Για να συμμετάσχουμε στο γάμο της Θείας Λειτουργίας, όπου προσφέρεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας – χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε ζωήν αιώνιον Ιω. στ’, 54) – χρειάζεται οπωσδήποτε προετοιμασία, χρειάζεται ένδυμα «γάμου». «Και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ», (Εξαποστειλάριο Μ. Εβδομάδας), διότι συνεχώς χάνουμε, προδίδουμε και κατασπιλώνουμε το λευκό ένδυμα της βαπτίσεώς μας.
Γι’ αυτό ο φιλάνθρωπος Κύριος μας έδωσε και δεύτερο βάπτισμα, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία μας. μας έδωσε το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως.Μ’ αυτό αποκτούμε και πάλι τη δυνατότητα κοινωνίας με τον Κύριο μας, μετέχοντας στο «γάμο» και μεταλαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα Του.

Η συμμετοχή μας όμως στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως χωρίς μετάνοια, η οποία είναι «εκ των ων ουκ άνευ», μετατρέπει το Μυστήριο σε δικανική πράξη και απομονώνει το χρόνο της προετοιμασίας για τη Θεία Κοινωνία από την υπόλοιπη ζωή μας. Επίσης μετατοπίζει το κέντρο βάρους του Μυστηρίου από τη μετάνοια, στην άφεση των αμαρτιών. Μοιάζει δηλαδή σαν να λαμβάνουμε το «εισιτήριο» για τη Θεία Μετάληψη με ένα τύπο «μισονομίμου αφέσεως» των αμαρτιών μας. Δε μας ενοχλεί η αμαρτωλότητά μας σε πολλά καθημερινά ζητήματα, που τα βρίσκουμε φυσικά και αναπόφευκτα1, και μάλλον μας ωθεί στην Εξομολόγηση η ανάγκη να λάβουμε την «πολυπόθητη» άφεση! Την «απαιτούμε» όχι γιατί έχουμε πραγματική μετάνοια, αλλά γιατί μας δίδει το δικαίωμα της συμμετοχής μας στη Θεία Κοινωνία με «καθαρή» συνείδηση!
Αυτό συμβαίνει λόγω της εκκοσμικεύσεως που κατακλύζει το λαό μας σαν ισχυρό κύμα μοντερνισμού.Εκκοσμίκευση είναι ο χωρισμός της καθημερινής προσωπικής και εθνικής ζωής, της παιδείας, του πολιτισμού μας κ.λπ. από τον Χριστό και την Εκκλησία Του και η οργάνωση του κόσμου μας σαν να μην υπάρχει Χριστός. Έτσι ο εκκοσμικευμένως άνθρωπος εορτάζει Χριστούγεννα χωρίς Χριστό και Πάσχα χωρίς τον Αναστάντα, διότι καλλιεργεί και δέχεται το πνεύμα του ηθικισμού, της αυτάρκειας, της ·παντοδυναμίας του άνθρωπου και της σωτηρίας του με την ηθική και τις καλές του πράξεις, χωρίς τη Χάρη του Θεού.
Από αυτό το πνεύμα επηρεάζονται και πολλοί συνειδητοί (;) Χριστιανοί, με αποτέλεσμα να συμβιβάζονται με πολλά ζητήματα, που δεν αρμόζουν στον οπαδό του Χριστού, με την πρόχειρη δικαιολογία ότι δε βλάπτουν, δεν ενοχλούν κανένα, ήδεν προσβάλλουν την ουσία του Ευαγγελίου! Γι’ αυτό θεωρούν φυσικές και αναπόφευκτες τις κοσμικέςδιασκεδάσεις,τη μόδα, το γυναικείο μακιγιάζ, τις πολυτέλειες στο σπίτι, στην ενδυμασία, την αποφυγή της πολυτεκνίας, τις παράνομες – ανώμαλες σχέσεις του ζεύγους κ.λπ,

 

Συνέπεια αυτής της διψυχίας, να τα έχουμε δηλαδή καλά και με τον Θεό και με το διάβολο, είναι η σχέση μας με την Εκκλησία να είναι στην ουσία χαλαρή, ή το συνηθέστερο, παρ’ ότι αγωνιζόμαστε (κατά τη γνώμη μας σωστά, επειδή εκκλησιαζόμαστε, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε και Κοινωνούμε), να μην προοδεύουμε πνευματικά. Αποτέλεσμα της τακτικής του εκκοσμικευμένου άνθρωπου είναι η έκτροπη συνήθως από την οδό του Ευαγγελίου, η αγωνία, το άγχος και η απελπισία κάθε φορά που παρουσιάζεται στη ζωή του κάποια δοκιμασία ή και η εμπλοκή σ’ ανεπιθύμητες σχέσεις – αιρέσεις. Ζει την κόλασή του, δυστυχώς , από τη ζωή αυτή!
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όχι μόνο δεν έρχεται η αναμενόμενη ωφέλεια – από τη συμμετοχή μας στη θεία Μετάληψη – αλλά, αντίθετα, είναι πολύ πιθανόν να «καταφλεγόμαστε», διότι κρίμα και κατάκριμα εσθίουμε. Βλέπουμε το Μυστήριο με νομικούς όρους, ενώ πρωτίστως είναι θεραπευτικό Μυστήριο θεραπείας. Αυτό που πρέπει να αισθανόμαστε προσερχόμενοι στην Ιερά Εξομολόγηση και να ζητάμε, είναι κάτι περισσότερο από μια εξωτερική δικανική άφεση· πάνω απ’ όλα πρέπει να ζητάμε τη θεραπεία των πνευματικών πληγών μας. (Η αμαρτία αφήνει τις ουλές της στις Ψυχές και στα σώματά μας, ακόμη και μετά τη μετάνοια και εξομολόγηση μας. Κάθε φορά λοιπόν που προσερχόμαστε στο Μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως, πρέπει να ποθούμε να θεραπεύσουμε την αμαρτωλότητά μας (και τη λανθασμένη νοοτροπία μας) που βρίσκεται μέσα μας, (τη βαθιά φθορά μας, που δεν μπορεί να εκφραστεί πάντοτε με λόγια). ‘Έτσι και τότε θα βλέπουμε αυτόματα η γη να καρποφορεί … (Μάρ. δ’, 28).
Τη λανθασμένη αυτή νοοτροπία μπορούμε να την ξεπεράσουμε με τη σωστή προετοιμασία (πριν από τη θεία Κοινωνία), η οποία διακρίνεται σε:
• Προετοιμασία ζωής, λόγω της χριστιανικής μας ιδιότητας.
• Προετοιμασία την παραμονή, πριν από τη Θεία Μετάληψη.
• Πρωινή προετοιμασία.
1. Προετοιμασία ζωής, λόγω της χριστιανικής μας ιδιότητας
Ο Κύριος μας τόνισε με έμφαση : «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ’, 53.54).
Επίσης στη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου διαβάζουμε την ευχή πριν από τη Θεία Κοινωνία: «Σοί παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε… », ενώ στην του Αγίου Βασιλείου: «Ο Θεός ημών … δίδαξον αγιωσύνην επιτελείν εν φόβω σου ίνα… ενωθώμεν τω αγίω σώματι και αίματι του Χριστού σου… και γενώμεθα ναός του Αγίου σου Πνεύματος» (Λειτουργικές ευχές).
Με δεδομένα τ’ ανωτέρω, θα έπρεπε κανονικά όλη η ζωήτου χριστιανού να είναι μία διαρκής εγρήγορση -προετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία και μία συνειδητή μεταμόρφωσή του σε ναό του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτή την περίπτωση ο χριστιανός ζει (πρέπει να ζει) μεταξύ της προηγούμενης Θείας Κοινωνίας και της επόμενης, δηλ. ζει μυστικά μεταξύ της ανάμνησης και της ελπίδας, που δημιουργείται από την προσμονή της Θείας Μεταλήψεως. Αυτή είναι η επιθυμητή χριστιανική πνευματικότητα και έτσι πρέπει να ζούμε και να δραστηριοποιούμαστε στον κόσμο και στην εποχή που ο Θεός μας έταξε να ζήσουμε, όπως οι πρώτοι χριστιανοί: μεταξύ της πρώτης «εν σαρκί» ελεύσεως του Χριστού και της δευτέρας της «εν δόξη» παρουσίας Του, όταν θα κρίνει «ζώντας και νεκρούς».
Για να συμβεί αυτό απαιτείται επανατοποθέτηση στο θέμα της Θ. Κοινωνίας και συνειδητοποίηση της ιδιότητάς μας ως χριστιανών, αλλά κυρίως συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι χθες ή προχθές κοινωνήσαμε και ότι αύριο ή σε λίγες ημέρες θα κοινωνήσουμε πάλι το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος μας! Έτσι τις μισές ημέρες στο μεσοδιάστημα των δύο Θείων Μεταλήψεων ζούμε με την ανάμνηση της Ευχαριστίας, (διαβάζοντας κάθε ημέρα με την ημερήσια προσευχή μας και μία ευχή από την ακολουθία της Ευχαριστίας μετά τη Θεία Μετάληψη) και τις υπόλοιπες, με την προσδοκία της νέας Θείας Μεταλήψεως, (διαβάζοντας κάθε ημέρα μία ευχή από την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως). Μ’ αυτό τον τρόπο διατηρούμε τη συναίσθηση του Μυστηρίου στην καθημερινή μας ζωή.
Παράλληλα και σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω θα ζούμε και θα δραστηριοποιούμαστε κάθε ημέρα όπως θέλει ο Χριστός, με τον Χριστό, εφ’ όσον γινόμαστε «σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστού».
Και όταν, λόγω της αδυναμίας μας, προδίδουμε και κατασπιλώνουμε το ένδυμα της βαπτίσεώς μας, διερευνώντας τη ζωή της ημέρας που πέρασε, μετανοούμε καθημερινά για τις παρεκτροπές – αμαρτίες μας και ζητούμε συγγνώμη από τους ανθρώπους (όταν εμπλέκονται σ’ αυτές), από τον Θεό (διότι Τον προσβάλαμε και Τον λυπήσαμε) και από τον Πνευματικό μας (για συγχώρηση) τον οποίο επισκεπτόμαστε ανάλογα με τη σοβαρότητα του αμαρτήματός μας, είτε αμέσως είτε εν καιρώ. Έτσι καθημερινά ενεργούμε ταπεινά και επιτρέπουμε στον Θεό να μας επισκιάζει με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος μας ομιλεί για την αυτοεξέταση, δηλ. την εξέταση που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας, για να συνειδητοποιήσουμε την αναξιότητα μας, προετοιμαζόμενοι πριν από κάθε Θεία Κοινωνία: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω » (Α Κορ. ια, 28), επειδή «ος αν εσθίη… αναξίως, ένοχος έσται…» (Α’ Κορ. ια, 27). Και είναι πολύ φυσικό αυτό, αφού για να δεχθούμε επισκέψεις σε ονομαστική μας εορτή, ημέρες πολλές πριν καθαρίζουμε και προετοιμάζουμε το σπίτι μας, για να υποδεχτούμε όχι κάποιο Βασιλέα, αλλά φίλους και συγγενείς. Εάν κάνουμε τόση προετοιμασία γι’ αυτούς, πόση προετοιμασία και αυτοεξέταση πρέπει να κάνουμε για να δεχτούμε μέσα μας τον Βασιλέα του παντός, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν;
Έτσι συνεχίζουμε να μετέχουμε τακτικά στο Μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως, διατηρούμε «αδιάλειπτητην επικοινωνία μας με τον Θεό, και μετέχομεν Χάριτι εις την αιώνιον ζωήν» από αυτή τη ζωή!
Ο μέσος Χριστιανός σήμερα αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να προσέρχεται στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας εν μετανοία και συγχωρημένος με τούς συνανθρώπους του. Εκείνο όμως που παραθεωρεί ήεκτελεί βιαστικά και πρόχειρα είναι η προετοιμασία του πριν προσέλθει στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Το γεγονός αυτό οδηγεί σ’ επιπόλαιη γνώση τού εαυτού μας και κατ’ επέκταση σε πλημμελή θεραπεία. Και ενώ ο Κύριος με έμφαση μας συμβουλεύει «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η’, 32), εμείς συνεχίζουμε την πλημμελή προετοιμασία μας, η οποία σαν πνευματική επιδημία προσβάλλει ιδίως τους από παλαιά εξομολογούμενους Χριστιανούς. Η διάγνωσή της διαπιστώνεται στα Εξομολογητήρια. Επειδή «η συνηθείας όταν πολυκαιρίσει αποκτά δύναμη φύσεως» (Μέγας Βασίλειος) και το κακό τείνει να γίνει «αθεράπευτο» εάν θέλουμε:
– να γνωρίσουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας και τις πραγματικές αδυναμίες μας.
– να δούμε όλες ή τις περισσότερες αμαρτίες μας.
– να αντιληφθούμε ότι πάντοτε είναι περισσότερες οι αδυναμίες μας και λιγότερες οι αρετές μας, απ’ όσο εμείς νομίζουμε, είναι επιτακτική η ανάγκη, όσο το δυνατόν γρηγορότερα:
• Να δούμε σοβαρότερα το θέμα της προετοιμασίας μας πριν την εξομολόγηση.
• Να διαθέσουμε ΧΡΟΝΟ γι’ αυτήν.
• Να συμβουλευόμαστε κάθε φορά κάποιο κατάλληλο βοήθημα σε κάθε εξομολόγησή μας.
Διαφορετικά θα κινδυνεύουμε να μεταμφιέζουμε σε αρετές κάποιες ψυχικές και πνευματικές μας ιδιότητες, που κατά βάθος είναι αδυναμίες – αμαρτίες μας και κατ’ επέκταση να καταστούμε υποψήφιοι για … εκπλήξεις στην άλλη ζωή!
Προετοιμασία για το Μυστήριο
Άλλοι μετανοούν και δεν εξομολογούνται, ενώ άλλοι εξομολογούνται χωρίς να μετανοούν. Απαραίτητα είναι και τα δύο. Διαφορετικά μπορεί να θεωρηθεί εμπαιγμός του Μυστηρίου.
Μετανοώσημαίνει ότι, ομολογώντας τα αμαρτήματά μου και επιζητώντας το έλεος του Θεού και τη θεραπεία μου, αλλάζω νου, (απόψεις, τρόπους ζωής και συμπεριφοράς) και αποφασίζω πλέον να ζω όπως θέλει ο Θεός.
Καρπός της μετανοίας είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μου, την οποία αισθάνομαι μέσα μου και την καταθέτω μπροστά στον Χριστό. Καταθέτω όχι απλώς κάποιες αμαρτίες, αλλά τη βαθιά φθορά που δεν μπορεί να εκφραστεί πλήρως με λόγια και ζητώ τη θεραπεία μου. Η ανακάλυψη της αμαρτωλότητάς μου (όταν υπάρξει) με γεμίζει με τέτοια ταπείνωση και τέτοια υπακοή στο Νόμο τού Θεού, ώστε μόνο έτσι γίνομαι «άξιος» στα μάτια Του, για να κοινωνήσω το Σώμα και το Αίμα του Υιού Του.
Η αλλαγή αυτή, θέλει φυσικά ανάλογο πόθο και πολλή ευλογία. Γι’ αυτό τακτικά κοινωνώ, αλλά και τακτικά προσέρχομαι στο Μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως και λαμβάνω όχι μόνο την άφεση, αλλά και την καθοδήγηση – βοήθεια του έμπειρου και φωτισμένου Πνευματικού μου, για να συνηθίζω στο νέο τρόπο ζωής και να διευκολύνομαι στους ποικίλους καθημερινούς αγώνες μου.
Τα θαυμαστά αποτελέσματα του Μυστηρίου αυτού, που είναι, πραγματικά, ιδιαίτερη ευλογία και ευεργεσία του Θεού προς τον αδύναμο και συνεχώς αμαρτάνοντα άνθρωπο, φαίνονται στα εξομολογητήρια των Ορθόδοξων Ιερών Ναών, όπου συντελούνται καθημερινά θαύματα!
Πριν λοιπόν προσέλθω στην εξομολόγηση, πρέπει να ετοιμαστώ καλά. Εάν θέλω να βρω τα λάθη – αμαρτήματά μου που έκανα προς τον εαυτό μου, προς τον πλησίον μου και προς τον Θεό, εξετάζω προσεκτικά τον εαυτό μου για να δω πού αμάρτησα με λόγια, με έργα ή με τη διάνοιά μου. Αποφασιστικά, ειλικρινά, ταπεινά. Με ακρίβεια, χωρίς υπερβολές και με ανάληψη των ευθυνών μου. ‘Εξομολογούμαι αμαρτίες, χωρίς να λέω ιστορίες λέω τις δικές μου αμαρτίες και όχι τις αμαρτίες των άλλων. Προπάντων, προσεύχομαι ο Θεός να με φωτίσει να θυμηθώ ΟΛΕΣ τις αμαρτίες μου, να αποκτήσω θάρρος, ώστε να ομολογήσω τις 
αμαρτίες μου («Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου»), και να προσέλθω «εν μετανοίας» ενώπιον του Παντεπόπτου Θεού.
Αρχίζω λοιπόν και εξετάζω τον εαυτό μου ως έξης:
α. Αμαρτήματα προς τον Θεό
Η πρώτη εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο , «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της Ισχύω; σου» (Μαρ. ιβ’ ,30), με βρίσκει παραβάτη. Αντιλαμβάνομαι πλέον ότι πρωτίστως πρέπει να ομολογώ ότι δεν αγαπώ τον Θεό, όπως θέλει και μου το ζητά ο Ίδιος. Αυτός που αγαπά τον Θεό, Τον σκέπτεται και προσεύχεται τακτικά, διαθέτει δηλαδή περισσότερο χρόνο σ’ Αυτόν. Δυστυχώς βλέπω ότι αγαπώ περισσότερο τον εαυτό μου, το δικό μου άνθρωπο, ο,τι «δικό μου»…
Το δεύτερο μεγάλο αμάρτημά μου είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην Πρόνοια του Θεού (Ματ. στ’, 33). Ιδιαίτερα στο θέμα της τεκνογονίας. Δε δέχομαι εύκολα τις δοκιμασίες στη ζωή μου (ασθένειες, θανάτους και ποικίλες άλλες 
δοκιμασίες) ή αμφιβάλλω για την αγάπη Του. Ανησυχώ, διαμαρτύρομαι, γογγύζω και διακατέχομαι από άγχος, γεγονός που αποδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και ολιγοπιστία. Δυστυχώς έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στον Υπουργό, στο Στρατηγό, στον εαυτό μου, στην περιουσία μου…
Και το τρίτο μεγάλο αμάρτημά μου είναι η αχαριστία μου προς τον Θεό (Β’ Τιμ. γ’, 2). Καθόλου δε νιώθω μα ούτε σκέπτομαι τις ευεργεσίες Του! Πώς λοιπόν θ’ ανταποκριθώ σ’ αυτές, ώστε να Τον ευχαριστώ; Αντίθετα, δυστυχώς, πολύ ευχαριστώ τους φίλους μου, τους δανειστές μου κ.λπ., παρά τον Θεό!
β. Αμαρτήματα προς τον πλησίον (ανθρώπους, εργασία, κράτος).
Και εδώ η εντολή του Θεού, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρ. ιβ, 31), με βρίσκει παραβάτη. Δεν αγαπώ, πράγματι, τον κάθε πλησίον μου, όπως αγαπώ τον εαυτό μου. Θέλω όλοι να με αγαπούν, αλλά το «αγαπάτε και 
τους εχθρούς υμών» (Λουκ. στ’, 27) συνήθως δεν το σκέπτομαι καθόλου! Αγαπώ με λόγια και όχι με έργα, με τη γλώσσα και όχι με την καρδιά. Συνήθως κρατώ κακία (βασανιζόμενος περισσότερο ο ίδιος) και ξεχνώ παντελώς ότι, στην ουσία, δεν αγαπώ ούτε τον Θεό, όταν δεν αγαπώ ή το χειρότερο, όταν μισώ τον πλησίον μου (Α Ιω. δ’, 20).
Το δεύτερο συνηθισμένο αμάρτημά μου προς τον πλησίον είναι ότι δεν συμπεριφέρομαι προς αυτόν, όπως θα ήθελα να συμπεριφέρεται αυτός προς εμένα (Ματ. ζ’, 12). Από αυτόν απαιτώ άριστη συμπεριφορά, ενώ παραμελώ και δικαιολογώ τη δική μου, που πολλές φορές είναι ανεπίτρεπτη και αδικαιολόγητη! Έτσι, αντί να παρακολουθώ και να διορθώνω τον εαυτό μου, ασχολούμαι με τον άλλον, τον παρεξηγώ και τον κατακρίνω.
Και το τρίτο σημαντικό αμάρτημά μου είναι ότι προσέχω πολύ τα δικαιώματά μου (λόγω της φιλαυτίας μου) και παραμελώ τις υποχρεώσεις μου προς τους συνανθρώπους μου ή την εργασία μου. Το ότι πρέπει να είμαι «πάντων διάκονος» (Μάρ . θ’, 35) το παραβλέπω, με αποτέλεσμα να στερούμαι την ευλογία του Θεού, η οποία με βοήθα ή να λύνω τα ποικίλα προβλήματά μου, ή να τα ανέχομαι και να τα 
υπομένω χωρίς γκρίνιες και άγχος!
γ. Αμαρτήματα προς τον εαυτό μου
Τα τρία μεγάλα αμαρτήματα προς τον εαυτό μου είναι:
Πρώτον, η φιλαυτία μου. Αγαπώ πολύ τον εαυτό μου, μ’ αρέσει να τον περιποιούμαι ιδιαιτέρως και να φορώ ό,τι ωραιότερο επιδεικνύοντάς τον! Κάθε ημέρα στέκομαι περισσότερη ώρα στον καθρέπτη παρά στο εικονοστάσι! Γι’ αυτό έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και ενοχλούμαι πολύ όταν μου υποδεικνύουν τα ελαττώματά μου.
Δεύτερον, η αμετανοησία μου. Δεν παίρνω την απόφαση να μετανοήσω ειλικρινά για τις αμαρτίες μου. Προτιμώ τη διψυχία. Θέλω να τα έχω καλά με τον Θεό μόνο ορισμένες ώρες του 24ώρου ή της εβδομάδας. Τις υπόλοιπες ώρες 
«συμμαχώ» με το διάβολο, εφ’ όσον δεν απαρνούμαι και δεν καταδικάζω τις κακές μου έξεις (συνήθειες) και αμαρτίες. Δε δέχομαι ή δε δίνω πολλή σημασία στο «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν… ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματ. στ’, 24) και νομίζω ότι μπορώ να συμβιβάζομαι και με τους δύο τρόπους» ζωής.
Τρίτον, η άγνοιά μου. Με διακατέχει μία χαρακτηριστική, πολλές φορές, αδιαφορία για ενημέρωση μου σε θέματα πίστεως και αληθείας. Έχω άγνοια σε σημαντικά θέματα πίστεως, που φαίνεται στις συζητήσεις μου ιδίως με «αιρετικούς» – πλανεμένους, αλλόθρησκους ή «ειδωλολάτρες» ( … ). Δε διαβάζω, δεν ακούω και δε ρωτώ για να μάθω τα της πίστεώς μου) .
2 . Προετοιμασία την παραμονή πριν από τη Θ . Μετάληψη
Ολόκληρη αύτη την ημέρα, κανονικά, πρέπει να σκεπτόμαστε το μέγα γεγονός της επόμενης ημέρας. Ιδιαίτερα όμως το απόγευμα – βράδυ. Οι σκέψεις, η συμπεριφορά, τα λόγια μας πρέπει να είναι προσεγμένα. Ο χρόνος πρέπει να διατίθεται στο «καθάρισμα» και την τακτοποίηση του «σπιτιού» μας, για να υποδεχτούμε το μεγάλο Επισκέπτη. Κλεινόμαστε λοιπόν στο «ταμιείον» μας και «εν περισυλλογή» εξετάζουμε τον εαυτό μας όχι για να διαπιστώσουμε ότι είναι «άξιος» της Θείας Κοινωνίας , αλλά για να συνειδητοποιήσουμε την αναξιότητά μας και έτσι να οδηγηθούμε στην πλήρη ή τέλεια μετάνοια. Συγκεκριμένα:
α. Αρχίζοντας την τελική προετοιμασία – αυτοεξέταση:
(1) Διερωτώμαι τί προσφέρω ή τί θυσιάζω εγώ για τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θυσία του Υιού Του. Θεωρώ τον εαυτό μου ανάξιο της αγάπης Του και αναθεωρώ τη στάση και τη συμπεριφορά μου.
(2) Συναισθάνομαι ότι, ουσιαστικά, ζω σε χώρα μακράν, εκτός της οικίας του Πατρός μου και νιώθω γι’ αυτό λύπη.
(3) Αποφασίζω ν’ αποκαταστήσω τη σχέση μου και να επιστρέψω στον Θεό, επιθυμώντας τη Θεία Κοινωνία για την ίαση της ψυχής και του σώματός μου.
(4) Προσπαθώ να παραδεχτώ και να νιώσω ότι δεν είμαι άξιος ούτε ικανός για να έλθει ο Κύριος και να κατοικήσει στην ψυχή μου, γιατί έχει πια ερημωθεί και καταστραφεί και δε θα μπορέσει να βρει μέρος κατάλληλο να μείνει.
«Να γιατί μπροστά Σου πέφτω και θερμά παρακαλώ Σε: Όπως δέχτηκες μ’ αγάπη του Ασώτου τη συγγνώμη και της Πόρνης τη μετάνοια έτσι δέξου με, Χριστέ μου, που ’μαι άσωτος και πόρνος τώρα που θα Σε πλησιάσω με ταπεινωμένη την ψυχή μου».
(5) Καταλαβαίνω τέλος ότι το όλο πρόβλημα είναι θέμα αγάπης, την οποία πρέπει ν’ αναπτύξω προς τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας, δεδομένου ότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς…» (Α Ίω. δ’, 19). Όποτε με τόλμη και χωρίς «κρίμα ή 
κατάκριμα» προσεγγίζω το Άγιο Ποτήριο και Μυστήριο, που η Αγάπη του Χριστού μας έχει δώσει.
β. Ζητώ συγγνώμη από τους οικείους μου ήαπό όσους έχω λυπήσει με τις παραλείψεις ήτις ιδιοτροπίες μου (Σχετ, Ματ. ε’, 23,24).
γ. Διαβάζω τη βραδινή μου προσευχή το Απόδειπνο.
δ. Διαβάζω με προσοχή την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όχι για να αισθανθώ ικανοποιημένος επειδή τυπικά την ανέγνωσα, αλλά για να νιώσω το βαθύτερο νόημά της, το ότι δηλ. δεν είμαι άξιος να κοινωνήσω, αλλά παρακαλώ 
τον Θεό να δεχθεί τη μετάνοιά μου.
ε. Τρώγω το βραδινό μου φαγητό ενωρίς, το οποίο είναι λιτό, αλάδωτο ή ξηροφαγία, για να έχω ελαφρό στομάχι και ευχάριστο ύπνο.
στ. Δεν ασχολούμαι με καθημερινά προβλήματα, ιδίως με οικογενειακές τριβές και συγχύσεις, (τα αποφεύγω ή τα αναβάλλω).
ζ. Δε βλέπω τηλεόραση ούτε ειδήσεις ή αθλητικά.
η. Δε μετέχω με καμιά δικαιολογία σε νυκτερινή έξοδο ή διασκέδαση (διαφορετικά αναβάλλω τη Θεία Κοινωνία).
θ. Εάν υπάρχει κι άλλος χρόνος μελετώ σχετικά βιβλία, προσεύχομαι, λέγοντας την Ευχή και κοιμάμαι.
3. Πρωινή προετοιμασία (πώς κοινωνούμε)
Σηκώνομαι εγκαίρως και με ηρεμία ετοιμάζομαι.
α. Αρχίζω με την Προοιμιακή Προσευχή.
β. Διαβάζω τις τελευταίες προσευχές της Θ. Μεταλήψεως (εφ’ όσον την προηγούμενη ακολουθία τη διάβασα αποβραδίς).
γ. Μεταβαίνω στην Εκκλησία από την αρχή του Όρθρου.
δ. Παρακολουθώ με προσοχή και ευλάβεια και συγχρόνως προσεύχομαι ο Θεός να με αξιώσει να μεταλάβω το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας προς αγιασμό της ψυχής και του σώματός μου.
ε. Στο «Μετά φόβου….» πλησιάζω ήρεμα χωρίς βιασύνη και με πλήρη συναίσθηση του μεγάλου γεγονότος. 
στ. Με τα δυο χέρια μου πιάνω το (κόκκινο) μάκτρο κάτω από το πηγούνι μου (για να μην πέσει κάτω η Θ. Κοινωνία), λέγω το όνομά μου και ανοίγω καλά το στόμα μου.
ζ. Μετά τη Θεία Μετάληψη δεν ομιλώ, για να μην τυχόν φύγει και πέσει από το στόμα μου κάποιος Μαργαρίτης.
η. Επιστρέφοντας στη θέση μου, παίρνω αντίδωρο και το τρώγω, ώστε αυτό να υποβοηθήσει στην κατάποση των υπολειμμάτων από τη Θ. Κοινωνία που τυχόν απέμειναν στο στόμα μου. (Ιδίως πρέπει να προσέχουν οι μητέρες με τα σάλια που βγάζουν μερικές φορές τα βρέφη τους ή με τη πιπίλα τους. Ένα χαρτομάντιλο, που μετά το καίνε, λύει καλύτερα το πρόβλημα) .
θ. Μετά την απόλυση της Θ. Λ. προσέχω πολύ τα λόγια και τη συμπεριφορά μου … Είναι αντιδεοντολογικό μετά το μέγα γεγονός της Θ. Μεταλήψεως να συμπεριφέρομαι με τρόπο που δείχνει ότι δεν ένοιωσα το μέγα γεγονός.
ι. Όταν επανέλθω στο σπίτι μου, διαβάζω αμέσως (ή μετά από λίγο), την Ευχαριστία μετά τη Θεία Μετάληψη. (Όταν αυτή διαβάζεται μέσα στον Ι. Ναό προσέχω την ανάγνωση και δεν ενοχλώ τους άλλους με συζητήσεις ή χαιρετισμούς). Η χαρά και η ευλογία που απολαμβάνω από το Γεγονός της ημέρας φαίνεται στο πρόσωπό μου… Ζω έτσι, ώστε να δοξάζεται ο Θεός!
Οι γυναίκες δεν πρέπει να προσέρχονται με παντελόνια ή βαμμένες. Ο Χριστός ενδιαφέρεται για την ομορφιά του εσωτερικού μας κόσμου. Εάν εμείς γι’ αυτή την ιερή στιγμή φροντίζουμε την εξωτερική μας εμφάνιση (χείλη, χέρια κ.λπ.), μοιάζει σαν να μην ξέρουμε τί κάνουμε και τί ζητάμε… Καλό είναι λοιπόν να έχουμε και μια ενδυμασία ιδιαίτερη για τον Χριστό και την Εκκλησία Του
4. Νηστεία και Θεία Κοινωνία
Νηστεία: Όπλον κατά δαιμόνων και πειρασμών. «Τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν, ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρ. θ’ ,29).
«Εάν θέλης να κάνης ισχυρό το πνεύμα σου, χαλιναγώγησε με νηστεία την σάρκα σου» (Μ. Βασίλειος).
α. Γενικά
Η Νηστεία είναι η παλαιότερη εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο δόθηκε στους Πρωτόπλαστους. Συναντάται σ’ όλους τους λαούς της αρχαιότητας και σ’ όλες τις θρησκείες. Είναι ένας θεσμός, με τον οποίο ο άνθρωπος δήλωνε την υποταγή της θελήσεώς του στο θείο θέλημα.
Στο Χριστιανισμό η νηστεία ήταν πάντοτε βίωμα των πιστών, επειδή εθεωρείτο και είναι θεσμός – διάταξη εκκλησιαστική, η οποία φέρει κανονικό χαρακτήρα, δηλαδή υποχρεωτικό (βάσει Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων).
Σε συνδυασμό με την προσευχή και την ελεημοσύνη αλλιώς, χάνει τη μεγάλη αξία της – καθίσταται μέσο πνευματικής προόδου και υπερβάσεως του σαρκικού φρονήματος, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή εσωτερική καθαρότητα. «Νηστεία είναι το θεμέλιο, ο υπερασπιστής και ο φύλαξ όλων των αρετών. Είναι η αρχή της οδού του Χριστιανισμού, η λαμπρότης της σωφροσύνης, η μητέρα της προσευχής, η πηγή της φρονήσεως και η οδηγός όλων των καλών 
έργων» (Ασκητικά Αγίου Ισαάκ του Σύρου).
«Αληθινή νηστεία δεν είναι μόνο η απόχη από τα φαγητά, αλλά και η απόχη από τα αμαρτήματα… Νηστεύεις; δείξε το από τα έργα σου. Εάν ιδής πτωχόν, βοήθησέ τον. Εάν ιδής εχθρόν σου, να συμφιλιωθής μ’ αυτόν. Εάν ιδής φίλον σου να ευδοκιμή, μην τον φθονήσεις… Ας μη νηστεύει δηλαδή μόνο το στόμα σου, αλλά και τα μάτια σου και η ακοή σου και όλες οι αισθήσεις σου» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Γι’ αυτό τονίζεται ιδιαίτερα ότι η ορθόδοξη νηστεία είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος.
β. Οι διατεταγμένες νηστείες, που καθορίζει η Εκκλησία μας κατά τη διάρκεια του έτους είναι:
(1) της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (του Πάσχα).
Από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Τρώμε αλάδωτα τη Δευτέρα έως Παρασκευή και λαδερά τα Σάββατα και τις Κυριακές (πλην του Μεγάλου Σαββάτου).
(2) της Τεσσαρακοστής των Χριστουγέννων.
Από 15 Νοεμβρίου μέχρι 24 Δεκεμβρίου. Τρώμε λαδερά όλη την περίοδο και αλάδωτα Τετάρτη (την Τετάρτη, διότι την ημέρα αυτή έγινε το συμβούλιο για την προδοσία του Κυρίου μας και την Παρασκευή, διότι την ημέρα αυτή σταυρώθηκε ο Χριστός για τη σωτηρία μας.) και Παρασκευή. Ψάρια τρώμε μέχρι 17 Δεκεμβρίου πλην Τετάρτης και Παρασκευής, ή επί το ασκητικότερο, από 21 Νοεμβρίου μέχρι 12 Δεκεμβρίου, μόνο Σάββατο και Κυριακή.
(3) του Δεκαπενταύγουστου (της Παναγίας). Από 1 έως 14 Αυγούστου.
Τρώμε αλάδωτα Δευτέρα έως Παρασκευή, λαδερά Σάββατο και Κυριακή και ψάρια της Μεταμορφώσεως.
(4) των Αγίων Απόστολων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου).
Αρχίζει από τη Δευτέρα μετά των Αγίων Πάντων. Τρώμε λαδερά και ψάρια πλην Τετάρτης και Παρασκευής.
(5) της 14ης Σεπτεμβρίου, Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
(6) της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή Χριστουγέννων.
(7) της 5ης Ιανουαρίου, παραμονή Θεοφανείων. Και στις τρεις αυτές εορτές τρώμε αλάδωτα.
(8) της 29ης Αυγούστου, Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (αλάδωτα εάν οι μονοήμερες αυτές νηστείες συμπέσουν με Σάββατο ή Κυριακή, τρώμε λαδερά).
(9) Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, ολόκληρο το χρόνο τρώμε αλάδωτα εάν στις
ημέρες αυτές συμπέσει κάποια Δεσποτική, Θεομητορική ή εορτή μεγάλου Αγίου, τότε κάνουμε την προβλεπόμενη κατάλυση, οίνου και ελαίου, ή ιχθύος, ήεις πάντα. Ο Άγιος Νικόδημος σε σχόλιό του στο τέλος του ΠΗΔΑΛΙΟΥ προσθέτει ότι τις Τετάρτες και Παρασκευές της περιόδου του Πεντηκοσταρίου «καταλύεται οίνος και έλαιον».
Με βάση τις προτροπές των Αγίων Πατέρων μας οφείλουμε να νηστεύουμε, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και γέροντες, όπως καθορίζει τις εκάστοτε νηστείες η Εκκλησία μας, εφ’ όσον δεν έχουμε προβλήματα υγείας. Διαφορετικά 
συμβουλευόμαστε τον Πνευματικό μας, διότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις (των ασθενών) η επίμονη για νηστεία είναι επικίνδυνη πνευματικά και σωματικά.
γ. Νηστεία πριν από τη Θεία Κοινωνία
Όσοι τηρούν τις νηστείες του έτους, όπως τις καθορίζει σήμερα η Εκκλησία, δεν είναι απαραίτητο να κάνουν άλλη νηστεία, πριν από τη Μετάληψη, αλλά μπορούν, εάν θέλουν, να κοινωνούν νηστεύοντας μόνο την παραμονή για καλύτερη ψυχική τους προετοιμασία. Δηλαδή να τηρούν την προφορική παράδοση της Εκκλησίας, που θέλει την παραμονή της θείας Μεταλήψεως να τρώμε αλάδωτα.
Εάν η παραμονή συμπέσει με Σάββατο ήΚυριακή ήμε μεγάλη εορτή που έχει κατάλυση, τότε το μεσημέρι μπορούν να τρώνε ό,τι προβλέπει η κατάλυση: λαδερά ήψάρια ήπασχαλινά και το βράδυ κάτι ελαφρό, αλάδωτο (τσάι, ξηρούς καρπούς, φρούτα κ.λπ.). Όσοι κοινωνούν τακτικότατα, τηρούν όσα τους καθορίζει ο Πνευματικός τους.
Ένας π .χ. που τηρεί τις νηστείες του έτους όπως τις καθορίζει η Εκκλησία και θέλει να κοινωνήσει στις 7 Ιανουαρίου, την παραμονή που είναι των Φώτων (κατάλυση στα πάντα), μπορεί εάν θέλει, να φάει το μεσημέρι και κρέας, το βράδυ αλάδωτο και να κοινωνήσει. Εάν όμως θέλει από ασκητική διάθεση να μη φάει κρέας, νομίζω ότι κάνει καλύτερα. Όταν κοινωνεί Κυριακή (ήΔευτέρα), το Σάββατο (ή Κυριακή) τρώει το μεσημέρι υποχρεωτικά λαδερά, το βράδυ αλάδωτα και κοινωνεί. Την Τετάρτη και Παρασκευή τρώει όλη την ημέρα αλάδωτα, τις άλλες ημέρες το μεσημέρι λαδερά και το βράδυ αλάδωτα.
Όσοι δεν τηρούν τις νηστείες του έτους, για οποιονδήποτε λόγο, να συμβουλεύονται τον Πνευματικό τους,ο οποίος θα τους καθορίζει τις ημέρες νηστείας πριν τη Θεία Μετάληψη.
Υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι το Σάββατο πριν από τη Θεία Κοινωνία μπορούμε να τρώμε και κρέας (!) και την Κυριακή πρωί να κοινωνούμε, στηριζόμενοι στον ΞΔ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος καθορίζει ότι Σάββατα6 και Κυριακές απαγορεύεται να νηστεύουμε με ασιτία ή ξηροφαγία
Σ’ αυτή την τοποθέτηση παρατηρούμε τα εξής:
Πρώτον όταν ο Κανόνας καθορίζει την αποφυγή της ξηροφαγίας δε σημαίνει ότι παρέχει το δικαίωμα της κρεοφαγίας. Όταν υπάρχει και η δυνατότητα των λαδερών ή των ψαρικών.
Δεύτερον η θέση αυτή έρχεται σ’ αντίθεση με την προφορική παράδοση της Εκκλησίας που θέλει την παραμονή της Θείας Μεταλήψεως να τρώμε αλάδωτα ήτο Σάββατο λαδερά (ή ό,τι προβλέπει η κατάλυση τηςπαραμονής).
Τρίτον η θέση αυτή έρχεται σ’ αντίθεση και με τον ασκητικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας.
Τέταρτον όταν κανείς διογκώνει τη δυνατότητα του ΞΔ’ Κανόνα και παραθεωρεί ήπαραβλέπει την υποχρέωση του ΞΘ’ Κανόνα, που επιβάλλει, σε Κληρικούς και Λαϊκούς, την ασιτία ήξηροφαγία Τετάρτη και Παρασκευή ολόκληρο το χρόνο και τη Μεγ. Τεσσαρακοστή (είτε κοινωνούμε, είτε δεν κοινωνούμε ), έρχεται σε αντινομία. Διότι πώς μπορούν να επικαλούνται και να τηρούν κατά γράμμα τον ΞΔ’ Κανόνα όσοι δεν τηρούν τον ΞΘ’;
Όποιοι λοιπόν τρώνε ολόκληρο το χρόνο κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ξηροφαγία, δηλ. μια φορά την ημέρα ψωμί και νερό στις 3 το απόγευμα (ΠΗΔΑΛΙΟΝ σελ. 83), (Σ.Σ. ήτουλάχιστον αλάδωτα) αυτοί, βάσει των Κανόνων, έχουν τη δυνατότητα, (όχι την υποχρέωση), να τρώνε και κρέας το Σάββατο και την Κυριακή να κοινωνούν. Διαφορετικά είναι ασυνεπείς και «χαρίζονται στη γαστέρα τους» (Άγιος Νικόδημος).