Ἐλισσαῖος Σιμωνοπετρίτης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρους)
Ἕνας πολύσοφος σύγχρονος ἱεράρχης εἶπε τόν ἑξῆς λόγο: «Εἶναι μεγάλος ἄθλος νά βρίσκεσαι καί νά ζῆς κοντά σέ ἕνα Ἅγιο. Ἀπαιτεῖ μεγάλη ταπείνωσι καί θέλει ἄκρα προσοχή».
Τόν δικαιολογῶ ἀπολύτως καί συμφωνῶ μαζί του. Γιά ποιό λόγο; Ὁ Ἅγιος βρίσκεται σέ θέσι ὑπεροχῆς ἔναντι τοῦ εἰσέτι ἀγωνιζομένου νά ἐγγίση τά κράσπεδα τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἤδη ἀποκτήσει τόν νοῦν Χριστοῦ καί ἀγόμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φαίνεται πολλές φορές ἀκατανόητος γιά τό πῶς σκέπτεται καί τό πῶς ἐνεργεῖ. Φυσικά δέν εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τά συγγνωστά πάθη, τῆς ἀνάγκης τοῦ ὕπνου, τοῦ φαγητοῦ, τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν. Οὔτε πάλι στολίζεται μέ ὅλα μαζί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν χωρητικότητα τῆς ἰδιοπροσωπίας του δέχθηκε καί τό πλήρωμα τῶν εἰδικῶν χαρισμάτων, ὅπως ἀναλύει σέ βάθος καί μέ ὀξυδέρκεια ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ὅμως, καί στό πεδίο τῶν φυσικῶν καί συγγνωστῶν παθῶν διαφέρει ὁ Ἅγιος ἀπό τόν μή ἅγιο στήν ἀντιμετώπισί τους, πού εἶναι πάντα σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργεῖται στό ἐπίπεδό του Πνεύματος.
Μέ τήν προυπόθεσι αὐτή, ὅποιος βρίσκεται κοντά ἤ πλησιάζει ἕνα Ἅγιο, γιά νά μή σκανδαλισθῆ ἀπό τήν ἐν γένει βιοτή του, πρέπει νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε εἶδος ὑπερηφάνειας καί ἀνθρωπαρέσκειας. Νομίζω ὅτι πάμπολλες φορές πλησιάζομε χαρισματούχους ἀνθρώπους ἤ γιά νά ἔχωμε κάποια ἐπίφασι νομιζόμενης αὐτοαγιότητος κατά ἐκπομπή ἤ γιά νά καυχώμαστε πώς ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε καί εἴχαμε συζητήσεις καί ἐμπειρίες μαζί του, ἤ ὅτι μέ τήν μία αὐτή ἐπίσκεψι πήραμε ἀπό τήν χάρι του καί αὐτομάτως γίναμε καί πνευματικοπαίδιά του, κρύβοντας ἔτσι πολύ τεχνικά αἰσθήματα κρυφῆς μειονεξίας, ὕπουλης ζηλοφθονίας ἤ καί παιδικῆς ἀνοησίας μας… Λησμονοῦμε τό «εἰ ἦτε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἐποιεῖτε ἄν τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ»… Δηλαδή, δέν γινόμαστε ἅγιοι ἐξ ἐπαφῆς, οὔτε αὐτοστιγμιαίως.
Ὅταν, λοιπόν, προσεγγίζωμε ἕνα Ἅγιο μέ πνεῦμα ταπεινῆς μαθητείας, παρέχομε στόν ἑαυτό μας τήν ἀρίστη εὐκαιρία νά μετατεθοῦμε στόν ἄλλο ἀέρα, τόν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὑπό τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ἄγεται καί φέρεται καί ὡς ἐκ τούτου οἰονεὶ ἀποτελεῖ ἔμπνουν καί ζῶν Εὐαγγέλιον. Βλέποντας ἔτσι καί συγκρίνοντας τό ἰδικό του ὕψος καί τήν ἰδική μας πνευματική πτωχεία, θά ταπεινωθοῦμε περισσότερο καί θά ἀνοίξωμε τήν καρδιά μας νά δεχθῆ τόν ἀναπαυόμενον ἐν τοῖς ταπεινοῖς τήν καρδίαν, προφυλάσσοντάς μας ἀπό τήν πιό ἐπικίνδυνη μορφή πνευματικοῦ πολέμου, τήν αὐτάρκεια καί τήν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, τήν κενοδοξία.
Ἐξ ἄλλου, ὅταν πλησιάσωμε τήν ἁγία μορφή μέ πνεῦμα πνευματικῆς αὐτοδικαιώσεως καί περιέργειας ἤ καί ἐν μέρει αἰσθήσεως πληρότητος πνευματικῆς, κινδυνεύομε νά πέσωμε στήν παγίδα τῆς ἀπορρίψεώς του, ὅταν αὐτά πού τυχόν θά μᾶς πῆ καί συμβουλεύση ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἰδεατή εἰκόνα πού μόνοι μας ζωγραφίσαμε γιά τόν ἑαυτό μας. Κατεβάζοντας τόν Ἅγιο στά δικά μας μέτρα καί κρίνοντάς τον μέ κριτήρια χαμηλῆς πνευματικότητος ἤ καί κοσμικότητος ἀκόμη, εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι θά στρέψωμε περιφρονητικά τά νῶτα μας, μή μπορώντας νά προσοικειωθοῦμε τήν σκληρότητα τῶν λόγων του, πού εἶναι ὡστόσο κριτικοί τῶν ἐσωτάτων ἐννοιῶν καί ἐνθυμήσεών μας.
Μέ τό πρίσμα αὐτό μποροῦμε νά ἐξετάσωμε καί τήν στάσι μας ἔναντι στήν ἀνάγνωσι τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Τά μέν ὑπερφυσικά γεγονότα ταπεινώνουν τόν ταπεινό περισσότερο, τόν δέ ὑπερήφανο οἰηματία τόν κάνουν νά τά θεώρηση ἤ ἀδύνατα νά πραγματοποιηθοῦν ἤ νά τούς ἀποδώση τήν μομφή τῶν μυθικῶν διηγημάτων, χρησίμων μόνον γιά ἀνθρώπους μέ μειωμένη πνευματική ἀντίληψι καί ἱκανότητα… Δίκοπο μαχαίρι!
Ζώντας στό Ἅγιον Ὅρος πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες, καί καταργώντας τόν τόπο μέ τόν τρόπο μου, ἔχω διαπιστώσει ἀρκετές φορές τήν διάθεσι τῶν ἐπισκεπτῶν ἤ προσκυνητῶν νά συναντήσουν μιὰ φωτισμένη μορφή ἀποβλέποντας ὡστόσο νά συναντήσουν ἕνα μάγο ἤ ἔστω ἕνα θαυματουργό ἤ διορατικό καί προορατικό, περιορίζοντας ἤ μᾶλλον ὑποτιμώντας καί ἀχρειώνοντας ἔτσι πολύ τό πεδίο τῆς ἐν Χριστῷ ἁγιότητος. Δέν φαίνεται μέ τήν ἔρευνα καί σχέσι αὐτή νά ἐπιδιώκωμε τόσο τήν κάθαρσι τῶν παθῶν μας καί τόν ἁγιασμό «οὗ χωρίς οὐδείς δέεται τόν Κύριο», ὅσο τό νά χορτάσωμε τήν ἐγωϊστική περιέργειά μας, πού ἄν δέν τό πετύχωμε, ἀρχιζομαι νά ἀμφιβάλλωμε γιά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως σήμερα Ἁγίων καί μπορεῖ νά καταλήξωμε στήν βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἰσχυριζόμενοι ὅτι χάθηκαν σήμερα οἱ Ἅγιοι, λές καί ἡ ἁγιότητα «βγαίνει στό παζάρι», κατά ἔκφρασι ἁγιορείτικη ἤ «κτυπᾶ κουδούνια».
Ὁ μακαρίτης παπα-Ἐφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε «Ἀλλοίμονο στόν ἅγιο πού βγῆκε ἡ φήμη του μέχρι τήν Ἀθήνα» ἤ «μέ τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ διαβόλου διαδόθηκε ὅτι εἶμαι ἅγιος»…
Τελευταία φορά πού ἐπισκεφθήκαμε τόν μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πρίν βγῆ ἀπό τό Ὄρος γιά τό νοσοκομεῖο, τόν βρήκαμε πολύ ἁρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, εἶσθε ἔτσι;», τόν ρώτησα.
«Τὶ νά μήν εἶμαι, εὐλογημένη ψυχή, ἐκεῖ πέρα, ἄς ὑποθέοωμε νά ποῦμε; Τρελλάθηκε ὁ κόσμος! Ἅγιο μέ ἀνεβάζουν, ἅγιο μέ κατεβάζουν. Ἐμένα καί τόν παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια. Ὁ παπα-Ἐφραίμ εἶναι ἅγιος μεγάλος μάλιστα. Ἐγώ τί παλαιοσκουριασμένος τενεκές, νά ποῦμε εἶμαι, νά μέ ἐλεήση ὁ Θεός… Ξέρετε, αὐτή τήν στιγμή στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦνε πενήντα ἅγιοι καί μεγάλοι ἅγιοι. Ἀλλά εἶναι ἔξυπνοι, ὄχι σάν καί μένα τόν βλάκα πού βγῆκε τό ὄνομά μου καί βλέπετε τί τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στίς καστανιές νά τόν συναντήσουν ἀρκετές δεκάδες ἐπισκέπτες). «Παρακαλοῦν, λοιπόν, τόν Χριστό μας καί τοῦ λένε: Μή μᾶς δοξάσης ἐδῶ κάτω, κράτα τό στεφάνι γιά τήν ἄλλη ζωή. Καί ὁ φιλοτεκνος Πατέρας, νά ποῦμε, ἀκούει τά φιλότιμα παιδιά Του καί τούς κάνει τήν χάρι. Ξέρετε, ὅμως; Ἐμεῖς ἐδῶ ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ Ὄρους ἔχομε ὑγρασία καί δέν εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο καλά. Γι’ αὐτό ἔχομε μόνο δεκατέσσαρες. Ἐσεῖς ἀπό τήν ἄλλη μεριά πού σᾶς βλέπει περισσότερο ὁ ἥλιος ἔχετε τριανταέξι»…
Τά λόγια αὐτά τοῦ πολυπονεμένου καί πολυχαρισματούχου ὁσίου τῶν ἡμερῶν μας κατ’ ἐπανάληψιν τά βεβαιώθηκα ἐμπειρικά, συναντώντας χωρίς προγραμματισμό καί εἰδική ἔρευνα ἁγίους καί μάλιστα μεγάλων πνευματικῶν μέτρων. Βρίσκονται καί στά Κοινόβια, βρίσκονται καί στήν Ἔρημο. Ποικιλία μορφῶν καί χαρισμάτων! Τό μεγάλο τους καί κοινό μυστικό εἶναι αὐτή ἡ ἐπίμονα ἐπιδιωκόμενη κρυφιότης ἀπό ἐκείνη τήν ἐμπορική αἴσθησι τῆς ἁγιότητος πού ἔχομε οἱ πολλοί, ἀλλά καί ἡ βαθύτατη ταπείνωσις καί ἡ χειρότερη εἰκόνα πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους – τό ἑλκτικό ἄλλωστε σημεῖο τῆς ἁγιαστικῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου.
Τόν Λώτ δέν τόν πείραξε ὁ ἀσφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος νά διακριθῆ στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τόν Μωϋσῆ ἐπηρέασε ἡ φαραωνιτική καί εἰδωλομανοῦσα Αἴγυπτος. Τί, ὅμως, ὠφέλησε τόν Γιεζή ποὺ ζοῦσε κοντά στόν προφήτη Ἐλισαῖο ἤ τούς υἱούς Ἠλεὶ ποὺ «ἤσθιον ἐκ τῶν θυσιῶν τοῦ ἱεροῦ»; Ἀκόμη, σέ ποιό σημεῖο βλέπομε νά ὠφελήθηκε ἀπό τήν τριετῆ συμβίωσί του μέ τήν περί τόν Κύριο δωδεκάριθμη ἀποστολική χορεία ὁ ἄθλιος Ἰούδας; Ἄλλωστε τοῦ τά ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ὡστόσο νά αἰσθανώμαστε ὅτι πολλές φορές βρισκόμαστε σέ παράλληλη μέ αὐτόν πορεία ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Καλό εἶναι νά συναντοῦμε Ἁγίους, δύσκολο ὅμως νά τούς προσεγγίζωμε ὅπως ἁρμόζει. Ἡ τάσις τῆς «γεροντολαγνείας», ὅπως ὀvoμάζεται ἀπό συγχρόvoυς μας ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, δηλαδή τό νά γυρίζωμε ὅλη τήν οἰκουμένη καί νά ψάχνωμε γιά διορατικούς καί φωτισμένους Ἁγίους, παίρνοντας ἀπό ὅλους συμβουλές καί μή ἐφαρμόζοντας καμμία ἀπ’ αὐτές, εἶναι καί πρόβλημα σοβαρό, εἶναι καί ἀφορμή κάποιας μορφῆς αἰσιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, ἄν περιθριγκωθῆ ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀναζήτησι φτωχῆς καί μή ἰάσιμης ἀνθρωποπαθοῦς θαυματουργίας, στά ἴδια μέτρα τῶν πολυπληθῶν ἀπατεώνων μάγων καί τῶν γιόγκι. Ἀφορμή χαρᾶς καί ἐλπίδος, γιατί φαίνεται μία ἀκτίνα ἀναζητήσεως τοῦ τελείου προτύπου στήν πορεία τῆς ζωῆς μας, ὁπότε καί ὁ ὅρος «γεροντολαγνεία» χάνει ἀμέσως τό περιεχόμενό του, ἀφοῦ ἐμπίπτομε στά κανονικά καί παραδοσιακά ὅρια τῆς ἀπαραίτητης προσωπικῆς μας σχέσεως μέ ἕνα πεπειραμένο καί φωτισμένο πνευματικό ὁδηγό, ἀπ’ τόν ὁποῖο πλησιάζοντας τόν προσδοκοῦμε βοήθεια γιά νά ξεπλύνωμε τόν ἐρρυπωμένο χιτώνα τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μας καί νά βιώσωμε ὀρθόδοξα καί ταπεινά τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς σχέσεως τοῦ διδύμου Γέροντας-ὑποτακτικός.
Στό σημεῖο πάλι αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνωμε κάποια μικρή παρατήρησι. Στήν προσπάθειά μας νά βροῦμε «ἅγιο» πνευματικό καθοδηγητή, ἄν τά πνευματικά αἰσθητήριά μας εἶναι εἰσέτι ἀγύμναστα, μπορεῖ ἀντί ποιμένος νά βρεθῆ ξαφνικά μπροστά μας λύκος, ὁπότε σέ συνδυασμό μέ μία διαστρεβλωμένου τύπου ὑπακοή πού ἐγγίζει τά ὅρια ἀπό μέν τήν θέσι τοῦ «ἁγίου» πνευματικοῦ της ψυχαναγκαστικῆς καταδυναστεύσεως τῆς προσωπικότητος τοῦ πιστοῦ, ἀπό δέ τήν θέσι τοῦ ἀναζητοῦντος τήν ἐπίμονη αἴσθησι ἀπολύτου παραιτήσεως ἀπό κάθε ἀνάληψι προσωπικῆς του εὐθύνης γιά τήν περαιτέρω πνευματική του πορεία καί τελεία ἐγκατάλειψι στήν βούλησι τοῦ πνευματικοῦ, τότε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσεγγίσεώς του μέ μακροχρόνιες καί πολλές ἐλπίδες εὑρεθέντος «ἁγίου Γέροντος» θά εἶναι καταστρεπτικές γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ὑποτακτικοῦ. Καί ἔχομε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Δυστυχῶς…
Ἐπίσης πρέπει νά γίνη σαφής διάκρισις μεταξύ τῶν ὅρων «ὑπακοή» καί «συμβουλευτική γνώμη». Διότι ἡ μέν ὑπακοή, πού κατά κόρον ζητοῦν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικοί ἀπό τούς κοσμικούς πιστούς, εἶναι καθαρά μοναχική ἀρετή, πού δίνεται αὐτοθέλητα ὡς ὑπόσχεσις ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων κατά τήν διάρκεια τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καί ὀφείλεται ἰσοβίως πρός τόν συγκεκριμένο Γέροντα τοῦ μοναχοῦ, ἡ δέ συμβουλευτική γνώμη πού δίνει ὁ κάθε μή μοναχός πνευματικός σέ κοσμικούς πιστούς, δέν ἐνέχει τό στοιχεῖο τῆς ὑποχρεωτικῆς τηρήσεως τῆς συμβουλῆς, ἄσχετα ἄν εἶναι ἡ σωστή ἤ ὄχι καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα καί περιεχόμενο.
Στό σημεῖο αὐτό μπλέκονται ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας οἱ δύο ὅροι καί ἔχομε περιπτώσεις καί νεαρῶν ἐγγάμων διακόνων ἀκόμη πού ἀναλαμβάνουν ἀνεύθυνα ρόλο μεγάλου γέροντος καί δή καί ἡλικιωμένων ἀνθρώπων μέ συμπεριφορά ἀπαράδεκτης καταδυνάστευσης τοῦ προσώπου. Μάλιστα ἡ τεκμηρίωσις τοῦ «γεροντικοῦ» αὐτοῦ ρόλου βρίσκει εὔκολα ὑλικό στά πνευματικά βιβλία, πού ἡ μελέτη καί ἡ κατανόησή τους ἀπαιτοῦν ὡστόσο κάποιες βασικές γνωστικές προϋποθέσεις καὶ ἀφοροῦν μόνο καί μόνο Μοναχούς πού ὑποσχέθηκαν ἰσόβια ὑπακοή -ὄχι ὑποταγή. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά δημιουργῆται μία κατάσταση μπερδεμένη καί οἱ ἄνθρωποι νά ζοῦν μέ μία παράξενη καί ἰδιότυπη πνευματικότητα, φορτωμένοι πέρα ἀπό τά προσωπικά τους προβλήματα κά μέ τίς ἀντιευαγγελικές καί ἐνίοτε καί σχιζοφρενικές ἐντολές τῶν «φωτισμένων γερόντων», στίς ὁποῖες ἐνίοτε εὔκολα διακρίνεται τό ψυχολογικό φαινόμενο τῆς μεταβίβασης. Ὅσα ἐμεῖς δέν τά κάνομε ἀπό ἀνικανότητα ἤ ἀπό αἴσθησι πνευματικῆς μεγαλειότητος, τά ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς δυστυχεῖς «ὑποτακτικούς» μας. Καί ὅταν φθάνουν κάποτε συντετριμμένοι καί ἀπελπισμένοι σέ κάποιον νορμάλ πνευματικό, ἄν ποτέ προλάβουν νά φθάσουν, δέν ἔχουν τήν παραμικρή δύναμι ἐπανορθώσεως τῶν ὅσων γκρεμίστηκαν ἅπαξ διαπαντός καί τελεσιδίκως μέσα τους…
Στοιχεῖο ἐπικίνδυνο γιά τήν δημιουργία ἀγαθῶν σχέσεων μέ ἅγιο πρόσωπο εἶναι καί ἡ προσπάθεια μιμήσεως ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν του, ὅπως τό ντύσιμο, ἡ ὁμιλία, τό ψάλσιμο, ἡ ἄσκησις. Ἡ προσπάθεια αὐτή, ὅσο καί ἄν φαντάζη φυσιολογική, ἐνέχει μεγάλο κίνδυνο ἀπολυτοποιήσεως αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν στοιχείων, πού ὡστόσο δέν ἀποτελοῦν ἀναγκαστικά μέσα ἐλεύσεως στήν καρδιά τοῦ μιμούμενου τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου πού θέλει νά μιμῆται. Ἄλλωστε δέν εἴμαστε ὅλοι γιά ὅλα, οὔτε ἔχομε κοινές τίς φυσικές καί πνευματικές δυνατότητες προσλήψεως τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, πού μέ κανένα τρόπο δέν ἐξαναγκάζεται νά μᾶς ἀναδείξη ἁγίους μέ τήν υἱοθέτησι ξηρῶν τύπων, ἔστω καί αὐτῶν μέ τούς ὁποίους ἐκφράζονται οἱ Ἅγιοι. Ἐξ ἄλλου ἄλλο ἡ μοναχική ζωή, ἄλλο ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πορεία.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης εἶπε κάτι πολύ σοφό: «Τά τῶν ἁγίων εἶναι ὅλα θαυμαστά καί ἀξιέπαινα, ὄχι ὅμως καί ἀξιομίμητα»! Ρῆσις πατερική, ἀφοῦ μελετώντας τά Συναξάρια διαπιστώνομε πόσο διαφορετικοί χαρακτῆρες εἶναι ὁ κάθε Ἅγιος ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ἄλλο, κατά τό παύλειο «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ». Καί ὅμως, ὅλοι εἶναι ἅγιοι. Καί οἱ Μάρτυρες καί οἱ ἀσκητές. Καί οἱ ποιμένες στόν κόσμο καί οἱ στυλίτες τῆς ἐρήμου. Καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ σπηλαιῶτες. Καί οἱ ἄγαμοι καί οἱ ἔγγαμοι. Καί οἱ ἀπό κοιλίας μητρός ἡγιασμένοι καί οἱ ἐν ἐσχάτῃ ὥρᾳ μετανοήσαντες. Ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος ὅλους μᾶς ἀγκαλιάζει καί μᾶς ἀποδέχεται, ἐξαγιάζοντας τά προσωπικά μας στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἰδική μας καί μοναδική ἰδιοπροσωπία. Δέν μᾶς μεταποιεῖ σέ ἄβουλα ὄργανα.
Δέν νομίζομε πώς τό θέμα τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἁγίων τελειώνει ἐδῶ. Ἄλλωστε, διαβάζοντας τούς Βίους τῶν Ἁγίων, πού εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος προσεγγίσεως τοῦ στοιχείου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἁγιότητος, μή ἐμποδιζόμενης ἀπό τοπικά ἤ χρονικά ἐμπόδια, κάθε φορὰ μπορεῖ νά ἐπισημάνωμε κάτι τό διαφορετικό, πού μέχρι τότε δέν τό εἴχαμε προσέξει· καί μιὰ ἀσήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια τοῦ βίου μπορεῖ νά γίνη ἀφορμή συγκλονιστικῆς ἐπαναδιαχαράξεως τῆς πνευματικῆς μας πορείας καί ἀξιολογήσεως τῶν στόχων μας.
Γιά νά ἐπανέλθωμε στόν ἀρχικό ἀφορισμό, εἶναι ἀπολύτως ἀληθές ὅτι χρειάζεται πολλή ταπείνωσις. ἀλλά καί εἰδικός φωτισμός ἀπό τόν Τρισάγιο Κύριο νά προσεγγίζωμε οἰκοδομητικά καί ὅπως πρέπει ἕνα Ἅγιο. Ἄλλωστε δέν εἶναι μιὰ σμικρογραφία τοῦ ἀπολύτου Ἁγίου καί τῆς πρώτης πηγῆς καί τῆς ἁγιότητος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας; Ὅπως γιά νά πλησιάσωμε σωστικά τόν Κύριο, τόν ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενον, χρειάζεται νά ἔχωμε στήν ψυχή μας τόν ἁγνόν φόβον Του, διότι εἶναι πῦρ καταναλίσκον, μπροστά στήν αἴσθησι τοῦ Ὁποίου καί ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἠσαΐας καί ὁ Ἰώβ ἐδειλίασαν σφόδρα, κατά τόν ἴδιο τρόπο μία ἀπρόσεκτη καί ἀσεβής προσέγγισις ἑνός Ἁγίου ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἀποβῆ θανατηφόρος πνευματικῶς ἐγγισμός, ὅπως αὐτός τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπό τόν γνωστό Ὀζά κατά τήν πανηγυρική ἐπαναμεταφορά της στήν Σιών.
Ἀντί, λοιπόν, νά ψάχνωμε φιλοπερίεργα γιά Ἁγίους, προτιμότερο εἶναι ἀλλά καί ἀσφαλέστερο, νά πλησιάζωμε στά μυστήρια τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας ἐν ταπεινώσει καί αἰσθήσει τῆς παναναξιότητός μας καί νά ζητοῦμε ἀδιαλείπτως τό μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού διαχρονικῶς μᾶς προστάσσει «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος Κύριος ὁ Θέος». Μ’ αὐτό τόν τρόπο καί οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες Τόν πλησίασαν καί ἔγιναν φωστῆρες λάμψαντες καί ἕως αἰώνων μέλλοντες νά λάμπουν στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ζῶντες ἐν σώματι ὑπῆρξαν γνήσιοι φίλοι του Θεοῦ καί στήριξαν καί παρεκάλεσαν πλήθη λαοῦ τοῦ Κυρίου. Τώρα ἀπό τούς οὐρανούς κατεβάζουν σύννεφα θείων δωρεῶν στούς πιστούς μέ τά ποικίλα θαύματα πού ἐπιτελοῦν καθημερινά σέ ὅσους προσπίπτουν καί ζητοῦν τίς εὐεργετικές ἱκεσίες τους πρός τόν Κύριο ἤ μελετοῦν τίς θαυμαστές βιογραφίες τους.
Ἐν τέλει καί ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί ὁ Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου καί ὁ Φιλόθεος τῆς Πάρου καί ὁ Γεώργιος τῆς Σίψας καί ὁ Ἱερώνυμος τῆς Ἀναλήψεως καί ὁ Γερβάσιος τῶν Πατρῶν καί ὁ Ἐπιφάνιος τῶν Ἀθηνῶν καί ὁ Πορφύριος τῶν Καυσοκαλυβίων καί ὁ Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί ὁ Παΐσιος τῆς Παναγούδας καί ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ὁσίου Δαβίδ καί ὁ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ καί ὁ παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης καί ὁ Δαμασκηνός τοῦ Μακρυνοῦ καί ὁ Γαβριήλ Διονυσιάτης καί ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης καί ὁ Ἀρσένιος καί ὁ πάπα-Χαράλαμπος τοῦ γερο-Ἰωσήφ καί ὁ Γέροντας Ἰουστίνος τοῦ Τσέλιγιε ἤ ὁ γερο-Κλεόπας τῆς Ἠσυχαστρίας καί εἴ τι ἕτερος… ὅλοι ὑπῆρξαν καί εἶναι Ἅγιοι καί μεγάλοι, ἀλλά κανείς δέν μοιάζει μέ κάποιον ἄλλον. Ὁ καθένας ἔχει τό προσωπικό του χρῶμα στόν ἅγιο βίο του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ μας!
Μᾶς σέβεται εἰς τό ἔπακρον καί μᾶς ἁγιάζει ὁλοτελῶς, ὅταν παραδοθοῦμε ταπεινά καί χωρίς κρατούμενα στό θέλημά Του, μή περιμένοντας ὁποιονδήποτε δουλικό μισθό γιά τά «κατορθώματά» μας, οὔτε φωτοστέφανο δόξης καί ἁγιότητος, παρά μόνον ἐκζητοῦντες μέ τελωνικό αἴσθημα μετανοίας καί συντριβῆς τό μέγα καί πλούσιον ἔλεος τῆς φιλανθρωπίας Του, ὅπως ἔκαναν καί ὅλοι οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὧν ταῖς εὐχαῖς ἐλεῆσαι καί σῶσαι ἡμᾶς Κύριος ὁ Θεός. Ἀμήν.