της εμπειρικής θεολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας η αντιπαράθεση μιας κλασσικής προς μια μη κλασσική θεολογία, όπως η θεολογία της συνάφειας, δεν έχει καμία θέση…..

Η ορθόδοξη θεολογία βρίσκεται πέρα ή μάλλον πριν από οποιαδήποτε διπολικότητα  ή διάσπαση, όπως αυτή που υποδηλώνεται με την αντιπαράθεση της συναφειακής προς την κλασική θεολογία. Η ορθόδοξη θεολογία είναι εμπειρική. Και ως εμπειρική είναι και διαχρονική-κλασική- και συνδεδεμένη με τα προβλήματα κάθε εποχής- συναφειακή. Ταυτόχρονα όμως η ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να αναχθεί ούτε  σε κλασική ούτε σε συναφειακή θεολογία. Οι όροι, όπως και το περιεχόμενο που προσδιορίζεται με τους όρους αυτούς, κινούνται στην επιφάνεια της ιστορίας  της θεολογίας και στερούνται του βάθους της θεολογικής εμπειρίας.

          Γ. Μαντζαρίδης