π. Αλέξανδρος Σμέμαν: Ο Θεός δεν μας υποσχέθηκε επίγεια ευτυχία!

Αλλά γιατί όλα αυτά, εκτός από µιά στιγµιαία χαρά, δένέχουν µιά µεγαλύτερη και διαρκέστερηεπίδραση; Πόσος θυµός, αµοιβαίος πόνος, προσβολή. Πόση – δίχωςυπερβολή -κρυµµένη βία. Τι είναι αυτό που θέλει ο άνθρωπος; Για ποιό πράγµα διψά; Αν δεν τόλάβει, µεταµορφώνεται σ’ένα πρόσωπο τούκακού, κι αν τόλάβει,τόν κάνει νάεπιθυµείπερισσότερο. Θέλει την αναγνώριση, δηλαδή τη «δόξα τώνάλλων». Να είναι «κάποιος» για τόνάλλο, για τούςάλλους, «κάτι»: µιάαρχή, µιά εξουσία,ένα αντικείµενο φθόνου, κ.λπ. Εδώβρίσκεται, νοµίζω, ηκύρια πηγή και ηουσία της υπερηφάνειας. Κι αυτή η υπερηφάνεια µεταµορφώνει αδελφούς σ’ εχθρούς.
Στήν Εκκλησία, που είναι ένας µικρόκοσµος και που καλείται ν’ αποκαλύψει την Καινή Ζωή σ’ αυτόν τον κόσµο, στην Εκκλησία που η ζωή της, η πηγή της και η ουσία της δεν είναι η υπερηφάνεια, αλλά η αγάπη (τών εχθρών µας) – όλα αυτά είναι ιδιαίτερα ορατά. Έξω από την Εκκλησία, «εν τώ κόσµω τούτω», ηυπερηφάνεια – όπως ο θάνατος, η εξουσία, ο πόθος – είναι νόµιµη. Εφευρίσκονται σχήµατα για τόνεξαγνισµό τους, τη µεταµόρφωσή τους σε κοινωνικά αποδεκτά φαινόµενα. Γι’ αυτό έχουµε τη σηµερινήαναστάτωση µέ τα «δικαιώµατα», τη δηµοκρατία, κ.λπ. Η κύρια κινητήρια δύναµη σήµερα δεν είναι η«ελευθερία», όπως συνήθως νοµίζουµε, αλλά η εξίσωση. Είναι µιά ισχυρή άρνηση της ιεραρχίας στη ζωή,υπεράσπιση όχι του δικαιώµατος του καθένα να είναι ο εαυτός του, αλλά µιά υποσυνείδητη διαβεβαίωση πως όλοι ουσιαστικά είναι ίδιοι, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν «πρώτοι», αναντικατάστατοι, µοναδικοί, «κεκληµένοι».



Παρ’ όλα αυτά, στον πεπτωκότα κόσµο µας, τα δικαιώµατα και η δηµοκρατία είναι σχετικά καλά, είναι µιάσχετική ρύθµιση στον αγώνα του καθενός ενάντια σ’ όλους τους άλλους. Γίνονται κακά µόνον ότανεξαφανιστούν τα σχετικά τους χαρακτηριστικά και «θεωθούν», ώστε να γίνουν καλά σε µία ολοκληρωτική, φασιστική κυβέρνηση• αλλά τότε µεταβάλλονται σε κακό εκεί όπου νικούν και γίνονται αυτοσκοπός, δηλαδή είδωλο. Γίνονται δε είδωλο κάθε φορά που παύουν να υπερασπίζονται τον αδύναµο, και µετατρέπονται σέόργανο εξίσωσης, και γι’ αυτό πνευµατικού απανθρωπισµού και τελικά υπερηφάνειας.

Στήν Εκκλησία, δικαιώµατα, εξισωτισµός και αγώνες είναι ανεφάρµοστα, επειδή η Εκκλησία δεν γνωρίζειάλλο νόµο από τον νόµο της αγάπης• ή µάλλον την ίδια την αγάπη. Αν εκπέσει ή αδυνατίσει η αγάπη, αν κάποιος αποµακρυνθεί από την αγάπη, εισβάλλει η υπερηφάνεια (επιθυµία της σαρκός, επιθυµία τώνοφθαλµών, αλαζονεία του βίου – Α’ Ιωαν. 2,16). Η αγάπη, ως ζωή του Θεού – και σ’ αυτή τη ζωή δένυπάρχει αλαζονεία. Ο Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ, αλλά δίνει τα πάντα στον Υιό. Ο Υιός δεν ισχυρίζεται πως είναι ο Πατήρ αλλά είναι αιωνίως ο Υιός, και το Άγιο Πνεύµα είναι η Ζωή καθαυτή, η Ελευθερία καθαυτή («τό πνεύµα όπου θέλει πνεί», Ιωαν. 3,8), είναι η ίδια η Αγάπη του Πατρός πρός τον Υιό του Υιούπρός τον Πατέρα, το θείο δώρο της ύπαρξης και της υπακοής. Ο Θεός δίνει αυτή την αγάπη, κάνει τόνάνθρωπο µέρος αυτής της αγάπης, και αυτή η κοινωνία είναι η Εκκλησία.

Έτσι στην Εκκλησία δεν υπάρχουν δικαιώµατα, ούτε συνδεόµαστε µ’ αυτά τα δικαιώµατα, ούτε υπάρχειεξισωτισµός. Δεν υπάρχει εξισωτισµός, γι’ αυτό και δεν υπάρχει σύγκριση -πού είναι η κύρια πηγήυπερηφάνειας. Η πρόσκληση για τελείωση που απευθύνεται σε κάθε πρόσωπο είναι µία πρόσκληση νάβρούµε τον εαυτό µας, όχι βέβαια µέ τη σύγκριση, ούτε µέ την αυτοανάλυση («πού βρίσκεται το δυναµικό µου;») αλλά κατά Θεόν. Από δώ προέρχεται και το παράδοξο: µπορείς να βρείς τον εαυτό σου µόνον όταν τον χάσεις, και αυτό σηµαίνει να ταυτίσεις ολοκληρωτικά τον εαυτό σου µέ την κλήση του Θεού, ενώ τόσχέδιο που υπάρχει για τον άνθρωπο δεν αποκαλύπτεται στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά «εν Θεώ»!

Ν’ αγαπάς – τον εαυτό σου και τους άλλους – µέ την αγάπη του Θεού: πόσο χρειάζεται αυτό στην εποχήµας που η αγάπη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά παρεξηγηθεί. Πόσο χρήσιµο δεν θα ήταν αν στοχαζόµασταν προσεκτικότερα και βαθύτερά τη ριζική ιδιαιτερότητα της αγάπης του Θεού. Μου φαίνεται µερικές φορές πως η πρώτη ιδιορρυθµία της είναι η σκληρότητά της. Αυτό σηµαίνει – mutatis mutandis – την απουσία συναισθηµατικότητας µέ την οποία ο κόσµος και ο Χριστιανισµός ταυτίζουν συνήθως αυτή την αγάπη.

Στήν αγάπη του Θεού, δεν υπάρχει καµία υπόσχεση για επίγεια ευτυχία, καµιά φροντίδα γι’ αυτήν. Αυτήη αγάπη είναι υποταγµένη ολοκληρωτικά στην επαγγελία και στην έγνοια για τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδήστήν απόλυτη ευτυχία για την οποία ο Θεός έχει δηµιουργήσει τον άνθρωπο και στην οποία έχει καλέσει τον άνθρωπο. Έτσι, η πρώτη ουσιαστική σύγκρουση ανάµεσα στην αγάπη του Θεού και στην πεπτωκυίαανθρώπινη αγάπη: «Κόψε το χέρι σου», «βγάλε το µάτι σου», «άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά σου», «ακολούθησε τη στενή οδό…» – όλα αυτά είναι φανερό πως δεν συµβιβάζονται µέ την ευτυχία στη ζωή. Αυτό ήταν που έκανε τον κόσµο ν’ αλλάξει δρόµο από την ολοκληρωτική αγάπη και να τον γεµίσει µέµίσος.

Schmemann Alexander


Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com