Όταν για ένα τέτοιο μεγάλο γεγονός, όπως είναι ο γάμος, είναι ανώριμος κανείς συναισθηματικά, διανοητικά, βουλητικά, θα αποτύχει, κι αν ακόμη ο ίδιος ή η σύντροφός του έχει καλές διαθέσεις. Βέβαια, δεν είναι απόλυτο αυτό.
Καμιά φορά μπορεί να μπει κανείς στον γάμο, ενώ ακόμη είναι ανώριμος, είτε ο άνδρας είτε η γυναίκα, και εξαρτάται αρκετά από τον σύντροφό του να μην αποτύχει ο γάμος. Δηλαδή, όταν η γυναίκα καταλάβει ότι έχει να κάνει με ένα μεγάλο παιδί, τον σύζυγό της, εάν αυτή έχει μια σχετική ωριμότητα και προσπαθήσει να φερθεί ανάλογα, θα βοηθήσει αρκετά, ώστε να μην αποτύχει ο γάμος ή, όταν ο άνδρας αντιληφθεί ότι έχει να κάνει με ένα μεγάλο παιδί, τη γυναίκα του, εάν αυτός έχει το κουράγιο, αλλά και τη δυνατότητα, την ικανότητα να βοηθήσει, μπορεί πράγματι να βοηθήσει, ώστε να ωριμάσει η σύντροφός του, και έτσι να μην αποτύχει ο γάμος.
Γενικά, εξ όσων εγώ καταλαβαίνω και έχω υπ’ όψιν μου, πρέπει κανείς να είναι αρκετά ώριμος από πολλές απόψεις, για να εισέλθει στον γάμο. Διότι, αν δεν έχει μια σχετική ωριμότητα, και στην εκλογή θα πέσει έξω και στη συμβίωση θα έχει δυσκολίες, αλλά και γενικότερα στη δημιουργία και στην ανάπτυξη της οικογένειας και στην εν γένει διάπλαση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών νομίζω ότι δεν θα τα καταφέρει. Όλα όμως είναι σχετικά.
Πότε κανείς είναι ώριμος; Ίσως ποτέ να μην είναι κανείς ώριμος σε έναν τέλειο βαθμό. Αλλά έχω την ταπεινή γνώμη ότι υπάρχει πάντοτε μια ηλικία –όχι από απόψεως χρόνου, αλλά από απόψεως εσωτερικής δομής και διαμορφώσεως– που λίγο πολύ κανείς είναι ώριμος.
Αυτό, πρέπει να γνωρίζετε, συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Σε όλη του τη ζωή κανείς είναι «εν τω γίγνεσθαι», αφού και στην αιώνια ζωή, αν μας αξιώσει ο Θεός να σωθούμε, δεν θα ζούμε σε μια αδράνεια, αλλά θα υπάρχει μια συνεχής αύξηση της πνευματικής ζωής, καθ’ ότι ο Θεός είναι άπειρος. Όσο κι αν ο άνθρωπος πλησιάσει προς τον Θεό, ποτέ δεν θα καλυφθεί αυτή η απόσταση που χωρίζει το δημιούργημα από τον δημιουργό, το πλάσμα από τον πλάστη. Ενώ λοιπόν υπάρχει συνεχής αύξηση στην πνευματική ζωή, παρά ταύτα, φθάνει κάποτε κανείς σε μια ηλικία πνευματική –και όχι, επαναλαμβάνω, χρονική– που έχει μια ωριμότητα.
Ας γυρίσουμε στη συναισθηματική και ψυχολογική ωριμότητα. Δεν φθάνουν λοιπόν όλοι σ’ αυτήν. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι τριάντα πέντε, σαράντα, σαράντα πέντε, πενήντα και εξήντα ακόμη ετών και όμως, δεν έχουν ωριμάσει· είναι παιδιά ακόμη. Είναι άλλοι που μπορεί στα είκοσι πέντε, στα τριάντα χρόνια τους να έχουν φθάσει σε μια σχετική ωριμότητα.
Βέβαια, ένας που θα εισέλθει στον γάμο, θα πρέπει να έχει ωριμάσει τουλάχιστον για τον γάμο και μετά θα έρθει και η άλλη, η ακόμη γενικότερη ωριμότητα. Πρέπει να πούμε ότι μερικά πράγματα τακτοποιούνται μέσα στον γάμο. Είναι και αυτό. Προσωπικώς όμως φρονώ ότι στον γάμο κανείς πρέπει να μπαίνει κάπως ολοκληρωμένος, με μια πληρότητα, με μια ωριμότητα, και να μην περιμένει όλα αυτά να γίνουν μέσα στον γάμο. Άλλο τώρα ότι μέσα στον γάμο έχουμε το εκατέρωθεν συμπλήρωμα, που οδηγεί στο γενικό πλήρωμα.
Πρέπει να πούμε ότι το θέμα αυτό της ωριμότητος είναι και γενικότερο. Κάποιος, π.χ., έχει το ανάλογο πτυχίο, για να καταλάβει τη θέση του καθηγητή σε γυμνάσιο, αλλά δεν είναι ακόμη ώριμος γι’ αυτή τη δουλειά, με αποτέλεσμα να γίνεται περίγελως των μαθητών. Ένας άλλος πηγαίνει να κάνει κάποια άλλη εργασία και, καθώς δεν είναι ώριμος γι’ αυτήν, αποτυγχάνει και όλοι τον κοροϊδεύουν.
Πόσοι δάσκαλοι δεν είναι ακόμη ώριμοι για την έδρα! Πήραν μεν το πτυχίο, έχουν τις γνώσεις, αλλά η εν γένει συγκρότησή τους και η εν γένει εσωτερική διαμόρφωσή τους είναι τέτοια, που τους κάνει ακατάλληλους, για να αναλάβουν το έργο αυτό. Βέβαια, λέμε για κάποιον ότι είναι ο χαρακτήρας του τέτοιος, όμως δεν είναι απλώς θέμα χαρακτήρα. Αλλά και χαρακτήρας τι είναι; Από κάποια πλευρά, το εάν έχει ωριμάσει κανείς ή δεν έχει ωριμάσει είναι και θέμα χαρακτήρα. Και βλέπετε, ο ένας είναι δάσκαλος τριάντα πέντε ετών και δεν τα καταφέρνει, ενώ ο άλλος, που μόλις είναι είκοσι πέντε ετών, έχει μια σχετική ωριμότητα και τα καταφέρνει καλύτερα. Ο ένας είναι πατέρας τριάντα πέντε, σαράντα ετών και ακόμη δεν μπορεί να κυβερνήσει την οικογένειά του, ενώ ο άλλος, που είναι πολύ μικρότερος, την κυβερνάει. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει με μια γυναίκα, είτε αυτή είναι νοικοκυρά ή δασκάλα ή καθηγήτρια ή μητέρα ή σύζυγος.
Υπάρχει ωριμότητα όχι μόνο, επαναλαμβάνω, βιολογική, αλλά και διανοητική, βουλητική, συναισθηματική και γενικότερα ψυχολογική. Όταν βουλητικά κανείς δεν είναι ώριμος, πώς μπορεί να έχει προκοπή; Όταν τα συναισθήματα κάποιου βρίσκονται ακόμη σε μια κατάσταση πολύ πρωτόγονη, σε μια κατάσταση που κι αυτά δεν ξέρουν τι ζητούν και τι θέλουν, πώς αυτός θα έλθει σε κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους;
Σ’ αυτή την έλλειψη ωριμότητος οφείλεται και το ότι κάποιος, ενώ μπορεί να είναι κορυφαίος καθηγητής πανεπιστημίου, όμως παντρεύεται μια γυναίκα τέτοια, που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς την παντρεύτηκε. Φυσικά, και ο ίδιος θα δει αργότερα ότι απέτυχε. Επιτρέψτε μου να πω ότι αυτός και γενικότερα ήταν ανώριμος, άσχετα αν από πλευράς γνώσεων έμαθε πολλά και ανεβαίνει στην έδρα και διδάσκει.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η μόρφωση απομακρύνει τον άνθρωπο από τον κοινό νου. Ο κοινός νους είναι κάτι άλλο από τη γνώση. Η εσωτερική ισορροπία του ανθρώπου είναι κάτι άλλο· δεν είναι γνώση. Δεν είναι λοιπόν η γνώση κάτι κακό ούτε πρέπει να την αποφεύγει κανείς ούτε οδηγεί τον άνθρωπο οπωσδήποτε σε κάτι κακό. Οι γνώσεις έχουν τον δικό τους σκοπό, αλλά πίσω από αυτές πρέπει να είναι ο ψυχολογικά και πνευματικά ισορροπημένος άνθρωπος.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Εφηβεία, γάμος, αγαμία», τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 26 (αποσπάσματα).