Πῆγε καὶ γύρισε

 Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἕνας ἕλληνας δημοσιογράφος πῆρε συνέντευξη ἀπό τόν διασημότερο – σήμερα – κήρυκα τῆς ἀθεΐας, τόν βρετανό ἐπιστήμονα καί συγγραφέα Ρίτσαρντ Ντόκινς. Κάποια στιγμή, πού ὁ (ἐντός ἤ ἐκτός εἰσαγωγικῶν) ἐπιστήμονας προσπαθοῦσε νά ὁρίσει τί εἶναι ‘ζωή’, ὁ πατριώτης μας τόν βοήθησε μέ τήν ἐρώτηση:



– Ὁ Καζαντζάκης εἶχε γράψει: «Ἐρχόμαστε ἀπό μιά σκοτεινή ἄβυσσο καί καταλήγουμε σέ μιά σκοτεινή ἄβυσσο. Τό μεταξύ φωτεινό διάστημα τό λέμε ‘ζωή’. Συμφωνεῖτε μέ αὐτόν τόν ὁρισμό τῆς ‘ζωῆς’;

Ὁ Ντόκινς συμφώνησε ἐνθουσιασμένος: «Εἶναι μιά πρόταση μέ ὁλοφάνερη τήν ἀλήθεια μέσα της», εἶπε. «Σίγουρα ἔπειτα ἀπό αὐτή τήν ζωή δέν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε»!…

* * * 

Ὁπωσδήποτε, ὅσοι … πᾶμε στήν Ἐκκλησία, δέν συμφωνοῦμε μέ τόν κ. Ντόκινς. Πιστεύουμε ὅτι ἔπειτα ἀπό αὐτή τήν ζωή σίγουρα ὑπάρχει … κάτι. Πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει κόλαση καί παράδεισος. Πιστεύουμε ὅτι μᾶς περιμένει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ. Τελικά, καί ΕΔΩ καί ΕΚΕΙ, ὑπάρχει ΚΑΠΟΙΟΣ. Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ μόνος Ἀληθινός Θεός, πού εἶναι Η ΖΩΗ!

Ὅμως ἐμεῖς συνήθως ζοῦμε «ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ». Μέ ἀμέλεια καί ἀδιαφορία. Νομίζουμε ὅτι ἡ μετάβασή μας στήν ἀπέναντι ὄχθη ἀργεῖ … πολύ ἀκόμη. Καί ἔτσι συνεχῶς ἀναβάλλουμε τήν διόρθωση καί τήν μετάνοιά μας.

Ἡ ἑπόμενη συγκλονιστική ἱστορία ἀπό τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη μᾶς ξυπνάει: Ἕνας πρώην ἀμελής μοναχός πῆγε … στόν ἄλλο κόσμο καί γύρισε. Τόν ἔστειλε πίσω ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἰπεῖ σἐ μᾶς ὅτι κάποτε πρέπει νά πάρουμε τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας στά σοβαρά.

* * *
«Ἕνας μοναχός, ὁ Ἡσύχιος ὁ Χωρηβίτης», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «ζοῦσε ἀμελέστατα χωρίς τό παραμικρό ἐνδιαφέρον γιά τήν ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη νά ἀσθενήσει βαρύτατα καί νά φθάσει στό σημεῖο, ὥστε ἐπί μία ὡρα ἀκριβῶς νά φαίνεται ὅτι ἀπέθανε.

»Συνῆλθε ὅμως πάλι. Ὁπότε μᾶς ἱκετεύει ὅλους νά φύγουμε ἀμέσως. Καί ἀφοῦ ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά μιλήσει καθόλου μέ κανένα. Ὅλο αὐτό τό διάστημα δέν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό ψωμί καί νερό. Καθόταν μόνο ἐκστατικός ἐμπρός σέ ἐκεῖνα πού εἶδε στήν ἔκστασή του, χύνοντας ἀθόρυβα καί συνεχῶς θερμά δάκρυα. Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τήν πόρτα καί μπήκαμε μέσα. Καί ἀφοῦ πολύ τόν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνον εἶπε: «Συγχωρεῖστε με, ἀδελφοί. Αὐτός πού γνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δέν θά μπορέσει ποτέ πλέον νά ἁμαρτήσει».

»Ἐμεῖς θαυμάζαμε βλέποντας τόν ἄλλοτε ἀμελέστατο νά ἔχει μεταμορφωθῆ τόσο πολύ μέ τήν μακαριστή αὐτή ἀλλαγή. Καί ἀφοῦ τόν θάψαμε στό κοιμητήριο, ὕστερα ἀπό μερικές μέρες ἀναζητήσαμε τό ἅγιό του λείψανο, ἀλλά δέν τό βρήκαμε. Μέ τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο ὁ Κύριος μᾶς πληροφόρησε πόσο εὐάρεστα δέχθηκε τήν ἐπιμελημένη μετάνοιά του».