Ὁ «ἄχριστος» (χωρὶς Χριστὸ) χριστιανός, ἀγνοεῖ ὅτι ἡ γιορτὴ γίνεται μόνο ἂν δεῖ, τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ περπατήσει 365 μέρες τὸ χρόνο ὁ Χριστὸς στὰ μονοπάτια καὶ πεζοδρόμια τῆς γής, μέσα ἀπὸ τὰ δικά του πόδια. Γιορτάζει πραγματικὰ Χριστούγεννα, ὄχι αὐτὸς ποὺ δίνει καὶ παίρνει δῶρα, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἀπὸ μόνος του, τὸ πιὸ ὑπέροχο δῶρο γιὰ ὅλους τους ἄλλους. Τί ἄλλο δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἔχει σημασία, ἀπὸ τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος, ἕνας «κανονικὸς» χριστιανός, δηλαδή, «ὁ Χριστὸς» πάνω στὴ γῆ; Τότε μόνο τὰ Χριστούγεννα γίνονται μία ζωντανὴ διαρκῆς γιορτὴ καὶ ὄχι μία θεατρικὴ ἐπιθεώρηση περιορισμένη στοὺς μπιχλιμπιδάτους στολισμούς, στὰ ἐθιμοτυπικὰ δῶρα, οἰκογενειακὰ τσιμπούσια καὶ….ὀλιγοήμερη φιλανθρωπικὴ διάθεση.
Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς ζητάει κάτι εὔκολο: Ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, νὰ πᾶμε μὲ τὴ χάρη του, στὴν ἀγάπη Του.
Σὲ αὐτὴν τὴν πορεία πρὸς τὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό, συντονιζόμαστε, μὲ τὴν προσευχή, νηστεία, μετάνοια, Θεία Κοινωνία. Ὅλα αὐτά, ἀρχίζουν μὲ προϋπόθεση τὸν κόπο καὶ διάθεση τοῦ πιστοῦ, ἀλλὰ καρποφοροῦν καὶ τελειώνονται μὲ τὴν κάθαρση/φωτισμὸ/ θέωση, ποὺ εἶναι δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. («Πᾶν δώρημα τέλειον, ἄνωθέν ἐστι κατεβαῖνον» ποὺ σημαίνει: Κάθε τέλειο, αἰώνιο καὶ πλῆρες δῶρο προέρχεται, δίνεται μόνο ἀπὸ τὸν Θεό… λόγος εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό, μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία). Ἐμεῖς ἁπλά, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς, δείχνουμε τί θέλουμε καὶ λέμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ: ΝΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΟΙΑΣΩ, ΚΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ. ΚΑΝΕ ΜΕ «ΠΡΙΓΚΙΠΑ» ΣΤΗ «ΒΑΣΙΛΕΙΑ» ΣΟΥ.
Ὁ Θεός, μέσα στὴν ἀπέραντη ἀγάπη του, ἔγινε ἕνα μὲ τὸν ἄνθρωπο, γενόμενος κανονικός, γνήσιος ἄνθρωπος. Ἔτσι ἤθελε νὰ κάνει ἀπὸ πάντα, αὐτὴ ἦταν ἡ λαχτάρα του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἔγινε ἕνας ἀπό μας, ἀπὸ ὠφελιμιστικὸ ὑπολογισμό, γιὰ νὰ γίνει χρήσιμος στὴν κοινωνία. Ἦρθε, γιατί ἁπλά μας ἀγαποῦσε καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ γίνει ὁ συνάνθρωπός μας. Ἐπὶ τὴν εὐκαιρία, μᾶς ἔσωσε, ἀφοῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴ βάπτισε μέσα στὸ φῶς τῆς Θεότητας. Λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τὸ ἀπρόσληπτο εἶναι καὶ ἀθεράπευτο». Ὅ,τι δηλαδὴ δὲν τὸ ἀκουμπήσει καὶ προσλάβει ὁ «γιατρός», αὐτὸ δὲ θεραπεύεται ἀπὸ μακριά. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὡς θεάνθρωπος μέσα στὸ Σῶμα Του, «ἀκουμπᾶ» τὸν κάθε ἀσθενῆ, τὸν κάθε ταλαίπωρο ἀπὸ τὴν σπαστικὴ ἁμαρτία ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.
Ἂς ἔρθουμε λοιπὸν τώρα στὸν καθένα ἀπό μας. Βλέπω κάτι γύρω μου ἀρρωστημένο; Κοινωνῶ μὲ φιλότιμο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸν δέχομαι σὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη καὶ γίνεται ἡ νέα μου δύναμη καὶ ὄρεξη γιὰ δράση. Τότε φωτίζεται τὸ μυαλό μου καὶ λέω: Ἀντὶ νὰ διαμαρτύρομαι καὶ νὰ ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸν κάθε «ἄρρωστο», καλύτερα δὲν εἶναι νὰ τὸν ἀκουμπήσω, ὅπως ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσω πρὸς τὴ θεραπεία; Καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι πὼς δὲν ἔχω τὶς δυνάμεις νὰ τὸ κάνω, ἂς πῶ: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ: Ἐσύ μου ἔδωσες τὴν εὐθύνη νὰ εἶμαι τώρα πάνω στὴ γῆ. Ἀφοῦ εἶμαι εἰκόνα σου, μὲ τὴ δύναμή σου, ξέρω πὼς μπορῶ νὰ ἀκουμπήσω αὐτὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ τὰ γιατρέψω. Σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν ἀποκτήσω ἐγωΪσμὸ κάνοντας τό, σὲ παρακαλῶ, φώτισε μέ, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος καὶ μπορεῖ νὰ πέσω σὲ ἀδυναμία ἢ χειρότερα σὲ περηφάνια! Θέλω ὅμως νὰ κάνω, ὅ,τι κάνεις ἐσὺ σὲ μένα. Μοῦ δίνεις τὴ δύναμη; Τότε, θὰ τολμήσω νὰ ἀκουμπήσω ὅποιον «ἄρρωστο» καὶ ἁμαρτωλὸ εἶναι γύρω μου, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσω, χωρὶς καὶ ἐγὼ νὰ ἁμαρτήσω, χωρὶς κι ἐγὼ νὰ «ἀρρωστήσω». Ἐπαληθεύεται τότε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ μὴ σᾶς πειράζουν.»
Αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα τὸ βλέπω συνεχῶς μὲ ἀνθρώπους χαμένους, πόρνες, ἀναρχικούς, φρικιά… Ἂν τοὺς πλησιάσεις καὶ δεῖς πίσω ἀπὸ τὸ βάψιμο καὶ τὰ μαλλιά, ἂν δεῖς πίσω ἀπὸ ὅ,τι κάνουν καὶ τοὺς πεῖς ἕναν καρδιακὸ λόγο, εἶναι σὰ νὰ πέφτει ἠλεκτροσὸκ πάνω τους. «Ξεσηκώνονται», ἀλλάζουν καὶ τότε λέω: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΠΗΛΑΙΟ! ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΤΝΗ!