Τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία;

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

  Εὔκολα διαπιστώνει ἕνας συνειδητὸς χριστιανὸς ὅτι στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα καὶ κοσμικὲς συνήθειες, ποὺ μειώνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ νοθεύουν τὴ γνησιότητα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ μιὰ πραγματικότητα, τὴν ὁποία δὲν καταδικάζουν οἱ κληρικοὶ ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Καὶ ὅμως πρέπει νὰ περιγράφεται καὶ νὰ ἀπορρίπτεται.

  Ἕνας σεβάσμιος ἐπίσκοπος ἔλεγε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάτι ποὺ πολλοὶ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ εὐσεβεῖς λαϊκοὶ ἀγνοοῦν. Ἀξίζει τὴν ἰδιαίτερη προσοχή μας: «Ἀξίωμα τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι στὴν Ἐκκλησία ὁ λόγος στηρίζεται ἐπάνω στὴν πράξη. Τίποτε θεωρητικό, τίποτε φτιαγμένο, πρῶτα στὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, τίποτε ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία. Ἡ πίστη, ἡ θεολογία, τὸ Εὐαγγέλιο, ὅλα εἶναι κήρυγμα γεγονότων. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα γεγονός, μιὰ ζωὴ καὶ μιὰ παράδοση στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωστὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἡ λογικὴ λατρεία καὶ στὴ λατρευτικὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ βιοτὴ τῶν πιστῶν».

  Ὁ λαὸς συχνὰ μπερδεύει τὴν ἀνωτέρω παράδοση μὲ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴν οὐσιώδη διαφορά. Κραυγαλέο παράδειγμα εἶναι τὰ πανηγύρια στὴν ἐπαρχία, ὅπου ἡ τιμὴ ἑνὸς ἁγίου συνοδεύεται μὲ χοροὺς καὶ τραγούδια καὶ μάλιστα νὰ σέρνουν πρῶτοι τὸ χορὸ οἱ ἐφημέριοι! Καὶ κάποτε, ἂν παρίσταται καὶ ὁ οἰκεῖος μητροπολίτης ἀκοῦμε νὰ προτρέπει τοὺς ἱερεῖς νὰ χορέψουν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος κωλύεται λόγω τοῦ ὑψηλοῦ του ἀξιώματος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅ,τι κομίζουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ τιμοῦν τὸν ἅγιό τους τὸ χάνουν σὲ λίγη ὥρα, ἀφοῦ ἀφοσιώνονται στὸ ξέφρενο πανηγύρι, τὸ ὁποῖο στήνεται στὸν ἐξωτερικὸ χῶρο τοῦ ναοῦ, ποὺ συν­ήθως εἶναι καὶ ἡ κεντρικὴ πλατεῖα τῆς κωμόπολης ἢ τοῦ χωριοῦ. Οἱ πρωινὲς ἱερὲς ψαλμῳδίες σιγοῦν καὶ ἀρχίζουν τὰ δημοτικὰ καὶ ὄχι μόνο τραγούδια καὶ ὁ τιμώμενος ἅγιος ἀναγκάζεται νὰ φύγει μὲ μυστικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ ναό του, γιατί δὲν θέλει νὰ συμφύρεται μὲ πλανεμένους πανηγυριστὲς ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο…

  Ἰδιαίτερα προκλητικὴ εἶναι ἡ περίπτωση στὰ παλιὰ ἐγκαταλειμμένα μοναστήρια, ποὺ δὲν ἔχουν μοναχοὺς καὶ οἱ διάφοροι ἐπίτροποι καὶ οἱ ὑπεύθυνοι τῶν συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων διοργανώνουν πανηγύρια, ὅπως ἐκεῖνοι ἐπιθυμοῦν, χωρὶς νά σέβονται τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου, καὶ γλεντοκοποῦν γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο, στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο τὸ μοναστήρι. Οἱ ἐφημέριοι συνήθως ὑποχωροῦν καὶ δὲν προβάλλουν καμία ἀντίδραση, γιατί ὑπολογίζουν τὶς εἰσπράξεις ἀπὸ τοὺς πανηγυριστές… Καὶ μετὰ τὸ πανηγύρι, ὁ τόπος μεταβάλλεται σὲ ἕνα ἀπέραντο σκουπιδότοπο μὲ πλαστικὰ καὶ σπασμένα μπουκάλια. Ἡ φρικτὴ αὐτὴ εἰκόνα εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων καὶ τῆς τήρησης τῶν ἐθίμων ποὺ πρέπει νὰ διατηροῦνται ὁπωσδήποτε, γιατί ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ πρόγονοί μας, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ διαστήριοι διοργανωτές.

  Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν παράδοσή της. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κάτι ποὺ βιώνεται καὶ ἀλλοιώνει ἱερῶς τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Καὶ τὸ πετυχαίνει αὐτὸ μὲ «τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων, τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, τὴ θεία λατρεία μας, τὴν ἄχραντη εἰκονογραφία μας, τὴν κατανυκτικὴ ψαλμῳδία μας, τὸ κερί μας καὶ τὸ λιβάνι μας, τὴν προσφορά μας καὶ τὸ κόλλυβο, τὴ σαρακοστὴ καὶ τὴ νηστεία μας, τὴ λειτουργία μας καὶ τὴ θεία μετάληψη, τὴ πτωχὴ ἁγιοσύνη μας καὶ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία κι αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία· οἱ Ἅγιοί μας· οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Προφῆτες, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι καὶ οἱ Δίκαιοι·  αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν κι ἔδωσαν αἷμα καὶ δάκρυ καὶ ἱδρώτα, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη· αὐτοὶ πού, πηγαίνοντας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, πρεσβεύουν στὸ Θεὸ γιά μᾶς, μὲ πρώτη κι ἐπάνω ἀπ’ ὅλους τὴν ὑπερ­αγία Θεοτόκο».

  Πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε κάποτε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὴ νόθευση τῆς παράδοσής της ἀπὸ τὸ λαϊκὸ πολιτισμό, γιὰ τὸν ὁποῖο πολὺς λόγος γίνεται στὴν ἐποχή μας. Χρειάζεται ἐγρήγορση γιὰ τὴν προστασία της καὶ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς γιὰ τὴν ἀνάδειξή της.