Σήμερα ο πόνος είναι πια διάχυτος παντού. Κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται άμεσα αυτό που μπορούμε να δώσουμε προς αυτούς, με τη βοήθεια του Χριστού: την Προσευχή. Άνθρωποι δικοί μας, φίλοι και γνωστοί, γνώριμοι, συνάδελφοι και συνεργάτες, γειτόνοι και συντοπίτες, ακόμη και οι κάποτε ή μέχρι πρότινος εχθροί και διώκτες μας, μας προσεγγίζουν δειλά μ’ ένα αβέβαιο και συνεσταλμένο χαμόγελο που σκεπάζει και κρύβει πολλά. Χαμόγελο, που μοιάζει με στολή παραλλαγής. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, είτε από δισταγμό και αμφιβολία, είτε από εγωισμό και περηφάνια, ολοένα και αναβάλουν να πουν κάπου, σε κάποιον, τον πόνο τους. Έτσι, η πλήρης αφάνεια και η αποφασιστική φυγή κερδίζουν έδαφος μέσα στην απορημένη καρδιά τους, για να προσυπογράψουν τελικά το προσωπικό τους δράμα.
Ας μη γίνει τροφή στασιμότητας και εφησυχασμού, αυτό, για μας. Πρέπει δηλαδή πρώτα κάποιος να φανεί στον ορίζοντά μας, να προσπέσει στα πόδια μας ζητώντας τη δική μας βοήθεια και, κατόπιν, να ενεργοποιήσουμε την ευαισθησία μας και να ευεργετήσουμε; Σαν πολύ βαριά κι ασήκωτη δεν είναι μια τέτοια «αγάπη»; Να μείνουμε δηλαδή απαθείς και αμέτοχοι, μουδιασμένοι και νωχελικοί, επειδή βασιλεύει παντού η σιωπή και η απουσία; Πώς τότε θα δικαιούμαστε πνευματική βοήθεια από τα δώματα του Ουρανού, όταν κάποτε θα βρεθούμε κι εμείς σε μιαν ανάγκη και δυσχέρεια του βίου, αφού είμαστε έτσι και τόσο απαθείς, ανάλγητοι και αμέτοχοι στον πόνο, στη δυσκολία, στη δοκιμασία, στο σβησμό, στον κλαυθμό του γνωστού ή άγνωστου αδελφού;
Μα η αγάπη είναι πάντα σε εγρήγορση, ακοίμητη, ανύστακτη, ασυμβατική, ασυμβιβαστική, ανενδεής και αμίζερη: δεν έχει αντανακλαστικά του «λίγου», του «περίπου», του «τυπικού», του «φαινομενικού», του «επιδερμικού», του «ανούσιου», του «χύμα» και του «σκόρπιου». Δεν κάθεται να περιμένει να δει ποιος την χρειάζεται και ποιος την φωνάζει, πως έτσι και από πού. Πρωτεύει στην πράξη της και επεμβαίνει ευγενικά, ακόμα και εκεί όπου πολλοί ανίδεοι χριστιανοί εμπειρικά δεν υποπτεύονται καν την ύπαρξη, τη δυνατότητα και το μεγαλείο της.
Είμαστε όλοι μαζί ενωμένοι μέσα στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία μας. Η Εκκλησία, είναι αυτή που μας παρέχει δια της Χάριτος αυτή τη μυστηριακή ένωση και αυτή τη θαυμαστή ενότητα. Όλοι, λοιπόν είμαστε μέλη αυτού του Σώματος, αυτής της Εκκλησίας· όλοι, είμαστε (και καλούμαστε αδιάλειπτα να είμαστε) Εκκλησία. Αυτό το υπέροχο, το ψυχοσώτηρο Θεανδρικό Σώμα, είναι ένα Σώμα που πάλλεται και ζει διαρκώς με την προσευχή και τη δέηση. Μη ξεχνούμε δε, ότι το «τυπικό» του Παραδείσου είναι η Προσευχή. Και απ’ όπου βλέπουμε και αισθανόμαστε να λείπει και απουσιάζει η Προσευχή, εκεί βασιλεύει και κυριαρχεί ο θάνατος. Παρατηρείστε, λ.χ., έναν άνθρωπο μέσα στον οποίο δεν υπάρχει ίχνος προσευχής: μόλις γνωρίσατε έναν άπνοο, άζωο, απολιθωμένο και νεκρωμένο άνθρωπο· έναν άνθρωπο, που έχει πνευματικά θανατωθεί πολύ πριν αυτός έρθει αντιμέτωπος με τον βιολογικό του θάνατο. Είναι ποιμαντικά διαπιστωμένο ότι ψυχές που δεν ανοίχθηκαν προς το έλεος του Χριστού με την Προσευχή, προετοιμάζουν αναντίρρητα την ύπαρξή τους να δεχθεί τον βαρύ πέλεκυ της ψυχασθένειας ή της ψυχοτροπίασης, αργά ή γρήγορα, περιστασιακά ή μόνιμα.
Ας αφιερώσουμε όλοι μας ένα λεπτό, δυο λεπτά, κάποια λεπτά Προσευχής για τους άλλους που πονούν και δοκιμάζονται την ώρα που εμείς περνούμε ήσυχα, απείραστα, ανενόχλητα και αμέριμνα. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία που δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί, πού είναι, πώς διάγουν και τι ακριβώς περνούν. Άλλωστε, δεν χρειάζεται καν να «ξέρουμε» το «τι», το «πως», το «πού» και το «γιατί»· γιατί στη ζωή και το έργο της προσευχής δεν προέχει ο εγκέφαλος, η λογική και η νόηση, αλλά οπωσδήποτε η καρδιά. Και η καρδιά, αρκεί που αισθάνεται και βιώνει και κατανοεί δια μέσου της Προσευχής. Αυτό γι’ αυτήν είναι υπέρτατη αρχή γνώσης· γνώσης για τον Θεό και τον άνθρωπο, τον κόσμο και την ψυχή.
Αυτό που χρειαζόμαστε εμείς, είναι να «συν–αισθανθούμε» μέσα μας, αληθινά και ειλικρινά, ανυπόκριτα και άδολα, τα χνώτα και τους λυγμούς των αδελφών μας καταθέτοντας γι’ αυτούς την προσευχητική αναφορά της δικής μας καρδιάς, μέσα σ’ αυτό το Σώμα της Εκκλησίας. Και αυτό, είναι κάτι που είναι εξαιρετικά πολύτιμο και επίσης είναι κάτι που δεν πάει ποτέ χαμένο. Γιατί, όπως είχε τονίσει και ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «μέσα στην Εκκλησία καμιά προσευχή δεν πάει ποτέ χαμένη». Είναι φοβερός αυτός ο λόγος!
Σκορπίστε Προσευχή, παντού! Πείτε προσευχές, όσες ξέρετε και όσες θυμάστε από παιδιά, από νοσταλγικές μνήμες που κρατούν ζωντανές και καθαρές τις παραστάσεις των υπέροχων βιωμάτων της πίστης μας: από μια κατανυκτική και πύρινη Λειτουργία· από μια μάνα που γονάτιζε μέσα σε κοχλασμό ικεσίας για να ανορθώσει φρονήματα και καρδιές· από μια γιαγιά που ευωδίαζε λιβάνι, δέηση και ακακία το δωμάτιό της· από έναν άσημο και τσαλακωμένο παππούλη που σκόρπιζε αγάπη και λειτουργικό ήθος· από έναν αλησμόνητο και εγκάρδιο φίλο που βίωνε με ειλικρίνεια και πιστότητα την πίστη του. Πείτε, ψελλίστε, ψάλτε, συλλαβίστε αδίσταχτα, ανενδοίαστα, άφοβα, με θέρμη και πίστη καρδιάς, με ταπείνωση Χριστού.
Ας ζήσουμε επιτέλους αυθεντικά· όχι κάτω από το αγριωπό και αρρωστημένο φάσμα του παλαιού και ιδιότροπου εαυτού μας, αλλά συζώντας με τους αδελφούς μας, με τον πόνο, με τον αναστεναγμό και τον καημό τους. Και ας σκορπίσουμε παντού, γύρω μας, σε τούτη τη μολυσμένη ατομοκρατική ατμόσφαιρα του πλάνου κόσμου, μία —έστω και μία!– καρδιακή προσευχή για τον κάθε αδελφό μας. Μια τέτοια φιλάδελφη προσευχή, είναι το μόνο καθαρό οξυγόνο που χρειάζονται οι πνεύμονες της ύπαρξής μας, είναι η ανεξίτηλη σφραγίδα μιας αληθινής κοινωνίας Θεού, ανθρώπων και αγγέλων για την οποία αξίζει να ζει κανείς, είναι η αδαμάντινη γέφυρα πάνω στην οποία συναντιέται μυστικά ο Θεός και ο άνθρωπος ώστε να δικαιωθεί η Χάρη του Θεού που πασχίζει συνεχώς να βρίσκει τρόπους να σώσει και να αγιάσει, ει δυνατόν, όλους τους ανθρώπους.
Μην ακούσουμε καμιά αποθαρρυντική, ανασταλτική, κακόβουλη και πονηρή φωνή του πειρασμού του τύπου: «Εσύ θα σώσεις τον κόσμο;» ή «Ποιος είσαι εσύ για να προσευχηθείς;». Δεν γινόμαστε εμείς αυτοπροσώπως οι «άτλες» του εγκόσμιου πόνου, γιατί δεν γίνεται, δεν μπορούμε, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να γίνουμε κανένας «άτλας». Και οι αμαρτίες μας, παρά το πλήθος και το μέγεθός τους, δεν μπορούν να γίνουν ποτέ εμπόδιο στο να γίνουμε εμείς άνθρωποι της Προσευχής· τόσο ο Θεός ο Οποίος είναι Αυτός που ουσιαστικά δίδει την Προσευχή στον κάθε προσευχόμενο άνθρωπο, όσο και η ίδια αυτή καθαυτή η πράξη της Προσευχής, ζητούν από μας να έχουμε την «επαινετή αναίδεια» που αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης της «Κλίμακος».
Το αδιέξοδο του ανθρώπινου πόνου το λύνει κάθε φορά, όλες τις φορές, ο Χριστός· όχι εμείς και ποτέ εμείς. Εμείς, απλά, με τη μικρή και ταπεινή προσευχή, κρούουμε τη θύρα του αδαπάνητου θείου ελέους· «δεήσεις ποιούμεθα» και παρα–καλούμε τον Χριστό να επέμβει με την αγάπη Του, όπως Αυτός θέλει και όπως Αυτός γνωρίζει. Η Προσευχή δεν είναι μόνο μια πνευματική δύναμη, είναι παντοδυναμία· είναι έκφραση εκείνης της ανόθευτης αγάπης του Χριστού, ο Οποίος, δια μέσου αυτής, ευδοκεί να ζει Απτός μέσα μας και ανάμεσά μας.
Η αγάπη του Χριστού είναι αήττητη, ακαταμάχητη και παντοδύναμη· έχει σα δεξιό της βραχίονα την Προσευχή η οποία είναι η μόνη που βιάζει και κάμπτει υπερθαυμαστώς την αβίαστη αλλά ταυτόχρονα και παμβιαζομένη φιλανθρωπία και αγάπη του Κυρίου. Τι ωραία και τι μυστικά πράγματα μάς καλεί ο Χριστός να ζήσουμε όλοι μαζί, κλήρος και λαός, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά!
Η Προσευχή της Εκκλησίας και των παιδιών της, είναι ακατάλυτη θεία πνοή που τελεί μυστικά και αθόρυβα το θαύμα της ανάπλασης και της αναγέννησης των ανθρώπων και του κόσμου. Είναι ένθεη και ενθεωτική ενέργεια που τέρπει αγίους και αγγέλους την οποία, δυστυχώς, αγνοεί, απορρίπτει και αρνείται το αμαρτωλό σύστημα της ζωής αυτού του απροσευχόμενου κόσμου, την οποία μισεί άσπονδα και ο αιώνια μισευχέτης εχθρός μας, ο διάβολος. Πρέπει να βρεθούμε στην έσχατη ώρα της αδυναμίας και της ανάγκης, για να εκτιμήσουμε την αξία της Προσευχής, ζητώντας απεγνωσμένα να βρεθεί κάποιος φίλος ευχέτης για να αφιερώσει έστω και ένα λεπτό προσευχής για μας; Ίσως όμως να είναι κάπως «αργά» τότε. Αργά, όχι ασφαλώς για την προσευχή που επιζητούμε εναγώνια. Αλλά για τους καρπούς της που ζητούμε να γευτούμε προπετώς και αναξίως.
Ας προ(σ)χωρήσουμε λοιπόν όλοι μαζί, άλλος λίγο, άλλος ελάχιστα, άλλος περισσότερο, στο έργο της Προσευχής. Ομολογουμένως, απαιτείται κάτι πολύ παραπάνω από το να αποκτήσουμε και να έχουμε απλά Προσευχή: καλούμαστε από τη θεοείδεια και τις εφέσεις της ψυχής μας να είμαστε και να γίνουμε ολοκληρωτικά ζωντανή Προσευχή. Ας βαπτίσουμε το εύθραυστο και ταλαιπωρημένο μας τώρα, το τώρα και το παρόν των αναγκεμένων και πονεμένων συνανθρώπων μας μέσα στην ιερή κολυμβήθρα της Προσευχής, της οποίας η δροσιά των ναμάτων της είναι ανέφικτο να περιγραφεί. Ένα «Κύριε Ἐλέησον!», μαγνητίζει ολοσχερώς τον Παράδεισο στην άνικμη και φαρμακωμένη γη. Ένα «Κύριε Ἐλέησον!», φέρνει δυναμικά τη Χάρη σ’ αυτήν την κοιλάδα του κλάματος, για να σώσει και να σώζει όλους: και αυτούς που εύχονται συνεχώς από αγάπη· και εκείνους, για τους οποίους και εξαιτίας των οποίων, εκφέρεται από καρδιάς κάθε αγαπήσεως ευχή και κάθε ψέλλισμα δέησης και ικεσίας προς τον Σωτήρα Χριστό…
π. Δαμιανός