Πῶς προσευχόμεθα;

Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος

Ἄν παρακαλούσαμε κάποιον ἄρχοντα – ὄχι γιά νά μᾶς γλιτώσει τήν ζωή μας, ἀλλά ἁπλά γιά νά μᾶς κάμει κάποια μικρή «καλωσύνη», – δέν θά προσηλώναμε σ’ αὐτόν τά μάτια μας καί τήν καρδιά μας; Δέν θά «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά ἀπό τήν ὄψη τοῦ προσώπου του, μέ ἔντονη προσοχή, γιά νά εἰσπράξουμε τήν συγκατάθεσή του ἔστω μέ ἕνα νεῦμα του; Δέν θά τρέμαμε, μήπως κάποιος ἀκατάλληλος ἤ ἀδέξιος δικός μας λόγος τόν ἐρεθίσει καί τοῦ κόψει τήν καλή γιά μᾶς διάθεση;


Ἄν βρισκόμαστε σέ κάποιο δικαστήριο καί εἴχαμε ἀπέναντί μας τόν ἀντίδικο, καί ἐμεῖς τήν πιό κρίσιμη ὥρα ἀρχίζαμε νά βήχουμε, νά φτύνουμε, νά γελᾶμε, νά χασμουριόμαστε ἤ νά κοιμόμαστε, τότε, δέν θά ἔσπευδε ἀμέσως ἡ ἄγρυπνη κακή διάθεση τοῦ ἀντιπάλου μας νά ξεσηκώσει ἐναντίον μας τήν αὐστηρή κρίση τοῦ δικαστῆ;

Τώρα λοιπόν, πού παρακαλοῦμε τόν Οὐράνιο Κριτή, τόν ἀλάθητο μάρτυρα ὅλων τῶν μυστικῶν τῆς καρδιᾶς μας, καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο – ἐνῶ παράλληλα ἔχουμε ἀπέναντί μας τόν κακόβουλο καί σκληρό κατήγορό μας διάβολο – δέν θά πρέπει νά ἐντείνουμε τήν προσοχή καί νά κάνουμε ὅσο μποροῦμε πιό θερμή τήν προσευχή μας; Δέν θά πρέπει νά παρακαλοῦμε ἐπίμονα τόν Κύριο, νά μᾶς δώσει ἔλεος καί εὐσπλαχνία;

Τί λέτε; Δέν θά εἴμαστε καί ἐμεῖς ἀσφαλῶς ἔνοχοι – καί μάλιστα ὄχι γιά κάποιο ἐλαφρό ἁμάρτημα, ἀλλά γιά μιά πολύ σοβαρή ἀσέβεια – ἄν, τήν ὥρα πού στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παύουμε νά ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του καί νιώθουμε σάν νά ἔχουμε μπροστά μας ἕναν κάποιον, …τυφλό καί κουφό ἀκροατή;

* * *

Διαφορετικά, γιατί δέν χύνουμε οὔτε ἕνα δάκρυ γιά τήν χλιαρότητά μας ἤ γιά τήν ὀκνηρία, πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν προσευχή;

Διαφορετικά, γιατί δέν τό θεωροῦμε πτώση μας, τό ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἀφήνουμε τόν νοῦ μας νά αἰχμαλωτίζεται – ἔστω καί γιά λίγο – ἀπό λογισμούς ἄσχετους καί ξένους γιά τά λόγια τῆς προσευχῆς μας;

Γιατί νά μή θρηνοῦμε καί νά μή ζητοῦμε γι’ αὐτή τήν πτώση μας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

Γιατί νά μή καταλαβαίνουμε, τί μεγάλη ζημιά παθαίνει ἡ ψυχή μας, ὅταν ξεφεύγει ὁ νοῦς μας ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί καταντάει νά σκέφτεται πράγματα ἄλλα; Δέν τό καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες;

Αὐτά ἐμεῖς.

Ἀντίθετα οἱ ἅγιοι, ἔστω κι ἄν γιά μιά στιγμή τούς νικοῦσαν λογισμοί καί τούς ἀποσποῦσαν ἀκούσια ἀπό τήν προσευχή, αὐτό τό θεωροῦσαν σάν ἕνα εἶδος ἱεροσυλίας. Καί παρ’ ὅλο πού μέ ἀστραπιαία ταχύτητα ἐπανάφεραν τούς «ὀφθαλμούς» τῆς καρδιᾶς τους πρός τόν Θεό, κατηγοροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς. Τά σκοτάδια τῶν γήινων λογισμῶν, ἔστω κι ἄν ἦσαν φευγαλέα, τούς ἦσαν κάτι τό ἀνυπόφορο. Καί ἀπεχθάνονταν καθετί, πού ἀπομάκρυνε τόν νοῦ τους ἀπό τό Φῶς τό Ἀληθινό.