ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΔΙΟΡΘΩΣΕ ΜΕ

ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ

Πρόλογος
       Δυστυχῶς πολλοί χριστιανοί πάσχουμε ἀπό μία πολυμερῆ διάχυση πρός τά ἔξω. Ζοῦμε στόν αἰῶνα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πολυπραγμοσύνη, ὁ σκορπισμός τῆς ψυχῆς μας στά ἀνθρώπινα καί κοσμικά ἀποτελοῦν τόν χαρακτῆρα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑλική λάμψη τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Κίρκη αὐτή τῶν ὀφθαλμῶν, μετέβαλε τούς ἀνθρώπους σέ ἄνοα (χωρίς νοημοσύνη) ὄντα.
       Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι “ἐντός ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” καί ἡ ἐνασχόληση μέ κοσμικά πράγματα, περισσότερο τοῦ πρέποντος εἶναι ἔργο τοῦ σατανᾶ. Δέν φθάνει νά ἐπιθυμοῦμε τό ἀγαθό, ἀλλά χρειάζεται νά γνωρίσουμε καί πού βρίσκεται καί πώς κατακτιέται. Ἡ ψυχική οἰκοδομή εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερικοῦ πόνου, γιατί κάθε ἁμαρτία εἰσέρχεται στή ψυχή ἀπό ἡδονή καί εἶναι λογικό νά ἐξέρχεται διά τοῦ πόνου.Ἡ ἀπαλλαγή της γίνεται μέ τόν πόνο.
     Δέν θά ἦταν προτιμότερο ἀντί νά τρέχουμε δεξιά καί ἀριστερά νά κλεισθοῦμε στό σπίτι μας, νά λησμονήσουμε γιά λίγο ἀκόμη καί τόν ἑαυτό μας καί νά εἰσέλθουμε στό “ταμιεῖον μας;” Νά πάρουμε τό κοσμβοσχοίνι καί νά ἀρχίσουμε μέ ταπείνωση, μέ μετά-νοια καί μέ συντριβή νά λέμε τήν εὐχή τό: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς”.
       Ἡ προσευχή εἶναι τό πνευματικό ὀξυγόνο. “Ὁ Κύριος εἶναι πάντοτε κοντά σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη, σέ ὅλους ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται μέ εἰλικρίνεια καρδιᾶς. Τά δίκαια θελήματα καί αἰτήματα αὐτῶν πού Τόν εὐλαβοῦνται, θά ἐκπληρώσει ὁ Κύριος, θά κάνει δεκτή τήν δέησή των καί θά τούς σώσει ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. (Ψαλμ.144, 18-19). “Ὅταν προφέρωμεν τό Ὄνομα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλούμενοι Αὐτόν εἰς κοινωνίαν μεθ’ ἡμῶν, τότε Οὗτος, ὁ τά πάντα πλη-ρῶν, προσέχει ἡμᾶς καί ἡμεῖς εἰσερχόμεθα εἰς ζῶσαν ἐπαφήν μετ’ Αυτοῦ”. [1]
       Ἔτσι καί μέ τόν καιρό θά ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε τόν Χριστό μυστικά μέσα στήν καρδιά μας, νά μᾶς χορτάσει ἀπό ἀγάπη καί ἀλήθεια.[2]
       Γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκόμενους χριστιανούς, οἱ Γέροντες τῆς Ἱ. Μονῆς Βαλαάμ, (Φιλαμνδίας), συμβουλεύουν:”Ὅταν δέν σᾶς εἶναι δυνατόν ἤ δέν ἔχετε διαθέσιμον χρόνον διά νά ἀσκῆσθε εἰς τήν προσευχήν, τότε κατά τήν ἀπασχόλησίν σας προσπα-θήσατε νά διατηρεῖτε παντοιοτρόπως τό “πνεῦμα τῆς προσευχῆς” τ. ἔ. ἔχετε τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ καί μέ κάθε τρόπο ἐντείνατε τήν νοεράν ὅρασίν σας ἵνα βλέπετε Αὐτόν ἐνώπιόν σας, ὄντως ὄντα, μετ’ εὐλαβοῦς ὑποταγῆς εἰς Αὐτόν καθ’ ὅλας τάς ὥρας τῆς ἐργασίας σας. Παραδώσατε ἑαυτούς εἰς τήν παντοδυναμίαν Του, εἰς τήν παντοκρατορίαν Του, εἰς τήν παντογνωσίαν, οὕτως ὥστε εἰς κάθε ἔργον σας, εἰς κάθε λόγον σας καί εἰς κάθε διαλογισμόν σας νά ἐπιμνημονεύτεαι ὁ Θεός καί τό ἅγιον Αὐτοῦ θέλημα. Ἰδού ἐν ὀλίγοις εἰς τί ἔγκειταιτό λεγόμενον “τό νεῦμα τῆς προσευχῆς”.[3]
       Λόγω τοῦ σπουδαιοτάτου αὐτοῦ θέματος τῆς προσευχῆς, κρίναμε σκόπιμο νά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη σας τήν ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ σεβαστοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἡ ὁποία παρουσιάστηκε στόν Ραδιο-φωνικό σταθμό τῆς Ἒκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Σάββατο 22 Αὐγούστου 2004. Γιά τήν πληρέστερη κατανόηση τῆς ὁμιλίας, στήν εἰσαγωγή πού ἀκολουθεῖ ἀναφέρουμε τήν δημιουργία καί τήν ζωή πρό καί μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων μέσα ἀπό κείμενα ἀπό τούς ἁγ. Πατέρες μας ἀλλά καί τοῦ ὁμιλοῦντος σχετικά μέ τήν ἡσυχαστική – ἀσκητική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
       Γιά τίς ἐλλείψεις ζητοῦμε τήν ἐπιείκειάν σας.
                                                      Κων/νος Ἡρ. Δεσπότης
Εἰσαγωγή
       Ὁ Θεός άρχικά δημιούργησε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τή γῆ καί στή συνέχεια “ἐνεφύσησε” καί ἐδημιούργησε τήν ψυχή. Τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
       Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τριαδική φύση ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα), Νοῦς ὁ πατήρ, Λόγος ὁ Υἱός καί Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει νοῦ, λόγο καί πνεῦμα. Ὁ νοῦς, πού εἶναι θά λέγαμε ὁ πυρήνας τῆς ὑπάρξεώς μας, ὁ λόγος, πού γεννιέται ἀπό τόν νοῦ καί τό πνεῦμα πού εἶναι “ὁ νοερός ἔρως τοῦ ἀνθρώπου”. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία, – πού εἶναι ἀμέθεκτη – καί ἐνέργεια, (ἡ θεία Χάρις, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἔχει κοινωνία ὁ ἄνθρωπος), πού εἶναι ἄκτιστες ἀλλά καί ἡ ψυχή ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἡ οὐσία της βρίσκεται στήν καρδιά ὄχι σάν σέ ἀγγεῖο ἀλλά σάν σέ ὄργανο, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά της (ὁ νοῦς) λειτουργεῖ μά τούς λογισμούς. Στή φυσική κατάσταση ὁ νοῦς βρίσκεται στήν καρδιά καί ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή, ὁ λόγος ἐνεργεῖ στόν ἐγκέφαλο. Ἡ λογική ἐργάζεται καί ἔχει συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος, ἀσχολεῖται μέ τίς γήϊνες φροντίδες.
       Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἡ ψυχή λέγεται καί νοῦς. Ἀλλά νοῦς λέγεται τόσο ἡ οὐσία της πού εἶναι ἡ καρδιἀ, ὅσο καί ἡ ἐνέργειά της, πού συνίσταται στούς λογισμούς. Γιά νά μή γίνεται ὅμως καμμιά σύγχυση οἱ ὅροι αὐτοί στήν βιβλιοπατερική Παράδοση ἐναλλάσσονται, μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν ψυχή ὡς τό πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς μας, γιά τήν καρδιά, ὡς τήν οὐσία τῆς ψυχῆς καί γιά τόν νοῦ, ὡς τήν ἐνέργειά της.
       Καρδιά εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς συγκροτήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση (τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν) καί ὁ χῶρος ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Εἶναι τό κέντρο καί ἡ συνισταμένη τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἤτοι τοῦ λογιστικοῦ (ἤ λόγος), τοῦ ἐπιθυμητικοῦ (ἤ ἐπιθυμία) καί τοῦ θυμικοῦ (ἤ θυμός). Ἡ ἐπιθυμία καί ὁ θυμός ἀποτελοῦν τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς.[4] “Ὁ μέν λόγος ἀναζητεῖ τόν Θεό, ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιθυμῆ τόν Θεό καί ὁ θυμός πρέπει νά κάνη τά πάντα γιά νά ἐπιτύχη αὐτήν τήν τήν κοινωνία καί ἑνότητα”.[5]
       “Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρίν ἀπό τήν πτώση βρισκόταν στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως δείχνει ὅτι ὁ Αδάμ εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά ἔπρεπε μέ τόν ἐλεύθερο ἀγώνα του νά παραμείνη σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, νά σταθε-ροποιηθῆ περισσότερο καί νά φθάση στήν τελεία κοινωνία καί ἑνότητα μαζί Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἀρχεγόνου δικαιοσύνης. Ὁ Ἀδάμ ἦταν κεκαθαρμένος καί συγχρόνως τρεφόταν ἀπό τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς του ἦταν φωτισμένος, καί αὐτό σημαίνει κυρίως ὅτι ἦταν ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχε ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ”.[6] Οἱ πρωτόπλαστοι ἀκολούθησαν τήν πονηρή συμβουλή τοῦ διαβόλου, νά αὐτονομηθοῦν καί νά φθάσουν στήν θέωση χωρίς τόν Θεό, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπη τούς πρότεινε νά μήν φάνε ἀπό τόν καρ-πό γιατί θά πεθάνουν. Κι’ αὐτό δέν ἀποτελοῦσε μία ἀπειλή ἀλλά τήν φανέρωση τῶν ὁρίων τῆς ζωῆς. Γιατί δέν ὑπάρχει ζωή ἔξω ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν συνειδητοποιεῖ αὐτή τήν δωρεά πού τοῦ δόθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ἀκολουθήση ἡ πτώση. Τό προπατορικό ἁμάρτημα συνίσταται στόν σκοτασμό τοῦ νοῦ καί τήν ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας. Ὁ νοῦς ὑπολειτουργεῖ καί ὑποδουλώνεται στά πάθη, στό ἄγχος, στίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος, διασκορπίζεται καί διαχέεται στόν κόσμο διά τῶν αἰσθή-σεων. Ἔπαθε πλήρη ἐσωτερική ἀποδιοργάνωση, οἱ ψυχικές δυνάμεις σκορπίστηκαν καί ἡ λογική θεοποιήθηκε καί καί νεκρώθηκε.
       Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά θεραπευθῆ μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού χορηγεῖται διά τῶν μυστηρίων καί τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς, ἀκολουθώντας τήν ἡσυχαστική ἀγωγή[7] τῆς Ἐκκλησίας μας νά διέλθη τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ κάθαρση,[8] ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, πού ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση, καί ἔπειτα νά φθάση στήν θέωση. [9]
       Ἡ Θεοτόκος διά τῆς ἡσυχίας ἐπιτυγχάνει τήν τελεία ἕνωσί της μέ τόν Θεό.[10]
       “Τήν ἡσυχία, τήν στάσι τοῦ νοῦ καί τοῦ κόσμου, τήν λησμονιά τῶν κάτω, τήν μυσταγωγό τῶν ἄνω, τήν ἀπώθηση τῶν νοημάτων πρός τό ἀνώτερο. Αὐτή ἡ πρᾶξις ἀληθῶς εἶναι ἐπίβασις τῆς ἀληθινῆς θεωρίας ἤ θεοπτίας, γιά νά μιλήσω σαφέστερα, εἶναι δεῖγμα τῆς ἀληθοῦς ὑγιοῦς ψυχῆς. Διότι κάθε ἄλλη ἀρετή εἶναι σάν φάρμακο ἀντίδοτο πρός τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καί τά κατερριζώμενα πονηρά παθήματα ἀπό τή ραθυμία.[11]
       Ἡ ἡσυχία ὅπως τήν ἐβίωσε ἡ Παναγία δέν εἶναι ἀδράνεια. Εἶναι κοπιώδης πνευματική ἐργασία, εἶναι συνεχής ἀγών πνευματικῶν καρδιακῶν ἀναβάσεων, πού μόνο ψυχές ἐκκαιόμενες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί χαριτωμένες ἀπό τήν θεία Χάρι ἠ-μποροῦν νά ἀναλάβουν. Ἡ Θεοτόκος, ἐγκαινίασε στόν κόσμο τήν ἡσυχαστική ὁδό ἀναβάσεως πρός τόν Θεό: ” Ἀποβάλλοντας λοιπόν ἡ Πάναγνος ὅλες (τίς σχέσεις) ἀπό αὐτήν τήν ἀφετηρία τοῦ βίου της (καθώς λένε), ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους. καί ἀποφεύγοντας τόν ἔγγαμο βίο,προτίμησε τήν ἀόρατη σέ ὅλους καί ἀσυνδύαστη ζωή, διαβιώνοντας μέσα στά ἄδυτα, (Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ), ὅπου λυμένη ἀπό κάθε δεσμό καί ἐκτινάσσοντας κάθε σχέσι καί ὑπερνικώντας καί αὐτήν τή συμπάθεια πρός τό δικό της σῶμα, συνένωσε τόν νοῦ μέ τήν στροφή καί τήν προσοχή πρός τόν ἑαυτόν της (τήν καρδιά) καί μέ τήν ἀδιάλειπτη θεία προσευχή (πού ἔδωσε στόν νοῦ της). Καί ἀφοῦ εἰσῆλθε δι’ αὐτῆς ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ της, καί ὑπερέβηκε τόν πολύμορφο συρφετό τῶν λογισμῶν καί, γιά νά μιλήσω μέ ἁπλᾶ λόγια, κάθε εἴδους (νοήματα), οἰκοδόμησε καινούργια καί ἀπόρρητη ὁδό πρός τούς οὐρανούς, γιά νά μιλήσω ἔτσι, τήν νοητή σιγή. Καί προσηλώνοντας σ’ αὐτήν τόν νοῦ ὑπερίπταται πάνω ἀπό κάθε κτιστό, καί βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ πολύ ἀνώτερα κι ἀπό τόν Μωϋσῆ καί ἀντικρύζει τήν θεία Χάρι, πού δέν ὑποπίπτει καθόλου στίς αἰσθήσεις, ἀλλά εἶναι εὔχαρι, καί ἱερό θέαμα τῶν ἀμολύντων ψυχῶν καί νόων. Ἐπιτυγχάνοντας λοιπόν αὐτό τό θέαμα, γίνεται σύμφωνα μέ τούς θείους ὑμνωδούς,νεφέλη φωτεινή τοῦ ὄντως ζῶντος ὕδατος καί αὐγή μυστικῆς ἡμέρας καί πρυρίμορφο ὄχημα τοῦ Λόγου. [12] Γι’ αὐτό καί ἀφοῦ μέ αὐτές τίς τελειότατες θεωρίες ἔφθασε σέ τελεία καθαρότητα καί ἀφοῦ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑνώθηκε καί ἔγινε ὁμοία μέ τόν Θεό, μοναδική ἀπό τούς ἀνά τούς αἰῶνες ἀνθρώπους”.[13]
       Ὁ ἀναγνώτης μπορεῖ νά πληροφορηθῆ γιά τήν ἡσυχαστική-ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τά ἔργα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, 4 τόμοι, ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Πελαγίας.
       Tό θέμα τό ὁποῖον ἐπέλεξα διά νά σᾶς μιλήσω εἶναι τό θέμα τῆς προσευχῆς τό ὁποῖον τόσον συνδέεται μέ τήν πνευματικήν ζωήν τῶν χριστιανῶν.[14] Ἡ προσευχή ἀποτελεῖ ἕνα θέμα τό ὁποῖον ἀποτελεῖ τήν καρδίαν τῆς πίστεώς μας χωρίς τό ὁποῖον δέν μπορεῖ νά νοηθῇ πνευματική ζωή, χριστιανική ὀρθόδοξος ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ προσευχή προϋποθέτει μίαν ἀδιάλειπτον προσπάθειαν συνομιλίας καί ἑνώσεως μέ τόν Θεόν ἀπό τόν ὁποῖον προερχόμεθα καί εἰς τόν ὁποῖον πάλιν ἐπιστρέφωμεν. Ἑπομένως, ἡ προσευχή, εἶναι ἕνα ἀπό τά κέραια θέματα (τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς) ὄχι μόνον ὡς οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί ὡς μέσον ἑνώσεως μέ τόν Θεόν ἀλλά καί ὡς στοιχεῖον τό ὁποῖον κρίνει τόν βαθμόν τῆς χριστιανικότητός μας. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά νοηθῇ χριστιανός ὀρθόδοξος χωρίς νά εὑρίσκεται εἰς ἀδιάλειπτον ἐπαφήν μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν σύστασίν του:” ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Ὁ Κύριός μας: “ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε” καί γενικῶς ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπογραμμίζουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς[15] ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν πνεύμονα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί χωρίς τήν ὁποίαν δέν μποροῦμε νά νοηθοῦμε χριστιανοί. Εἶναι θά ἔλεγε κανείς ἀδελφοί μου ἡ προσευχή τό πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεώς μας ὡς λογικῶν ὅντων καί ὡς ἕνα μέσον διά τοῦ ὁποίου ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν καί μαρτυροῦμεν μέ τήν ἀδιάλειπτον τήν ἄρρηκτον σχέσιν πού ἔχομεν μέ τόν Πατέρα Δημιουργόν μας. Γι’ αὐτό λοιπόν εἶπα: “ὅτι αὐτό τό θέμα πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῇ πάντοτε ἀδελφοί μου, καί αὐτό μάλιστα γιατί ἡ προσευχή εἶναι κάτι στό ὁποῖο προσκρούωμε οἱ πολλοί διότι ἡ προσευχή προϋποθέτει κάτι τό ὁποῖον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν ἁγίων Πατέρων ὀνομάζεται ἀμεριμνίαν,[16] ἡσυχίαν, προϋποθέσεις ἐντελῶς ἀπαραίτητες. Καί ξέρετε ὅτι δημιουργεῖται ἕνα εἶδος ἀντινομίας θά ἔλεγε κανείς ἀπό τό γεγονός νά θέλῃ κανείς νά προσευχηθῇ ὑπό την προϋπόθεσιν ὅτι θέλει νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεόν σέ συνθῆκες καταλυτικές, ὅπως εἶναι οἱ σύγχρονες συνθῆκες τῆς ζωῆς μας κατά τίς ὁποῖες διασπᾶται ἡ ἑνότης τῆς ψυχῆς κατακερματίζεται ἡ καρδία καί δέν μποροῦμεν νά ἀναφερθοῦμεν εἰς τόν Θεῖον.
   Θά ἔλεγε κανείς ὅτι συνδέεται ἡ προσευχή μέ τήν προσπάθειαν ἐκτοπίσεως ὅσων τό δυνατόν περισσοτέρων διαφόρων μεριμνῶν τῆς ἀφαιρέσεως ὅσων τό δυνατόν περισσοτέρων στοιχείων τά ὁποῖα παρεμβάλλονται ἐμποδιστικῶς μέσα στήν προσπάθειάν μας νά τά προσπεράσωμεν καί νά ἑνωθοῦμε μέ τό Θεῖον. Ἑπομένως ἡ προσευχή εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀθλήματα γι’ αὐτό μάλιστα καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν θεωροῦν ὡς καθρέπτην τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν[17]. “Πές μου πώς προσεύχεσαι νά σοῦ πῶ ποιός εἶσαι”. Καί ξέρετε ἀδελφοί μου ὅπως εἶπα προηγουμένως, ὅτι εἶναι τρομακτική ἀντινομία νά σκεφθῇ κανείς ὅτι ἔχοντες τήν συνείδησιν ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί ἔχοντες αὐτόν τόν νοερόν ἐργαστήριον, ἔχοντες αὐτήν τήν ποιότητα τήν πνευματικήν ὡς νοερά ὅντα, ὡς ψυχοπνευματικῶν ἀνήκοντες περισσότερον εἰς τόν Θεόν καί ὁλιγότερον εἰς τόν κόσμον νά μήν ἔχωμεν τήν δυνατότητα ἤ τουλάχιστον νά ἐμποδιζόμεθα τόσον πολύ ἀπό τήν προσευχήν.[18]
Βέβαια περί τῶν μοναχῶν δέν γίνεται κἄν λόγος καί θά ἔλεγε κανείς εἶναι ἕνα τάγμα τό ὁποῖον ἀδιαλείπτως προσεύχεται ἀκριβῶς ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔχουν εξασφαλισμένες τίς προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς πού εἶναι ἡ ἀμεριμνία καί ἡ ἡσυχία.[19]
Ἡ ζωή μας εἶναι ὁργανωμένη ὅπως θά τό ξέρετε ἔτσι ὥστε ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ ἀπηλλαγμέγη ἀπό διάφορες ὀχλήσεις ἐξωτερικῶν πραγμάτων χωρίς εἰκόνες, χωρίς τύπους τίς διασπαστικές μέριμνες, χωρίς νά ἔχουν τήν ἐμποδιστικήν τῶν διαφόρων ἀνθρωπίνων περιπασμῶν, ἀντίρρησιν, τήν ἄρνησιν νά μποροῦν νά ἔχουν αὐτήν τήν δυνατότητα τῆς ἀμεσότερης προσευχῆς γι’ αὐτό μάλιστα θά ἔλεγε κανείς εἶναι οἱ ὑμνητικοί ἐρωδιοί, εἶναι πνεύματα ἀδιαλείπτως κινούμενα στόν χῶρο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεόν. Οἱ μοναχοί ἰδίως μάλιστα οἱ ἡσυχασταί ἀπό τούς ὁποίους ἔχουν ἀναδειχθεῖ μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι εἶχαν αὐτήν τήν ἱκανότητα καί τήν ἐνέργειαν τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἦσαν μέσα εἰς τόν χῶρον τόν ἡσυχαστικόν καί ἐάν μέσα εἰς τήν ἡσυχίαν ἀπαιτεῖται μία προσπάθειαν διά τήν ἑνότητα μέ τήν προσευχή εἶναι προφανές ὅτι ἐσεῖς ἔχετε ἐδῶ εἰς τόν κόσμον “περιπεπληγμένη ταῖς τοῦ βίου πραγματεῖες”, περισσοτέραν τήν ἀνάγκην αὐτῆς τῆς προσπαθείας ὑπερβάσεως τῶν διαφόρων ἐμποδίων τῶν ὁποίων ἐγείρονται εἰς τήν ζωήν σας διά νά μπορέσετε νά ἔρθετε εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον.[20]
   Κατ’ ἀρχήν ἀδελφοί μου ὅταν λέγωμεν προσευχήν ἐννοοῦμε αὐτό πού λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι ὁμιλία ἐν τῆ ἐννοία του ὁμοῦ δηλ. τῆς ἑνότητος κάνωμεν μίαν προσπάθειαν ἑνώσεως καί ἑνότητος μέ τόν Θεόν. Εἶναι μία χάρις ἰδιαιτέρα εἰς τόν ἄνθρωπον ἀλλά διά νά πραγματοποιηθῇ αὐτή ἡ ἑνότης δέν φθάνει μόνον ὅπως εἶπα προηγουμένως νά εἴμαστε ἀπηλλαγμένοι ἀπό τίς πολλές μέριμνες καί μήν ξεχνᾶτε πώς καί ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τις λειτουργίες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μέσα στά πλαίσια ὅλων τῶν ἄλλων προσπαθειῶν διά νά ἀπαλλαγῇ ἡ ψυχή μας ἀπό τά διάφορα πάθη καί ἀπό τίς διάφορες παρενέργειες. Δηλ. δεν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε προσευχήν ἐάν δέν τηροῦμε τάς ἐντολάς[21] μίαν ἐκ τῶν ὁποίων καί ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων εἶναι ἀδελφοί μου·” μή μεριμνᾶτε τί φάγετε ἤ τί ἐνδύσητε ..κλπ”. Καί νά μήν διασποῦμε τήν προσευχή μας μέ αὐτές τίς μέριμνες, τίς καθημερινές ἀναπόφευκτες δέ ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἀναπόφευκτες μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν. Πῶς; Μέ τήν πίστιν. Ἡ πίστις εἶναι αὐτή ἡ ὁποία μᾶς ἱκανώνη ὥστε τίς μέριμνες οἱ ὁποῖες εἶναι μέσα στό δρόμο τῆς συνθέσεως τῆς οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς εἶναι ἀναπόφευκτες ὅμως μποροῦν νά γίνουν χωρίς προσπάθεια. Νά γίνονται μέ πνεῦμα πίστεως μέ καρδίαν ὑψωμένην εἰς τόν Θεόν ἔτσι ὥστε νά ἐνεργῇ ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τήν ζωήν του μέ πίστιν καί μέ ἀπάθεια. Δηλ. νά γίνεται αὐτό τό ὁποῖο λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “χρώμενοι τῷ κόσμῳ καί οὐ καταχρώμενοι” Νά εἴμαστε μέσα εἰς τά πλαίσια τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου πού εὑρῆκε θέσι συνεργείας μέ τόν Θεόν καί δέν παραδίδει τόν ἑαυτόν του, τήν ψυχήν ὅπως λέγει ὁ Κύριος διά τῆς μερίμνης νά διασπᾶται καί νά κατακερματίζεται ἡ ἑνότης. Ἡ ἑνότης δέ τῆς ψυχῆς ἀδελφοί μου, συνίσταται εἰς τήν μετριοπάθειαν εἰς τήν ἀπάθειαν, δηλ. ὅταν ἔ-χουμε μέριμνες ἐξωτερικές νά μήν ἔχουμε, ὅταν ὅμως ἔχουμεν πάθη εἰς τήν ψυχή μας καί εὑρισκόμενοι μέσα εἰς χώρους ἡσυχαστικούς καί τότε ἀκόμη δέν ἔχουμε τήν βασικήν προϋπόθεσιν τῆς προσευχῆς ἐφ’ ὅσον τά πάθη τά ἴδια διασποῦν καί περισποῦν αὐτήν τήν ἑνότητα. Δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἑνωθοῦμε γι’ αὐτό μάλιστα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν ἔλεγε διά νά ἑξάρη τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνοποιήσεως τῆς ψυχῆς προκειμένου νά προσευχηθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός ὁ μοναχός ἔλεγε: “ὅταν τό ἑνιαῖον τῆς ψυχῆς γίνεται τρισσόν μένον ἑνιαῖον ἀνέρχεται εἰς τήν θεανδρικήν Τριάδα, ὑπεράνω καθεστώς σαρκός κόσμου καί κοσμοκράτορος καί δημιουργεῖ μίαν ἑνότητα δηλ. ὅταν τό τρισσόν ἐννοεῖ τήν ψυχήν μας ὡς οὐσίαν, τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς μας, τήν διανοητικότητα καί τήν βούλησίν μας τήν ἀγαπητικήν.[22] Πρέπει νά συνέλθουν οἱ παράγοντες αὐτοί διά νά μποροῦμε νά ἀναβαίνωμεν εἰς τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς. Ὅπως μάλιστα καί ὁ μέγας Βασίλειος σέ ἕνα ἄλλο σημεῖον λέγει ὅτι: “νοῦς μή σκυ-δεννύμενος ἐπί τά ἔξω μηδέ διά τῶν αἰσθητηρίων διά τόν κόσμον ἐπάνω δέ πρός ἑαυτόν καί πρός τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει κα-κείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενος…..λαμβάνη”.[23]
   Πάλιν οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν αὐτήν τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνοποιήσεως, δέν μποροῦμε ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου νά ἔχουμε προσευχήν ἐάν δέν ἔχουμε κάποιαν ἑνοποίησιν καί δέν μποροῦμε νά προσευχόμεθα ὅταν ἔχουμε κατακερματισμένες τίς ψυχές μας ἀπό τίς διάφορες μέριμνες κι ἄν δέν ἀντιμετωπίζουμε τά διάφορα προβλήματά μας διά τῆς πίστεως ὥστε ἡ ψυχή παραμένουσα σέ κάποιον βαθμόν ἀπαθής ἤ μετριοπαθής νά μπορῇ τουλάχιστον νά ἔρχεται εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον.
   Ξέρετε ὅτι προσευχές ἔχουμε πάρα πολλές, πολλά εἴδη. Ἔχουμε Ἐκκλησιαστικές προσευχές, ἔχουμεν τίς ἐκτεταμμένες προσευχές, τίς στενώτερες τό: “Πάτερ ἡμῶν…” διάφορες αὐτοσχέδειες προσευχές πού ἔχουν κάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἐκεῖνες οἱ προσευχές οἱ ὁποιες προσχεδιάζουν πρός στούς μοναχούς: “ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ” καί “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό” κ.λ.π.[24] Μάλιστα καί ἡ εὐχή αὐτή ἡ νοερά λεγομένη προσευχή ἀποδεικνύει μέ τήν ἐλαχιστότητα μέ τούς πέντε λόγους ἀπό τούς ὁποίους συγκροτεῖται ἀποδεικνύει πώς ὅσο περισσότερο ἑννοποιεῖται ἡ ψυχή τόσο περισσότερον ἐπιτυγχάνει αὐτήν τήν ἑνότητα με τόν Θεόν.[25] Βέβαια, ὅπως εἶπα προηγουμένως ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ὁρίσει τήν προσευχήν ὡς τήν μεγαλυτέραν πνευματικήν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς τό κάτοπτρον τῆς πνευματικότητός του. Γιατί ἀκριβῶς ὁ νούς μας διακεχυμμένος εἰς τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου διά τῶν αἰσθητηρίων καί προπαντός διά τῶν ἐνεργούντων παθῶν μέσα εἰς τήν ψυχήν μας πρός τά διάφορα ἀντικείμενά των προκαλεῖται μία σύγχυσις προκαλεῖται μία διάσπασις, προκαλεῖται ἕνας κερματισμός αὐτής τῆς ἑνότητος. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά νοηθῆ προσευχή ὡς ἐπιδιωκομένη ἐνέργεια καί ἐπιθυμία νά ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν παρά μέσα στά πλαίσια ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, ὅσον περισσότερον ἐργαζώμεθα τίς ἐντολές, ὅσον περισσότερον ἐλευθερούμεθα ἀπό τά πάθη ὅσον περισσότερον ἀγαπῶμεν τόν Θεόν ὅσον περισσότερον ταπεινούμεθα καί συντριβώμενοι ἐν ταπεινώσει τόσον πιό πολύ ἔχουμε τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καί τούς ὅρους διά νά ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον καί νά ἐκφράσουμε ἐν στεναγμοῖς ἀλαλλήτοις τούς πόθους καί τά αἰτήματά μας. Εἶπα ἀδελφοί μου ὅτι δέν μπορεῖ νά νοηθῇ προσευχή χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις πράγματι.[26]
   Ἐμεῖς στό Ἅγιον Ὄρος ἐπειδή λόγω τῆς ὁργανωμένης μοναχικῆς ζωῆς εἴμαστε ἀπηλλαγμένοι ἀπό τίς μέριμνες τίς δικές σας μποροῦμε νά ἀφήνουμε τόν νοῦν μας ἐλεύθερο νά πετᾶ εἰς τόν Θεόν εἴτε μέ τήν προσευχήν αὐτή εἴτε μέ μελέτες Θεολογικές, εἴτε μέ θεωρίες πνευματικές ἔτσι ὥστε νά ἐπιτυγχάνωμε τήν ἀμεσοτέραν ἐπαφήν μέ τό Θεῖον. Μάλιστα αὐτή ἡ ἐπαφή εἶναι αἴτημα τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Αἴτημα δηλ. τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνευμένο ὀρθοδόξως. Διότι ὅταν λέγη ὁ Χριστός: “ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἐν ἡμῖν καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί, (ἐγώ μέσα σας καί ἐσεῖς μέσα μου) δηλ. ζητᾶ μίαν ἀγαπη-τικήν, ἐρωτικήν θά ἔλεγε κανείς ἀλληλοπεριχώρησιν, μίαν ἕνωσιν πραγματικήν ἡ ὁποία μάλιστα θά ἐκφράζεται καί μέ τό εἰκονικόν ἐκεῖνο τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου: “Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος καί ὑμεῖς τά κλήματα”. Ἄμπελος εἶναι, ὄχι τό ἀμπέλι πού κακῶς τό ἑρμη-νεύουν τινές, εἶναι τό κλῆμα καί τά κλήματα εἶναι οἱ παραφυᾶδες τῶν κλημάτων γιά νά παρουσιάση αὐτήν τήν ἀδιάσπαστη καί θά ἔλεγε κανείς ὁργανική ἕνωσι τοῦ κλήματος μέ τίς παραφυᾶδας μέ τίς κληματσῖδες μέ τά κλήματα. Μᾶς θέλει λοιπόν, ἀποτελεῖ αἴτημα, γι’ αὐτό μάλιστα καί ὁ θεῖος Παῦλος συνεχῶς μᾶς ὑπομιμνήσκη ὅτι: “ἐμεῖς οὐκ ἔχωμεν ὦδε μένουσαν πόλιν, τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά συνεχῶς τά ἄνω ἀφοῦ καί τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει”.
   Μέσα στήν Ὀρθοδοξίαν ἀδελφοί μου ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχουμεν ὡς πλοῦτον ἄρρητον καί ὡς εὐεργεσίαν ἀνέκφραστην ἀπό τόν Θεόν εἶναι αὐτή ἡ δυνατότης τήν ὁποίαν μᾶς ἔχει δώσει ὡς πλάσματα, ὅπως εἴμαστε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του νά φθάσουμε νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅλες οἱ ἀρετές οἱ ἐνεργούμενες διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ δέν ἑνώνουν μέ τόν Θεόν ἀλλά παρασκευάζουν καταλλήλως τό ἔδαφος διά νά ἐνωθοῦμε μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς. “Ὅντες λοιπόν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν καί ὁδηγούμενοι μέ τήν ἐλευθερίαν πού ἔχουμε μέ τό καθ’ ὁμοίωσιν καί μέ τήν δυνατότητα ὁμοιώσεως μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς ὁδηγούμεθα εἰς τήν θέωσιν. Ὅπως λέγει ἕνα δοξαστικό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: “….ἦλθεν ἵνα τοῦ χείρονος μεταλαβών ὁ Χριστός μεταδῶ μοι τοῦ βελτίονος. Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ, καί Θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν· ἄνθρωπος γίνεται Θεός ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπηργάσηται”. Μᾶς θέλει, ὅπως Αὐτός εἶναι Θεός κατά φύσιν νά γίνωμεν Θεοί κατά χάριν, καί γινώμεθα μέσα εἰς τό χῶρον τῶν ἐντολῶν ὅπως λέγει μάλιστα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὁ μέγας ἐκεῖνος πατήρ ὅτι: “ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις ταῖς τῶν σεβα-σμιωτάτων ἐντολῶν ἱερουργίες καί ἀγαπήσεσιν μόνοις τελεῖται”. Διά τῶν ἐντολῶν λοιπόν ὁδηγούμεθα ἀλλά θεούμεθα ὅμως καί ὁμοιούμεθα διά τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων δογματικῶν καί μυστικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ὑπέστη τόσας προσβολάς ἀπό τήν Δυτικήν Θεολογίαν ὥστε νά ἀποβῆ ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων, θά ἔλεγε κανείς, ὑπερασπιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἶχεν ὡς βάσιν τήν προσευχήν καί ὅλη του ἡ Θεολογία του στρέφεται περί τήν προσευχήν ὑπό τήν προϋπόθεσιν βεβαίως τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν. Γι’ αὐτό μάλιστα στίς διάφορες ἐκφάνσεις ἀντιλογίας πρός τόν Βαρλαάμ τόν Καλαμβρόν, αὐτόν τόν μοναχόν ὁ ὁποῖος κατεδικάσθη ὑπό τῶν Συνόδων του 14ουαἰῶνος, διετύπωνε συνεχῶς τήν ἄποψιν ὅτι πρέπη νά φεύγουν πολλά περιττά πράγματα καί μάταια ἀπό τήν ψυχήν τοῦ Ὀρθοδόξου, προκειμένου νά γίνη τέλειος. Γι’ αὐτό καί ἐπικαλεῖται ὁ Κύριος: “εἰ θέλης τέλειος εἶναι ὕπαγε πώλησον τά ὑπάρχοντά σου, διάδως πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολούθει μοι..” κ.λ.π. Δηλ. δέν μποροῦμε νά ἀναχθοῦμε εἰς τό Θεῖον δέν ἠμποροῦμεν νά ἑνωθοῦμε παρά μόνον ἀφαιροῦντες συνεχῶς τά μάταια καί τά περιττά. Βέβαια ἀδελφοί μου ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου στήν σύγχρονη ἐποχή καί μάλιστα ὑπό τό πρίσμα τῆς ὑφέσεως τῆς πνευματικῆς τήν ὁποίαν ἐφιστάμεθα ἐξ ἀφομῆς τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῆς κοσμικῆς ζωῆς μέ τίς κοσμικές μέριμνες κ.λ.π. φαίνεται ἀπραγματοποίητος ἐν τούτοις ὅμως εἶναι ἐπιβεβλημμένη “γίνεσθε τέλειοι, γίνεσθε ἅγιοι ὅπως ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ ρανοῖς τέλειος ἐστί καί ἅγιος”. Εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νά αὐξάνωμεν τήν πίστιν μας καί αὐτό γίνεται μέ τήν φροντίδα τῆς ἐπιτελέσεως τῶν ἐντολῶν καί τῆς ἀδιαλείπτου εἰ δυνατόν ἐργασίας τῆς προσευχῆς.
   Θά ἤθελα λοιπόν νά σᾶς ἀπασχολήσω γιατί ξέρετε ὁ νοῦς μας, ὅπως εἶπε καί ὁ Μ. Βασίλειος διαχέεται εἰς τόν κόσμον διά τῶν αἰσθητηρίων καί διασπᾶται ἡ ἑνότης καί πολλές φορές καί ἀπό ἄγνοια καί ἡ ζωή ἡ πνευματική θέλει τέχνην, εἶναι μία τέχνη θά ἔλεγεν κανείς ἀπό τήν γνώσιν. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ἡ Παράδοσις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ἐμπειρία ἡ καθολική τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκουν τήν τέχνην καί τήν γνῶσιν μέ τήν ὁποίαν δυνάμεθα νά γινώμεθα ἀληθινά χριστιανοί. Συνιστοῦν λοιπόν τήν ἀδιάλειπτον προσευχήν καί τήν συνιστοῦν διότι εἶναι τό ἀσφαλέστερον καί εὐκολότερον μέσον διά νά μποροῦμε νά κρατοῦμεν τήν ψυχήν μας καθαρή, ἀπρόσβλητη ὅσον τό δυνατόν ἑνοποιημένη καί νά μᾶς θωρακίζη ἀπό τίς διάφορες προσβολές τίς ὁποῖες ἐφιστάμεθα ἀπό τόν κόσμον, ἀπό τόν διάβολον καί ἀπό τά πάθη. Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι ἕνα ἀπό τά μέσα τοῦ ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος πού μᾶς ἐγγυῶνται μίαν πνευματικήν πρόοδον εἶναι τό νά μάθωμεν νά προσευχόμεθα. Ὅπως μάλιστα λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος τό πώς “δεῖ προσεύχσθε ἐν στεναγμοῖς ἀλαλλήτοις” καί ὅπως μάλιστα λέγει ἀλλοῦ: ” οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰμί ἐν Πνεύματι Ἁγίω”. Ὅταν λέμε μέσα εἰς αὐτήν τήν διάχυσιν τοῦ κόσμου εἰς τόν ὁποῖον εὑρισκόμεθα ὅταν ἐπιμελούμεθα τήν προσευχή αὐτήν καί κάνουμε δύο ἐργασίες, μίαν ἐπαναλαμβάνοντες τό ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας καί Σωτῆρος μας ἀπό τό ἄλλο μέρος καλλιεργοῦμεν τήν συντριπτικήν διάθεσιν τῆς ψυχῆς ἐν ταπεινώσει νά ἐκζητοῦμεν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν ἐπαναλαμβάνοντες αὐτό καί ἐκτοπίζοντες τά διάφορα ἄλλα νοήματα τότε σταδιακά εἰσερχόμεθα εἰς τήν καρδίαν μας καί τότε γίνεται μία ἀληθινή ἑνοποίησις πού “τό τρισσόν γίνεται ἑνιαῖον μένον τρισσόν” δηλ. ἡ ἐνέργεια καί ἡ οὐσία τοῦ νοῦ μας καί ἡ ἀγαπητική βούλησις μέ τήν ὁποίαν κάνωμεν μίαν ἑνότητα.
   Μέσα λοιπόν εἰς τόν χῶρον αὐτόν ἀδελφοί μου μποροῦμε σταδιακά νά καθαιρόμεθα, νά καθαίρεται ἡ ψυχή μας ἀπό τά πάθη, διότι μήν ξεχνᾶμε ότι ὅλες οἱ κακίες, ὅλα τά πάθη προέρχονται ἀπό τήν κακήν καί μή ὀρθήν χρῆσιν τῶν λογισμῶν μας.[27] Τά πάθη σχηματίζονται ἀπό τήν ἐπανάληψιν τῶν λογισμῶν καί στερεώνονται μέσα καί γίνονται ὅπως λέγει καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ καί γίνονται σκληρές οὐσίες. Ἔτσι λοιπόν ὅταν φθάσωμεν σέ ἡλικία καί κατανοήσουμεν ποιά πάθη μᾶς καταδυναστεύουν, ποιοί λο-γισμοί μᾶς προσβάλλουν μονιμότερον πρᾶγμα ἐκφραστικόν παραμονῆς τῶν παθῶν πού βρίσκονται μέσα μας ὅταν τό κατανοήσωμεν αὐτό μέ κλαυθμόν νά παρακαλοῦμε τόν Θεόν νά μᾶς ἐλευθερώση διά τῆς ἀγωγῆς αὐτῆς τῆς μονολογίστου λεγομένης προ- σευχῆς νοερᾶς πού γίνεται ἀργότερα καρδιακή. Πολλοί χριστιανοί πού ζοῦν εἰς τόν κόσμον κυρίως δέν γνωρίζουν αὐτήν τήν ἀνθρωπολογικήν δομήν, καί δεν ξέρουν τίς λειτουργίες τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού νομίζουν ἄν δέν κάνωμεν κάποια ἐξωτερικά κακά ἤ ἄν κάνωμεν κάποια ἐξωτερικά καλά ὑποτίθεται ὅτι εἴμαστε ἀληθινοί χριστιανοί ἀλλά αὐτό εἶναι λάθος μεγάλο. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς κάνη καλούς ἀνθρώπους καί νά τακτοποιήση τά ἤθη μας καί νά μᾶς δημιουργήση τίς προυποθέσεις μιᾶς, θά ἔλεγε κανείς, ἁρμονικῆς συμβιώσεως στόν χῶρον τῆς κοινωνικῆς καί ‘Εκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Ἦρθε γιά νά μᾶς θεώση.Ἑπομένως τό ἅπαν εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν ψυχήν μας καί ἐκεῖ πού διαφιλονικεῖται ἡ τελειότης μας εἶναι ἀκριβῶς εἰς τόν χῶ-ρον αὐτόν ὁ ὁποῖος προσβάλλεται ἀπό τά πάθη ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι δέν ξέρωμεν νά κάνουμε ἀγωγήν εἰς τόν νοῦν μας. Θά ξέρετε ὅτι ὅλοι μας ἔχωμεν τήν πεῖρα ὅτι προσβαλλώμεθα ἀπό λογισμούς. Εἶναι τραγωδία ἀληθινή νά νομίζωμεν ὅτι οἱ ποικίλοι λογισμοί, οἱ κακοί λογισμοί ὅτι ἀγνοοῦνται ἀπό τόν Θεόν. Μέσα εἰς τήν σιωπήν τῆς λειτουργίας τῆς διανοητικῆς και πνευματικῆς νομίζωμεν ὅτι δέν βλεπόμεθα ἀπό τόν Θεόν, εἶναι λάθος. Διότι βλέπει τούς ἐλαχίστοτάτους λογισμούς καί τίς πλέον μικρές ἐλαχίστους κινήσεις τῆς καρδίας μας ὁ Θεός. Καί λοιπόν ἔτσι ἐάν ξέρωμεν τίς συνέπειες τῶν λογισμῶν θά δώσωμεν ὅλο τό βάρος, νά πέση ἀκριβῶς ἐπάνω στήν προσοχήν τῶν λογισμῶν.Ἐάν δέν προηγηθοῦν οἱ λογισμοί στόν νοῦ εἶναι ἀδύνατον νά θιγῇ ἡ ψυχή καί τά πάθη τά ἐνυπάρχοντα ἀκόμη εἰς τήν ψυχήν δέν διερεθίζονται ἐάν δέν λειτουργήσουν, ἐάν δέν ἐνεργήσουν οἱ λογισμοί. Γι’ αὐτό ὅλη ἡ προσπάθειά μας πρέπει νά τείνη εἰς τήν προσοχήν τῶν λογισμῶν ὥστε νά ἀναστέλλεται ἡ ἐπιδείνωσις τῶν λογισμῶν καί ἀκόμη νά δημιουργοῦμε προϋποθέσεις συνεχοῦς καθάρσεως καί συνεχοῦς ἀφαιρέσεως ἀπό τά ξένα στοιχεῖα πού εἶναι μέσα μας.
   Κατά τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων ὅπως εἶπα προηγουμένως τά πάθη σχηματίζονται ἀπό τήν κακήν χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας μας διά τῆς ἀποδοχῆς καί ἐπαναλήψεως τῶν διαφόρων ποιότητος λογισμῶν.
Ἡ ἐργασία αὐτή ἀφιερώνεται στόν σεβαστό Γέροντα π. Θεόκλητο καί στή συνοδεία του ὡς ἕνα ἀντίδωρο τῆς ἀγάπης των.
10 Νοεμβρίου 2004, ἑορτή τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου.
[1] Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Ζαχάρωφ), “Περί προσευχῆς”,ἔκδ. βα,Ἱ. Πατριαρχική Μο-νή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ, Ἀγγλίας 1994, σελ.145).
[2] Ἀπόσπασμα ἀπό κείμενο τοῦ Γέροντα π. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου, δημοσιευμένο τά “Ἀθωνικά ἄνθη”, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ. 106. Διασκευασμένο στήν δημοτική.
[3] Ἡ νοερά ἄθλησις, ἤτοι περί προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ,Γέροντος Κλήμεντος, μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, 1976, ἔκδοσις 1η, σελ.281).
[4] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθόδοξη πνευ-ματικότητα, ἔκδ. β. τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.31 καί ἑξῆς.
[5] π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Φωνή Κυρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθή-να 1985, σελ. 86.
[6] Μητροπολίτου Νυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος”….., σελ.48 καί ἑξῆς
[7] Ἡ ἡσυχία εἶναι μιά ἁγιοπνευματική κατάσταση, πού ἐκφράζεται μέ τήν μετά-νοια καί τό (κατά Θεόν) πένθος. Γεννᾶται ὀργανικῶς ἐκ τῆς βαθείας μετανοίας καί ἐκζητήσεως τῆς φυλάξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν τῶν ἐντολῶν γεννῶνται οἱ ἀρετές.. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑπομονή εἶναι τά δύο θεμέ-λιά της. Σκοπός της ὁ καθαρμός τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ.
Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ διά τῆς σωματικῆς ἒξωτερικῆς ἡσυχίας (πού εἶναι ἡ προσπάθεια νά μειώση ὁ ἄνθρωπος, κατά τό δυνατόν, τόν περιορισμό τῆς γλώσσης, τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς καί τῶν λόγων. Νά μειωθοῦν οἱ ἐξωτερι-κές παραστάσεις, οἱ εἰκόνες πού δέχονται καί προσφέρουν στήν ψυχή οἱ αἰσθή-σεις).Ἡ ψυχική ἡσυχία ἔγκειται στό νά ἀποκτήση ὁ νοῦς τήν ἱκανότητα καί τήν δυνατότητα νά μή δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση, διακατεχόμενος ἀπό τήν νήψη (ἐγρήγορση) καί τήν κατάνυξη νά εἶναι στραμμένος μέσα στήν καρδιά. Ὁ νοῦς ἑνώνεται ἐν Ἁγίω Πνεύματι μέ τήν καρδιά καί τότε γίνεται ἀδι-άλειπτη προσευχή στήν καρδιά.Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος”. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου, κ. Ἱεροθέου, “Καιρός τοῦ ποιῆσαι.” Ἱ.Μ. Πελαγίας, β, ἔκδ. 2000, σελ. 72-80)
[8] Οἱ ἅγιοι Πατέρες μιλώντας γιά τήν κάθαρση ἐννοοῦν τήν κάθαρση τῆς καρ-διᾶς ἀπό τούς λογισμούς πού παραμένοντας στήν καρδιά γίνονται πάθη.Νά θε-ραπευθοῦν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς). (Μητροπολίτου Ναυπάκτου, κ.Ἱεροθέου, “Καιρός τοῦ ποιῆσαι.”….σελ.131)
[9] Μητροπολίτου Νυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθόδοξη πνευ-ματικότητα, ἔκδ. β. τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.44, 51-53.
[10] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, ἔκδ.β, Ἱ.Μ. Ὁ-σίου Γρηγορίου, Ἁγίου Ὄρους, 1998,
[11] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρός Μοναχήν Ξένης, Φιλοκ. τ. Δ, σελ. 170 -171.
[12] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρός Μοναχήν Ξένης, Φιλοκ. τ. Δ, σελ. 170 -176.
[13] Ὁμιλίαι, ἔνθ ἀνωτέρω, σελ. 177.
[14] Βασικές προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆ ζωῆς εἶναι:”Ἡ θέλησις, ἡ θυσία, ἡ χά-ρις. Οὔτε μόνη ἡ θέλησις, οὔτε μόνη ἡ θυσία, οὔτε μόνη ἡ χάρις. Προηγεῖται ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ἀκολουθεῖ ἡ θυσία καί ἕπεται ἡ χάρις. Σπανιωτάτη εἶ-ναι ἡ ἀντιστροφή τῆς ἀκολουθίας ταύτης. Ἀλλ’ ὅταν λέγωμεν θυσίαν ἐννοοῦ-μεν τήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν. Διότι ἡ ἐκτέλεσις τῶν ἐντολῶν ἀπαιτεῖ θυσίας καί μάλιστα μεγάλας μάλιστα θυσίας. Διατί εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεσις τῆς μετά τοῦ Χριστοῦ μυστικῆς ἑνώσεως, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν; Διότι καθαίρομεν τήν καρδίαν ἀπό τῶν ψεκτῶν (ἀξιοκατακρίτων) παθῶν καί ἑτοιμάζομεν οὕτω τόπον πρός τόν εἰπόντα:”ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσο-μεν. Ἤ καί καθαιρομένης τῆς καρδίας ἀπό τῶν παρά φύσιν παθῶν, ἡ ἐν ἐν αὐ-τῇ χάρις, ἥν ἐλάβομεν διά τοῦ Βαπτίσματος, ἀνάλάμπει κατά τό μέτρον τῆς κα-θάρσεως”.(Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, ἐκδ. Παπαδημη-τρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ.49)
[15] “Περισσότερο ἀπό ὅλα ἀγάπησε τήν προσευχή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος,, διότι σέ φέρνει κοντά τοῦ καρποῦ, πού ἡ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νά τόν ἐξηγήσει”. (Λόγος λδ΄)
[16] “Τό ἀπερίσπαστο καί τό ἀμέριμνο φέρνουν τήν ἐσωτερική ἡσυχία καί τήν πν-ευματική ἐπιτυχία. Οἱ μέριμνες ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὑπάρχη πο-λύς περισπασμός, ὑπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα καί οἱ πνευματικοί ἀ-σύρματοι δέν ἐργάζονται μέ σήματα καλά.
Πρέπει νά ζητοῦμε πρῶτα τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί αὐτή νά εἶναι ἡ μέρι-μνά μας, καί ὅλα τά ἄλλα θά μᾶς δοθοῦν. (Ματ.6,33). (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι “τ. Α, “Μέ πόνο καί μέ ἀγάπη, ἔκδ.Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάν-νης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης,1998, σελ. 200).
Ἀμεριμνίαν ἀπό κάθε πρᾶγμα, δηλ. νέκρωσις ἀπό ὅλα, ὁποῦ νά μήν σέ ἐλέγχη ἡ συνείδησις εἰς κανένα πρᾶγμα”. Ἡ νοερά ἄθλησις, ἤτοι περί προσευχῆς τοῦ Ἰη-σοῦ,Γέροντος Κλήμεντος, μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄ-ρους, 1976, ἔκδοσις 1η, σελ.211).
[17] Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ, λόγος κη, περί προσευχῆς παρ. 38)
[18] Προσευχή καί λαϊκοί.Οἱ χριστιανοί πού ζοῦν στόν κόσμο ἡ προσευχή τους δέν εἶναι καθαρή, δηλ. δέν μποροῦν νά συγκεντρωθοῦν, παρεμβαίνουν λογι-σμοί καί ἀποροῦν. Ἡ καθαρή προσευχή εἶναι δῶρο Θεοῦ, καί θά τήν δώσει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πλευρά του θά κάνει αὐτό πού πρέπει νά κάνει. Τί μένει λοιπόν στόν ἄνθρωπο; Στόν ἄνθρωπο μένει ἁπλῶς νά κάνει προσευχή. Ἡ ποσότητα τῆς προσευχῆς λέγει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου “περιπέτειες ἑνός προ-σκυνητοῦ” . Καί αὐτό τό τονίζουν ὅλοι οἱ Πατέρες. Στήν προσευχή σου ἔφυγε ὁ νοῦς; Τό ἔργο σου εἶναι πάλι νά τόν φέρεις, καί πάλι θά φύγει καί πάλι νά φέ-ρεις τό νοῦ. Ἔτσι θά δείξεις στόν Θεό τήν καλή σου διάθεση, ἔτσι θά δεῖ ὁ Θεός τήν φιλοτιμία σου καί θά σέ δεχθεῖ. Μήν κάνεις προσευχή καί αὐτοδικαιώνεσαι καί περιμένεις ἀπό τόν Θεό τρόπον τινά πληρωμή. Δέν εἶναι ἔτσι. Νά ζητοῦμε γιά νά μᾶς δώσει ὁ Θεός: ” αἰτεῖτε καί δοθήσετε ὑμῖν” (Λουκ. 11, 9). Πῶς θά ζη-τᾶμε; Μέ ταπείνωση, μέ μετάνοια, μέ πίστη. Νά προσπαθήσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀκάθαρτη, προσπάθησε νά λές τήν προσευχή σου ἀδιαλείπτως.
Νά λές τήν εὐχή μέ συναίσθηση, μέ μυστηριακή ζωή (σελ. 249). Ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διακρίνεται σέ τρία ἄς ποῦμε μέρη: Εἶναι ὁ νοῦς εἶναι δηλ. ἡ νοητική δύναμη ὁ νοῦς,εἶναι ἀγαπητική δύναμη πού εἶναι ἐκεῖ τό συναίσθημα καί ἡ βούληση (καρδιά), καί εἶναι καί ἡ λο-γιστική δύναμη. Δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, καρδία, ἀγαπᾶ, χαίρεται,ὁ ἄνθρωπος ἔχει λόγον ἤ μιλάει ἐκφώνως καί ἀκούγεται ἤ μιλάει ἀπό μέσα του. Ὁ νοῦς εἶναι ἀεικίνητος, ὅπως καί ἡ καρδία. Γι’ αὐτό λένε οἱ Πατέρες “δῶσε δουλειά στόν νοῦ” γιατί θά βρεῖ ἄλλα πράγ-ματα. καί δουλειά ἐννοοῦν τήν εὐχή, νά ἐπικαλειται ὁ νοῦς τόν Χριστό. Θά λές μέ τήν λογιστική δύναμη τήν εὐχή, ἀκατάπαυστα, ὅσο μπορεῖς. Μέ τήν εὐχή ἀναγκάζεις τόν νοῦ νά προσέχει ἐκεῖ θέλει δέν θέλει. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλί-μακος λέει: ” Ἐγκλείειν τόν νοῦν εἰς τά λόγια” Λέει ὁ π. Σωφρόνιος ὅτι: ὅταν ὁ νοῦς, ἡ νοητική δύναμη καί ἡ ἀγαπητική δύναμη ἑνωθοῦν – καί ἑνώνονται αἀτά γύρω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Κυρίου – καί ἐν τῷ μεταξύ εἶναι καί ὁ ἐνδιάθετος λόγος ἤ ὁ προφορικός λόγος, οἱ τρεῖς δυνάμεις πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γίνουν ἕνα δηλ. καί ἑνώνονται μόνο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστ-οῦ,μόνο στό ὄνομά Του, ὁ Χριστός μπαίνοντας στήν καρδία καθαρίζει λίγο λίγο τήν καρδία. Ὅταν τά τρία γίνουν ἕνα καί τό ἕνα τρία, τότε “ὁφθήσεταί σοι ἡ Ἁγία Τριάς” .(Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες τοῦ π.Συμεών Κραγιοπού-λου, “τό μυστήριο τῆς σωτηρίας”, ζηλος, γονίδια, εὐχή. Πανόραμα Θεσ/ κης, 1998, σελ. 231- 233)
[19] “Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔγινε γιά μᾶς σέ ὅλα τύπος καί ὑπο-γραμμός, ὑπέδειξε μέ τό παράδειγμά του πόσο πολύτιμη καί ἀναγκαί εἶναι ἡ κατά μόνας συνομιλία μέ τό Θεό καί ἡ ἐνώπιος ἐνωπίῳ προσευχή.“Καί ἀπολύ-σας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὁψίας δέ γενομέ-νης μόνος ἦν ἐκεῖ” (Ματθ. ιδ’ 23). “Ἐγένετο δέ ἐν ταῖς ᾑμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι καί ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ” (Λουκ. στ. 12). “Καί ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι. Καί ὁψίας γενομένης ἦν τό πλοῖον ἐν μέσω της θαλάσσης καί αὐτός μόνος ἐπί τῆς γῆς” (Μάρκ. στ. 46,47).“Διήρχετο δέ μᾶλλον ὁ λόγος περί αὐτοῦ καί συνήρ-χοντο ὅχλοι πολλοί ἀκούειν καί θεραπεύεσθαι ὑπ’ αὐτού ἀπό τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν* αὐτός δέ τήν ὑποχωρών ἐν ταῖς ἐρήμοις καί προσευχόμενος”. (Λουκ. 15, 16). Ὁ δρόμος τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἔρημο τῆς μόνωσης τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας. “Σύ δέ ὅταν προσεύχη εἴ-σελθε εἰς τό ταμεῖον σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τῳ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ” (Ματθ. στ’, 6). “Εἰρήνευσον ἐν σεαυτῷ καί εἰρηνεύσει σοι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τό ταμεῖον τό ένδοθέν σου καί ὅψει τό τα-μεῖον τό οὐράνιον* εἐν γάρ έστι τοῦτο κακεῖνο. Καί ἐν μιᾶ εἰσόδῳ θεωρεῖς τά ἀμφότερα. Ἡ κλίμαξ τῆς Βασιλείας ἐκείνης ἔνδοθέν σου ἐστί, κεκρυμμένη ἐν τῇ ψυχῇ σου” (Άγ.Ισαάκ Λ, 127).Σύμφωνα μέ τήν γνώμη τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁ πε-ρισπασμός εἶναι αἰτία τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός. Διότι ἐάν δέν συμμαζευτεῖ ἀπό παντοῦ ὁ νοῦς, ὅπως τό νερό περιορίζεται μέσα σέ ἕνα σωλήνα, δέν εἶναι δυνα-τόν στή διάνοια νά συγκεντρωθεῖ πρός τόν ἑαυτόν της ὥστε καί πρός τόν Θεό νά ανεβεῖ. “Μή ανελθών δέ τιςς νοερῶς καί μή γευσάμενος τι τῶν ἄνω, πῶς εὐ-χερῶς τῶν κάτω καταφρονῆσαι δύναται;” (Φιλοκ. Γ’,90). Μόνωση καί ἡσυχία. Ἐπίγνωση ἀρ. 48, Χειμώνας 1993-94.)
[20] Ὅταν προσεύχεσαι θά πετᾶς σάν ἀετόπουλο στά ὕψη.
Ἡ προσευχή εἶναι συναναστροφή τοῦ νοῦ μέ τό Θεό. Σκεφθεῖτε λοιπόν σέ ποιά κατάσταση πρέπει νά βρίσκεται ὁ νοῦς μας γιά νά μπορεῖ νά ἀπευθύνεται στόν Κύριο καί νά συνομιλεῖ μαζί Του χωρίς νά στρέφεται ἀλλοῦ καί χωρίς τή μεσολάβηση κανενός ἄλλου.
Ἡ προσευχή εἶναι καρπός τῆς πραότητας καί τῆς εἰρήνης πού δέν τήν ταράζει θυμός.
Ἡπροσευχή εἶναι προέκταση χαράς καί εὐχαριστίας.
Ἡ προσευχή εἶναι ἀσπίδα γιά κάθε λύπη καί στενοχώρια.
Μή στενοχωριέσαι ἄν δέν πάρεις ἀμέσως ἀπό τό Θεό αὐτό πού ζητᾶς. Θέλει νά σέ εὐεργετήσει περισσότερο γι’ αὐτό σέ κρατάει περισσότερο στήν προσευχή. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἀνώτερο ἀπό τό νά συνομιλεῖς μέ τό Θεό κι ἀπό τό νά χρονοτριβεῖς στή συνάντηση μαζί Του ;
Ἡ ἀπερίσπαστη προσευχή εἶναι ἡ ἀπόλυτη χρήση τοῦ νοῦ μας.
Ἡ προσευχή εἶναι ἀνάβαση τοῦ νοῦ πρός τό Θεό.
Εἴτε προσεύχεσαι μέ ἄλλους εἴτε μόνος, ἀγωνίσου νά μήν τό κάνεις ἀπό συ-νήθεια ἀλλά μέ αἴσθηση.
Προσευχήσου μέ γλυκύτητα καί χωρίς ταραχή καί ψάλλε μέ συγκέντρωση καί ἁρμονία, καί θά εἶσαι σά νιογέννητο ἀετόπουλο πού πετᾶ στά ὕψη.
Ἡ προσευχή εἶναι ἐνέργεια ἀντάξια τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Δηλαδή εἶναι ἡ καλύτερη καί ἡ καθαρή χρήση τοῦ νοῦ.
Νά μή θέλεις νά γίνεται στή ζωή σου ὅ,τι ἐσύ νομίζεις σωστό ἀλλά ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, καί τότε θά προσεύχεσαι χωρίς ταραχή καί μέ εὐγνωμοσύνη.
(Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, Λόγος περί προσευχῆςκεφάλαια γ΄,ιδ΄,ιε΄,ιστ΄,λδ΄, λε΄, μβ΄,πβ΄,πδ΄,πθ΄).
[21] Σκοπός ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά καθαρίσουν καί νά ἁγιά-σουν τήν καρδίαν τῶν πιστῶν. (Μον.Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικοί Διά-λογοι, “Θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, Θεσ/κη 1975, σελ. 44).
“Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐφαρμόση τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἄσκηση. Διά τῶν ἐντολῶν ὁ ἄνθρωπος διέρχεται ἀπό τά τρία πνευματικά στά-δια τῆς πνευματικῆς ζωῆς:τήν κάθαρση, (κακοπάθεια, νηστεία, – νά προσέχη μή βρεθῆ ὁ νοῦς ἀφύλακτος καί ἀθωράκιστος, – ἀγρύπνους προσευχάς καί τό ἀδι-άλειπτον δάκρυον διά νά φθάσουν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, – (Μον.Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ.18) καί τήν θέωση”.Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθό-δοξη πνευματικότητα, ἔκδ. β.τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.150.
[22] “…τό τρισσόν ἐννοεῖ τήν ψυχήν μας ὡς οὐσίαν, τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς μας τήν διανοητικότητα καί τήν βούλησίν μας τήν ἀγαπητικήν”. Ὁ Γέροντας π. Θεό-κλητος στό βιβλίο του:”Ἀθωνικοί Διάλογοι, Ἡ Θεολογία τῆς Νοερᾶς προσευ-χῆς”, Θεσ/κη 1975 στή σελ.43, διευκρινίζει αὐτή τήν παράγραφο ὡς ἑξῆς:”Ὁ νοῦς, ἡ βούλησις, τό συναίσθημα ἤ, μέ ἄλλην ὁρολογία, τό θυμικόν, τό ἐπιθυμη-τικόν καί τό λογιστικόν, ὀνομάζονται “καρδία” (ψυχή) εἰς τό σύνολόν των, ἀ-φοῦ παρά τό διακεκριμένον τῶν λειτουργιῶν των, εἶναι ἀδιαίρετοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις”.
Ὁπότε, γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὅταν ὁ νοῦς ἔρχεται στήν καρδιά καί ἐνεργεῖται ἐκεῖ τότε ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τοῦ νοῦ (ἐνέρ-γεια), καρδιᾶς (οὐσία) καί ψυχῆς”. (Μικρά εἴσοδος στήν Ὀρθόδοξη Πνευμα-τικότητα, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἔκδ. βα, Ἀθῆναι 1998, σελ. 38)
[23]Πνευματική ρύθμιση.
“Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με”. (Ἀκολουθία θείας Μεταλήψεως).
Τό μεγαλύτερο πρόβλημα πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο εἶναι τό θέμα τῆς ἐσω-τερικῆς ρυθμίσεως,νά ρυθμισθεῖ ὁ νοῦς. Πρέπει νά ἀποκτήση πνευματική ὑγεία, ὥστε νά ἀντιδρᾶ φυσιολογικά σέ ὅλα τά ἐμφανιζόμενα στήν ζωή προβλήματα. Ὁ νοῦς νά προσανατολισθῆ πρός τόν Θεό καί νά λειτουργῆ γι’ Αὐτόν. Νά χρη-σιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος διάφορες μεθόδους,κυρίως τήν μετάνοια, τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀποσπασθῆ ὁ νοῦς ἀπό τό ἄγ-χος, τό περιβάλλον καί κυρίως ἀπό τήν τυραννία τῆς λογικῆς καί νά ἔχει ἀδι-άλειπτη μνήμη Θεοῦ, παρά τίς καθημερινές του ἀσχολίες τοῦ σώματος.
Αὐτό ἐπιτυγχάνεται, ὅπως ἀναφέρει ὁ μέγας Βασίλειος σέ μία ἐπιστολή στόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
    “Ἐν ἡσυχία τόν νοῦν ἔχει πειρᾶσθαι προσήκει”.(Πρέπει νά προσπαθῶμεν νά κρατῶμεν τόν οῦν εἰς κατάστασιν ἡσυχίας.(Μ. Βασιλείου, ἐπιστολαί, Ε.Π. Ε. 2α ἐπιστολή πρός τόν φίλον Γρηγόριον. σελ. 60)
Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἡσυχία τοῦ νοῦ. Ὅπως ὁ ὀφθαλμός, ἄν δέν προσηλοῦται σ’ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά ὅ, τι εὑρίσκεται μπροστά του τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν νοῦ. Ὁ νοῦς πρέπει νά προσανατολισθῆ πρός τόν Θεό καί νά τόν ἀπασχολῆ μόνον ὁ Θεός καί τά ἔχοντα σχέση μέ Αὐτόν. Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἐκ τοῦ κόσμου.Ἡ ψυχή πρέπει νά ἀποσπα-σθῆ ἀπό τήν συμπάθεια πρός τό σῶμα. Νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν δουλεία στό κοσ-μικό καί σαρκικό φρόνημα καί νά ἀναφερθῆ πρός τόν Θεό.
    “Νοῦς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω, μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων ἐπί τόν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισιν μέν πρός ἑαυτόν,δι’ ἑαυτοῦ δέ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει· κἀκείνω τῷ κάλλει περιλαμπόμενός τε καί ἐλλα-μπόμενος καί αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε πρός τροφῆς φροντίδα, μήτε πρός περιβολαίων μέριμναν τήν ψυχήν καθελκόμενος, ἀλλά, σχολήν ἀπό τῶν γηΐνων φροντίδων ἄγων· τήν πᾶσαν ἑαυτοῦ σπουδήν ἐπί τήν κτῆσιν τῶν αἰωνίων μετατίθησι”.
(Διότι ὁ νοῦς, ὅταν δέν διασκορπίζεται πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται διά τῶν αἰσθητηρίων πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται διά τῶν αἰσθητηρίων πρός τόν κό-σμον,ἐπιστρέφει πρός τόν ἑαυτόν του καί ἀπό τόν ἑαυτόν του ἀναβαίνει πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ. Καθώς δέ περιαυγάζεται καί φωτίζεται ἀπό ἐκεῖνο τό κάλλος, λησμονεῖ καί τήν ἰδικήν του φύσιν ἀκόμη· δέν ἑλκύει τήν ψυχήν εἰς φροντίδα διά τήν τροφήν οὔτε εἰς μειμναν διά τήν ἐνδυναίαν, ἀλλά, ἐλεύθερος ἀπό γήινας φροντίδας,ὅλην του τήν προσοχήν μεταθέτει εἰς τήν ἀπόκτηιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν). (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 64)
Αὐτό εἶναι τό δεύτερο σημεῖο, εἶναι ἡ πορεία τοῦ νοῦ.Ὁ νοῦς δέν δέν πρέπει νά διαχέεται πρός τόν κόσμο διά τῶν αἰσθητηρίων οὔτε νά διασκορπίζεται πρός τά ἔξω, ἀλλά νά ἐπιστρέφη στόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του νά ἀνέρχε-ται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κυκλική κίνηση. Ὁ νοῦς ἀφήνει τόν κόσμο καί στρέφεται πρός τόν ἑαυτό του, ὁπότε ἀνέρχεται στόν Θεό. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση, καίτοι ζῆ ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο ἐν τού-τοις λαμβάνει λήθη τῆς φύσεως καί ἔχει μιά διηνεκῆ ἀδολεσχία μέ τόν Θεό.
    “Καί τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναός Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηΐναις τό συνεχές τῆς μνήμης διακόπτηται….”
(Ἐνοίκησις δέ τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦτο, τό νά ἔχῃ κανείς τόν Θεόν ἱδρυμένον μέσα του διά τῆς μνήμης.Τότε γινόμεθα ναοί τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνοχή τῆς μνήμης δέν διακόπτεται ἀπό γήινας φροντίδας…”). (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 64)
Εἶναι τό τρίτο σημεῖο στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρά τίς γήϊνες φροντίδες, ἔχη διαρ-κῆ μνήμη Θεοῦ καί δέν διακόπτεται ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς κα-θημερινές ἐργασίες, τότε δείχνει τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί ἀκόμη φανερώνει ὅτι γίναμε ναός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά ἐπιτευχθῆ αὐτό εἶναι ἀπα-ραίτητη ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ἀρχή δέ τῆς καθάρσεως εἶναι ἡ ἡσυχία:”Ἡσυχία οὖν ἀρχή καθάρσεως τῇ ψυχῇ”. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Θεραπευτική ἀγωγή, τόμ. 2, ἔκδ. δ., Ἱ.Μ.Γενεθλίου τῆς Παναγίας, σελ. 64 καί ἑξῆς,1998)
[24] Μέ τήν βοεράν κραυγήν “Κύριε”, δοξολογοῦμεν τόν Θεόν, τήν ἔνδοξον μεγα-λειότητά Του, τόν δημιουργόν τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, ὅν φρίττουσι τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ.
Μέ τήν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καί πρόσκλησιν”Ἰησοῦ”, μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρών ὁ Χριστός, ὁ σωτήρ ἡμῶν, καί εὐγνωμόνως τόν εὐχαριστοῦμεν, διότι μᾶς ἠτοίμασε ζωήν αἰώνιον. Μέ τήν τρίτη λέξιν “Χριστέ”, θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦν-τες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Δέν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός.
Ἐν συνεχεία μέ τήν ἐνδόμυχον αἴτησιν “ἐλέησόν με”, προσκυνοῦμεν καί παρα-καλοῦμεν νά γίνῃ ἵλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τά σωτήρια αἰτήματά μας, τούς πό-θους καί τά ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. καί ἐκεῖνο τό “με”, τί εὗρος ἔχει! Δέν εἶ-ναι μόνον ὁ ἑαυτός μου· εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τό κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοί πού ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ του σώματος.Καί, τέλος, διά νά εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατα-κλείομεν μέ τήν λέξιν “τόν ἁμαρτωλόν”, ἐξομολογούμενοι – πάντες γάρ ἁμαρτω-λοί ἐσμεν – καθώς ἐξωμολογοῦντο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἐγίνοντο διά ταύτης τῆς φωνῆς υἱοί φωτός καί ἡμέρας. Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχή ἐμπεριέ-χει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καί ἐξομολόγησιν”. (Ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, ἡ προσευχή τοῦ Ἁγ. Ὄρους, Ἁγιορείτικη Μαρτυ-ρία, τεῦχος 3,Μάρτιος – Μάϊος 1989, σελ. 124)
[25] Προσευχῆς νοερά, πρακτικές συμβουλές. Μόλις ξυπνοῦμε νά κάνουμε τρεῖς μετάνοιες, τό βράδυ πρίν ἀποσυρθοῦμε πάλι νά κάνουμε τίς τρεῖς μετάνοιες καί τήν προσευχή μας. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας εὐκαίρως ἀκαίρως μέσα μας, νά λέμε τήν εὐχή νοερά. Μισή ὥρα τήν ἡμέρα νά προσπαθήσουμε νά ποῦμε τήν εὐχή, κατά τήν δύναμή του ο καθένας. θά αισθανθεις μεγάλη ὠφέλεια. Θά μα-λακώσει ἀμέσως ἡ καρδιά καί λίγο ἄν ἐπιμείνει κανείς, ερχονται καί τά δάκρυα από τήν Χάρι του Θεου. (Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες π. Συμεών Κραγιοπού-λου, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ζῆλος, γονίδια, εὐχή.Πανόραμα Θεσ/ κης, 1998, σελ. 274- 275)
[26] Ἡ προσευχή εἶναι ἀπό τις κυριώτερες καί ἰσχυρότερες δυνάμεις, πού κάνουν τόν προσευχόμενο νά ξαναγεννιέται καί τοῦ χαρίζουν σωματική καί πνευματι-κή εὐεξία. Χωρίς τήν προσευχή οὔτε οἱ αμαρτίες μας συγχωροῦνται οὔτε Μυ-στήριον κάνουμε οὔτε καί ὁ Θεός μᾶς δίνει τή βοήθειά του καί τή Χάρη Του.
Ἡ προσευχή εἶναι τά μάτια καί τά φτερά τῆς ψυχῆς μας καί μᾶς δίνει θάρρος καί δύναμη ν’ ἀντικρίσουμε τόν Θεό. Ὅμως κατά τήν προσευχή πρέπει:
α) Τό ἦθος μας νά εἶναι ταπεινό, τρεφόμενο μ’ ἁγνές ἐλπίδες,
β) Νά μεταχειριζόμαστε ὅσα ταπεινώνουν καί ἡσυχάζουν τό σῶμα ἐλευθερώ-νοντας τό νοῦ ἀπό κάθε ἐνόχληση,
δ) Οἱ τροφές μας νά εἶναι ἐκείνες πού πρέπει καί τά πιοτά μας ἐλαφρά καί μέ μέτρο.
ε) Ἡ ὁρθοστασία μας καί οἱ γονυκλισίες μας ἀνάλογες μέ τίς δυνάμεις μας,
στ) Ὁ ὕπνος μας νά εἶναι ὁλίγος καί σέ σκληρά στρώματα,
ζ) Νά μεταχειριζόμαστε ὅσα δαμάζουν τό σῶμα καί ξυπνοῦν τό νοῦ φέροντάς μας κοντά στό Θεό. Σ’ αὐτό βοηθοῦν πολύ ἡ ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν καί τῶν ἑρμηνειῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά νηπτικά ἀποφθέγματα τῶν Ὁσίων καί οἱ κατανυκτικές ψαλμωδίες, καί
η) Νά νιώθουμε σ’ ὅλη τους τήν ἔκταση τά θαύματα, πού ἔγιναν καί γίνονται σ’ ὅλον τόν κόσμο.
Προσευχήσου, λοιπόν, ἀδελφέ μου, μέ τό στόμα, ὥσπου νά σέ φωτίσει ἡ Θεία Χάρη νά προσεύχεσαι καί μέ τήν καρδιά σου. Τότε θά συντελεσθεῖ μέσα σου μέ θαυματουργικό τρόπο ἑορτή καί πανήγυρη καί δέν θά προσεύχεσαι πιά μέ τό στόμα ἀλλά μέ τήν καρδιά. Σε κάθε σου ἐργασία ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, ἄς προηγεῖται ἡ προσευχή! Αὐτή ἄς κυβερνάει ὅλες σου τίς πράξεις! Αὐτή γεν-νάει τή μετάνοια καί τό δάκρυ! Αὐτή προχωρεῖ ὡς τά μύχια τῶν λογισμῶν μας. Αὐτή εἶναι ἡ γεννήτρια τῆς Θείας Ἀγάπης! Αὐτή καθορίζει τό λογιστικό τῆς ψυχής. Αὐτή ἐξαγνίζει τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους!… Αὐτή φυλάγει καθαρό τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς μέ τό νά βρίσκεται μπροστά στό Θεό, νά ὁμιλεῖ καί νά προσκολλᾶται σ’ Αὐτόν μ’ ὅλη της τήν ἐπιθυμία. Γιατί καθένας πού ἀγαπάει καί φοβᾶται τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά μή σκέπτεται ταπεινά, εἶναι ἀδύνατο νά κυβερνᾶται ἀπό τό θυμό. Γι’ αὐτό καί λέμε πώς ἡ ὁσία ταπείνωση καθαρίζει τήν ψυχή. Ἀπό τό βιβλίο ἀνωνύμου Ἁγιορείτου Μοναχοῦ «Ἀδιαλείπτως προσεύχε-σθε»:31 ἐντρυφήματα γιά τήν προσευχή»,ἔκδοσις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”, Θεσ/κη
[27] Λογισμός εἶναι συνδυασμός εἰκόνος καί σκέψεως καί συνδυάζεται ὁπωσ-δήποτε καί μέ τήν φαντασία.Ἐνεργοῦν στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἐρεθί-ζουν τό ἐπιθυμητικό καί προσπαθοῦν νά αἰχμαλωτίσουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώ-που. Ὅταν οἱ ρυπαροί λογισμοί κυριαρχήσουν στήν ψυχή, τότε τήν δηλητηριά-ζουν καί τήν νεκρώνουν. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀνασφαλής, κυριαρχεῖται ἀπό ἄγχος, ἀϋπνία, ταραχή καί νευρικότητα.
Στήν ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή χρεάζεται προληπτική καί θεραπευτική ἀ-γωγή. Στήν προληπτική ἐντάσσεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀπωθή-σεως τῶν λογισμῶν. Χρειάζεται ἐγρήγορση τοῦ νοῦ πού λέγεται νήψη καί προ-σευχή, ἡ ἀποφυγή τῶν αἰτίων πού προκαλοῦν τούς λογισμούς. Ὁ ἅγιος Θεοφά-νης ὁ Ἔγκλειτος ἀναλύει ὡς ἑξῆς τά στάδια τῆς ἁμαρτίας:.
α) Ἐμφανίζεται στό νοῦ μιά ἄσχημη σκέψη ἤ προσβολή. Ὅταν ἀντιδράσεις ἀμέσως καί στραφεῖς πρός τόν Κύριο, κέρδισες ἕνα στεφάνι. Ἐάν ὅμως ἀρχίσεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τήν σκέψη ἤ συζητᾶς μαζί της ἡ ψυχή κλονίζεται καί πραγ-ματοποιεῖ ἕνα βῆμα πρός τήν ἁμαρτία. γ) Ἡ ἱκανοποίηση ἤ ἡ εὐχαρίστηση, πού ἀρχίζει νά προξενεῖ στήν ψυχή ἡ παράταση τοῦ πειρασμοῦ καί ἡ κουβέντα μαζί του. Στήν φάση αὐτή ἔχεις μολυνθεῖ. δ) Ἡ κάμψη τῆς θελήσεως. Στό ση-μεῖο αὐτό ὑπάρχει ἐνοχή. ε) Ἡ συγκατάθεση στήν ἁμαρτία ἤ ἡ ἀπόφαση νά ἁ-μαρτήσει κανείς. Ἐδῶ ἔχουμε ὁπωσδήποτε ἁμαρτία ἐσωτερική, πού τήν βιώνει ὁ ἄνθρωπος στήν ψυχή του ὡς διαστροφή τῶν ἐνργειῶν τῆς ψυχῆς. στ) ἡ διά-πραξη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ τελευταία φάση. Ἔχουμε τήν ὁλοκληρωμένη πτώ-ση, στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τήν ὑποταγή στήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ”.(Πρωτ. Εὐαγγ.Παχυγιαννάκη, Εὐαγγελικά Μηνύματα, ἔκδ. Ἐνορίας Ἁγίας Τριάδος, Ἁγ. Νικολάου Κρήτης,2000, σελ.35)
Ὅταν μιά ἁμαρτία ἐπαναλαμβάνεται συχνά καί ἐμφωλεύει πολύ χρόνο μἐσα στή ψυχή μας, λέγεται πάθος. Ἔχουμε διαστροφή τῶν ψυχικῶν δυνάμεων.Ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὕπαρξη τῶν ἀρετῶν, ἐνῶ τά πάθη εἶναι ἡ παρά φύση κατάσταση. Ἀποτελεσματικός τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τούς λογισμούς εἶναι ἡ ἐξαγόρευσή τους σέ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα. Ἄλλος τρό-πος εἶναι νά δημιουργοῦμε καλούς λογισμούς. Ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀ-νάγνωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ὅπως διαλύεται ὁ καπνός στόν ἀέρα, ἔτσι διαλύονται οἱ λογισμοί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. (Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος). Ὁ καλύτερος τρόπος ἀπό τόν διά-λογο εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ λογισμοῦ. Συνιστᾶται σάν καλός τρόπος ἰδίως ἀπό τούς ἀρχαρίους στόν ἀγώνα αὐτόν. (Ἀρχ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία,Ἱ.Μ. Τιμίου Σταυροῦ, Ἔδεσσα 1986, σελ.216, 231 καί ἑξῆς).
“’Eγώ δέν γνώρισα ἄλλη πτώση ἀνθρώπου, ἀπό ἐκείνη πού προκύπτει ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στό λογισμό του.…Είδες κάποιον να πέσει στήν ἁμαρτία; Μάθε ὅτι ἐμπιστεύτηκε τόν λογισμό του. Τίποτε δέν εἶναι βαρύτερο καί πιό ὁλέθριο ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας.
Μέ σκέπασε μέ τή Χάρη Του ὁ Θεός καί πάντοτε φοβόμουνα αὐτόν τόν κίν-δυνο. Γιατί ποτέ, δέν ἀποφάσιζα νά κάνω κάτι, χωρίς νά ἔχω τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου. Καί πιστέψτε με, ἀδελφοί μου, ἡ ψυχή μου ἦταν πολύ ξε-κούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα… Γιατί ἄκουγα ὅτι πρέπει νά μποῦμε στή Βα-σιλεία τῶν Oὐρανῶν, περνώντας μέσα ἀπό πολλές θλίψεις καί ἔβλεπα πώς ἐγώ δέν εἶχα καμιά θλίψη καί φοβόμουνα καί βρισκόμουνα σέ ἀπορία, ἐπειδή δέν ἤξερα τήν αἰτία τῆς τόσης ἀναπαύσεως, μέχρις ὅτου μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Μή στενοχωριέσαι. Καθένας πού μπαίνει κάτω ἀπ’ τήν ὑπακοή τῶν Πα-τέρων, τέτοια ἀνάπαυση καί ἀμέριμνη ζωή ἔχει».
Φροντίστε καί σεῖς νά ρωτᾶτε γιά ὅλα, ἀδελφοί μου, καί νά μήν ἔχετε ἐμπι-στοσύνη στόν ἑαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ἀνά-παυση ἔχει ὅποιος τό ἐφαρμόζει.
Ἐπιμέλεια: Kατερίνα Xούπα –Xημικός Mη-χανικός E.M.Π. Ἀββᾶ Δωροθέου Ἔργα Ἀσκητικά” Ἐκδόσεις: “Ἑτοιμασία”