Συντάσσει τῷ Χριστῷ; Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

 

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπὸ τὴ φύσι μιὰ βαθειὰ εὐγένεια. Ἀγαπάει τὴν καλωσύνη, τὴ θυσία, καὶ κάθε ἀρετή. Καὶ θέλει νὰ προσφέρεται κάποτε γι’ αὐτές, ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ἡ πίστις του ἔχουν παγώσει.

Κάθε πρᾶξις, ποὺ γίνεται ἔξω ἀπὸ τοὺς προβληματισμοὺς τῶν ἀρετῶν, τοῦ χτυπάει στὰ νευρά, εἴτε τὴν κάνει ὁ ἴδιος, εἴτε — πολὺ περισσότερο — κάποιος ἄλλος. Τὸ δυνατὸ μάτι τῆς διάνοιάς του τὶς βλέπει ὅλες τὶς πράξεις αὐτές. Καὶ ἡ ἀκοίμητη συνείδησις τὶς τοποθετεῖ. Καὶ πῶς τὶς τοποθετεῖ; Βέβαια, προσπαθεῖ νὰ τὶς τοποθετῆ σωστά. Ὅμως δὲν τὸ κατορθώνει πάντοτε. Γιατί;
Αὐτὸ συμβαίνει, γιατί προσκρούει σὲ ἕνα ἀπροσδόκητο καὶ ἀπίθανο παρεμβατισμό. Παρεμβαίνει ὁ «ἑαυτούλης» ὑπὲρ τῶν πράξεών του, πού, ἐνῶ εἶναι κακές, καὶ στὸ πρόσωπο τῶν ἄλλων τὶς καταδικάζει κατηγορηματικὰ καὶ ἀπόλυτα, γιὰ τὶς δικές του ὄχι μόνο δὲν κάνει κάτι τέτοιο, ἀλλὰ τὶς ἐκτρέφει καὶ τὶς θάλπει! Εἶναι τὰ ἀγαπημένα του παιδάκια. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀγαπημένα, ἀλλὰ καὶ παραχαϊδεμένα! Πρὸς χάριν τους τσακώνεται καθημερινῶς μὲ τὴ συνείδησί του. «Σιωπή, τῆς λέει· εἶναι καλὰ τὰ παιδάκια μου. Εἶναι χαριτωμένα».

Ναί. Ἔτσι γίνεται συνήθως. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος λέγει: «Μὴ γίνεσθε συνήγοροι τῶν παθῶν σας. Νὰ εἶσθε oἱ ἀνεπηρέαστοι δικαστές τους». Ἂν τὰ χαϊδεύης, θὰ ἀποθρασυνθοῦν. Καὶ ποιὸς τότε θὰ τὴν πλήρωση; Πρῶτος καὶ καλλίτερος σύ! Μετὰ καὶ ἄλλοι….

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης κάνει τὴν ἑξῆς παρατήρησι: «Ὁ Φαραὼ σκότωνε τὰ ἀγόρια τῶν Ἑβραίων καὶ ἄφηνε νὰ ζοῦν τὰ κορίτσια. Γιατί ὅμως ἄφηνε τὰ κορίτσια; Εἶναι εὐνόητο. Τὰ ἀγόρια εἶναι σκληρά.

Τὰ κορίτσια μαλακὰ καὶ εὐκολομεταχείριστα. Τὰ ἀγόρια συμβολίζουν τὶς ἀρετές. Τὰ κορίτσια τὶς ἡδονές. Καὶ συμπεραίνει ὁ ἅγιος. Μὴ μιμεῖσαι τὸ Φαραώ, φρόντισε γιὰ τὰ ἀγόρια σου, ἂς εἶναι καὶ σκληρά. Ἀγωνίσου γιὰ τὶς ἀρετές».

Πῶς ὅμως; Ὁ ἄνθρωπος δὲν βρίσκεται πάντοτε στὴν ἴδια πνευματικὴ κατάστασι. Μερικὲς φορὲς πετάει ψηλά, ἀγωνίζεται μόνο γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀρετές, καὶ ξεχνάει ἐντελῶς τὰ πάθη καὶ τὶς ἡδονές. Ἄλλοτε παραδίνεται σ’ αὐτὲς κατὰ τρόπο ἀπελπιστικό, καὶ τότε δὲν μπορεῖ οὔτε ὁ ἴδιος νὰ ἀναγνωρίση τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου.

Μέσα του ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μῖσος, ἡ θυσία καὶ ἡ φιλαυτία, ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ ἀκολασία, εἶναι ἰσοδύναμες. Νικάει ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος θὰ συνταχθῆ. Συντάσσεσαι μὲ τὸν Χριστό; Νικάει ὁ Χριστός. Συντάσσεσαι μὲ τὸν Σατανᾶ; Μέσα σου νικάει ὁ Σατανᾶς.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος. Καὶ ἡ ἐλευθερία του πραγματώνεται κάθε στιγμή. Εἴτε τὸ θέλομε, εἴτε ὄχι, εἴμαστε «τρεπτοί», δηλαδὴ μποροῦμε κάθε λεπτὸ νὰ «τρεπώμεθα», νὰ ἀλλάζωμε γνώμη καὶ ἀπόφασι. Γι’ αὐτό, κάθε στιγμὴ καλούμεθα νὰ δίνωμε ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα: «Συντάσσει τῷ Χριστῷ»;

Κάθε στιγμὴ μποροῦμε ἐξίσου νὰ δώσωμε σὰν ἀπάντησι τὸ «ναὶ» ἤ τὸ «ὄχι». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀπέραντη εὐθύνη ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν κάθε του στιγμή. Μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ τὸν μεταβάλη ἀπὸ τὸν χειρότερο παλιάνθρωπο σὲ ἀληθινὸ ἄγγελο. Καὶ ἀντίθετα, ἀπὸ ἄγγελο σὲ τέρας.

Ἡ στιγμὴ αὐτὴ λέγεται «μετάνοια», δηλαδὴ ἀλλαγὴ γνώμης. Μετάνοια λέγεται ἡ ἀλλαγὴ γνώμης ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό. Τὸ ἀντίθετο δὲν λέγεται μετάνοια· λέγεται ξεπεσμός.

Χρειάζεται λοιπὸν νῆψις: ἄγρυπνο ὄμμα στὴν ἄμυνα γιὰ τὴ διατήρησι τῶν ἐπιτευγμάτων μας. Ἡ λέξις ξεπεσμὸς εἶναι τρομερή. Γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα εἶναι πολὺ πιὸ τραγική. Γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος παθαίνει μιὰ φοβερὴ σεισμικὴ δόνησι, ποὺ φέρνει ἀποτελέσματα ὀδυνηρά.

Ἀκοῦστε, τί γράφει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. «Ἡ ἀναθυμίασις τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ νὰ ἀπόκτηση ἐπίγνωσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἡ πάχνη, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν ὑγρὴ γῆ, κάνει τὴν ἀτμόσφαιρα ἀδιαφανῆ, ἔτσι καὶ ἡ ἀναθυμίασις αὐτή, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἰδοῦμε τὸ Θεό. Ὅποιος αὐτὰ δὲν τὰ προσέχει, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῆ ὅτι περιπατεῖ στὸ σκοτάδι· καὶ γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν ἔχει ἀρετές, ἀλλὰ καὶ δὲν καταλαβαίνει οὔτε τί σημαίνουν τὰ ὀνόματά τους! Καὶ ὅμως, φαντάζεται τὸν ἑαυτό του σὰν τὸν πιὸ σπουδαῖο καὶ ἔξυπνο ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, ἐνῶ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας τιποτένιος» (Λόγος ΙΓ’).

Τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωσις. Αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὶς ἀρετὲς καὶ μέσῳ αὐτῶν στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀντίθετα, ἡ ἰδέα ὅτι τὰ ξέρομε ὅλα, ὅτι τὰ κρίνομε σωστὰ καὶ ἐνεργοῦμε ὀρθά, μᾶς χωρίζει καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.