Μία φορὰ εἶχε ἔλθει μία κυρία ἐδῶ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι πάσχει ἀπὸ κατάθλιψη, καὶ μοῦ ζητοῦσε νὰ τὴ συμβουλέψω τί πρέπει νὰ κάνει, γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.

Τώρα ἡ αἰτία ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μὲ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατὶ εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καὶ ἐκεῖ ἀγανάκτησε καὶ μοῦ φέρθηκε πολὺ ἄσχημα καὶ μ᾿ ἔπιασε πολὺ δυνατὴ κατάθλιψη. Δὲν ἔφαγα τὸ βράδυ, ὅλη τὴ νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ᾿ ἕνα πέλαγος, μέσα σε μία μαυρίλα σὲ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοὶ ὅτι, τί τὴ θέλω τὴ ζωή; Τί τὴ θέλω ἢ καλύτερα εἶναι νὰ μὴ ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες ποὺ μοῦ δυνάμωναν τὴν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρωὶ ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νὰ μοῦ μιλήσει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲ μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τὸν καφέ, εἶπε νὰ μοῦ φέρει καφέ, ἐγὼ δὲν ἤθελα κι ἔφυγε.

Αὐτὴ τυλιγμένη στὸ πάπλωμα, σοῦ λέω, ὅπως μοῦ τὰ ἔλεγε, νηστική, ζοῦσε, ἂς ποῦμε, τὴν κατάθλιψη. Εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο, τὸ ὁποῖο σὲ καταλαμβάνει, καὶ σὲ καθηλώνει. Οὔτε νὰ σκεφθεῖς, οὔτε… Σκέφτεσαι αὐτό. Νομίζεις ὅτι ἐσὺ σκέφτεσαι σοβαρὰ πράγματα. Ἐνῷ ἐσὺ εἶσαι αἰχμάλωτος μιᾶς ἰδέας. Πάντοτε ὅταν ἔχω καιρὸ κάτι λέω, ἀλλὰ ἅμα εἶμαι κουρασμένος δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω.
 
Λοιπόν. Τῆς λέω, ξέρω ἐγὼ ἕνα πολὺ μεγάλο φάρμακο, ἀλλά, πρέπει νὰ μοῦ δώσεις προσοχὴ γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Τῆς ἔκανα τὴν ἐρώτηση, ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο εὐχάριστο γεγονός. Καὶ μοῦ εἶπε, ὅτι ναί, ἐνῷ ἤμουνα ξάπλα, κατὰ τὶς δέκα καὶ μισή, ἀκούω τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ, νὰ χτυπάει ἐπίμονα, βροῦ, βροῦ, βροῦ. Ἐγὼ ἔτσι ἤμουνα τυλιγμένη, ὅπως ἀπὸ τὸ βράδυ, καί, εἶδα ποὺ ἐπέμενε καὶ σηκώθηκα, ἔριξα ἀπὸ πάνω τὸ παλτό μου καὶ πῆγα καὶ ἄνοιξα καὶ μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη ποὺ σπουδάζαμε στὸ Ἀρσάκειο, καὶ μὲ χαρὰ μὲ ἀγκαλιάζει, μὲ φιλεῖ, μοῦ λέει, νὰ σοῦ πῶ ἕνα εὐχάριστο γεγονός, σκιρτοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά. Ἦρθε ἡ τάδε ἀπὸ τὸ Κάιρο καὶ εἶναι στὸ Ξενοδοχεῖο Πάγγειο στὴν Ὁμόνοια.

 
Φιληθήκαμε ἐκεῖ πέρα, μοῦ ᾿λέγε, ἔτσι τοῦτο, ἔτσι ἐκεῖνο… Μάλιστα θυμοῦμαι καὶ λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, καὶ αὐτὴ πῆγε καθηγήτρια σὲ μιὰ σχολὴ τοῦ Καΐρου, ἑλληνική. Λοιπόν, καὶ ἑτοιμάστηκα, λέει, μὲ χαρά, μοῦ ᾿λέγε ὅλο χαρούμενα πράγματα καὶ ἐπήγαμε, πήραμε ταξὶ καὶ πήγαμε στὴν Ὁμόνοια, πήγαμε στὸ Πάγγειο, ἄλλες χαρὲς ἐκεῖ πέρα, μετὰ κουβεντιάσαμε ἐκεῖ, μετὰ βγήκαμε ἔξω γιὰ νὰ ψωνίσει διάφορα πράγματα καὶ νὰ κάνει ὁρισμένες ἐργασίες ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει.

Λέω πῶς πέρασες;

Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μοῦ φύγανε.

Λέω, ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσὺ ἀπὸ πότε τὰ εἶχες αὐτά;

Τὰ εἶχα ἀπὸ τὴν περασμένη ἡμέρα τὸ μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καὶ ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καὶ ἔφυγε ψυχραμένος καὶ ἐγὼ ὑπόφερνα ἐκεῖ πέρα.

 
Τῆς λέω, πῶς τὸ βλέπεις αὐτό;
 
Δὲν τοῦ ἔχω δώσει σημασία, μοῦ λέει. Τώρα ποὺ ἐσὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, βλέπω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.

Τῆς λέω ξέρεις μουσικά;

Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλὰ τά ᾿χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μὲ τὰ φάρμακα. Δὲν θέλω, λέει, οὔτε τὸ σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικὰ ποὺ ἤξερα. Τὰ παράτησα, τά᾿ χω ξεχάσει, μοῦ λέει.

Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλὰ πράματα γιὰ τὰ μουσικὰ καὶ περισσότερο τῆς εἶπα, ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχὴ διότι δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ εἶναι τὸ σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει ἔπειτα τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει ἄλλο. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο τὴν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχικὴ δύναμις καὶ ἀντὶ νὰ γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ψυχική, τὴν ἔκανε κατάθλιψη καὶ βασάνιζε τὸν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγὰ-σιγὰ ν᾿ ἀρχίσει νὰ παίζει πιάνο.

Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τῆς εἶπα νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ νὰ δώσει σημασία στὴν ἔννοια ὅτι πρέπει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Χριστό. Τῆς εἶπα παραδείγματα, πῶς βλέπουμε πολλὲς φορές, μιὰ μητέρα νὰ λαχταράει τὸ παιδάκι της, ποὺ τό ᾿χει στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλεῖ μὲ μιὰ λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα ποὺ μᾶς κάνουνε ἔτσι…

Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν᾿ ἀγαπήσαμε τὸ Χριστό, μὲ μία λαχτάρα. Κύριον αἴτιον εἰς τὴν κατάθλιψη καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὰ λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, ποὺ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδὴ πειρασμικὰ πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸ μέσα σου.

 
Καὶ τῆς εἶπα, πῶς θὰ κατορθώσει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ τὴ μεταβάλει σὲ χαρά. Μέσα στὴ θρησκεία μας εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πάρα πολύ, καὶ οἱ Ἅγιοί μας τὸ εἴχανε πάρα πολύ. Δηλαδὴ εἶχαν εὕρει τρόπο νὰ μεταβάλλουν τὴν κατάθλιψη σὲ χαρά. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ἤτανε ἔτσι, ξέρανε πῶς θὰ δοθοῦνε στὸ Θεό. Μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὴ προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐφώναζαν μὲ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου».

Τόσο δυνατὸ ποὺ ἤτανε τὸ αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιὰ νὰ τοὺς συντρίψει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα τὸ πολὺ δυνατὸ ποὺ ἤτανε, ἂς ποῦμε, μία ψυχικὴ δύναμη δική τους, τὸ παίρνανε αὐτοί, τὸ δίνανε στὸ Θεό, τὸ κάνανε προσευχή, τὸ κάνανε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ.

Ἕνας μασῶνος, ἂς ποῦμε, ἔβλεπα ποὺ ἤτανε ἐδῶ γείτονας, καὶ μοῦ εἶπε, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι μία τρέλα, λέει, τί εἶναι, λέει, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι… οἱ Ἀπόστολοι.

Τοῦ τὸ λέω, γιὰ τρέλα, λέω, καὶ τοῦ τὸ ἐξήγησα καὶ εὐχαριστήθηκε.

Μακάρι, λέει, νὰ μποροῦσα κι ἐγὼ νὰ κάνω τὴ μεταποίηση αὐτή, ἀλλὰ κατέχομαι πολύ, μοῦ λέει, ἀπὸ κατάθλιψη. Κι ἔχω ξοδέψει πολλὰ κι ἔχω γυρίσει στὴν Εὐρώπη καὶ οἱ τσέπες μου εἶναι γεμάτες φάρμακα.

 
Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό.

Ἔχω πολλὰ νὰ σὰς πῶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω ἰδεῖ στὴ ζωή μου, ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ κατείχοντο ἀπὸ τέτοια συναισθήματα, δηλαδὴ σατανικὰ συναισθήματα, δηλαδὴ ὁ διάβολος, ὁ κακὸς ἐαυτός μας, κατορθώνει καὶ παίρνει ἀπὸ τὴ μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη γιὰ νὰ κάνομε τὸ καλό, τὴν προσευχή, τὴν ἀγάπη, τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό, αὐτὸς κατορθώνει καὶ μᾶς παίρνει αὐτὴ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν κάνει θλίψη, κατάθλιψη, καὶ ξέρω πῶς τὰ λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι.

Ἐμεῖς δὲν τὰ λέμε ἔτσι, τὰ λέμε σατανικὴ ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καὶ λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιὰ κάθε σατανικὴ ἐνέργεια ποὺ μᾶς δημιουργοῦν.

 
Νὰ σᾶς πῶ. Εἶχα ἐδῶ ἕνα παιδί, στὸ σπίτι του τάκανε ἄνω-κάτω, παίδευε τοὺς γονεῖς του καὶ ὑπόφερνε πάρα πολύ. Καὶ εἶπαν οἱ γονεῖς του νὰ τὸ φέρουν ἐδῶ. Τὸ φέραν ἐδῶ, ἀσχολήθηκε μὲ τὸν κῆπο, πάνου, κάτου, χαιρότανε νὰ τρέχει ᾿πὸ ᾿δῶ ᾿πὸ ᾿κεῖ καὶ συνῆλθε, οὔτε στενοχώρια, οὔτε τίποτα. Πῆρε βιβλία, διάβαζε γιὰ κηπουρικά, γιὰ τὰ φυτά, πῆρε καὶ βιβλία ἐκκλησιαστικά, ἐδιάβαζε καὶ ἐκεῖνα καὶ ἤτανε πολὺ εὐχαριστημένος. Μιὰ μέρα λοιπόν, μοῦ λέει, μοῦ μπῆκε πολὺ ὁ πειρασμός, μοῦ λέει,

Γέροντα, δὲ μπορῶ νὰ καθίσω πιὰ ἐδῶ πέρα, πολὺ γνωρίστηκα μαζί σας καὶ πῆρα θάρρος καὶ τώρα πολλοὶ λογισμοὶ μὲ διαταράσσουν, θέλω νὰ φύγω, δὲν μπορῶ.

Τοῦ λέω, τώρα τέτοια ὥρα;

Λέει θὰ φύγω, μοῦ λέει.

Τοῦ λέω, καλά.

Δὲ μπορῶ, μοῦ λέει, μὴν ἐπεμβαίνεις, δὲν μπορῶ, θὰ φύγω.

Τοῦ λέω, καλά. Ἐγώ, λέω, θὰ ξεκουραστῶ. Μπορεῖς ὅμως νὰ μοῦ διαβάσεις λίγο; Ν᾿ ἀκούσω ψαλτῆρι, ν᾿ ἀποκοιμηθῶ ἔτσι μὲ τὴν ἀφοσίωση μὲ τὸ … Ἔχω ἕνα, μία συνήθεια ὅταν ἀφοσιώνομαι κάπου, αἰχμαλωτίζομαι καὶ τὸ ζῶ, καὶ τὸ εὐχαριστιέμαι.

 
Ὅταν ὅμως ἀκουμπήσω στὸ στασίδι λίγο πίσω μου, ωὼπ μὲ τὴν ἀφοσίωση ποὺ ἔχω εἰς τὸ νὰ ἀκούω, ἀποκοιμιέμαι. Ὅπως ἕνας σωφέρ, ὅταν εἶναι ἴσιος ὁ δρόμος, κοιτάζει τὸ δρόμο ἔτσι, καὶ ὅταν ἀκουμπάει πίσω ἀποκοιμιέται καὶ πάει τὸ αὐτοκίνητο ἔξω. Κι ἔχω βρεῖ αὐτὰ τὰ μυστικὰ καὶ θέλω ὅταν ἀκούω νὰ εἶμαι ἔτσι, σὲ προσοχὴ καὶ ὅταν τὰ ἀκούω νὰ τὰ ἀπολαμβάνω. Λοιπόν, ἔτσι καὶ τὸ ψαλτῆρι, ὅταν εἶμαι ξάπλα καὶ δίνω προσοχὴ στὰ ὡραῖα λόγια ἀποκοιμιέμαι ἀμέσως.
 
Λοιπόν, τοῦ ἔδωσα νὰ μοῦ διαβάσει.

Μοῦ λέει, ποῦ νὰ διαβάσω;

Ἄνοιξε λέω κι ὅπου βρεῖς, μόνο νὰ μοῦ τὰ διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατὶ στεναχωριέμαι, ἅμα δὲν μοῦ τὰ λὲς καθαρά.

Λοιπόν, ἄνοιξε τὸ ψαλτήρι καὶ ἄρχισε: «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» Καὶ τὸ λέει συνέχεια ἐκεῖ πέρα, μέχρι ἐκεῖ, πού, σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ, ὤ! Μοῦ λέει. Γέροντα κοιμήθηκες; Δὲ φεύγω.

Τοῦ λέω, τί ἔπαθες βρέ;

Πω, πω, λέει, μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἐδιάβασα, λέει, δὲν ξέρω, αἰσθάνθηκα μία χαρά, ποὺ εἶναι τόσο ὡραῖα καὶ δὲν θέλω νὰ φύγω, λέει, τώρα. Πω, ἄρχισε νὰ μοῦ λέει, αὐτοὶ οἱ παλιονευρολόγοι, οἱ παλιοψυχίατροι, πρέπει νὰ πάω νὰ τοὺς πῶ ὅτι, πόσο λάθος κάνουνε, ποὺ δίνουνε ναρκωτικὰ στοὺς ἀνθρώπους! Νά! ὁρίστε, ὁρίστε, τί πῆρα ἐγὼ τώρα; Προσευχήθηκα, ἄκουσα τὸ ψαλτῆρι, ὅπως μοῦ τὸ εἶπες, καὶ νά, ὁ διάβολος ἔφυγε, μοῦ λέει.

Τοῦ λέω, τί θὰ γίνει;

Δὲ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα, θέλω νὰ καθίσω ἐδῶ κοντά σου.

Ἔ! λέω, διάβαζε καί, ὅποτε κουραστεῖς, σταμάτα, ξεύρω κι ἐγώ! ἐγὼ θ᾿ ἀποκοιμηθῶ. Κάθισε λοιπόν· μετά, ὅταν ξύπνησα, δὲ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα.

 
Λοιπὸν καὶ ἐκείνη ἐκεῖ ἡ κυρία, ἡ πρώτη, ποὺ σᾶς εἶπα, ἄρχισε νὰ ξαναγυρίζει πάλι νὰ μάθει μουσικά, ἐπήγαινε καὶ ἐξομολογιότανε σ᾿ ἕνανε παπᾶ, αὐτὸς ὁ παπὰς ἤτανε πολὺ καλὸς καὶ ἁγιώτατος. Ἔτρεχε ὅλην τὴν ἡμέρα, νὰ πάει νὰ ἐξομολογήσει, νὰ κάνει… Λοιπὸν ἐπήγαινε. Μετὰ πῆγε καὶ τὸν ἄντρα της, ἐξομολογήθηκε κι ἐκεῖνος καὶ πῆρε μεταβολὴ σὲ ὅλα καὶ ἐρχότανε. Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό. Πῶς θὰ μπορέσει κανεὶς νὰ γυρίσει; Ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νὰ σκεφτεῖ κάτι ἄλλο. Εἶναι λίγο δύσκολο, ἀλλὰ ὅταν προετοιμαστεῖ…

Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση, ε! αὐτὸ εἶναι. Τέτοιοι ἄνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δὲν δέχονται, δὲν δέχονται νὰ τοὺς θίξεις, νὰ τοὺς πεῖς, αὐτὸ θὰ τὸ κάνεις ἔτσι. Μὰ δὲν μπορῶ, τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη. Βρέ, τοῦ λέω, κάντο καημένε καὶ ἂς τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη. Πές: Ἐγὼ θὰ κάνω ὑπακοὴ στὸ Γέροντα.

 
Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω. Κατάλαβες;
 
Αὐτὸ εἶναι κάτι, ἂς ποῦμε, διαβολικὸ καὶ κάτι ποὺ ὁ ἄνθρωπος, δὲν ξεύρω, τὸ ἔχει σὰν ὁ ἄγριος μέσα στὴν ἔρημο. Θέλω νὰ πῶ, δὲν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα ὅμως, λέμε νὰ τὸ γυρίσεις ἔτσι. Ἐκεῖ εἶναι ἡ τέχνη, ποὺ δὲν εἶναι νὰ τὸ γυρίσεις, εἶναι νὰ ἔχεις καὶ τὴν δύναμη ν᾿ ἀποσπάσεις τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Νὰ σὲ κάνει νὰ ἑνωθεῖς μαζί του. Καὶ ὅταν ἑνωθεῖς μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὅταν δοθεῖς στὸ Θεό, δὲν πρόκειται νὰ κοιτάζεις, οὔτε νὰ θυμηθεῖς ὅτι ἦρθε καὶ σὲ τραβοῦσε ἀπὸ πίσω τὸ ἀντίθετο πνεῦμα, ἔ, πάει ἔφυγε ἐκεῖνο, καταλάβατε; Αὐτὸ ἐδῶ μπορεῖτε νὰ τὸ καταλάβετε; Δηλαδὴ τὸ διώχνεις χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις.
 
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τόσο ἀφοσιώνεσαι στὸ ἄλλο καὶ τὸ ζεῖς, ὥστε δὲν κοιτάζεις νὰ δεῖς τί κάνει, εἶναι πίσω σου; Θὰ σὲ τραβήξει; Ἰδίως κυρίως ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα, τὰ σατανικὰ ποὺ τὰ λέμε τεμπελιά, νωθρότης, ἀκηδία, ἀπελπισία, ἀπογοήτευση, πῶς τὰ λένε, βρέ, παιδί μου;
 
Τὰ λένε, ἀνασφάλεια, τὰ λένε πολλὲς ὀνομασίες καὶ ἔχουνε βάλει αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι καὶ τὰ ἔχουνε βγάλει ἔτσι γιὰ νὰ μὴν λένε τὸν διάβολο, τὴν λέξη τοῦ διαβόλου καὶ πραγματικὰ ἡ θρησκεία μας, τὸ διάβολο ἔχει κάνει δόγμα. Ἅμα βγάλεις τὸν διάβολο, πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας.
Kατάλαβες;
 
Λοιπόν, αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη τέχνη, πῶς, ἂς ποῦμε, θὰ δοθεῖς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα. Βέβαια μπορεῖς νὰ κάνεις πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ ἀνθρώπινα. Ἄ! τὸ πιὸ μεγάλο εἶναι νὰ δοθεῖς εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, στὴν προσευχή, ἀλλὰ ὅ,τι καὶ ἂν κάνεις, ἐὰν δὲν κατορθώσεις ν᾿ ἀποκτήσεις ταπείνωση, τίποτα δὲν κάνεις. Μόνο με τὰ ναρκωτικὰ θὰ προσπαθεῖς καὶ νὰ κοιμηθεῖς καὶ νὰ ἠρεμήσεις καὶ ὅλα. Τίποτα δὲν γίνεται, μὴν βάνετε στὸ μυαλό σας ὅτι θὰ κάνετε κάτι μὲ καλοὺς γιατροὺς ἢ μὲ καλὰ φάρμακα. Μπορεῖ πρὸς στιγμήν, ἂν σοῦ ποῦνε, εἶναι καλό, νὰ ἐντυπωσιάσεις, νὰ σοῦ δώσει ἕνα φάρμακο κάτι νὰ γίνει. Ἀλλὰ σὲ βουτάει πάλι ὁ πειρασμός.

 
Τὸ μεγάλο μυστικὸ εἶναι ἡ ταπείνωση.

 
Καὶ πολὺ τὸ βλέπουνε, τὸ βλέπουνε αὐτοὶ οἱ καταθλιπτικοὶ καὶ ὅλοι αὐτοί, ποὺ ἔχουνε ἀντιδραστικὰ μέσα τους καὶ βασανίζονται. Τὸ βλέπουνε ὅτι, ὅταν τὸ πεῖς κάτι γιὰ νὰ κόψει τὸ θέλημά του, ἐκεῖ πέρα σὲ βουτάει, ἀντιδρᾶ, κατάλαβες;

Εἶχε ἔρθει, ὁ… τόνε κάλεσα, γιατὶ εἶπε ὅτι δὲν πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, διότι στὴν ἐκκλησία παθαίνει κακό, ὅταν αἰσθάνεται κλεισμένο χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ. Τοῦ λέω, τώρα τί εἶναι αὐτά, βρέ;! Ἐγὼ θέλω νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία, νὰ σηκωθεῖς πρωὶ γιὰ νὰ ἔρθεις νὰ φυτέψουμε τὰ δέντρα. Κι ἐσὺ μοῦ λὲς αὐτό;

 
Α μπά, λέει, δὲν μπορῶ.

Τοῦ λέω, ἄκου νὰ σοῦ πῶ, νὰ ξέρεις ὅτι σ᾿ ἔχω ἀφήσει ἐλεύθερο, δὲν σοῦ μιλάω, ἀλλὰ αἰσθάνομαι καὶ τύψεις, διότι ἐσύ, ἀντὶ νὰ συμμορφωθεῖς πιὸ πολὺ ἐγωιστὴς γίνεσαι, γιατὶ ὅπου θέλεις πηγαίνεις, ὅπου σοῦ καπνίσει, καὶ κάνεις ὅ,τι θέλεις καὶ ἔτσι ἰσχυροποιήθηκε τὸ θέλημά σου καὶ ζεῖς, μέσα στὸ κακὸ πνεῦμα καὶ βασανίζεσαι. Ἐγώ, λέω, θ᾿ ἀρχίσω νὰ ἐφαρμόζω κανόνες. Δὲν ἔχεις διαβάσει περὶ ὑπακοῆς;

Λέει, ἔχω διαβάσει.

Ποῦ διάβασες;

Στὴν Κλίμακα.

Ἔ, δὲν θυμᾶσαι τί λέει;

Ἔ, λέει, θυμᾶμαι. Ἀλλὰ τώρα, ἔτσι ποὺ μοῦ τὰ λὲς μ᾿ ἐκβιάζεις καὶ δὲν μπορῶ ἐγώ.

Ἐγώ, λέω, σ᾿ ἐκβιάζω;

Γιατὶ μοῦ εἶπες ὅτι θὰ μοῦ δίνεις τρία παξιμάδια τὴν ἡμέρα νὰ τρώγω καὶ θὰ μὲ διώξεις ἀπ᾿ ἐδῶ. Δὲν εἶναι ἐκβιασμός;

Ὄχι, εἶναι κανόνας αὐτός, γέροντας εἶμαι, μπορῶ νὰ σοῦ πῶ αὐτό. Τί θέλεις ἐσύ, νὰ σὲ πηγαίνουμε ὄπα ὄπα; μή μου ἅπτου, καὶ νὰ λέμε, πρόσεχε μὴν τὸ στενοχωρήσουμε τὸ παιδί; Νὰ μὴν τὸ τραυματίσουμε, νὰ μὴν τοῦ ποῦμε τίποτα, καὶ τὸ πιάσουν τὰ νεῦρα του, ἡ μελαγχολία του; Τ᾿ ἀντιδραστικά του;

 
Δηλαδή, νὰ κοιτάζουμε ἐσένανε καὶ νὰ σὲ φοβούμαστε μήπως σοῦ ποῦμε καμιὰ λέξη καὶ στενοχωρηθεῖς. Αὐτὸ εἶναι μεγάλος ἐγωισμός, τοῦ λέω. Τί μοῦ κουβεντιάζεις;
 
Μ᾿ ἐκβιάζεις, μοῦ λέει.

Πῶς σ᾿ ἐκβιάζω; Νά, ποὺ μοῦ λὲς αὐτά. Δὲν εἶμαι πνευματικός σου. Δὲν ἔρχεσαι ἐδῶ, δὲν ἐξομολογεῖσαι, δὲν σοῦ διαβάζω εὐχὴ καὶ πηγαίνεις καὶ μεταλαβαίνεις; Δὲν ἔχω ὑποχρέωση νὰ σοῦ πῶ ἔτσι; Τί θὰ πεῖ σ᾿ ἐκβιάζω; Πρέπει νὰ μάθεις νὰ ὑπακούεις, νὰ ταπεινώνεσαι.

 
Τέλος πάντων, μοῦ λέει, καλά.

Νὰ πᾶς αὔριο, νὰ ξυπνήσεις, στὸν Παράκλητο νὰ λειτουργηθεῖτε καὶ νὰ ἔρθετε νὰ φυτέψουμε. Καὶ ἔτσι τὸ ἔκανε. Καὶ τοῦ λέω, κοίταξε ἐδῶ, αὔριο στὴν ἐργασία θὰ πᾶς, ἀλλὰ ξέρεις, λέω, πῶς θὰ δουλεύεις; Θὰ μὲ θυμᾶσαι ἐμένανε καὶ θὰ λές: Ὁ γέροντάς μου εἶπε νὰ δουλεύω σὰν τρελός. Θὰ παίρνεις τὸ φτυάρι προύπ, προύπ, νὰ πετᾶς τὴν πέτρα ἔξω, ὅταν δεῖς ξεύρω καὶ ἐγώ…

Μοῦ λέει, τί δουλεύω σὰν τρελός;

Σὰν τρελός, τοῦ λέω.

Ἅμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐνθουσιασμό, τοῦ λέω, κάνει κάτι ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν βλέπουνε καὶ γελοῦνε, ἐνῷ αὐτὸς ζεῖ μία ζωὴ ἔτσι ἐνθουσιαστική. Αὐτὰ εἶναι πολλὰ μωρέ, ξεύρεις πόσα ξεύρω πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα; Εἶναι σημαντικὸ θέμα. Ἄλλος μπορεῖ νὰ μὴν δίνει σημασία, ἐγὼ δίνω σημασία.

Αὐτό, νά! Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουνε αὐτὰ τὰ ἀντιδραστικά, αὐτὴ τὴ συνήθεια, εἶναι, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζουνε ἐννοοῦν νὰ τοὺς παιδεύουνε, μὲ διάφορα καμώματα, δηλαδή, ἄχ, δὲν μπορῶ τοῦτο, ἐκεῖνο, ξεύρω κι ἐγὼ καὶ οἱ γύρω τοὺς βλέπουνε αὐτουνοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ καταθλίβονται καὶ αὐτοὶ ὑποφέρουν. Καταλάβατε; Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ὅμως, ὅταν βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ ὑποφέρουν μαζί τους, εὐχαριστιοῦνται καὶ τὸ κάνουνε πιὸ πολύ. Θὰ πεῖς, μωρέ, γίνεται αὐτό; Ἔ! γίνεται, ὅμως χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, ὁ διάβολος τὸ ἐνεργεῖ, δὲν ξεύρω, ρὲ παιδιά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω;

 
Γίνεται αὐτὸ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, νὰ βλέπεις τὸν ἄλλον νὰ πέφτει κάτω, νὰ παθαίνει τάχα ἐπιληψία γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἐντυπωσιαστούν, νὰ τὸν λυπηθοῦν, ἢ νὰ καταλάβουν ὅτι γιατί νὰ δώσουνε στὸν ἀδελφό του καλὰ παπούτσια. Ὅταν ἔκανε, ἂν τοῦ δίνανε καὶ μικρὴ ἀφορμή, ἄρχιζε νὰ πετάει τὶς καρέκλες, νὰ σπάει τὰ τζάμια, πάει. Δηλαδὴ αὐτὰ γίνονται μ᾿ ἕναν τρόπο μυστηριώδη.

 
Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, ἀκοῦστε με νὰ δεῖτε, θὰ σᾶς φέρω ἕνα ἄλλο παράδειγμα.
 
Μιὰ φορὰ ἤτανε ἕνα ἀγόρι, εἶχε ἔρθει ἐδῶ καὶ μοῦ ᾿λέγε: «Γέροντα, ἔχουμε τὴν ἀδελφή μου καὶ ὑποφέρει πολύ».

 
Λοιπόν, τοῦ λέω τί;

 
«Αὐτή, λέει, παθαίνει ἐπιληψία καὶ μᾶς ἔχει ξετρελάνει ὅλους στὸ σπίτι.

Λοιπόν, ἀκοῦστε με, εἶναι ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ αὐτό. Δὲν κάνει νὰ λέω ὀνόματα, ἀλλὰ ποῦ νὰ καταλάβετε τώρα. Τοῦ λέω, κοίτα δῶ, ἡ ἀδελφή σου ξεύρεις δὲν ἔχει ἐπιληψία.

Μοῦ λέει, ἔχει καὶ ταράζεται πολὺ καὶ δαγκάνει καὶ τὰ χείλη της ἡ καημένη.

Τοῦ λέω, τὸ κάνει ἔτσι.

Ὄχι, μοῦ λέει, δὲν γίνεται, δὲν τὸ κάνει ἔτσι. Τὴν πιάνει.

Τοῦ λέω, νὰ τὴν φέρεις.

Λέει, νὰ τὴν φέρω αὔριο;

Φέρτηνε τοῦ λέω.

Λοιπόν, τὴν ἄλλη μέρα πλακώνει ἡ κοπελίτσα, μιὰ ὡραία κοπέλα μὲ τὰ μαλλιὰ πίσω ἔτσι, σὰν ἀλογοουρά. Ἔ! καὶ λέει, μ᾿ ἔφερε ὁ ἀδελφός μου, νὰ μοῦ πεῖς συμβουλές, μοῦ λέει, γιατὶ ὑποφέρω ἀπὸ ἐπιληψία καὶ στενοχωριοῦνται στὸ σπίτι ὅλοι.

Τῆς λέω, ἔλα ἐδῶ κάτσε. Ξεύρεις τί εἶδα ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ μόλις μοῦ ἔλεγε ὁ ἀδελφός σου ὅτι πάσχεις ἀπὸ «ἐπιληψία»; Ἔβλεπα ὅτι τὸ κάνεις μόνη σου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.

Ὄχι, μοῦ λέει, δὲν τὸ κάνω. Δὲν τὸ κάνω, μοῦ λέει.

Τῆς λέω, τὸ κάνεις μόνη σου.

Ὄχι δὲν τὸ κάνω, μοῦ λέει. Νὰ σκεφτεῖς, λέει, ὅτι, ὅταν συνέρθω πολλὲς φορές, ἔχω δαγκάσει τὰ χείλη μου καὶ βγάζουν αἷμα.

Μωρέ, τὸ ξέρω, τῆς λέω. Ἀλλὰ ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, πῶς γίνεται. Τῆς λέω, ἐσὺ ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸν μέσα σου, θέλεις νὰ σ᾿ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καὶ πολλὲς φορές, ὅταν δεῖς τοῦ γονεῖς σου νὰ περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! τὸ κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, καὶ κάνεις ἔτσι καὶ τὸ κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις, σὲ κυριεύει ὁ δαίμονας καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὰ χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τὰ χείλη σου, γιὰ θυμήσου το, τῆς λέω, ρὲ κόρη;

Ἔ! αὐτὸ τὸ κάνω, μοῦ λέει.

Λέω, πῶς τὸ κάνεις, γιατί τὸ κάνεις;

Νά, ὅταν μὲ στενοχωρήσουν δὲν ἔχω τίποτ᾿ ἄλλο νὰ κάνω, κάνω αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν νὰ μὴ μὲ στενοχωροῦν, νὰ μ᾿ ἀγαποῦν καὶ νὰ μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο ποὺ θέλω.

Λέω, καλὰ τὰ λὲς αὐτά, τὸ καταλαβαίνεις;

Τὸ καταλαβαίνω.

Τὸ καταλαβαίνεις ὅτι τὸ κάνεις μόνη σου;

Τώρα, λέει, τὸ κατάλαβα ὅτι τὸ κάνω μόνη μου. Τὸ προκαλῶ, λέει, ἀλλὰ ἔπειτα χάνομαι. Ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ πέρα χάνομαι, μὲ πιάνει αὐτό, πάει, δὲν ξεύρω τί κάνω, μοῦ λέει, εἶμαι κατειλημμένη πιὰ ἀπὸ τὸ κακό.

 
Τ᾿ ἀκούσατε αὐτό; Τ᾿ ἀκούσατε; Εἶναι σπουδαῖο. Δηλαδή, πῶς ἀνοίγεις τὴν θύρα. Νά, μιὰ φορά, νὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα. Ἔλεγα στὸν κύριο… νὰ κάνει κάτι. Μοῦ λέει, δὲν μπορῶ. Τοῦ λέω, ρὲ παιδί μου κάνε μου τὴ χάρη καὶ ἐγώ, γέρος παπὰς εἶμαι, θέλω νὰ μοῦ κάνεις αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ὄχι, δὲν μπορῶ. Ἤμασταν κάτω στὸ ὑπόγειο. Λοιπόν, μοῦ λέει, δὲν τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη αὐτό. Τοῦ λέω, ρὲ παιδί μου, τί τὴν θὲς τὴν ἐπιστήμη; Νὰ πᾶς νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἔχω ἄλλονε.
 
Ἐγὼ δὲν μπορῶ.
 
Ἐκείνη τὴν στιγμή, ρὲ παιδιά, ἔτσι μου ἦρθε, πῶς νὰ σοῦ πῶ, κάτι κακό. Δηλαδή, ν᾿ ἀγανακτήσω ἐναντίον του. Λοιπόν, τὸ κατάλαβα. Τὸ μυστικὸ εἶναι, νὰ τὸ προλαβαίνεις. Ἅμα τὸ ἀφήνεις καὶ σὲ πιάσει, πάει σ᾿ ἔπιασε. Λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ ἤθελα, λοιπόν, νὰ φωνάξω μὲ ἀγανάκτηση καὶ τέλος πάντων, ξέρω κι ἐγὼ τί νὰ τοῦ κάνω, ἐνεπνεύσθηκα ὡραία προσευχή, ἐκείνην τὴ στιγμή.

Ξεύρετε πόσο ὠφέλιμα εἶναι αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω αὐτὴ τὴν στιγμή, ποὺ ἔχω δεῖ καὶ ξεύρω πάρα πολλά, ἀλλὰ ποῦ νὰ μοῦ ἔρθουνε στὴν μνήμη, αὐτὰ τὰ πράγματα.

Ἂ νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν… Λοιπόν, ἤθελε νὰ παιδεύει τοὺς γονεῖς του πολύ. Τὸ σπίτι του, τ᾿ ἀδέλφια του. Λοιπόν, νὰ δεῖτε εἶχε ἕνα δαιμόνιον, φοβότανε νὰ μπεῖ μέσα στὸ τράμ, καὶ τὸν πατέρα του, ὅταν πηγαίνανε κάτω, διαρκῶς τὸν ἔβαζε καὶ πλήρωνε καὶ τὸν ἐγύριζε μὲ ταξί, καὶ ἄλλα πολλά. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐνῷ τώρα ἐγὼ τὸν ἐκανόνισα νὰ πάει νὰ φύγει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἔ, μὲ τὴν εὐλάβεια ὅλη, ποὺ ἐδόθηκε εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὰ πέταξε ὅλα. Καταλάβατε; Καὶ τὸ ἔχω δεῖ σὲ πολλοὺς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.

Βρὲ παιδιά, αὐτὸ βασανίζει σήμερα τὸν κόσμο, αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ πειρασμικὰ ποὺ πιάνουνε σάν, σὰν διαβολικὰ πράγματα τοὺς νέους καὶ φεύγουνε ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ τὰ βάζουνε μὲ τοὺς γονεῖς τους, καὶ παρατᾶνε τὰ γράμματα καὶ αὐτό.

Ἔπειτα ἕνα ἄλλο πρᾶγμα ποὺ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ εἶναι ἡ ἐργασία, εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ζωή. Ἡ τέχνη, ὁ κῆπος, τὰ λουλούδια, πολὺ σπουδαῖα πράγματα. Ἡ μελέτη στὴν Ἁγία Γραφή, τὰ ἐνδιαφέροντα στὴ Θρησκεία, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί νὰ τοὺς κάνεις τοὺς ψυχιάτρους καὶ τοὺς ψυχαναλυτὰς καὶ τὰ ψυχοφάρμακα καὶ τὰ ναρκωτικά. Λοιπόν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ.