Σάββας Δημητρέας (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι οὔτε λόγια οὔτε συναισθήματα. Ἡ γνήσια ἀγάπη ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν διάθεση θυσίας καί ἀπό τό μέγεθος τῆς θυσίας.
Ἡ ἐπίγνωση καί ἡ ἀναγνώριση τῆς ἱερότητας τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· τῶν ἐντολῶν καί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας· καί ἡ τήρηση τους μέ ἔμπρακτη θυσία, εἶναι τό ἀσφαλέστερο τέστ γιά τό πόσο ἀληθινά καί γνήσια πιστεύουμε καί ἀγαπᾶμε τόν Θεό.
Μιά τέτοια ἀφορμή γιά νά ἀξιολογήσουμε τήν γνησιότητα τῆς πίστης μας καί τῆς ἀγάπης μας στό Θεό εἶναι ἡ ἱερή περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, πού ἀρχίζει στίς 15 Νοεμβρίου.
* * *
Ἕνα φωτεινό παράδειγμα ἡρωϊκοῦ φρονήματος στήν τήρηση τῆς νηστείας βρίσκουμε στό μικρό βιβλίο «ΙΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΣ» (σελ. 75-76):
«Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔλεγαν Μιχάλη Ζιάκα. Τό 1948-49 ἦταν στρατιώτης. Καί βρισκόταν στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Γράμμου.
Ἐκεῖ ὁ λόχος του εἶχε μείνει μιά ἑβδομάδα ὁλόκληρη χωρίς ἀνεφοδιασμό. Ὑπόφεραν πολύ τά παιδιά ἀπό πεῖνα, ἀσιτία καί ἐξάντληση. Μά κάποτε ἔφθασαν καί τά τρόφιμα. Ψωμί καλό, κουραμάνα· καί κρέας μαγειρεμένο, ἕτοιμο. Μπῆκαν στήν σειρά, ἕνας-ἕνας, καί ἔπαιρναν πρῶτα τήν κουραμάνα καί μετά τό κρέας στήν καραβάνα!
Ἦρθε καί ἡ σειρά τοῦ Μιχάλη νά πάρει τό φαγητό. Πλησιάζει στό διανομέα καί τοῦ λέει:
-Μπορεῖς νά μοῦ δώσεις ἀντί γιά κρέας λίγες ἐλιές;
-Τί; Ἐλιές; Γιατί ἐλιές; Ἀφοῦ ἔχει κρέας!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης.
-Νά φάω κρέας, νά μαγαρίσω τήν Παρασκευή;
Κάθεται λοιπόν ὁ Μιχάλης ἀνάμεσα σέ ἄλλους στρατιῶτες. Ἐκεῖνοι τρῶνε κρέας. Ὁ Μιχάλης ἐλιές. Καί τόν κοροϊδεύουν. Γιατί ἔκαμε τόν σταυρό του. Γιατί εἶναι κουτός. Γιατί, ἐνῶ μπορεῖ νά φάει κρέας -καί μάλιστα μετά τέτοια πεῖνα-, τρώει ἐλιές! Λένε πολλά. Ὁ Μιχάλης σιωπᾶ.
Ξαφνικά ὅμως, ἐνῶ ἔτρωγε καί συνέχιζαν νά τόν κοροϊδεύουν, πέφτει λίγα μέτρα πιό πέρα μιά ὀβίδα! Σηκώθηκε σύννεφο ἡ σκόνη στόν ἀέρα! Ἔτρεξαν ἄλλοι στρατιῶτες νά ἰδοῦν, τί εἶχε συμβῆ. Καί εὑρῆκαν τούς δύο στρατιῶτες νεκρούς. Καί τόν Μιχάλη νά σηκώνεται ἀπό χάμω καί νά τινάζει τά ροῦχα του ἀπό τά χώματα!
* * *
Πέρασαν χρόνια. Ὁ Μιχάλης Ζιάκας εἶναι ἕνας φτωχός τσοπάνης στό χωριό του. Ζεῖ, ὅπως πάντα, μέ εὐσέβεια.
Μιά Παρασκευή, παρέα μέ ἄλλους φτωχούς τσοπάνηδες, κάθησαν νά φᾶνε. Ἔβγαλε ἀπό τό σακκούλι του λίγο ψωμί καί ἔτρωγε. Καί ἀπό τό παγούρι του ἔπινε λίγο νερό νά μαλακώνει τό ψωμί στό στόμα του.
Ἕνας ἀπό τούς τσοπάνηδες προσφέρθηκε τότε νά τοῦ δώσει λίγο τυρί γιά προσφάϊ. Τοῦ λέει ὁ Μιχάλης:
-Δέν μαγάρισα τήν Παρασκευή, μιά ἑβδομάδα νηστικός στόν Γράμμο, καί θά τήν μαγαρίσω τώρα;
Καί διηγήθηκε τήν ἱστορία.
* * *
Θέλει συζήτηση, ὅτι τόν Μιχάλη τόν ἔσωσε ὁ Χριστός, ἐπειδή σεβάστηκε τήν ἡμέρα πού σταυρώθηκε γιά μᾶς;
Ὤ Χριστέ μου, πόσο εὔκολα μαγαρίζουν μερικοί τήν ψυχή τους!
Μακάρι τέτοια παραδείγματα νά μᾶς ἐμπνέουν ἦθος καί φρόνημα…