Σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους – Σχέσεις μὲ τὸν Θεό: Συνδέονται;
Γιὰ μία κατηγορία πιστῶν ὁ Θεὸς γίνεται ἀντιληπτὸς ὡς κάποιος ποὺ μαγικὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας. Ἐγὼ νὰ μὴν κάνω τίποτε καὶ ὁ ἄλλος, ὁ Θεὸς ἐν προκειμένῳ, νὰ μοῦ τὰ παρέχει ὅλα. Πρόκειται γιὰ μία στάση, ποὺ παραπέμπει στὴ φάση τῆς ἀπόλυτης ἐξάρτησης τοῦ βρέφους ἀπὸ τὴ μητέρα. Ὅμως, ἂν τὸ βρέφος καθηλωνόταν σὲ αὐτὴ τὴ φάση δὲν θὰ ἀναπτυσσόταν φυσιολογικά. Ἀνάλογα, ὁ πιστὸς στὴν περίπτωση αὐτὴ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του σὲ πνευματικὴ ἀνωριμότητα, μὲ τὸ νὰ ἀχρηστεύεται, μὴν ἀξιοποιώντας τὶς δυνατότητές του, τὰ τάλαντά του, τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑγιὴς πίστη συμβαδίζει μὲ τὴ θεανθρώπινη συνέργεια.
Συχνὰ καλλιεργοῦμε μία κτητικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, πράγμα ποὺ ὑποδηλώνει ἀνασφάλεια καὶ ἔλλειμμα ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Τείνουμε νὰ ταυτίζουμε τὸν ἄπειρο καὶ ἀκατάληπτο Θεὸ μὲ τὴ δική μας φαντασιακὴ εἰκόνα γιὰ Ἐκεῖνον, τὴ δική μας πίστη, ποὺ ἔχει μετατραπεῖ σὲ ἰδεολογία. Θεωροῦμε ὅτι ἐμεῖς κατέχουμε τὴν ἀλήθεια, ἐλέγχουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὅποιος διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴ δική μας ἀντίληψη ἀντιμετωπίζεται ὡς ἐχθρός τῆς πίστης. Στὴν πραγματικότητα ἐχθρός τῆς δικῆς μας ἐσωτερικευμένης εἰκόνας γιὰ τὸν Θεό.
Πολὺ συχνά, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης βιώνεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς Θεὸς τῆς καταδίωξης, τῆς καταδίκης καὶ τῆς ἐκδίκησης. Ἐδῶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας καὶ τῆς κόλασης μᾶς ἐπιβάλλει νὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ περισσότερο ὡς ἀστυνόμο ποὺ μᾶς καταδιώκει, παρὰ ὡς πρόσωπο καταφυγῆς καὶ ἀγάπης.
Πάντα μὲ προβλημάτιζε ἡ ἀπρόσφορη στάση τοῦ τρίτου δούλου τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων. Ὁ δοῦλος αὐτός, ἐπειδὴ δὲ διαθέτει βασικὴ ἀσφάλεια καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, δὲν ἐμπιστεύεται κανέναν. Ἡ στενὴ σχέση καὶ συναλλαγὴ μὲ τὸν ἄλλον τὸν φοβίζει, τοῦ προκαλεῖ ἄγχος. Ἔτσι ἀρνεῖται κάθε σχέση μὲ τὸ ἀφεντικό του. Παραιτεῖται καὶ ἀπομονώνεται.
Ἡ ἔρευνα ἰσχυρίζεται, τουλάχιστον γιὰ τοὺς θρησκεύοντες πληθυσμούς, ὅτι οἱ ἐσωτερικὲς εἰκόνες καὶ ἀναπαραστάσεις ἑνὸς ὀργισμένου καὶ τιμωροῦ Θεοῦ συνδέονται μὲ λιγότερο ὥριμες διαπροσωπικὲς σχέσεις («σχέσεις ἀντικειμένου», ὅπως λέγονται στὴν ψυχολογία) καὶ μικρότερη ἱκανότητα ἐνσυναίσθησης (συμπόνιας, ἀγάπης καὶ κατανόησης) πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μία ἐσωτερικὴ ἀναπαράσταση τοῦ Θεοῦ ὡς ἑνὸς Θεοῦ ἀγάπης, ἐλέους καὶ ἐλευθερίας συνδέεται μὲ ὡριμότερη ψυχολογικὴ ἀνάπτυξη τοῦ πιστοῦ καὶ μὲ τὴν ἱκανότητα γιὰ ὡριμότερες διαπροσωπικὲς σχέσεις, σχέσεις ἀγάπης μὲ τοὺς ἄλλους. Μὲ μία ἄλλη διατύπωση, τὸ ἔλλειμμα ἀγάπης, ἐλέους καὶ συγχώρεσης ἀπορρέει ἀπὸ τὴ διαστρεβλωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουμε ἐνσωματώσει.
Ὅπως φαίνεται, ἔχουμε νὰ ἀνακαλύψουμε ὄχι μόνο τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας ἀλλὰ καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔχει ἐπίσης συσκοτισθεῖ. Θὰ πρέπει νὰ ἀποκαθάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, νὰ πετάξουμε ὅ,τι ἄφησαν ἐπάνω στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ οἱ πρώιμες σχέσεις μὲ τοὺς γονεῖς, οἱ φορεῖς τῆς ἀγωγῆς, ἡ πλημμελὴς κατήχηση καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συναντήσουμε τὸν ἀληθινὸ Χριστό. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἀναζήτηση καὶ τὴ μετάνοια.