Η ταπεινοφροσύνη (Ἡ ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης)
Ὁ Ἅ­γι­ος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής δί­νει τόν ἑ­ξῆς ὁ­ρι­σμό γι­ά τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη: «Τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι μι­ά συ­νε­χής προ­σευ­χή μέ δά­κρυ­α καί πό­νο. Δι­ό­τι αὐ­τή ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ καί δέν ἀ­φή­νει τόν ἄν­θρω­πο οὔ­τε νά στη­ρί­ζε­ται ἀ­πε­ρί­σκε­πτα στή δύ­να­μή του καί στή σο­φί­α του, οὔ­τε νά ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ἐ­να­ντί­ον ἄλ­λου, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι φο­βε­ρά νο­σή­μα­τα, ὀ­φει­λό­με­να στό πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νει­ας».
Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι τό ἐρ­γα­στή­ρι πού δι­α­λύ­ει τά ἀρ­νη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς τα­πεί­νω­σης στήν ὁ­ποί­αν ὑ­πο­βάλ­λει στόν ἄν­θρω­πο ἡ κα­κί­α τῶν δαι­μό­νων καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Δη­λα­δή τήν προ­σβο­λή, τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό, τήν ἀ­δι­κί­α, τή συ­κο­φαν­τί­α πού θά ὑ­πο­στεῖ ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος, ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη πού σάν ἄλ­λο ἐρ­γα­λεῖ­ο με­τα­τρέ­πει τήν ὀρ­γή τήν ἐκ­δί­κη­ση σέ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, ἀ­πο­φεύ­γον­τας ἔ­τσι τήν ἁ­μαρ­τί­α καί πλή­γώ­νει τό δι­ά­βο­λο στό κέν­τρο τῆς καρ­δί­ας του.
Ποι­ός εἶ­ναι ὅμως ὁ πρα­γμα­τι­κά τα­πει­νό­φρο­νας;
Ἀ­πό τήν ἀρ­χή θά πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ τα­πει­νό­φρο­νας, γι­α­τί ὑ­πάρ­χουν ­καί με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι πού ἀ­πό τή φύ­ση τους εἶ­ναι πρᾶ­οι καί ἥ­συ­χοι καί φαί­νο­νται ὅ­τι εἶ­ναι τα­πει­νοί, ὄ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει ἡ στι­γμή τῆς δο­κι­μα­σί­ας, δέν ἐ­φαρ­μό­ζουν τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί δι­α­μαρ­τύ­ρο­νται. Αὐ­τοί οἱ φαι­νο­με­νι­κά τα­πει­νοί, μό­λις τούς «πα­τή­σεις τόν κάλ­λο», δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται ἐν­το­νό­τα­τα καί φω­νά­ζουν καί ἀ­πει­λοῦν. Ποῦ εἶ­ναι λοι­πόν ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τους;
Ὁ πραγ­μα­τι­κά τα­πει­νός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἐ­νῶ εἶ­ναι με­γά­λος σέ πλού­τη, ἀ­ξι­ώ­μα­τα, καί χα­ρί­σμα­τα, θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του κα­τώ­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄν­θρω­πο. Τα­πει­νό­φρο­νας ἐ­πί­σης εἶ­ναι αὐ­τός πού ἐ­νῶ τὀν συ­κο­φαν­τοῦν, δέν τα­ρά­ζε­ται, ἐ­νῶ τόν κα­τη­γο­ροῦν γι­ά πράγ­μα­τα πού δέν ἔ­κα­με, δέν φο­βᾶ­ται, ἐ­νῶ τόν προ­σβάλ­λουν, μέ­νει ἀ­τά­ρα­χος ἀ­φή­νο­ντας τήν κρί­ση του καί τήν ἀ­πο­λο­γί­α του στόν Κύ­ρι­ο πού εἶ­πε «ἐ­μοί ἐκ­δί­κη­σις ἐ­γώ ἀν­τα­πο­δώ­σω»· αὐ­τός εἶ­ναι βέ­βαι­ος ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θά δι­κά­σει δί­και­α καί θά κα­τα­δι­κά­σει δί­και­α τό συ­κο­φάν­τη, ἐ­νῶ τόν τα­πει­νό θά τόν δι­και­ώ­σει μέ τόν τρό­πο πού ὁ Ἴ­διος γνω­ρί­ζει« ἵ­να (αὐ­τόν) ὑ­ψώ­σει ἐν και­ρῷ»­. (1.Πέ­τρ. 5. 6).
 Δύ­σκο­λο Ἔρ­γο ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη
Εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο ὅ­μως αὐ­τό τό ἔρ­γο χω­ρίς θε­ϊ­κή βο­ή­θεια καί συν­δρο­μή, για­τί ὁ κό­σμος τόν τα­πει­νό τό θε­ω­ρεῖ βλά­κα καί χα­ζό καί ἐκ­με­τα­λεύ­σι­μο. Ἐ­νώ­πιον ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι δι­α­μάν­τι πα­νά­κρι­βο. Ὁ Μάρ­κος ὁ Ἀ­σκη­τής ὑ­πε­ρα­μύ­νε­ται τοῦ τα­πει­νό­φρο­να λέ­γον­τας: « Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη δέν εἶ­ναι κα­τα­δί­κη συ­νει­δή­σε­ως, ἀλ­λά χά­ρις Θε­οῦ καί ἀ­κρι­βής πλη­ρο­φο­ρί­α τῆς συμ­πά­θειάς Του».
Καί ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος λέ­γει, ὅ­τι ἡ ἑ­κού­σι­α τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι δό­ξα τοῦ Θε­οῦ· γρά­φει:« Σμί­κρυ­νε τόν ἑ­αυ­τό σου εἰς ὅ­λα ἐ­νώ­πι­ον τῶν ἀν­θρώ­πων καί θά ὑ­ψω­θεῖς ἐ­πά­νω ἀ­πό τούς ἄρ­χο­ντας τοῦ αἰ­ώ­να τού­του. Τα­πεί­νω­σε τόν ἑ­αυ­τό σου καί θά δεῖς τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐ­ντός σου. Δι­ό­τι ὅ­που βλα­στά­νει ἡ τα­πεί­νω­ση, ἐ­κεῖ ἀ­να­βλύ­ζει ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ.
Ἄν ἀ­γω­νί­ζε­σαι φα­νε­ρά νά τα­πει­νω­θεῖς, ὁ Θε­ός θά σέ κά­νει νά δο­ξα­σθεῖς ἀ­πό ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους· ἄν ἔ­χεις τήν τα­πεί­νω­ση στήν καρ­δι­ά σου ἐ­κεῖ στήν­ καρ­δι­ά σου θά σοῦ φα­νε­ρώ­σει ὁ Θε­ός τή δό­ξα Του. Ὅ­ταν ἐρ­γά­ζε­σαι τήν ἀ­ρε­τή, νά φρο­ντί­ζεις νά σέ κα­τα­φρο­νοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι καί τό­τε θά τι­μη­θεῖς ἀ­πό τό Θε­ό. Μί­ση­σε τήν τι­μή, γι­ά νά τι­μη­θεῖς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­πο­φεύ­γει τήν τι­μή, τόν κα­τα­δι­ώ­κει ἡ τι­μή καί γί­νε­ται κή­ρυ­κας τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς του».
Ὁ ἴ­διος λέ­γει ἀλ­λοῦ γι­ά τήν τέ­λεια τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τά ἀ­κό­λου­θα: «Ὁ ἄν­θρω­πος πού κα­τόρ­θω­σε νά ἐν­νο­ή­σει πό­σο ἀ­σθε­νής εἶ­ναι στά πνευ­μα­τι­κά, αὐ­τός ἔ­φθα­σε στήν τέ­λεια τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τήν ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ. Γι­’ αὐ­τό καί πα­ρα­κι­νεῖ­ται συ­νε­χῶς νά εὐ­χα­ρι­στεῖ τό Θε­ό καί γί­νε­ται πλου­σι­ώ­τε­ρος στήν ἀ­πό­κτη­ση θεί­ων χα­ρι­σμά­των. Στό­μα πού εὐ­χα­ρι­στεῖ πάν­το­τε τό Θε­ό, δέ­χε­ται ἀ­πό τό Θε­ό εὐ­λο­γί­α. Καί στήν καρ­διά πού δι­α­μέ­νει στή συ­νε­χή πρός τό Θε­ό εὐ­χα­ρι­στί­α, αὐ­ξά­νει δια­ρκῶς ἐν­τός αὐ­τῆς ἡ θεί­α Χά­ρη. Ἀ­πό τή Χά­ρη προ­η­γεῖ­ται ἡ τα­πεί­νω­ση, ὅ­πως ἐμ­πρός ἀ­πό τόν πει­ρα­σμόν τρέ­χει ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια».
Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἀ­έ­ρα γι­ά τήν ἀ­να­πνο­ή του. Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι τό δέν­δρο τῆς ζω­ῆς πού συ­νε­χῶς ὑ­ψώ­νε­ται πρός τόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά καί κά­τω ἀ­πό τή δρο­σε­ρή του σκιά, ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος βρί­σκει τή γα­λή­νη τήν ἡ­ρε­μί­α καί προ­φυ­λάσ­σε­ται ἀ­πό τά στρέ­ς’ καί τά ἀγ­χώ­δη δηλ­λή­μα­τα καί μέ­ρι­μνες τοῦ κό­σμου τού­του.
Αξία της ταπεινοφροσύνης
Ἀ­φοῦ εἴ­δα­με τήν οὐ­σί­α τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, στή συ­νέ­χει­α θά δοῦ­με καί τήν ἀ­ξί­α της, δη­λα­δή τήν ὠ­φε­λι­μό­τη­τά της καί τήν ἀ­γα­θή ἐ­πί­δρα­ση πού ἔ­χει στήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Θά ἀρ­χί­σου­με ἀ­πό τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, γι­ά νά δοῦ­με ποι­ά χω­ρί­α τή συ­στή­νουν καί πῶς τήν ἀ­ξι­ο­λο­γοῦν.
Στίς Πα­ροι­μί­ες γρά­φει: «στό­μα δέ τα­πει­νοῦ με­λε­τᾶ σο­φί­αν» (κεφ. 11. 2). Δη­λα­δή ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος βλέ­πει τή μη­δα­μι­νό­τη­τά του καί δι­α­κρί­νει τήν ἀ­ξί­α τοῦ κά­θε πρά­γμα­τος. Προ­τι­μᾶ ἀ­ντί νά ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τή σο­φί­α τοῦ κό­σμου, νά με­λε­τᾶ τή σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι γί­νε­ται κα­τά Θε­όν σο­φός, πρά­γμα πού τόν βο­η­θᾶ νά βα­δί­ζει πι­ό εὔ­κο­λα τό δρό­μο τοῦ Θε­οῦ μέ τή δι­ά­κρι­ση πού ἀ­πο­κτᾶ.
Δι­α­βά­ζου­με, πά­λιν στό πι­ό πά­νω βι­βλί­ο:«Εἰ­σίν οἱ πλου­τοῦ­ντες ἑ­αυ­τούς μη­δέν ἔ­χο­ντες καί εἰ­σίν οἱ τα­πει­νοῦ­ντες ἑ­αυ­τούς ἐν πολ­λῷ πλού­τῳ» (13. 17). Θέ­λει νά πεῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πού καυ­χοῦ­νται γι­ά τόν πρό­σκαι­ρο πλοῦ­το τους, ἀλ­λά οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι φτω­χοί, γι­α­τί δέν ἔ­χουν τόν αἰ­ώ­νι­ο πνευ­μα­τι­κό πλοῦ­το. Καί ὑ­πάρ­χουν οἱ τα­πει­νοί οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι φτω­χοί καί ὅ­μως, ἡ τα­πεί­νω­σή τους τούς ἐ­ξα­σφα­λί­ζει πο­λύ πνευ­μα­τι­κό καί αἰ­ώ­νι­ο πλοῦ­το.
Στό βι­βλί­ο­τοῦ Σο­φοῦ Σει­ράχ, γρά­φει: «Προ­σευ­χή τα­πει­νοῦ νε­φέ­λαις δι­ῆλ­θεν» (Σ. Σει­ράχ,35. 17). Ἐ­δῶ πα­ρου­σι­ά­ζει τή δύ­να­μη πού ἔ­χει ἡ προ­σευ­χή τοῦ τα­πει­νοῦ ἀν­θρώ­που καί τήν παρ­ρη­σί­α ὥ­στε νά δι­α­σχί­ζει τούς νε­φε­λώ­δης οὐ­ρα­νούς καί νά φθά­νει στό Θεό.
Ὁ βα­σι­λι­άς Δαυ­ΐδ προ­τεί­νει τήν τα­πεί­νω­σή του στό Θε­ό καί ζη­τᾶ νά τοῦ συγ­χω­ρε­θοῦν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του.« Δές τήν τα­πεί­νω­σή μου καί τόν κό­πο μου καί συγ­χώ­ρε­σε ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες μου».
Ἐ­κεῖ πού φα­νε­ρώ­νε­ται ὅ­λο τό με­γα­λεῖ­ο τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι καρ­ποί της εἶ­ναι στήν Και­νή Δι­α­θή­κη. Σάν δέν­δρο ἀ­γλα­ό­καρ­πο εἶ­ναι φυ­τευ­μέ­νο ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τό Θε­ό στή γῆ μας, ἀ­φοῦ Ὁ Θε­ός Λό­γος, τό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς πα­να­γί­ας Τρι­ά­δας, τα­πει­νώ­θη­κε λαμ­βά­νο­ντας δού­λου μορ­φή, μό­νο καί μό­νο γι­ά νά ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τή δου­λεί­α τοῦ σα­τα­νᾶ, κά­νο­ντας ἔ­τσι τήν τα­πεί­νω­ση θεϊ­κην ἀ­ρε­τή.
Ἄς δοῦ­με πῶς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πε­ρι­γρά­φει αὐ­τή τήν τα­πεί­νω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ἐ­κεῖ­νος (ὁ Θε­ός Λό­γος) ἄν καί ἦ­ταν στή μορ­φή τοῦ Θε­οῦ, δέν ἐ­θε­ώ­ρη­σεν εὐ­και­ρί­α γι­ά ἀ­πό­λαυ­σι τό ὅ­τι ἦ­ταν ἴ­σος μέ τό Θε­ό, ἀλ­λ’ ἐ­ξου­δέ­νω­σε τόν ἑ­αυ­τό του μέ τό νά λά­βει τή μορ­φή δού­λου, μέ τό νά ἔλ­θῃ στή μορ­φή τῶν ἀν­θρώ­πων, καί ἀ­φοῦ κα­τά τή μορ­φή βρέ­θη­κε ἄν­θρω­πος (ἀ­φοῦ πρα­γμα­τι­κῶς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος), ἐ­τα­πεί­νω­σε τόν ἑ­αυ­τό του μέ τό νά γί­νει ὑ­πή­κο­ος μέ­χρι θα­νά­του…» (Φι­λιπ.2. 6).
Ὁ Θε­άν­θρω­πος Σω­τή­ρας μας φό­ρε­σε, σάν ἄλ­λο ἔν­δυ­μα, τήν τα­πεί­νω­ση καί τή πτω­χεί­α, βι­ώ­νο­ντάς την ὁ ἴ­δι­ος καί δι­δά­σκο­ντάς την καί προ­τρέ­πει κι ἐ­μᾶς νά Τόν μι­μη­θοῦ­με. «…μά­θε­τε ἀ­π’ ἑ­μοῦ ὅ­τι πρᾶ­ος εἰ­μι καί τα­πει­νός τῇ καρ­δί­α» (Ματ­θ.11.29).
Στήν ἐ­πί τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του ὕ­ψω­σε τούς τα­πει­νό­φρο­νες μέ­χρι τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, μό­λις ἄ­νοι­ξε τό στό­μα Του, ὁ Κύριος,γι­ά νά μι­λή­σει, εἶπε στόν πρῶ­το «Μα­κα­ρι­σμό»: «Μα­κά­ρι­οι οἱ πτω­χοί τῷ πνεύ­μα­τι ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματ­θ. 5.2). Πτω­χοί τῷ πνεύ­μα­τι, ἐ­δῶ, δέν εἶναι οἱ τρελλοί, ἀλλά εἶ­ναι οἱ τα­πει­νό­φρο­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­ναι­σθα­νό­με­νοι τήν πνευ­μα­τι­κή τους φτώ­χει­α κα­τα­φεύ­γουν στό Θε­ό γι­ά νά πλου­τί­σουν καί γι­ά τοῦ­το εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι, ἐ­πει­δή γι­’ αὐ­τούς εἶ­ναι ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
Καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι μι­μού­με­νοι τόν Ἀρ­χη­γό τους, στή δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἐρ­γά­ζο­νταν «με­τά πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης», ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Λουκᾶς. (Πρά­ξεις, 20.19).
Ἐ­πει­δή ἔ­χει με­γά­λο κέρ­δος ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, δέν τή ζοῦ­σαν μό­νον οἱ ἴ­δι­οι, ἀλ­λά ζη­τοῦ­σαν καί ἀ­πό τούς χρι­στι­α­νούς νά τήν ἐ­φαρ­μό­ζουν στή ζω­ή τους. «Τῇ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη ἀλ­λή­λους ἡ­γού­με­νοι» συμ­βου­λεύ­ει ὁ Παῦ­λος τούς Χρι­στι­α­νούς. Δη­λα­δή μέ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη νά θε­ω­ρεῖ­τε τούς ἄλ­λους πι­ό με­γά­λους ἀ­πό σᾶς καί νά τούς δί­νε­τε τό προ­βά­δι­σμα.
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος συμ­βου­λεύ­ει τούς πι­στούς: «τα­πει­νώ­θη­τε οὖν ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Κυ­ρί­ου καί ὑ­ψώ­σει ὑ­μᾶς» (Ἰ­ακ. 4.10). Καί εἶ­ναι σύμ­φω­νο αὐ­τό μέ τά λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου «Ὁ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τόν ὑ­ψω­θή­σε­ται». Τό βρα­βεῖ­ο πού λαμ­βά­νει ὁ τα­πει­νός, τό­σο στή ζω­ή αὐ­τή ὅ­σο καί στήν αἰ­ώ­νι­α εἶ­ναι ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πού τόν ὑ­ψώ­νει ἐ­νώ­πι­ον ἀν­θρώ­πων καί ἀγ­γέ­λων.
Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­ντες λέ­με ὅ­τι εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τή ἡ τα­πεί­νω­ση, γι­α­τί ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος μι­μεῖ­ται τό Θε­ό ἔ­μπρα­κτα, γί­νε­ται πο­λύ ἀ­γα­πη­τός καί ἔ­χει πλού­σι­α τή Χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρο κέρ­δος ἀ­πό αὐ­τό; Εἶ­ναι πά­ρα πολ­λά τά πα­ρα­δεί­γμα­τα ἀ­πό τήν Και­νή Δι­α­θή­κη πού μι­λοῦν γι­ά τήν τα­πεί­νω­ση, ἀλ­λά,γι­ά νά μή μα­κρυ­γο­ρή­σου­με ἀ­να­φέ­ρα­με αὐ­τά τά λί­γα.
Τή με­γά­λη ἀ­ξί­α καί ὠ­φέ­λει­α πού ἔ­χει ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη γνώ­ρι­ζαν ἐκ πεί­ρας οἱ Πα­τέ­ρες καί οἱ Ὅ­σι­οι τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας καί ἔ­χουν ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λύ μέ τήν ἀ­ρε­τήν αὐ­τή.
Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος ἀρ­χί­ζει τόν ιθ΄ Λό­γο του ὡς ἑ­ξῆς: «ἄν­θρω­πε τα­πει­νέ, θέ­λεις νά εὕ­ρεις τήν αἰ­ώ­νι­ον ζω­ήν; Κρά­τη­σον τήν πί­στην καί τήν τα­πεί­νω­σιν εἰς ἑ­αυ­τόν· δι­ό­τι δι­ά τού­των εὑ­ρί­σκεις τήν βο­ή­θει­αν τοῦ Θε­οῦ…»
Καί στόν κ΄Λό­γον του λέ­γει: «Τόν τα­πει­νό­φρο­να οὐ­δείς μι­σεῖ πο­τέ, οὐ­δέ ἐ­πι­πλήτ­τει, οὐ­δέ κα­τα­φρο­νεῖ· ἐ­πει­δή ἀ­γα­πᾶ αὐ­τόν ὁ δε­σπό­της αὐ­τοῦ καί δι­ά τοῦ­το ἀ­γα­πᾶ­ται πα­ρά πά­ντων… Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος τα­πει­νω­θεῖ κυ­κλώ­νει αὐ­τόν τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, καί τό­τε ἡ καρ­δί­α αἰ­σθά­νε­ται τή θεί­α βο­ή­θει­α… πλη­ροῦ­ται χα­ρᾶς καί ὁ­δη­γεῖ­ται πρός τήν προ­σευ­χή».
Δη­λα­δή ἡ ὠ­φέ­λει­α εἶ­ναι δι­πλή εἶ­ναι ὅ­μως καί πολ­λα­πλή, ἐ­πει­δή ἡ μι­ά ἀ­ρε­τή ἀ­κο­λου­θεῖ τήν ἄλ­λη. Ὁ τα­πει­νός γί­νε­ται κά­το­χος πολ­λῶν ἀ­ρε­τῶν. Εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ! Ὁ Θε­ός δο­ξά­ζει τόν τα­πει­νό, γι­α­τί ὅ­που τα­πεί­νω­ση ἐ­κεῖ καί τοῦ Θε­οῦ ἡ δό­ξα φαί­νε­ται νά τρέ­χει σάν ἄλ­λη πη­γή.
Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος σέ ὁ­μι­λί­α του, ἔ­λε­γε: «Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε ὅ­μοι­ο μέ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, Γι­’ αὐ­τό καί ὁ Χρι­στός ἄρ­χι­σε τούς Μα­κα­ρι­σμούς μέ τήν ἀ­ρε­τή αὐ­τή…Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το χω­ρίς αὐ­τή νά σω­θοῦ­με». Καί ἀλ­λοῦ προ­τρέ­πει: «Ἄν θέ­λεις νά ἀ­πο­λαύ­σεις πα­ρη­γο­ρι­ά ἀ­πό τό Θε­ό, τα­πει­νώ­σου, σύ­ντρι­ψε τό­ν ἑ­αυ­τό σου».
Καί ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος συμ­βου­λεύ­ει: « Στή χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή πρέ­πει νά προ­σερ­χό­μα­στε μέ πολ­λή προ­σο­χή καί τα­πει­νο­φρο­σύ­νη γι­ά νά λά­βου­με τόν πλοῦ­το τοῦ Χρι­στοῦ. Σέ κά­θε ἐκ­δή­λω­ση τῆς ζω­ῆς μας νά θυ­μό­μα­στε νά ἐ­φαρ­μό­ζου­με τήν τα­πεί­νω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Μό­νον ἔ­τσι θά κα­τα­στρέ­ψου­με τίς πα­γί­δες τοῦ δι­α­βό­λου».
Χα­ρα­λά­μπους Νε­ο­φύ­του (Πρεσβυ­τέ­ρου)
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ
‘’Ορθόδοξος Ὁδοδείχτης
ΠΗΓΗ:  https://inpantanassis.blogspot.com