Τώρα ἡ αἰτία ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μὲ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατὶ εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καὶ ἐκεῖ ἀγανάκτησε καὶ μοῦ φέρθηκε πολὺ ἄσχημα καὶ μ᾿ ἔπιασε πολὺ δυνατὴ κατάθλιψη. Δὲν ἔφαγα τὸ βράδυ, ὅλη τὴ νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ᾿ ἕνα πέλαγος, μέσα σε μία μαυρίλα σὲ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοὶ ὅτι, τί τὴ θέλω τὴ ζωή; Τί τὴ θέλω ἢ καλύτερα εἶναι νὰ μὴ ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες ποὺ μοῦ δυνάμωναν τὴν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρωὶ ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νὰ μοῦ μιλήσει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲ μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τὸν καφέ, εἶπε νὰ μοῦ φέρει καφέ, ἐγὼ δὲν ἤθελα κι ἔφυγε.
Λέω πῶς πέρασες;
Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μοῦ φύγανε.
Λέω, ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσὺ ἀπὸ πότε τὰ εἶχες αὐτά;
Τὰ εἶχα ἀπὸ τὴν περασμένη ἡμέρα τὸ μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καὶ ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καὶ ἔφυγε ψυχραμένος καὶ ἐγὼ ὑπόφερνα ἐκεῖ πέρα.
Τῆς λέω ξέρεις μουσικά;
Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλὰ τά ᾿χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μὲ τὰ φάρμακα. Δὲν θέλω, λέει, οὔτε τὸ σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικὰ ποὺ ἤξερα. Τὰ παράτησα, τά᾿ χω ξεχάσει, μοῦ λέει.
Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλὰ πράματα γιὰ τὰ μουσικὰ καὶ περισσότερο τῆς εἶπα, ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχὴ διότι δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ εἶναι τὸ σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει ἔπειτα τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει ἄλλο. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο τὴν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχικὴ δύναμις καὶ ἀντὶ νὰ γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ψυχική, τὴν ἔκανε κατάθλιψη καὶ βασάνιζε τὸν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγὰ-σιγὰ ν᾿ ἀρχίσει νὰ παίζει πιάνο.
Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τῆς εἶπα νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ νὰ δώσει σημασία στὴν ἔννοια ὅτι πρέπει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Χριστό. Τῆς εἶπα παραδείγματα, πῶς βλέπουμε πολλὲς φορές, μιὰ μητέρα νὰ λαχταράει τὸ παιδάκι της, ποὺ τό ᾿χει στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλεῖ μὲ μιὰ λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα ποὺ μᾶς κάνουνε ἔτσι…
Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν᾿ ἀγαπήσαμε τὸ Χριστό, μὲ μία λαχτάρα. Κύριον αἴτιον εἰς τὴν κατάθλιψη καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὰ λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, ποὺ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδὴ πειρασμικὰ πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸ μέσα σου.
Τόσο δυνατὸ ποὺ ἤτανε τὸ αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιὰ νὰ τοὺς συντρίψει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα τὸ πολὺ δυνατὸ ποὺ ἤτανε, ἂς ποῦμε, μία ψυχικὴ δύναμη δική τους, τὸ παίρνανε αὐτοί, τὸ δίνανε στὸ Θεό, τὸ κάνανε προσευχή, τὸ κάνανε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ.
Ἕνας μασῶνος, ἂς ποῦμε, ἔβλεπα ποὺ ἤτανε ἐδῶ γείτονας, καὶ μοῦ εἶπε, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι μία τρέλα, λέει, τί εἶναι, λέει, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι… οἱ Ἀπόστολοι.
Τοῦ τὸ λέω, γιὰ τρέλα, λέω, καὶ τοῦ τὸ ἐξήγησα καὶ εὐχαριστήθηκε.
Μακάρι, λέει, νὰ μποροῦσα κι ἐγὼ νὰ κάνω τὴ μεταποίηση αὐτή, ἀλλὰ κατέχομαι πολύ, μοῦ λέει, ἀπὸ κατάθλιψη. Κι ἔχω ξοδέψει πολλὰ κι ἔχω γυρίσει στὴν Εὐρώπη καὶ οἱ τσέπες μου εἶναι γεμάτες φάρμακα.
Ἔχω πολλὰ νὰ σὰς πῶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω ἰδεῖ στὴ ζωή μου, ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ κατείχοντο ἀπὸ τέτοια συναισθήματα, δηλαδὴ σατανικὰ συναισθήματα, δηλαδὴ ὁ διάβολος, ὁ κακὸς ἐαυτός μας, κατορθώνει καὶ παίρνει ἀπὸ τὴ μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη γιὰ νὰ κάνομε τὸ καλό, τὴν προσευχή, τὴν ἀγάπη, τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό, αὐτὸς κατορθώνει καὶ μᾶς παίρνει αὐτὴ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν κάνει θλίψη, κατάθλιψη, καὶ ξέρω πῶς τὰ λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι.
Ἐμεῖς δὲν τὰ λέμε ἔτσι, τὰ λέμε σατανικὴ ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καὶ λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιὰ κάθε σατανικὴ ἐνέργεια ποὺ μᾶς δημιουργοῦν.
Γέροντα, δὲ μπορῶ νὰ καθίσω πιὰ ἐδῶ πέρα, πολὺ γνωρίστηκα μαζί σας καὶ πῆρα θάρρος καὶ τώρα πολλοὶ λογισμοὶ μὲ διαταράσσουν, θέλω νὰ φύγω, δὲν μπορῶ.
Τοῦ λέω, τώρα τέτοια ὥρα;
Λέει θὰ φύγω, μοῦ λέει.
Τοῦ λέω, καλά.
Δὲ μπορῶ, μοῦ λέει, μὴν ἐπεμβαίνεις, δὲν μπορῶ, θὰ φύγω.
Τοῦ λέω, καλά. Ἐγώ, λέω, θὰ ξεκουραστῶ. Μπορεῖς ὅμως νὰ μοῦ διαβάσεις λίγο; Ν᾿ ἀκούσω ψαλτῆρι, ν᾿ ἀποκοιμηθῶ ἔτσι μὲ τὴν ἀφοσίωση μὲ τὸ … Ἔχω ἕνα, μία συνήθεια ὅταν ἀφοσιώνομαι κάπου, αἰχμαλωτίζομαι καὶ τὸ ζῶ, καὶ τὸ εὐχαριστιέμαι.
Μοῦ λέει, ποῦ νὰ διαβάσω;
Ἄνοιξε λέω κι ὅπου βρεῖς, μόνο νὰ μοῦ τὰ διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατὶ στεναχωριέμαι, ἅμα δὲν μοῦ τὰ λὲς καθαρά.
Λοιπόν, ἄνοιξε τὸ ψαλτήρι καὶ ἄρχισε: «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» Καὶ τὸ λέει συνέχεια ἐκεῖ πέρα, μέχρι ἐκεῖ, πού, σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ, ὤ! Μοῦ λέει. Γέροντα κοιμήθηκες; Δὲ φεύγω.
Τοῦ λέω, τί ἔπαθες βρέ;
Πω, πω, λέει, μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἐδιάβασα, λέει, δὲν ξέρω, αἰσθάνθηκα μία χαρά, ποὺ εἶναι τόσο ὡραῖα καὶ δὲν θέλω νὰ φύγω, λέει, τώρα. Πω, ἄρχισε νὰ μοῦ λέει, αὐτοὶ οἱ παλιονευρολόγοι, οἱ παλιοψυχίατροι, πρέπει νὰ πάω νὰ τοὺς πῶ ὅτι, πόσο λάθος κάνουνε, ποὺ δίνουνε ναρκωτικὰ στοὺς ἀνθρώπους! Νά! ὁρίστε, ὁρίστε, τί πῆρα ἐγὼ τώρα; Προσευχήθηκα, ἄκουσα τὸ ψαλτῆρι, ὅπως μοῦ τὸ εἶπες, καὶ νά, ὁ διάβολος ἔφυγε, μοῦ λέει.
Τοῦ λέω, τί θὰ γίνει;
Δὲ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα, θέλω νὰ καθίσω ἐδῶ κοντά σου.
Ἔ! λέω, διάβαζε καί, ὅποτε κουραστεῖς, σταμάτα, ξεύρω κι ἐγώ! ἐγὼ θ᾿ ἀποκοιμηθῶ. Κάθισε λοιπόν· μετά, ὅταν ξύπνησα, δὲ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα.
Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση, ε! αὐτὸ εἶναι. Τέτοιοι ἄνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δὲν δέχονται, δὲν δέχονται νὰ τοὺς θίξεις, νὰ τοὺς πεῖς, αὐτὸ θὰ τὸ κάνεις ἔτσι. Μὰ δὲν μπορῶ, τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη. Βρέ, τοῦ λέω, κάντο καημένε καὶ ἂς τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη. Πές: Ἐγὼ θὰ κάνω ὑπακοὴ στὸ Γέροντα.
Kατάλαβες;
Εἶχε ἔρθει, ὁ… τόνε κάλεσα, γιατὶ εἶπε ὅτι δὲν πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, διότι στὴν ἐκκλησία παθαίνει κακό, ὅταν αἰσθάνεται κλεισμένο χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ. Τοῦ λέω, τώρα τί εἶναι αὐτά, βρέ;! Ἐγὼ θέλω νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία, νὰ σηκωθεῖς πρωὶ γιὰ νὰ ἔρθεις νὰ φυτέψουμε τὰ δέντρα. Κι ἐσὺ μοῦ λὲς αὐτό;
Τοῦ λέω, ἄκου νὰ σοῦ πῶ, νὰ ξέρεις ὅτι σ᾿ ἔχω ἀφήσει ἐλεύθερο, δὲν σοῦ μιλάω, ἀλλὰ αἰσθάνομαι καὶ τύψεις, διότι ἐσύ, ἀντὶ νὰ συμμορφωθεῖς πιὸ πολὺ ἐγωιστὴς γίνεσαι, γιατὶ ὅπου θέλεις πηγαίνεις, ὅπου σοῦ καπνίσει, καὶ κάνεις ὅ,τι θέλεις καὶ ἔτσι ἰσχυροποιήθηκε τὸ θέλημά σου καὶ ζεῖς, μέσα στὸ κακὸ πνεῦμα καὶ βασανίζεσαι. Ἐγώ, λέω, θ᾿ ἀρχίσω νὰ ἐφαρμόζω κανόνες. Δὲν ἔχεις διαβάσει περὶ ὑπακοῆς;
Λέει, ἔχω διαβάσει.
Ποῦ διάβασες;
Στὴν Κλίμακα.
Ἔ, δὲν θυμᾶσαι τί λέει;
Ἔ, λέει, θυμᾶμαι. Ἀλλὰ τώρα, ἔτσι ποὺ μοῦ τὰ λὲς μ᾿ ἐκβιάζεις καὶ δὲν μπορῶ ἐγώ.
Ἐγώ, λέω, σ᾿ ἐκβιάζω;
Γιατὶ μοῦ εἶπες ὅτι θὰ μοῦ δίνεις τρία παξιμάδια τὴν ἡμέρα νὰ τρώγω καὶ θὰ μὲ διώξεις ἀπ᾿ ἐδῶ. Δὲν εἶναι ἐκβιασμός;
Ὄχι, εἶναι κανόνας αὐτός, γέροντας εἶμαι, μπορῶ νὰ σοῦ πῶ αὐτό. Τί θέλεις ἐσύ, νὰ σὲ πηγαίνουμε ὄπα ὄπα; μή μου ἅπτου, καὶ νὰ λέμε, πρόσεχε μὴν τὸ στενοχωρήσουμε τὸ παιδί; Νὰ μὴν τὸ τραυματίσουμε, νὰ μὴν τοῦ ποῦμε τίποτα, καὶ τὸ πιάσουν τὰ νεῦρα του, ἡ μελαγχολία του; Τ᾿ ἀντιδραστικά του;
Πῶς σ᾿ ἐκβιάζω; Νά, ποὺ μοῦ λὲς αὐτά. Δὲν εἶμαι πνευματικός σου. Δὲν ἔρχεσαι ἐδῶ, δὲν ἐξομολογεῖσαι, δὲν σοῦ διαβάζω εὐχὴ καὶ πηγαίνεις καὶ μεταλαβαίνεις; Δὲν ἔχω ὑποχρέωση νὰ σοῦ πῶ ἔτσι; Τί θὰ πεῖ σ᾿ ἐκβιάζω; Πρέπει νὰ μάθεις νὰ ὑπακούεις, νὰ ταπεινώνεσαι.
Νὰ πᾶς αὔριο, νὰ ξυπνήσεις, στὸν Παράκλητο νὰ λειτουργηθεῖτε καὶ νὰ ἔρθετε νὰ φυτέψουμε. Καὶ ἔτσι τὸ ἔκανε. Καὶ τοῦ λέω, κοίταξε ἐδῶ, αὔριο στὴν ἐργασία θὰ πᾶς, ἀλλὰ ξέρεις, λέω, πῶς θὰ δουλεύεις; Θὰ μὲ θυμᾶσαι ἐμένανε καὶ θὰ λές: Ὁ γέροντάς μου εἶπε νὰ δουλεύω σὰν τρελός. Θὰ παίρνεις τὸ φτυάρι προύπ, προύπ, νὰ πετᾶς τὴν πέτρα ἔξω, ὅταν δεῖς ξεύρω καὶ ἐγώ…
Μοῦ λέει, τί δουλεύω σὰν τρελός;
Σὰν τρελός, τοῦ λέω.
Ἅμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐνθουσιασμό, τοῦ λέω, κάνει κάτι ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν βλέπουνε καὶ γελοῦνε, ἐνῷ αὐτὸς ζεῖ μία ζωὴ ἔτσι ἐνθουσιαστική. Αὐτὰ εἶναι πολλὰ μωρέ, ξεύρεις πόσα ξεύρω πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα; Εἶναι σημαντικὸ θέμα. Ἄλλος μπορεῖ νὰ μὴν δίνει σημασία, ἐγὼ δίνω σημασία.
Αὐτό, νά! Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουνε αὐτὰ τὰ ἀντιδραστικά, αὐτὴ τὴ συνήθεια, εἶναι, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζουνε ἐννοοῦν νὰ τοὺς παιδεύουνε, μὲ διάφορα καμώματα, δηλαδή, ἄχ, δὲν μπορῶ τοῦτο, ἐκεῖνο, ξεύρω κι ἐγὼ καὶ οἱ γύρω τοὺς βλέπουνε αὐτουνοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ καταθλίβονται καὶ αὐτοὶ ὑποφέρουν. Καταλάβατε; Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ὅμως, ὅταν βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ ὑποφέρουν μαζί τους, εὐχαριστιοῦνται καὶ τὸ κάνουνε πιὸ πολύ. Θὰ πεῖς, μωρέ, γίνεται αὐτό; Ἔ! γίνεται, ὅμως χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, ὁ διάβολος τὸ ἐνεργεῖ, δὲν ξεύρω, ρὲ παιδιά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω;
Λοιπόν, ἀκοῦστε με, εἶναι ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ αὐτό. Δὲν κάνει νὰ λέω ὀνόματα, ἀλλὰ ποῦ νὰ καταλάβετε τώρα. Τοῦ λέω, κοίτα δῶ, ἡ ἀδελφή σου ξεύρεις δὲν ἔχει ἐπιληψία.
Μοῦ λέει, ἔχει καὶ ταράζεται πολὺ καὶ δαγκάνει καὶ τὰ χείλη της ἡ καημένη.
Τοῦ λέω, τὸ κάνει ἔτσι.
Ὄχι, μοῦ λέει, δὲν γίνεται, δὲν τὸ κάνει ἔτσι. Τὴν πιάνει.
Τοῦ λέω, νὰ τὴν φέρεις.
Λέει, νὰ τὴν φέρω αὔριο;
Φέρτηνε τοῦ λέω.
Λοιπόν, τὴν ἄλλη μέρα πλακώνει ἡ κοπελίτσα, μιὰ ὡραία κοπέλα μὲ τὰ μαλλιὰ πίσω ἔτσι, σὰν ἀλογοουρά. Ἔ! καὶ λέει, μ᾿ ἔφερε ὁ ἀδελφός μου, νὰ μοῦ πεῖς συμβουλές, μοῦ λέει, γιατὶ ὑποφέρω ἀπὸ ἐπιληψία καὶ στενοχωριοῦνται στὸ σπίτι ὅλοι.
Τῆς λέω, ἔλα ἐδῶ κάτσε. Ξεύρεις τί εἶδα ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ μόλις μοῦ ἔλεγε ὁ ἀδελφός σου ὅτι πάσχεις ἀπὸ «ἐπιληψία»; Ἔβλεπα ὅτι τὸ κάνεις μόνη σου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Ὄχι, μοῦ λέει, δὲν τὸ κάνω. Δὲν τὸ κάνω, μοῦ λέει.
Τῆς λέω, τὸ κάνεις μόνη σου.
Ὄχι δὲν τὸ κάνω, μοῦ λέει. Νὰ σκεφτεῖς, λέει, ὅτι, ὅταν συνέρθω πολλὲς φορές, ἔχω δαγκάσει τὰ χείλη μου καὶ βγάζουν αἷμα.
Μωρέ, τὸ ξέρω, τῆς λέω. Ἀλλὰ ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, πῶς γίνεται. Τῆς λέω, ἐσὺ ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸν μέσα σου, θέλεις νὰ σ᾿ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καὶ πολλὲς φορές, ὅταν δεῖς τοῦ γονεῖς σου νὰ περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! τὸ κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, καὶ κάνεις ἔτσι καὶ τὸ κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις, σὲ κυριεύει ὁ δαίμονας καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὰ χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τὰ χείλη σου, γιὰ θυμήσου το, τῆς λέω, ρὲ κόρη;
Ἔ! αὐτὸ τὸ κάνω, μοῦ λέει.
Λέω, πῶς τὸ κάνεις, γιατί τὸ κάνεις;
Νά, ὅταν μὲ στενοχωρήσουν δὲν ἔχω τίποτ᾿ ἄλλο νὰ κάνω, κάνω αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν νὰ μὴ μὲ στενοχωροῦν, νὰ μ᾿ ἀγαποῦν καὶ νὰ μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο ποὺ θέλω.
Λέω, καλὰ τὰ λὲς αὐτά, τὸ καταλαβαίνεις;
Τὸ καταλαβαίνω.
Τὸ καταλαβαίνεις ὅτι τὸ κάνεις μόνη σου;
Τώρα, λέει, τὸ κατάλαβα ὅτι τὸ κάνω μόνη μου. Τὸ προκαλῶ, λέει, ἀλλὰ ἔπειτα χάνομαι. Ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ πέρα χάνομαι, μὲ πιάνει αὐτό, πάει, δὲν ξεύρω τί κάνω, μοῦ λέει, εἶμαι κατειλημμένη πιὰ ἀπὸ τὸ κακό.
Ξεύρετε πόσο ὠφέλιμα εἶναι αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω αὐτὴ τὴν στιγμή, ποὺ ἔχω δεῖ καὶ ξεύρω πάρα πολλά, ἀλλὰ ποῦ νὰ μοῦ ἔρθουνε στὴν μνήμη, αὐτὰ τὰ πράγματα.
Βρὲ παιδιά, αὐτὸ βασανίζει σήμερα τὸν κόσμο, αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ πειρασμικὰ ποὺ πιάνουνε σάν, σὰν διαβολικὰ πράγματα τοὺς νέους καὶ φεύγουνε ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ τὰ βάζουνε μὲ τοὺς γονεῖς τους, καὶ παρατᾶνε τὰ γράμματα καὶ αὐτό.
Ἔπειτα ἕνα ἄλλο πρᾶγμα ποὺ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ εἶναι ἡ ἐργασία, εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ζωή. Ἡ τέχνη, ὁ κῆπος, τὰ λουλούδια, πολὺ σπουδαῖα πράγματα. Ἡ μελέτη στὴν Ἁγία Γραφή, τὰ ἐνδιαφέροντα στὴ Θρησκεία, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί νὰ τοὺς κάνεις τοὺς ψυχιάτρους καὶ τοὺς ψυχαναλυτὰς καὶ τὰ ψυχοφάρμακα καὶ τὰ ναρκωτικά. Λοιπόν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ.