Κάθε Κυριακή εἶναι ἀνάμνηση καί ὑπόμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κάθε Κυριακή ἡ Ἐκκλησία, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιορτάζει. Κάθε Κυριακή πρωΐ (…ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολάς… Μάρτυς ἅγιος Ἰουστῖνος, α΄αἰών) οἱ Χριστιανοί μαζεύονται γύρω ἀπό τό τραπέζι πού παραθέτει σ᾿ ὅλους ὁ κοινός Πατέρας δίνοντας τήν Σάρκα καί τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, εἰς «βρῶσιν καί πόσιν».
Δύο χιλιάδες χρόνια κάθε Κυριακή, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα, ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τελοῦν κάθε Κυριακή τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τήν προσφορά στόν Θεό-Πατέρα τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Του γιά τήν σωτηρία ὅλων. Τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων. Τήν θυσία ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, γιά ὅλη τήν οἰκουμένη.
Σ᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη, ἄραγε ἐμεῖς πῶς ἀνταποκρινόμαστε; Πόσο τήν συνειδητοποιοῦμε; Πόσο θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ Ζωή μας; Σέ τί μέγεθος καί βαθμό θέλουμε νά συμμετάσχουμε;
Δεκαετίες ὁλόκληρες πέρασαν μέ τήν σύγχυση ὅτι ἡ σύναξη-λειτουργία τῆς Κυριακῆς εἶναι προσευχή στήν ὁποία ἔχουμε καθῆκον νά συμμετέχουμε. (Τό καθῆκον τοῦ ἐκκλησιασμοῦ!!). Χρόνια πολλά ἡ Εὐχαριστία ἔγινε μιά εὐσεβής συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή καί ἡ γλώσσα ἦταν ἀκατανόητη καί οἱ εὐχές δέν ἀκουόντουσαν, κατέληξε σιγά-σιγά ἡ ὑπόθεση νά εἶναι μιά θρησκευτική τελετουργία, ἕνα θρησκευτικό «δρᾶμα» πού τελικῶς τό παρακολουθοῦσαν οἱ Χριστιανοί οὐσιαστικά μένοντας «ἀδιάβροχοι». Προσευχόντουσαν; Ναί. Ὅμως λανθασμένα. Γιατί λανθασμένα; Γιατί καθένας προσεύχονταν μόνος καί γιά τόν ἑαυτό του. Οἱ κοινές δεήσεις φάνταζαν ἔργο τοῦ ἱερέα, ἐνῶ ἡ μή συμμετοχή στά ψαλλόμενα, ἤ τίς εὐχές καί τήν Εὐχαριστία (Μετάληψη) καθιστοῦσαν τό ὅλο θέμα ἀνιαρό καί ἀδιάφορο! Ἔτσι σιγά-σιγά ἡ κούραση ἔφερε τόν πειρασμό τῆς ὅσο λιγότερης (χρονικά) συμμετοχῆς, μέχρι ὅτου τελικά καταλήξει νά γίνει καί αὐτή τόσο ἀραιή, πού κατάντησε ἀνύπαρκτη. Ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν «ἐψύγη» (πάγωσε) καί στίς συνάξεις τῆς Κυριακῆς βλέπουμε ἕνα ἐλάχιστο ποσοστό τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἐνορίας. Ζοῦμε μιά ἔκπτωση.
Ἐμεῖς πάλι πού ὑποτίθεται μαζευόμαστε τίς Κυριακές στήν Εὐχαριστία πόση διάθεση θυσίας ἔχουμε; Πόσο ἀγαπᾶμε τόν Χριστό; Τό θέμα τό φανερώνει ἡ προθυμία μας γιά συνάντηση μαζί του. Ἄραγε δέν εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὅταν κάποιον τόν ἀγαπᾶμε θέλουμε νά εἴμαστε ὅσο γίνεται περισσότερο μαζί του; Μέ τό Χριστό πόσο θέλουμε νά εἴμαστε μαζί; «Τήν ἀγάπη σου γιά τόν Χριστό θά σοῦ τήν δείξει ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὅταν φθάσει, καί σύ, ἀντί νά τρέξεις, ἀσχολεῖσαι μέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, τότε ὑπό δαιμόνων ἐμπαίζεσαι», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἡ ἀγάπη τοῦ καθενός εἶναι κόπος καί ὑπόθεση προσωπική του. Εἶναι ὅμως καί στάδιο στό ὁποῖο ὅλοι μας χρειάζεται νά ἀγωνιστοῦμε γιά αὔξηση καί ὡριμότητα. Μαθαίνουμε νά ἀγαπᾶμε, μιμούμενοι τόν Χριστό. Δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς χωρίς διάθεση θυσίας. Ἀγαπῶ σημαίνει θυσιάζω κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μου χάριν αὐτοῦ πού ἀγαπῶ. Ὁ Χριστός θυσίασε τόν ἑαυτό του σταυρούμενος γιά μᾶς καί ἐμεῖς μιμούμενοι Αὐτόν κάνουμε μικρές θυσίες (τῆς διάθεσης, τῆς ἄνεσης, τῆς βολῆς μας) χάριν Αὐτοῦ πού στήν Εὐχαριστία, αὐτό μᾶς μαθαίνει. Μᾶς τό μαθαίνει ὄχι γιατί Ἐκεῖνος χρειάζεται τήν θυσία τῆς ἀγάπης μας, ἀλλά γιά νά μᾶς βοηθήσει νά γίνουμε γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἀνθρώπους μας, πηγή χαρᾶς.
Ἀρχιμ. Θ.Μ.