stenosi-612x382

 

Η χοληστερίνη χρησιμοποιείται σαν δείκτης κινδύνου αθηρωματικής νόσου (και κατ’επέκταση δείκτης κινδύνου εμφραγμάτων, εγκεφαλικών και πνευμονικών εμβολών) σε χρονικό βάθος δεκετίας. 
Αποδεκτά όρια αναφοράς στην Ευρωπαϊκή φυλή (φυσιολογικές τιμές) για την ολική χοληστερίνη είναι :
Επιθυμητά : < 200 mg/dL Αποδεκτά : 200 – 240 Επικίνδυνα : > 240
Η πληροφορία όμως από την μέτρηση της ολικής χοληστερίνης από μόνη της έχει περιορισμένη αξία. Και αυτό γιατί η χοληστερίνη είναι ο ένας από τους πολλούς ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου αθηρωματικής νόσου. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια υψηλή χοληστερίνη π.χ. στο 300, να μην παρουσιάζει κίνδυνο αθηρωμάτωσης για κάποιο άτομο, αλλά και περιπτώσεις με χαμηλή χοληστερίνη π.χ., 180 που να θεωρούμε τα επίπεδα της αυτά επικίνδυνα για καρδιαγγειακό επισόδειο.
Πηγή :Πενταπόσταγμα
Για να εκτιμηθεί η χοληστερίνη, είναι απολύτως απαραίτητη και η ταυτόχρονη μέτρηση του αθηρωματικού δείκτη, δηλαδή της αναλογίας της ολικής χοληστερίνης προς της HDL χοληστερίνη. Επιθυμητό άνω όριο του αθηρωματικού δείκτη είναι το 4,5. Μεγαλύτερες τιμές του δείκτη, δίνουν ανάλογα με την τιμή του, και αντίστοιχη μεγαλύτερη πιθανότητα αθηρωματικής νόσου, ανεξάρτητα από το εάν η ολική χοληστερίνη είναι χαμηλή ή υψηλή.
Στην συνολική όμως αξιολόγηση της επικινδυνότητας των όποιων επιπέδων χοληστερίνης και της πιθανότητας να αναπτυχθεί αθηρωματική νόσος ή και να παρουσιαστεί ένα καρδιαγγειακό επισόδειο, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλοι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου. Οι σημαντικότεροι είναι οι :
Υψηλά επίπεδα της λιποπρωτεϊνης-α Lp(a), λιπίδιο με αυτόνομη αθηρωματογόνο δράση .
Το κάπνισμα το οποίο οξειδώνει τις χοληστερίνες, τις τροποποιεί χημικά και τις κάνει πλέον παθογόνες.
Ο διαβήτης και τα υψηλά επίπεδα σακχάρου που καταστρέφουν σταδιακά τα αιμοφόρα αγγεία.
Η υπέρταση η οποία καταπονεί και τραυματίζει τα αιμοφόρα αγγεία και δημιουργεί υπόβαθρο σχηματισμού πλάκας.
Το στρες που προκαλεί συσπάσεις στα αγγεία, αυξάνοντας την πίεση, αλλά και την έκκριση ορμονών που επηρεάζουν τα αιμοφόρα αγγεία.
Η ηλικία άνω των 45 ετών για άνδρες και άνω των 50 ετών για γυναίκες.
Η έλλειψη άσκησης που ρυθμίζει το κυκλοφορικό και τον μεταβολισμό των χοληστερινών στο σύνολο τους.
Η χαμηλής ποιότητας διατροφή, με έλλειψη αντιοξειδωτικών (σαλάτες – φρούτα), με λήψη των πλέον βλαπτικών trans λιπαρών οξέων (μαργαρίνες, φυτικά βούτυρα), και με έντονη κρεατοφαγία (ειδικά επεξεργασμένων κρεάτων).
Επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό με καρδιαγγειακά προβλήματα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν:
– Γεννητικούς παράγοντες δυσλιπιδαιμίας
– Γεννητικούς παράγοντες θρομβοφιλίας
Γι΄αυτούς τους λόγους η εργαστηριακή εκτίμηση της επικινδυνότητας της χοληστρερίνης και των λιπδίων, απαιτεί την εκτέλεση και άλλων αναλύσεων. Η επιλογή των πρόσθετων αναλύσεων, γίνεται με την εκτίμηση των υπολοίπων ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου, και την κλινική εξέταση του θεράποντα ιατρού. Οι εξετάσεις που χρησιμοποιούνται είναι:
Λιποπρωτεΐνη α Lp(a), τα επίπεδα της οποίας είναι γεννητικά καθορισμένα, και γίνεται μία φορά στην ζωή.
Ειδικούς δείκτες ενδοαγγειακής φλεγμονής που υποδηλώνουν ενεργό αθηρωματική νόσο (σχηματισμό πλακών) και ειδικοί
δείκτες εκτίμησης της πιθανής αστάθειας ήδη υπαρχόντων αθηρωματικών πλακών. Η μέτηση τους μπορεί να γίνεται περιοδικά
σε 1 – 2 δείκτες τουλάχιστον. Οι δείκτες αυτοί είναι :
– C- αντιδρώσα πρωτεϊνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP)
– Ομοκυστεϊνη
– Ινωδογόνο
– Plack test (Lp-PLA2)
Γεννητικό πάνελ μεταλλάξεων σε ένα αριθμό ανεξάρτητων γονιδίων, υπεύθυνων σε δυλιπιδαιμίες και θρομβοφιλία.
Ιωάννης Γρατσίας – Κλινικός Βιοχημικός