Υπάρχουν τα συγχωρώ τα γεμάτα έπαρση. Εννοούν: εγώ ο καλότατος, ο γενναιόκαρδος, ο άριστος, ο ακομπλεξάριστος, συγχωρώ βέβαια εσένα, ο οποίος, σαν μυρμήγκι που είσαι, τι βλάβη θα μπορούσες να μου προξενήσεις…
Δες, Θεέ μου, πόσο εντάξει δούλος Σου είμαι, πόσο καλός μαθητής, Σε υπακούω, ακολουθώ τις διδαχές Σου, μιμούμαι το παράδειγμα Σου, και φρόντισε να με ανταμείψεις σύντομα.
Υπάρχουν τα συγχωρώ τα πανεύκολα
Τώρα πλέον που το πρόβλημα το οποίο μου προκάλεσες δεν υφίσταται -εσύ με απάτησες μεν, αλλά εγώ τώρα βρήκα έναν άλλο πανέμορφο και πλούσιο άντρα, ευτυχώς δηλαδή που με απάτησες και σώθηκα, άνοιξαν τα μάτια μου-, σου απευθύνω ένα μεγαλειώδες «σε συγχωρώ»! Καμαρώνω μειώνοντας σε.
Προσφέρω συγγνώμη άκοπη, χωρίς κόστος, χωρίς θυσία• με αυταρέσκεια. Κυρίως δε στοιχίζει, δεν πονάει διότι όλες οι συνθήκες άλλαξαν, αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που σε συγχωρώ.
Και ασφαλώς, το πιο συνηθισμένο, υπάρχουν συγχωρώ που δεν τα εννοούμε. Τα πετάμε αμέσως, επιπόλαια, τυπικότατα, άδεια σαν φακέλους δίχως επιστολή μέσα, σαν φέιγ βολάν διαφήμισης, σαν ένα ψυχαναγκαστικό και κούφιο χαιρετισμό. Οι ψυχαναγκασμοί είναι πάντα κούφιοι. Μιμούνται ένα περιεχόμενο, αλλά είναι κενοί.
«Τι κάνετε;»
«Καλά! Εσείς;»
«Κι εμείς καλά!»
«Χαίρετε!»
«Πολύ καλημέρα σας!»
«Επίσης!»
«Τα όμοια!»
Ούτε καλά είμαστε, ούτε να χαίρεστε εσείς έχουμε όρεξη, ούτε να είναι καλή η μέρα σας ευχόμαστε όταν εμείς περνάμε μια τόσο ζόρικη μέρα. Τα επίσης δεν έχουν αντιστοιχίες, τα όμοια εννοούν εντελώς ανόμοια. Ετσι άστοχα λέμε τα συγχωρώ, ιδίως άμα θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον που θεωρεί χρέος του να ζητάει συγγνώμες, προκειμένου να κοινωνήσει για παράδείγμα, και οφείλει να συλλαβίσει λέξεις: «Συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό».
Αξία έχει να μπορείς να συγχωρείς εκείνον που σε πόνεσε, ενώ ο πόνος διαρκεί και καίει. Η πιο αληθινή, η πιο σπαραχτική συγγνώμη που δόθηκε ποτέ ήταν η συγγνώμη πάνω σε σταυρό από έναν αιμορραγοΰντα νεαρό σταυρωμένο. Τότε μόνο. Ενόσω υποφέρεις από την αδικία που σου έγινε να συγχωρείς, να το εννοείς με καθαρή καρδιά για εκείνον που σε αδίκησε. Να συγχωρείς διότι καταλαβαίνεις ίσως την πρόθεση του τη διαφορετική από την πράξη του.
Διότι υποψιάζεσαι το «δεν ξέρει τι κάνει»…
Διότι δέχεσαι πως είναι πλάσμα ατελές και ταλαίπωρο ακριβώς όπως εσύ, πέφτει σε λάθη από αδυναμίες και ανοησίες προπατορικές. Το σπουδαιότερο, διότι δέχεσαι ότι κι εσύ έχεις πράξει ακόμη χειρότερες αδικίες, ακόμη πιο επικίνδυνες κουταμάρες, ασυναισθησίες αλλά και αναισθησίες με εγωισμό εξωφρενικό.
Τότε μετράει. Τότε συγχωρείς, τότε λύνεις δεσμά και αποδεσμεύεσαι. Πονώντας.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει: Ναι, αυτό είναι το καλό: να συγχωρείς το κακό. Δεν υπάρχει άλλο καλό.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη “Σιωπάς Για να Ακούγεσαι”, Εκδόσεις Ψυχογιός