Έννοια και σημασία του όρου αγάπη
Στήν καθημερινή μας ζωή χρησιμοποιοῦμε συχνά τή λέξη ἀγάπη. Τί σημαίνει ἄραγε ἡ λέξη ἀγάπη. Τό ρῆμα ἀγαπῶ ἔχει ποικιλία νοημάτων στή ζωή μας, ἀνάλογα μέ τό ἑκάστοτε ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μας. Ἐπί παραδείγματι, ἀγαπῶ τόν Θεόν, τούς γονεῖς μου, τά παιδιά μου, τούς φίλους μου κ.λ.π. Ὅμως ἡ σωστή ἔννοια τῆς ἀγάπης ὑπάρχει στό λόγο τοῦ Θεοῦ, στό Εὐαγγέλιο. Διότι μόνο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς δώσει τή σωστή ἔννοια αὐτῆς.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη ὑπάρχει σέ ὅλο τό Σύμπαν, διότι καί τό Σύμπαν δημιουργήθηκε ἀπό ἀγάπη καί λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τούς νόμους της. Ὁ κεντρικός ἄξονας τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅμως ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη φανερώνεται μέ πολλούς τρόπους. Ὁ σπουδαιότερος τρόπος εἶναι ἡ μεγαλειώδης ἀπόφαση τοῦ Κυρίου νά στείλει τόν Υἱό του στή γῆ, νά θυσιαστεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τά τρία πρόσωπα τοῦ ἑνός Θεοῦ εἶναι ὕψιστο δεῖγμα ἀγαπητικῆς κοινωνίας. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη προϋποθέτει κοινωνία.
Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας, γιατί θά ἦταν αὐταγάπη, δηλαδή θ’ ἀγαποῦσε τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ἡ ἀγάπη εἶναι κοινωνία. Ἀλλά καί δυάδα δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ Θεός, γιατί τότε θά ἦταν ἔρωτας, δηλ. μιά μορφή ἀγάπης μεταξύ δύο προσώπων. Μόνο μέ τήν Τριάδα φτάνουμε στό πλήρωμα τῆς ἀγάπης. Ὁ Θεός λοιπόν εἶναι Τριάδα, πού δείχνει τήν τέλεια ἀγάπη καί κοινωνία τῶν προσώπων, ἀλλά καί μονάδα, διότι τά πρόσωπα εἶναι ἑνωμένα ἀγαπητικά, γι’ αὐτό εἶναι πρόσωπα. Ἡ ἀγάπη λοιπόν ἀποτελεῖ τή δομή τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων καί τό κριτήριο τῆς συμπεριφορᾶς τους.
Ὅπου δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ ἡ ὕπαρξη μεταβάλλεται σέ ἀνυπαρξία καί ἡ συμπεριφορά της φυσικά καθίσταται μηδενική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἄλλους εἶναι ἀνύπαρκτος σάν πρόσωπο. Ὑπάρχει μόνον σάν ἄτομο, δηλαδή κομμάτι ὑπάρξεως, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει φυσιολογικά. Ἡ ἀληθινή ἐπικοινωνία εἶναι μία μορφή εὐτυχίας καί αὐτή γίνεται μόνο μέ τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη σπάει τά δεσμά τῆς μοναξιᾶς καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά λειτουργεῖ σωστά. Νά εἶναι γαλήνιος, εἰρηνικός, εὐτυχισμένος. Ὅσο πιό σωστή εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο πιό πολύ ζεῖ κανείς τήν εὐτυχία. Ἡ ὕπαρξη τοῦ κόσμου ὀφείλεται στήν παρουσία τῆς ἀγάπης. Ὅταν ἐκλείψει παντελῶς ἡ ἀγάπη, τότε ὁ κόσμος θά καταστραφεῖ. Ἀγάπη σημαίνει πολιτισμός καί πολιτισμός σημαίνει ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τό Θεό εἶναι ὁ Θεῖος ἔρωτας πού σέ κάνει νά τά δώσεις ὅλα καί τή ζωή σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τό Θεό, δέν ἀποκλείει τούς ἄλλους. Ὅταν ἀγαπᾶμε σωστά ἕναν ἄνθρωπο, ἀγαπᾶμε καί ὅλους τούς ἄλλους.
Η αγάπη προς τον πλησίον
Τί σημαίνει ἄραγε ἀγαπῶ τούς ἄλλους; Εἶμαι ὑπεύθυνος γιά τά προβλήματα ὅλων; Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, διότι ἐνῶ μιλᾶμε πολύ γιά τήν ἀγάπη, ἐν τούτοις οἱ περισσότεροι ζητᾶμε νά μᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι καί δέν ἔχουμε τή διάθεση νά ἀγαποῦμε ἐμεῖς τούς ἄλλους. Καί γιατί λοιπόν δέν ἀγαποῦμε τούς ἄλλους; Γιατί χάσαμε τήν ἀληθινή ἀγάπη πρός τό Θεό καί γίναμε ἐγωιστές. Δέν ἔχομε πίστη στό Θεό καί στόν συνάνθρωπο. Μᾶς βαραίνει ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀμφιβολία. Παίρνουμε τήν ἀγάπη σάν κάτι δεδομένο, νά μᾶς προσφέρουν οἱ ἄλλοι καί πικραινόμαστε, ὅταν δέν συμβαίνει αὐτό. Ὅμως ἡ ἀγάπη κερδίζεται μέ τήν προσφορά καί τή θυσία.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μέ τά ἀτομικά τους πράγματα. Κλείνονται στόν ἑαυτό τους καί εἶναι σφιγμένοι προσπαθώντας νά κρατηθοῦν ἀπ’ ὅτι βροῦν μέσα στήν ἀπελπισία τους. Πῶς μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε ἀγάπη γιά τόν ἄλλο; Εἶναι ἔμφυτο αὐτό τό συναίσθημα ἤ καλλιεργεῖται; Προφανῶς ἡ ἀγάπη δέν εἶναι προνόμιο ὁρισμένων, εἶναι κάτι ἔμφυτο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὅλοι ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νά μᾶς τήν προσφέρουν οἱ ἄλλοι. Ἡ δυσκολία εἶναι νά τή δείξουμε ἐμεῖς. Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας νομίζει πώς θά θεραπευθεῖ ἐάν τόν ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι καί ἀγνοεῖ ὅτι θεραπεύεται περισσότερο, ἄν ὁ ἴδιος προσφέρει τήν ἀγάπη του στούς ἄλλους.
Βέβαια ὅλοι πάσχομε ἀπό τήν ἔλλειψη ἀγάπης πρός ἐμᾶς. Ὅμως ἄν κάναμε μία προσπάθεια ν’ ἀγαπήσουμε ἐμεῖς τούς ἄλλους, τότε θά θεραπευθοῦμε καί δέν θά αἰσθανόμαστε μοναξιά. Ἡ βίωση τῆς μοναξιᾶς συμβαίνει γιατί κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας. Χρειάζεται ν’ ἀνοιχθοῦμε καί νά μοιραστοῦμε μέ τούς ἄλλους τή ζωή μας. Συνήθως οἱ ἄνθρωποι παίρνουν τήν ἀγάπη σάν κάτι τό δεδομένο, πού ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει, καί ὄχι σάν κάτι πού σέ καλεῖ νά τό φροντίσεις, νά τό καλλιεργήσεις καί νά τό ἀναπτύξεις. Ἄν ἡ ἀγάπη ἔχει σχέση μέ τήν εὐτυχία μας, καί ἔτσι εἶναι, τότε ἀξίζει τόν κόπο νά παλέψουμε γι’ αὐτήν. Πρέπει ὅμως νά ξεκινήσουμε σωστά. Ἐξ ἄλλου γιά κάθε ἀγώνα ὑπάρχει μία τεχνική. Ἔτσι καί ἐδῶ. Πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μᾶς συμφέρει εἴτε εἶναι πρός τόν Θεό εἴτε πρός τόν πλησίον. Ἄν ἀμφιβάλλουμε, ἄς δοκιμάσουμε. Ἄς χαλαρώσουμε λίγο καί ἄς δείξουμε ἀνταπόκριση.
Τότε παρατηροῦμε, ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι τόσο κακός, ὅσο φανταζόμαστε. Διαπιστώνουμε ὅτι ἔχει ἀκόμα εὐαισθησία. Ἄν συνεχίσουμε τό πείραμα, θά δοῦμε σιγά-σιγά, ὅτι οἱ ἄνθρωποι γύρω μας, δέν ἀλλάζουν. Στήν πραγματικότητα ἔχουμε ἀλλάξει ἐμεῖς. Ἐάν θέλουμε νά προχωρήσουμε στόν ἀγώνα μας, πρέπει πρῶτα νά κοιτάξουμε μέσα μας, νά καλυτερέψουμε τήν ποιότητα τῆς ἀγάπης μας, ν’ ἀγαπήσουμε σωστά καί ἀληθινά τόν συνάνθρωπό μας. Ἐδῶ χρειάζεται νά θυσιάσομε τόν ἐγωισμό μας, τή φιλαυτία μας καί να στρέψουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν ἄλλο.
Πολλές φορές αἰσθανόμαστε τήν παρουσία τῶν ἄλλων σάν κόλαση. Ἕνας σύγχρονος ὑπαρξιστής, ὁ Π. Σάρτρ, ἔλεγε: «Οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου». Ἐνῶ οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται τούς ἄλλους σάν τόν παράδεισο, μέ τήν ἔννοια, ὅτι στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου βλέπουν τόν ἴδιο τό Χριστό. «Εἶδες τόν ἀδελφό σου; Εἶδες τό Θεό σου», ἔλεγε κάποιος ἅγιος. Δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ ἄλλου εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἄποψη, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατ’ εἰκόνα, καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἀναφέρω κάτι σχετικό ἀπό τή ζωή τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχη καί ποιμένα μας Ἀντωνίου τοῦ Σιατίστης. Αὐτός λοιπόν ὁ ἅγιος Γέροντας πλησίαζε ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονταν στό Μοναστήρι μέ πατρική ἀγάπη. Συνήθιζε νά κάθεται ὧρες νά συζητᾶ μέ ἁπλούς ἀνθρώπους, φτωχούς, ἀγράμματους καί πολλές φορές καί μέ λειψούς στό μυαλό. Ὅταν κάποια ἡμέρα τόν ρώτησα: «Σεβασμιώτατε, γιατί κάθεστε καί μιλᾶτε μ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους; Σεῖς εἶστε Δεσπότης», ἔλαβατήν ἀπάντηση: «Εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ παιδί μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀξίζουν τήν ἀγάπη μας, γιατί ἔτσι εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Τότε ἀγαπᾶμε ἀληθινά τό Θεό». Ὑπάρχει λοιπόν ἀγάπη ἀληθινή καί ἀγάπη ψεύτικη.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πολλές φορές βιώνει αὐτήν τήν ψεύτικη ἀγάπη. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἀληθινή ἀγάπη; Ποιός θά μᾶς διδάξει γι’ αὐτήν τήν ἀγάπη; Ἐκεῖνος πού τήν ἔζησε στήν πιό τέλεια μορφή της καί μᾶς ἔδειξε πολλούς τρόπους. Μά πάνω ἀπ’ ὅλα μέ τό σταυρικό θάνατό του. Ἡ ἀγάπη τελικά εἶναι σταυρός καί θυσία. Μά ἴσως ἤθελε νά ρωτήσει κάποιος: Τί δυσκολεύει σήμερα τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν ἀληθινά ὁ ἕνας τόν ἄλλον; Ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ διαστροφή τῆς ἀγάπης, δηλαδή ὁ ἐγωισμός. Ἔφυγε ἀπό τή ζωή μας, ὁ ἀλτρουισμός καί μπῆκε ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι ἀντί νά προσφέρεται ἡ ἀγάπη μας πρός τόν ἄλλο ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό της. Ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας.Γίναμε φίλαυτοι καί λησμονήσαμε τό συνάνθρωπό μας. Ἔτσι ἀντί νά προσφερόμαστε στόν ἄλλο γιά νά χαροῦμε μαζί του τήν ὀμορφιά τῆς ἐπικοινωνίας, ἐκμεταλλευόμαστε τόν ἄλλο γιά νά φτάσουμε στήν πλήρη διάσπαση καί στή μοναξιά.
Ἡ μοναξιά εἶναι ἡ ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, τό μεγάλο τίμημα πού πληρώνουμε γιατί ἀρνηθήκαμε τήν ἀληθινή ἀγάπη.Κάποια ἐκκλησιαστικά κείμενα περιγράφουν τήν κόλαση σάν ἕνα τόπο, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι μαζί, ἀλλά θά στέκονται πλάτη μέ πλάτη,δηλαδή δέν θά μποροῦν νά κοιτάζονται στό πρόσωπο. Δέν θά ἐπικοινωνοῦν. Αὐτή ἡ μορφή τῆς κολάσεως ἤδη μᾶς εἶναι γνωστή.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἀληθινή ἀγάπη; Πρῶτο στοιχεῖο τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, εἶναι ὅτι γεννιέται ἀπό καθαρή καρδιά. «Ἐκ καθαρᾶς καρδίας, ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς». Πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ καθαρή καρδιά. Μιά ἐμπαθής καρδιά εἶναι ἀδύνατον νά ἀγαπᾶ ἀληθινά. Τό μεγαλύτερο πάθος τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἡ φιλαυτία. Ἀπό αὐτήν προέρχονται τρία μεγάλα πάθη. Τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλοδοξίας καί τῆς φιληδονίας. Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐμπαθής, ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό της. Τούς ἄλλους τούς ἀγαπᾶ φαινομενικά γιά νά ἱκανοποιεῖ τόν ἑαυτό της.
Ἡ πραγματική ἀγάπη συνδέεται μέ τήν ἀπάθεια, γιατί ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη γίνεται «θεῖον πάθος», ὁ Ἀπ. Παῦλος διδάσκει ὁ,τι «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ», «ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ». Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ἀνυπόκριτου ἀγάπης εἶναι «λόγος ἀληθής, ἐκ συνειδήσεως ἀγάπης». Ὑπάρχουν πέντε αἰτίες διά τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶνται μεταξύ τους, ὅπως τίς παρουσιάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
1) Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τό Θεό συνειδητά καί ἀληθινά. Ἀγαποῦν ἐπίσης καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιατί ἔτσι εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.
2) Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν φυσική ἀγάπη. Δηλαδή τήν ἀγάπη τῶν γονέων πρός τά παιδιά καί τῶν παιδιῶν πρός τούς γονεῖς.
3) Στήν τρίτη εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν αὐτόν πού τούς ἐπαινεῖ, οἱ φιλόδοξοι καί ματαιόδοξοι.
4) Στήν τέταρτη ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν τόν πλούσιο, γιατί ἀποβλέπουν νά λάβουν κάτι ἀπό αὐτόν. Καί
5) στήν πέμπτη οἱ φιλήδονοι, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν ἐκείνους, πού τούς παρέχουν ἀνέσεις καί εὐκαιρίες γιά ἀπολαύσεις παντός εἴδους.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων, ἡ δεύτερη μέση καί φυσιολογική καί οἱ τρεῖς ἄλλες ψεύτικες ἐμπαθεῖς καί βλαβερές. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ξεπερνᾶ τό χρόνο. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν πρέπει νά σταματᾶ ποτέ. Ἡ ἀγάπη εἶναι πηγή ἀκένωτη καί ἀστείρευτη. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει ὅτι : «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ καί ὅταν δέν τόν ἀγαποῦν, ἀκόμη καί ὅταν τόν μισοῦν. Ὁ Χριστός ἐξαρτᾶ τή σωτηρία μας, ὄχι ἀπό τήν ἀγάπη, πού τρέφουν οἱ ἄλλοι γιά μᾶς, ἄλλα ἀπό τήν ἀγάπη πού δείχνουμε ἐμεῖς στούς ἄλλους. Αὐτό εἶναι στοιχεῖο σωτηρίας.
Μέσα στό Χριστιανισμό ἀγωνιζόμαστε νά καθαριστοῦμε καί ἔτσι ἀγαποῦμε πραγματικά καί ἀληθινά ἀπηλλαγμένοι ἀπό πάθη καί ἀδυναμίες. Γιατί ἐκεῖ βλέπουμε τή σωτηρία μας. Ἡ σωτηρία μας περνᾶ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ. Γιατί πῶς θά ἀγαποῦμε τό Θεό πού δέν βλέπουμε μέ τά σωματικά μας μάτια, ὅταν δέν ἀγαποῦμε τόν ἀδελφό μας, πού τόν βλέπουμε καθημερινά; Μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης. Αὐτή βέβαια ἡ ἀγάπη δέν ἐξαντλεῖται στά λόγια, ἀλλά μεταφράζεται σέ ἔργα. Κάποιος ἅγιος ἔλεγε κρίνοντας τόν ἑαυτό του. «Τό σκυλί εἶναι καλύτερο ἀπό μένα, διότι καί ἀγάπη ἔχει καί δέν κρίνει ποτέ κανένα». Δηλαδή καί ἀγάπη δείχνει καί ὅταν τό χτυποῦμε δέν κρίνει, ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά ἀγαπᾶ. Μήπως ὅταν δέν ἀγαποῦμε εἴμαστε χειρότεροι ἀπό τά ζῶα;
Ἄραγε, ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι δύναμη ἤ ἀδυναμία; Ὅταν ἕνα ὄργανο λειτουργεῖ σωστά, δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἀδύναμο. Ἔτσι καί τό νά ζεῖ κάνεις σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀδυναμία. Ἀντίθετα, ἀδυναμία εἶναι ἡ δυσλειτουργία, μέ ἄλλα λόγια τό ἄγχος, πού φέρνει μέ τή σειρά του, τά κακά του σημερινοῦ μας πολιτισμοῦ. Τίς νευρώσεις, τίς ψυχώσεις, τήν κατάθλιψη, τήν ἀπελπισία. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ δέν εἶναι τό θύμα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν εἶναι μία συνεχής ὑποχώρηση. Ἡ ἀγάπη εἶναι, μιά βαθιά δύναμη, πού πηγάζει ἀπό μία ἐσωτερική ἰσορροπία.
Αὐτή ἡ δύναμη διώχνει τό φόβο ἀπό τή ζωή μας. Εἶναι δυνατόν νά φοβᾶται κανείς αὐτόν πού ἀγαπᾶ; Ἡ ἀγάπη χαρίζει μία εὐεργετική ὑπεροχή σ’ αὐτόν πού τήν ἐκφράζει καί τόν κάνει ἤρεμο, γαλήνιο, εἰρηνικό, εὐτυχισμένο. Εἶναι δυνατόν νά λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε ἕνα πρόσωπο καί ν’ ἀδιαφοροῦμε γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους; Ἄς προσέξουμε τό παράδειγμα: Ἕνας γιός ἀγαπάει τόσο πολύ τή μητέρα του, ὥστε δέν μπορεῖ νά κοιτάξει καμιά κοπέλα γιά νά φτιάξει οἰκογένεια. Ἡ στάση αὐτή τοῦ γιοῦ δέν ἔχει κάτι τό ἀρρωστημένο; Καί ἄλλη περίπτωση. Ἕνα ἀνδρόγυνο εἶναι τόσο πολύ ἀγαπημένο, ὥστε ἀρνεῖται νά γεννήσει παιδιά, μήπως τοῦ πάρουν μέρος ἀπό τήν μεταξύ τους ἀγάπη. Ἀκόμα καί αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, ὅταν ἀποκλείει τούς ἄλλους εἶναι ἀπαράδεκτη.
Ἀλλά ἴσως θά εἰπεῖ κάποιος. Μποροῦμε ν’ ἀγαποῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ὅταν ἕνας μπορέσει ν’ ἀγαπήσει σωστά καί ἀληθινά ἕναν ἄλλο, ἀνακαλύπτει μέσα του, ὅτι ἀγαπάει ὅλον τόν κόσμο. Ὅταν ἡ ψυχή τραγουδάει ἀπό εὐτυχία, τότε βλέπει ὅλον τόν κόσμο διαφορετικά. Ἀλλά πῶς ἐκφράζουμε τήν ἀγάπη μας σ’ ἐκείνους ποῦ ἀγαποῦμε; Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι, γιά νά ἐκφράσει κάνεις τήν ἀγάπη του στούς ἄλλους. Ἀρκεῖ ἀκόμα κι ἕνα χαμόγελο, ἕνας ζεστός λόγος, ἕνας πρόσχαρος χαιρετισμός, δύο κουβέντες παρηγοριᾶς, μιά διάθεση νά προσέξουμε τόν ἄλλο, μιά προθυμία νά τόν ἀκούσουμε, μιά στάση φιλική σέ στιγμές ἐντάσεως καί ἐκνευρισμοῦ, περισσότερη ὑπομονή καί κατανόηση.
Ἕνα μεγάλο ἐμπόδιο γιά ν’ ἀγαπήσομε τούς συνανθρώπους μας εἶναι τό κακό. Τό κακό εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ καλοῦ. Ἡ διαστροφή τοῦ καλοῦ. Ἡ ὕπαρξη τοῦ κακοῦ προσδιορίζεται ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ. Στό βάθος τῶν πραγμάτων ὑπάρχει τό καλό. Αὐτό διαπιστώνεται ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν κάποιος θέλει νά ζημιώσει κάποιον ἄλλο ἤ νά κερδίσει κάτι ἀπό ἕναν ἄλλο, εἴτε αὐτό γίνεται σέ ἁπλή συναλλαγή εἴτε γίνεται στό ἐμπόριο, εἴτε στήν πολιτική, προσπαθεῖ νά παρουσιάσει τήν ἀπαίτησή του μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά φαίνεται ὅτι τάχα ἐπιδιώκει τό καλό του ἄλλου, ἐπίσης πολλοί ἄνθρωποι ὅταν κάνουν μία κακή πράξη προσπαθοῦν νά βροῦν μέσα τους μιά δικαιολογία, γιά νά νομιμοποιήσουν τήν πράξη τους αὐτή, στήν ἴδια τους τή συνείδηση. Ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος κάνει συνειδητά μιά κακή πράξη, τήν κάνει γιατί νομίζει ὅτι τόν συμφέρει.
Δηλαδή τήν κάνει, κατά τή γνώμη του, γιά τό καλό του. Πολλές φορές λοιπόν κάνομε τό κακό τάχα γιά τό καλό μας, γιά ὡφέλεια τοῦ ἑαυτοῦ μας πού ὑπεραγαπᾶμε. Τό κακό λοιπόν ξεκινᾶ ἀπό τήν ὑπερβολική ἀγάπη στόν ἑαυτό μας, στό ἐγώ μας. Εἴμαστε φίλαυτοι καί ἐγωιστές γι’ αὐτό δέν ἀγαποῦμε ἀληθινά, οὔτε τό Θεό, οὔτε τόν πλησίον μας. Ἄρα καί στήν καθημερινή μας ζωή ὑπηρετοῦμε τό κακό καί ὄχι τό ἀγαθό, πού εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Το κακό και η κόλαση σε σχέση με ην αγάπη
Ἔχει γραφτεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων καί τό κριτήριο τῆς συμπεριφορᾶς τους. Ἡ ἀγάπη ὡς κριτήριο συμπεριφορᾶς, δέν ἀφορᾶ μόνο τήν καλή συμπεριφορά, ἀλλά καί τήν ἀντίθετή της δηλαδή τήν ἁμαρτία. Καί πράγματι ἡ ἁμαρτία εἶναι μία μορφή ἀγάπης, ἀλλά διεστραμμένης ἀγάπης. Εἶναι ἡ ἀντιστροφή τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ὅπως τήν ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος διά τῆς κένωσης καί σταύρωσής του. Ἡ διεστραμμένη ἀγάπη ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό της, δέν διακονεῖ καί δέν ὑπηρετεῖ τόν ἄλλον. Εἶναι ἡ αὐτοαγάπη. Ἀγαπῶ μόνο τόν ἑαυτό μου. Αὐτό εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀληθινή ἀγάπη ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν ἄλλο, ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στή μόνωση.
Ἡ μόνωση εἶναι μία μορφή κολάσεως. Ἀλλά τί εἶναι ἡ κόλαση. Ἡ λέξη κόλαση εἶναι ἀπό τό ρῆμα κολάζω=τιμωρῶ. Κόλαση λοιπόν εἶναι ἡ αἰώνια τιμωρία. Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅπως εἰπώθηκε, καί ἐφ’ ὅσον ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού ἤδη ἔχει καταργηθεῖ ἡ θανατική ποινή, εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος πού ποιεῖ τό ἔγκλημα ἐν χρόνῳ νά τιμωρεῖται αἰώνια;
Κόλαση εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ αἰώνια τιμωρία. Αὐτή ἡ τιμωρία ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό τή σχέση πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέ τό Θεό καί πῶς βλέπει τήν ἁμαρτία. Ἐάν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁπλά παράβαση ἐντολῆς τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τό Θεό ὡς τιμωρό καί ἀναμένει τήν τιμωρία ὡς παραβάτης. Ἐάν ὅμως ἡ ἁμαρτία εἶναι μία πληγή στήν προσωπική σχέση του μέ τό Θεό σέ σημεῖο πού νά παραφθείρεται ἡ ἀγάπη, τότε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τό Θεό καί ὁ ἴδιος ἑτοιμάζει τήν κόλασή του.
Αἴτιος λοιπόν γιά τήν τιμωρία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ παραβάτης ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἄν μετανοήσει καί ἐπιστρέψει, ὁ Θεός τόν δέχεται μέ ἀγάπη κοντά του, ὅπως καί πρῶτα. Ὁ Θεός πατέρας ἐπιτρέπει αὐτήν τήν τιμωρία, ὡς ὁ Μέγας Παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη τιμωρία γιά τό συνειδητό ἁμαρτωλό. Ὅταν συλλογιέται τήν ἄπειρη ἀγάπη καί προσφορά τοῦ Δημιουργοῦ του πρός ἐκεῖνον. Θά πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι κάτι πού θά συμβεῖ στό μέλλον, ἀλλά κάτι πού ἀρχίζει ἀπό τό παρόν, μιά καί ἡ ἁμαρτία εἶναι καί δημιουργεῖ κόλαση. Καί αὐτή ἡ κόλαση δημιουργεῖται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραχαράξει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ κόλαση εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπικοινωνήσει μέ ἄλλους ἀνθρώπους, μέ τό περιβάλλον του, ἀλλά καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ἡ μοναξιά εἶναι μία μορφή πνευματικοῦ θανάτου. Καί ζεῖ τό θάνατο αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ὅσον ἀρνεῖται νά μετανοήσει καί νά γυρίσει ξανά στό χῶρο τῆς ἀγάπης. Στή μέλλουσα ζωή, οἱ ἁμαρτωλοί ἀνάλογα μέ τή σχέση πού εἶχαν ἐδῶ μέ τό Θεό, θά λάβουν ἀντίστοιχη θέση ἀπέναντί του. Τήν ἀπόσταση ἀπό τό Θεό τή διαλέγουν οἱ ἴδιοι καί αὐτή θά εἶναι ἡ κόλασή τους. Κι ἐνῶ ὁ Θεός θά τούς ἀπευθύνει πάντα τήν ἄπειρη ἀγάπη του, ἐκεῖνοι θά νιώθουν ὅλο καί πιό ὀδυνηρά.
Σ’ αὐτόν τόν αἰώνιο τρόπο ζωῆς οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά νιώθουν ἀδικημένοι, γιατί οἱ ἴδιοι διάλεξαν αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς. Ὅμως δέν θά ἔχουν μετάνοια, ἀλλά μόνον μεταμέλεια, θά ἀναθεωροῦν τίς πράξεις τους, ὄχι ὅμως καί τό κίνητρον τῶν πράξεών τους, πού ὁδηγεῖ στήν μετάνοια. Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ εἰσηγητής τοῦ κάκου στόν κόσμο; Ποιός ἐπενόησε τήν τέλεια διαστροφή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ὁ διάβολος.
Ἀλήθεια τί εἶναι ὁ διάβολος; Εἶναι ὁ πρῶτος πού συκοφαντεῖ τό Θεό. Ὁ πρῶτος ψεύστης καί κατήγορος καί παραχαράκτης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του. Σήμερα πολλοί ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξή του, ἐνῶ ὅταν νευριάζουν μέ κάποιον τόν στέλνουν σ’ αὐτόν! Τό νά ἀρνεῖται κάνεις τόν πνευματικό κόσμο δείχνει ἐγωιστική ἀντίληψη. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ διάβολος εἶναι τραγικό πρόσωπο καί αὐτή ἡ τραγικότητά του ὀφείλεται: α) Στό ὅτι νιώθει μέσα βαθιά του ὅτι πῆρε τή ζωή του λάθος, καί β) ὅτι δέν θέλει νά παραδεχθεῖ τό τραγικό λάθος του, δέν μετανοεῖ. Γι’ αὐτό κινεῖται καί ἐργάζεται συνεχῶς τό κακό γιά νά αὐτοεπιβεβαιώσει τή λαθεμένη ἀπόφασή του.
Ἔτσι διαλέγει ἕνα δικό του τρόπο ζωῆς ἔξω, ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά νά καταπνίξει τήν ἐσωτερική του κρίση καί νά ἀπατᾶ τόν ἑαυτό του καί νά ξεγελᾶ τήν ἐσωτερική του ἀδυναμία παρασύροντας πολλούς στό κακό. Ὁ διάβολος εἶναι κομπλεξικός, ὅλο τό κακό πού κάνει ἀποτελεῖ ἀνάγκη τῆς ἐλλειπτικῆς ὕπαρξής του. Εἶναι ἕνα δυστυχισμένο πρόσωπο μέ βαριά μοίρα. Γι’ αὐτό ἐργάζεται ἀσταμάτητα γιά τήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὅμως ὅλ’ αὐτά τά ἔργα του τονίζουν τήν ἀδυναμία του γιατί τελικά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἄρχοντας καί ὁ μεγαλονοικοκύρης πού μόνος Αὐτός εἶναι σίγουρος γιά τή δύναμή του καί γι’ αὐτό δέν καταδέχεται νά συναγωνίζεται τόν ἀντίπαλό του. Τόν ἀφήνει νά παίζει, ἐνῶ ὁ ἴδιος μεταβάλει τά κακά ἔργα τοῦ διαβόλου πρός τό συμφέρον τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Θεός ἀγαπάει τό διάβολο διότι τόν δημιούργησε ἄγγελο φωτός ἐνῶ ἐκεῖνος διέστρεψε τήν ἀγάπη βολος. Ὁ Θεός προσμένει τή μετάνοιά του καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μαρτύριο τοῦ διαβόλου διότι, μισεῖ τή μετάνοια καί σωτηρία. Ὁ διάβολος δέν ἀγαπᾶ κανένα μόνο τόν ἑαυτό του. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἀπόλυτα μόνος καί ἐπιδίδεται στό κακό γιά νά βγεῖ ἀπό τή μόνωσή του. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐλεύθερος. Τήν ἐλευθερία του αὐτή τή σεβάστηκε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Γι’ αὐτό καί ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά βλάψει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου παρά μόνον, ἐάν ὁ ἴδιος θελήσει νά τοῦ παραδοθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά τρομοκρατήσει τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά δέν ἔχει καθόλου δύναμη.
Αληθινή προς τον Θεό αγάπη
Ἀπό τήν ἐποχή τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό τραυματίστηκε. Ἡ ἀγάπη παραχαράχτηκε. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀγαπήσει τό Θεό, ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ προορισμός του. Γι’ αὐτό καί συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τό σφάλμα τῶν πρωτοπλάστων. Οἱ ὁποῖοι ἔχασαν τήν ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τό Θεό καί τοποθέτησαν ἕνα ἐνδιάμεσο δηλαδή τή θρησκεία καθώς
ἔκανε ὁ Κάιν καί ὁ Ἄβελ.
Ὅμως ἱστορικά ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ πραγματική κοινωνία μέ τό Θεό γίνεται ἄνευ θρησκείας. Αὐτό συμβαίνει τόσο στήν προπτωτική κατάσταση, ὅσο καί στή σχέση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο. Μ’ ἄλλα λόγια. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό εἶναι πάνω ἀπό συνταγές καί κανόνες. Στηρίζεται μόνον στό θαῦμα τῆς ἀγάπης. Χωρίς τήν ἀγάπη οἱ ἐντολές καί τό τελετουργικόν ἀποκτοῦν νομικό χαρακτήρα γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅπως συνέβαινε στό ἑβραϊκό κράτος. Αὐτό τό νομικό πνεῦμα ἔλεγξε ὁ Κύριος καί ἐθεράπευσε τό Σάββατο. Οἱ δέ Ἑβραῖοι τόν κατηγόρησαν ὡς παραβάτη τοῦ νόμου, διότι δέν ἐτήρησε τό Σάββατο. Καί τούς ἔδωσε τήν ἀπάντηση «Ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον ἤ τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον;». Ὁ Κύριος καταλύει τό Σαββατον χάρην τῆς ἀγάπης.
Ἀρνεῖται τό δῶρο στό θυσιαστήριον ἐφ’ ὅσον δέν εἶναι δῶρο ἀγάπης. Ἀπορρίπτει τήν ὑποκριτική προσευχή τοῦ φαρισαίου γιά τόν ἴδιο λόγο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Χριστιανισμός διακρίνεται ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες. Διότι στηρίζεται στήν ἀγάπη καί ὄχι στό νομικό θρησκευτικό τυπικό. Τό πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο προσέγγισης τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἔργο καί ἀπό αὐτή τή θρησκεία. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφοντας τόν ὕμνο τῆς ἀγάπης δηλώνει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπό τή θρησκεία, ὄχι βέβαια ὅτι εἶναι ἄχρηστη ἡ θρησκεία, ἀλλά ἡ θρησκεία χωρίς τήν ἀγάπη δέν σώζει τόν ἄνθρωπο, καθώς οἱ πέντε μωρές παρθένες ἔμειναν ἔξω ἀπό τόν παράδεισο, διότι ἐνῶ ἐθρήσκευαν πολύ δέν εἶχαν ἀγάπη-ἔργα ἀγάπης. Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ πίστη ἡ ὁποία εἶναι δεμένη μέ τήν ἀγάπη (Α´ Κορ. 13, 1). Ὅσα καλά ἔργα κι ἄν κάναμε, ἐάν δέν ἔχομε πίστη καί μάλιστα ὀρθή δέν σωζόμαστε. Ἄν πάρουμε γενικά τήν ὀρθόδοξη θρησκεία, χωρίς τήν ἀγάπη δέν σώζει τόν ἄνθρωπο. Μά ἴσως θά ἐρωτήσει κάποιος, καλά ὁ Xριστιανισμός ὡς θρησκεία δέν σώζει τόν ἄνθρωπο;
Ὁ Xριστιανισμός δέν εἶναι ἕνα μοντέλο θρησκεύματος πού ἵδρυσε κάποιος συνάνθρωπός μας, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τό πλῆθος τῶν θρησκευμάτων πού κάποιοι ἵδρυσαν στό πέρασμα τῶν καιρῶν, ψάχνοντας γιά τήν ἀλήθεια πού θά ἔσωζε τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν δυνατόν νά προέλθει ἀπό τόν πλανηθέντα ἄνθρωπο, τόν βεβαρημένο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα. Οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν πλάνη τους μή γνωρίζοντας τοῦτο θεοποίησαν τή φύση, τά ζῶα, τά φυτά ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ὅμως καμιά θεότητα δέν τούς ἱκανοποίησε. Γι’ αὐτό στό τέλος ἀναγκάστηκαν νά περιμένουν νά ἔλθει ἐξ οὐρανοῦ ἡ ἀλήθεια, ὅπως ἡ βροχή στή διψασμένη γῆ. Καί ἔβρεξε ὁ Θεός ἀγάπη καί φῶς καί ζεστασιά στήν παγωμένη καί σκοτεινή γῆ. Καί ἦλθε ἡ σωτηρία στή γῆ μας. Καί εἶδαν οἱ ἄνθρωποι ἄμεσα καί ἐψηλάφησαν τό Θεό τῆς ἀγάπης κρυμμένο στή δική τους σάρκα, γιά νά μπορέσουν νά τόν ζήσουν κοντά τούς ἀγαπητικά. Καί ἔτσι ἔζησε μαζί τους ὁ Θεός ἁπλά καί ἀνθρώπινα, φίλος, ἀδελφός καί βοηθός, μά καί διδάσκαλος τῆς θείας ἀγάπης. Ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀπέβλεπε στό νά μεταφέρει στόν ἄνθρωπο τή θεία ἀγάπη καί νά τήν ἀπαλλάξει ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού τόν ἐμποδίζουν νά προσεγγίσει τό Θεό.
Τήν τέλεια αὐτή ἀγάπη δίδασκε τονίζοντας τήν ἀγάπη του πρός τόν Πατέρα του καί τήν ἀγαπητική σχέση του μέ τά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τήν ἀγάπη αὐτή διδάσκει τόσον μέ τό λόγο ὅσον καί πράξη. Καί ἐπισφραγίζει τήν διδασκαλία του μέ τή σταυρική του θυσία, δείχνοντας τήν ἀπόλυτη ἀγάπη του πρός τόν Πατέρα του, διά τῆς τέλειας ὑπακοῆς του μέχρι θανάτου. Ἔτσι μᾶς δίδαξε μέ τό λόγο καί τήν πράξη, «διότι διῆλθεν εὐεργετῶν», πῶς ν’ ἀγαποῦμε τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Αὐτή λοιπόν τήν μόνη ἀληθινή ἀγάπη, μᾶς δίδαξεν ὁ Κύριος νά τήν ἐκφράζουμε ἔμπρακτα πρός τόν Θεό. Διά τῆς προσευχῆς καί τῆς θυσίας, προσφορά ἀναίμακτης θυσίας πρός τόν Θεό. Ἀλλά καί διά τῆς ἀγαπητικῆς συμμετοχῆς στά ἅγια καί ἄχραντα μυστήρια τῆς ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἴδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς Κιβωτό τῆς σωτηρίας μας. Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι φωτίσθεντες ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα ἀποτελοῦν τόν πυρήνα τῆς ἐκκλησίας μας τῆς ὁποίας πρωταρχικό κύτταρο εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν τά μυστήρια, τά ὁποῖα ἴδρυσε ὁ Κύριος καί τά ὁποῖα φυλάσσονται ἀπαραχάρακτα. Κι ἄν ὁ πιστός συμμετέχει ἀληθινά καί ἀγαπητικά σ’ αὐτά σώζεται.
Ἐάν νομικά καί ἐπιφανειακά κολάζεται. Μά ἴσως θά εἰπεῖ κάποιος. Πολλοί ἀπό τους ἁγίους τῆς ἐκκλησίας μας οὔτε βαπτίστηκαν οὔτε κοινώνησαν, ναί μά δέν ἦσαν ἀρνητές τῆς πίστεως, ἀλλά καί ἄν κάποιοι ἦσαν μετενόησαν καί ἀγάπησαν τόν Κύριον μέχρι θανάτου. Τά ἔδωσαν ὅλα καί τή ζωή τους στόν Κύριο, ἔτσι σώθηκαν μόνο μέ τό μαρτύριό τους. Ὁ Κύριος πάνω ἀπ’ ὅλα ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο καί γι’ αὐτό τόν τιμᾶ φορώντας τή σάρκα του. Ὅλα τά ἄλλα τά θέτει σέ δεύτερη μοίρα.
Ἀκόμη καί τό ναό θέτει δεύτερο. Γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν δίσταζαν νά πουλήσουν τά Ἱερά σκεύη τοῦ ναοῦ, γιά νά διασώσουν ἀνθρώπους, ἀπό κάποια ἀνάγκη. Βέβαια ὁ ναός δέν παύει νά εἶναι τόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ καί τόπος συναντήσεως τῶν πιστῶν γιά τήν ὁμαδική λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ὁ ναός χωρίς τήν ἀγαπητική παρουσία τῶν πιστῶν δέν ἔχει νόημα. Διότι ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος δέχεται ὁμαδικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτήν.
Η εν Χριστώ κοινωνία των ανθρώπων
Ἐκτός ἀπό τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Καί αὐτή ἡ σχέση εἶναι τραυματισμένη, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στό Θεό. Ὅμως τό γεγονός αὐτό δέν ἀποκλείει τήν ὕπαρξη ἀγάπης ὁποιασδήποτε μορφῆς στόν κάθε ἄνθρωπο καί σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους μαζί. Αὐτή ἡ κοινωνία τούς ἐνώνει σέ κοινό, ἀγώνα γιά τήν ὕπαρξη καί τή βελτίωσή τους. Αὐτή ἡ κοινωνία συγκρατεῖται ἀπό τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐξωτερική καί ἐσωτερική. Οἱ ἄνθρωποι ὁμαδικά συναισθάνονται κοινή εὐθύνη καί κοινή μοίρα. Γι’ αὐτό καί ἐπηρεάζονται ἀπό τό περιβάλλον τους ὅσον ἀφορᾶ τό καλό καί τό κακό. Τό συναίσθημα τῆς ἀλληλεγγύης ἀπέναντι στήν πράξη τῶν ἄλλων ἐξακολουθεῖ, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο νά ἰσχύει μέχρι σήμερα. Ὅλ’ αὐτά ἐξηγοῦνται μόνο ἀπό τήν παρουσία τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τό δεσμό ἐκεῖνο πού κι ἄν δέν εἶναι συνειδητός λειτουργεῖ ἄδηλα καί ὑποσυνείδητα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὅσο κι ἄν φαίνεται ἀπομεμακρυσμένος ἀπό τό Θεό ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, μπορεῖ νά προσεγγίσει καί νά ἑρμηνεύσει τά πιό κρίσιμα γεγονότα τῆς ἀνθρωπότητας. Τό ἕνα εἶναι τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τό ἄλλο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἑνωμένοι φέρουν τήν εὐθύνη γιά τήν πράξη τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά καί ὅλοι μαζί δύνανται νά δεχθοῦν τή σωτηρία.
Βιώνοντας τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης ζοῦμε μέ τήν πρόγευση τῆς ὄντως ζωῆς στήν καινή κτίση. Ἡ ἐσχατολογική ἐλπίδα μας εἶναι κατ’ ἐξοχήν κοινωνική. Ἰσχυρός λοιπόν ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Ὅλοι μαζί στήν πράξη τῆς ἀρετῆς καί στή σωτηρία. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδιώκει ὁ Χριστιανισμός διά τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἀνανέωση καί ἀναγέννηση τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων μαζί.Ὅμως ἴσως ἤθελε εἰπεῖ κάποιος: Πῶς συμβαίνει πάνω ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ὁ Χριστιανισμός νά μήν καταφέρει νά ἐπηρεάσει τήν κοινωνία μας, ἔτσι πού ἡ ζωή της νά γίνει πιό ὑποφερτή καί πιό ἀνθρώπινη. Μήπως ὁ Χριστιανισμός ἔχει χρεοκοπήσει ἤ εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ ἀνίκανος γιά μία τέτοια ἀποστολή;
Ὑπάρχει μία παρεξήγηση στό σημεῖο αὐτό γιά τήν ἀποστολή τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστιανισμός ποτέ δέν ἐπεδίωξε μία κοινωνική μεταρρύθμιση, ὅσο κι ἄν τό πιστεύουν μερικοί. Ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν, πού εἶναι ἡ ἐκκλησία δέν ἔχει γήινες φιλοδοξίες, οὔτε ἐπιδιώκει νά δημιουργήσει ἕνα σύστημα κανόνων ζωῆς πού νά ἐπιβάλλεται ἀπ’ ἔξω ἤ ἐκ τῶν ἄνω. Κάτι τέτοιο θά ἦταν μία παραχάραξη τῆς διδασκαλίας τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐφ’ ὅσον τό εὐαγγέλιον του εἶναι εὐαγγέλιο ἐλευθερίας δηλαδή κάτι πού δέν ἐπιβάλλεται. Ἡ ἀποστολή τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνανέωση καί ἡ ἀναγέννηση τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ τέλεια κοινωνία πού ὑπόσχεται ὁ Χριστιανισμός ἀναφέρεται στά ἔσχατα, δηλαδή σέ μία μορφή κόσμου διαφορετική ἀπό τή σημερινή. Σ’ αὐτήν τήν κοινωνία τοῦ χριστιανισμοῦ πιστεύομε καί ἐλπίζομε. Αὐτή εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποια εἶναι πολύ πιό ὑπαρκτή καί ρεαλιστική ἀπό τίς κοινωνικές ἐξαγγελίες τῶν πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι διακηρύττουν τήν τέλεια κοινωνία σ’ αὐτή τή γῆ καί στή σημερινή μορφή τοῦ κόσμου. Οἱ κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων στίς ὁποῖες ἐπεκράτησε ὁ Χριστιανισμός, ἔχουν φτάσει σ’ ἕνα ἐπίπεδο προόδου πολύ ἀνώτερο ἀπό τίς κοινωνίες ἐκεῖνες στίς ὁποῖες ἐπικρατοῦν ἄλλα θρησκεύματα. Ἴσως πάλι πολλές ἀπό τίς προσπάθειες γιά τό ἀνέβασμα τῆς δικῆς μας κοινωνίας νά ὀφείλονται σέ πρόσωπα ἄσχετα καί κάποτε πολέμια τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀλλά ἀκόμη καί τά πρόσωπα αὐτά, ἀγωνίστηκαν μέ ὅραμα τή δικαιοσύνη, τήν ἰσότητα, τήν ἀδελφοσύνη, τά ὁποῖα εἶναι παρμένα, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, ἀπό τή χριστιανική διδασκαλία καί ἀπό τό μακροχρόνιο ζύμωμα τοῦ κόσμου μέ τίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ὅταν τό συγκεκριμένο ψωμί καί τό συγκεκριμένο κρασί πάνω στήν ἁγία Τράπεζα θεώνονται, ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος παίρνει μία νέα διάσταση καί ἑνωμένος μέ τόν πνευματικό ὑπηρετεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πάλι ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, πού ἀνήκει στήν ἐκκλησία ἁγιάζεται, τότε ὅλη ἡ κοινωνία παίρνει μία νέα διάσταση. Ἡ νέα αὐτή διάσταση τῆς κοινωνίας ὀφείλεται κυρίως στό γεγονός ὅτι τό πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ γίνεται ἕνας δείκτης πορείας, ὁ ὁποῖος εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα ἀποτελεῖ ἔμπνευση γιά τήν κοινωνία τούτου τοῦ κόσμου. Ἄς προσέξουμε δύο παραδείγματα ἀπό τό χῶρο τοῦ δόγματος. Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι μία τέλεια κοινωνία τριῶν ἐλευθέρων προσώπων πού ἑνώνονται μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη σέ μία ἑνότητα, τή μονάδα. Μέ τό γεγονός ὅτι ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι ταυτόχρονα καί μονάδα καταπολεμεῖται κάθε ἔννοια αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δέν αὐτοορίζεται παραγνωρίζοντας τόν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί τότε καταλήγουμε στήν ἀπολυταρχία καί στόν ἄκρατο καπιταλισμό. Μέ τό γεγονός πάλι ὅτι ὁ ἕνας Θεός εἶναι ταυτόχρονα τρία πρόσωπα ἀγαπητικά ἑνωμένα, ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει ἀπό μόνος του γιατί εἶναι πρόσωπο, ἔτσι ἀποφεύγεται ἡ μαζοποίηση.
Βλέπομε λοιπόν ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ὑπόδειγμα τέλειας ἰσορροπίας ἀνάμεσα στό ἕνα καί στόν ἕνα. Τό ἕνα εἶναι ἐπί μέρους καί τά ἐπί μέρους τό ἕνα. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀληθινή ξεχωρίζει τόν ἕνα καί τόν σέβεται σάν πρόσωπο, ἄλλα ἑνώνει καί τούς πολλούς σέ μία ἀγαπητική κοινωνία. Τό δεύτερο παράδειγμα τό παίρνομε ἀπό τήν ἐνανθρώπηση. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου εἶναι μία ἐκδήλωση ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού καταλήγει πάλι σέ μιά μοναδική ἕνωση. Ὁ Χριστός εἶναι ταυτόχρονα τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος μέ δύο θελήσεις, δύο ἐνέργειες, ἀλλά μία ὑπόσταση.
Αὐτή ἡ τέλεια ἕνωση μέσα στήν ἀγάπη ἀποτελεῖ τήν οὐσία μίας ἄλλης κοινωνίας, τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία πού ἐκφράζει τήν τέλεια ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, εἶναι μία τέλεια κοινωνία καί δείχνει, στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τήν πορεία πού πρέπει νά ἀκολουθήσει. Ὁ Χριστιανισμός, λοιπόν καί ὑποδείγματα κοινωνίας διαθέτει καί ὑποδεικνύει μέ τήν ἀγάπη τρόπους
γιά μίμηση αὐτῶν.
Χριστιανισμός και ελευθερία
Ἴσως ἐρωτήσει κάποιος: Ὁ χριστιανισμός εἶναι ὑπέρ ἤ κατά τῆς ἐλευθερίας; Θά φανεῖ σέ πολλούς περίεργο, ἀλλά ὁ χριστιανισμός εἶναι ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας. Μά ἴσως θά πεῖ κάποιος: Εἶναι δυνατόν ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν κανόνων, τῶν ἐπισειομένων ἀπειλῶν τῆς κολάσεως, αὐτό ἐπιφανειακά τουλάχιστον τό ἀνελεύθερο σύστημα νά σέβεται καί νά ὑπολογίζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μάχεται ὑπέρ αὐτῆς;Ὁ πολύς κόσμος, ἔχει παρεξηγήσει τούς νόμους καί τούς ἱερούς κανόνες πού διέπουν τόν χριστιανισμό. Οἱ ἀπαγορεύσεις τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν παρερμηνευθεῖ ἀπό τους πολλούς. Θά μιλήσουμε μέ παραδείγματα. Ἕνας ὁποιοσδήποτε ἀθλητής πού ἔχει ἤ θέλει νά ἔχει πραγματικές ἐπιδόσεις στό στίβο, ὑπακούει σέ αὐστηρούς κανόνες ζωῆς, ὄχι μόνο γιά νά βγεῖ νικητής, ἀλλά καί γιά νά διατηρήσει τή φόρμα του. Τό ἴδιο ἰσχύει γιά καθένα πού ἔχει ἰδιαίτερες φιλοδοξίες νά ἀναδειχθεῖ σέ κάτι τό ἀξιόλογο ἀπό τήν τέχνη καί τα γράμματα, μέχρι τήν ἐπιστήμη καί τό ἐμπόριο.
Ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ στερήσεις καί τίς ἐκτελεῖ, ὅσο βαριές κι ἄν εἶναι, μέ τήν πεποίθηση, ὅτι τοῦ εἶναι χρήσιμες γιά νά ἐπιτύχει τόν προορισμό του. Καί ὅταν βλέπει ὅτι οἱ προσπάθειες του καταλήγουν σέ ἐπιτυχία, τότε καί οἱ πιό βαριές στερήσεις τοῦ φαίνονται μικρές. Αὐτό συμβαίνει σ’ ὅσους φιλοδοξοῦν νά ἐπιτύχουν κάτι στήν τέχνη, τά γράμματα, τήν ἐπιστήμη καί γενικά στή ζωή τους. Ἀντίθετα ὅσοι -καί εἶναι πολλοί αὐτοί- δέν συμμερίζονται τίς φιλοδοξίες αὐτῶν πού ἀναφέραμε, βλέπουν τίς στερήσεις στίς ὁποίες ὑποβάλλονται, σάν πράξεις πού δεσμεύουν τήν ἐλευθερία. Δηλαδή τό ὅλο θέμα εἶναι θέμα ὀπτικῆς γωνίας. Καί στό θέμα τῶν ἀπαγορεύσεων τοῦ χριστιανισμοῦ συμβαίνει τό ἴδιο.
Ὅσοι ἔχουν τή φιλοδοξία νά διαπρέψουν σ’ ἕνα ἀγώνισμα, πού εἶναι καί τό πιό δύσκολο, δηλ. τό ἀγώνισμα νά κάνει κάποιος τόν ἑαυτό του σωστό ἄνθρωπο, μέ τήν τεχνική προπονήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ, εἶναι φυσικό νά ἐπιθυμοῦν τίς στερήσεις πού τούς ἐπιβάλλει. Μερικοί μάλιστα, ὅπως οἱ μοναχοί, ὄχι μόνο ἐπιθυμοῦν τίς στερήσεις, ἀλλά καί προσθέτουν αὐτοπροαίρετα πάνω σ’ αὐτές κι ἄλλες πολλές. Ἀντίθετα ὅσοι δέν συμμερίζονται τό χριστιανικό τρόπο ζωῆς, βλέπουν τίς ἀπαγορεύσεις του σάν κάτι τό ἀνελεύθερο. Ἀλλά ἴσως πεῖ κάποιος. Μά τί εἶναι λοιπόν ἡ ἐλευθερία; Εἶναι αὐτή καθ’ ἐαυτή ἀξία πνευματική ἤ προϋπόθεση γιά κάτι ἄλλο;
Ὑπάρχουν δύο μορφές ἐλευθερίας: α) Ἡ ἐλευθερία ἀπό κάτι καί β) Ἡ ἐλευθερία γιά κάτι. Ἡ πρώτη εἶναι προϋπόθεση γιά τή δεύτερη, ἀλλά καί ἡ δεύτερη ἀπαραίτητη γιά τή διατήρηση τῆς πρώτης. Συγκεκριμένα: Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό κάθε δέσμευση καί δουλεία εἶναι ἕνα σημαντικό ἐπίτευγμα. Ὅταν ὅμως τό ἐπίτευγμα αὐτό κατορθωθεῖ, πρέπει νά συντηρηθεῖ καί ἡ συντήρηση αὐτή δέν γίνεται μέ τό νά λέμε κάθε φορά «κάνω αὐτό πού θέλω», γιατί τίς περισσότερες φορές παύουμε νά θέλουμε ἐλεύθερα. Ἡ ἐλευθερία τοῦ τοξικομανοῦς νά ἀποζητᾶ τή δόση εἶναι ἡ ἔσχατη δουλεία. Ἀλλά καί ἡ ἐλευθερία νά πράττω τό κακό, εἶναι ἡ ἔσχατη δουλεία. Καί εἶναι δουλεία, γιατί ἀργότερα, ὅταν θελήσω νά σταματήσω δέν θά μπορῶ νά πάψω νά ἁμαρτάνω. Γιά νά συντηρήσουμε λοιπόν καί νά κρατήσουμε ἀκέραια τήν ἐλευθερία μας, πρέπει νά τήν ἀφιερώσουμε στήν ὑπηρέτηση κάποιου ἰδανικοῦ. Βάζοντας στόν ἑαυτό μας ἕνα σκοπό π.χ. τήν κατάκτηση ἑνός ἀθλήματος καί ἐπιδιδόμενοι σέ ἀσκήσεις κρατᾶμε τό σῶμα μας σέ φόρμα, δηλαδή τό κρατᾶμε ἐλεύθερο ἀπό τή σκουριά τοῦ χρόνου. Κάποιος ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει νά ζήσει τή χριστιανική ζωή, δηλαδή νά ἀφιερώσει τήν ἐλευθερία του σ’ ἕνα μεγάλο σκοπό, ἀποδέχεται τήν ἄσκηση καί καταφέρνει ἔτσι νά ζεῖ ἁρμονικά μέ τόν ἑαυτό του, δηλαδή εἶναι ἐλεύθερος.
Ἀπό τά παραπάνω βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι τά μή τοῦ χριστιανισμοῦ, δέν εἶναι μία πράξη ἀνελευθερίας, ἄλλα ἀντίθετα μιά οὐσιαστική βοήθεια γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, γιατί ὁ χριστιανισμός στήν οὐσία του εἶναι ἕνα γεγονός ἐλευθερίας. Ἀλλά καί πάλι θά μιλήσουμε μέ παραδείγματα. Τό ἕνα παράδειγμα τό παίρνουμε ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου. Γιατί ἄραγε ὁ Κύριος ἐρχόμενος στή γῆ, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα καί ὄχι μιά διαστρική ἤ διαμαντένια; Γιατί ἦλθε τόσο ταπεινά μέ τό νά καταδεχτεῖ α) νά γεννηθεῖ καί β) νά γεννηθεῖ μ’ ἕνα τόσο ἄσημο τρόπο σ’ ἕνα ἄσημο μέρος; Ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε νά ἐρχόταν στή γῆ τέλειος ἄνδρας, νά γεννιόταν ἐπίσημα στά Ἱεροσόλυμα καί νά συνοδευόταν ἀπό στρατιές ἀγγέλων. Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι γιατί σεβάστηκε τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁπως ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Θεός Πατήρ ὁ ὁποῖος σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί δέν τόν ἐκβιάζει μέ τήν παρουσία του ὑποχρεώνοντάς τον ἀπό τή θεότητά του νά τόν δεχθεῖ. Ἀλλά στέκεται ἀπέναντι σέ πιστούς καί ἀπίστους μέ μία διακριτική ἀπόσταση, ἔτσι συνέβη καί μέ τό Θεῖο Λόγο. Ὅποιος τελικά δεχόταν καί δέχεται τό Χριστό ὡς Σωτήρα, πρέπει νά ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες, ν’ ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τήν κοσμική σκέψη καί τόν στεῖρο ὀρθολογισμό. Ἀλλά γι’ αὐτούς πού ἀπό τήν ἀρχή δέχθηκαν τό Χριστό, ὡς Σωτήρα, ὁ Θεός δέν θέλησε νά νιώθουν τήν εὐεργεσία πού τούς ἔκανε σ’ ὅλο τό βάρος της γιατί τότε θά ὑπῆρχε κίνδυνος νά συντρίψει τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων τόσο, πού ἡ ἀπό μέρους τους ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ νά δεσμευτεῖ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν εἶναι πιά μία πράξη συνεχοῦς ἐλευθερίας. Αὐτή τή θέληση τοῦ Θεοῦ τή μαρτυρεῖ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἡ ἐντολή πού ἔδωσε στόν Ἀβραάμ νά θυσιάσει τό παιδί του. Καθώς τονίζουν, ὁ Θεός δέν διέταξε τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά θυσιάσει τόν Ἰσαάκ, τό γιό του, γιά νά ἐλέγξει τήν πίστη του. Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος καί ἔχει πολλή σχέση μέ τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας.
Ὁ Θεός καθώς λένε οἱ Πατέρες, προβλέποντας ὅτι θά στείλει τόν Υἱόν του στή γῆ νά θυσιαστεῖ, καί θέλοντας νά μή συντρίψει τόν ἄνθρωπο μέ τό βάρος τῆς εὐεργεσίας του αὐτῆς βρῆκε ἕναν τρόπο γιά νά τήν ἀποκρύψει. Μέ τό νά θυσιάσει ὁ Ἀβραάμ τό γιό του, ἔρχεται ὁ Θεός καί λέει, ὅτι τή θυσία τοῦ δικοῦ του Υἱοῦ δέν πρέπει οἱ ἄνθρωποι νά τήν ἀντιληφθοῦν ὡς χάρη καί ὡς δωρεά, ἀλλά ὡς ἐξόφληση χρέους, μιά καί οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι στό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ ἔκαναν τό μεγάλο αὐτό κατόρθωμα, πού ἔρχεται στή συνέχεια νά κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σάν νά λέει ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ, «Σοῦ ζητῶ νά θυσιάσεις τό μονάκριβο γιό σου γιά νά σού εἶμαι χρεώστης». Στέλνει λοιπόν ἀργότερα τόν Υἱό του τόν μονογενή νά θυσιαστεῖ γιά νά ξεπληρώσει αὐτό τό χρέος. Ἔτσι κρύβει τήν ἀγαπητική δωρεά πού κάνει στήν ἀνθρωπότητα μέ τή θυσία τοῦ Υἱοῦ του καί ἔτσι δέν δεσμεύει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἐμφανίζει τόν ἑαυτό του χρεώστη στόν ἄνθρωπο καί ὄχι τόν ἄνθρωπο πρός αὐτόν. Βλέπεις ἀγάπη τοῦ Πλάστου πρός τό πλάσμα του;
Τό δεύτερο παράδειγμα τό παίρνομε ἀπό τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τό διάβολο. Θά ἦταν ἴσως πολύ τιμητικό γιά τόν διάβολο νά τόν χαρακτηρίσομε ὡς ἀντίπαλό τοῦ Θεοῦ! Διότι ὄχι μόνον ἐκπροσωπεῖ ὅλες τίς κακίες, ἀλλά ἔχει καί κακοποιό διάθεση. Τό κακό πού ἐπιχειρεῖ νά κάνει ὁ διάβολος, δέν τό κάνει τόσο γιά τό κακό, ἄλλα γιά τόν ἑαυτό του, ἐάν μία πράξη, μέσα στά κόμπλεξ του, αὐτοεπιβεβαιώσεως γιά τόν τραγικό δρόμο πού διάλεξε, ὅταν ἀπό ἐγωισμό διέσπασε τή σχέση του μέ τό Θεό. Αὐτόν λοιπόν τόν διάβολο ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Τόν ἀγαπᾶ γιατί εἶναι δημιούργημά του, σάν ἄγγελος τοῦ φωτός πρίν ἀπό τήν πτώση του στό σκοτάδι τοῦ Ἅδη. Τόν ἀγαπᾶ διότι στήν οὐσία του εἶναι καλός ἐφ’ ὅσον εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως εἶναι κακός στήν προαίρεση καί θέλει πάντοτε νά κάνει τό κακό γιά νά καλύψει τήν τραγικότητά του. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς τραγικότητάς του τόν ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Γιατί τό κακό καί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πιό μεγάλη τραγωδία κάθε ὑπάρξεως.
Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σάν ἀπάντηση στήν ἀνταρσία τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ πιό βαθιά του κόλαση. Ὁ Θεός ἀπαντώντας στήν παρεκτροπή τοῦ διαβόλου μέ τήν ἀγάπη τόν ἀφήνει ἀπόλυτα ἐκτεθειμένο γιά τήν πράξη του, ἐφ’ ὅσον δέν μπορεῖ νά ἔχει ἔστω καί τήν ἐλάχιστη ἐκείνη ἱκανοποίηση γιά τήν παρε- κτροπή του, ὅτι ἔθιξε τό Θεό ἤ ὅτι τιμωρήθηκε ἀπό αὐτόν. Τό χρέος τοῦ διαβόλου παραμένει ἀνεξόφλητο. Ἀλλά ὁ Θεός ὄχι μόνο ἀγαπᾶ τό διάβολο, ἄλλα καί προνοεῖ γι’ αὐτόν. Γιατί ἄν ὁ Θεός ἀφαιροῦσε τήν προστασία του ἀπό αὐτόν ὁ διάβολος, σάν δημιούργημά του, δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει. Ἡ στάση αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στό διάβολο, εἶναι στάση ἀνεξήγητη καί ἀνεφάρμοστη γιά ἀνθρώπινα μέτρα. Ὡστόσο δείχνει καθαρά πόσον ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ὁ Χριστιανισμός μετά ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς ἐπεξηγήσεις;
Τό συμπέρασμα εἶναι, ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι καθόλου, ὅπως τόν φαντάζονται ἐκεῖνοι πού τόν ἔχουν παρεξηγήσει. Ἀλλά τί εἶναι, λοιπόν, ὁ χριστιανισμός; Θά μποροῦσαμε νά ποῦμε, ὅτι εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ Θεοῦ γιά νά ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος τή χαμένη του ταυτότητα, δηλαδή τόν ἀληθινό του ἑαυτό. Θά μιλήσουμε πιό καθαρά γιά τό ζήτημα αὐτό μέσα ἀπό ἕνα παράδειγμα. Κάποια μέρα ἀποφασίζουμε στό σπίτι νά ἀγοράσουμε ἕνα πλυντήριο πιάτων. Εἶναι ἕνα ἀκριβό μηχάνημα. Τό δεχόμαστε μέ τόν ἀνάλογο σεβασμό. Ἕνα ζωηρό παιδί τῆς οἰκογένειας παίζοντας, πάει νά γυρίσει ἕνα κουμπί καί τότε ὅλοι τό μαλώνουμε. Ὅλοι διαβάζουμε τίς ὁδηγίες χρήσεως καί ἀκοῦμε τόν εἰδικό τεχνίτη, πού μᾶς τίς ἐπεξηγεῖ κάνοντας καί τήν ἐπίδειξη. Ὅλοι παρακολουθοῦν μέ προσοχή.
Κάποτε παίρνουν τήν πρωτοβουλία νά τό χειριστοῦν μόνοι τους. Μέ πόση προσοχή γίνεται αὐτό! Φανταστεῖτε τώρα ὁ ζωηρός γιός νά πάρει μία μέρα τήν ἀπόφαση νά βάλει στό πλυντήριο ἀντί γιά πιάτα κάλτσες! Θά πλυθοῦν; Ἴσως ναί. Ἴσως καί ὄχι. Εἶναι ὅμως πολύ πιθανό νά χαλάσουν τό πλυντήριο. Καί θά χαλάσει διότι ὑποχρεώθηκε νά λειτουργήσει διαφορετικά ἀπό τόν ἀληθινό του προορισμό. Ἄς παρομοιάσουμε τό πλυντήριο αὐτό μέ τόν ἄνθρωπο. Φτιάχτηκε ἀπό τό Δημιουργό του τέλειος. Ὅμως, μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα ἄρχισε νά λειτουργεῖ διαφορετικά ἀπό τόν προορισμό του. Ἔτσι ἀντί νά λατρεύει καί νά δοξάζει τό Θεό καί Δημιουργό του, λάτρεψε τόν ἑαυτό του καί βάζει σκοπό τῆς ζωῆς του τή δόξα τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἀντί νά προσφέρει τήν ἀγάπη του στό Θεό καί τόν πλησίον του ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό του. Πολλοί προσπάθησαν νά τόν διορθώσουν, ἁπλά δέν κατάφεραν ἀρκετά πράγματα. Τό πιό σωστό θά ἦταν νά ἐρχόταν ἕνας τεχνικός ἀπό τό ἴδιο τό ἐργοστάσιο κατασκευῆς του. Καί αὐτός ὁ τεχνικός ἦλθε. Ἦλθε κι ἔφερε μαζί του ἕνα καινούριο μηχάνημα γιά νά τό βλέπουν. Ἔκαμε ἐπίδειξη καί ἔδωσε ὁδηγίες. Ἐπίσης ἵδρυσε συνεργεῖο ἐπισκευῶν γιά τά μηχανήματα πού χαλᾶνε. Ὅσοι τά πηγαίνουν ἐκεῖ διορθώνονται. Καί ὅταν λέμε διορθώνονται, σημαίνει ὅτι ἐπανέρχονται στήν ἀρχική τους λειτουργικότητα. Ἀρχίζουν πάλι νά λειτουργοῦν σύμφωνα μέ τό σχέδιο κατασκευῆς τους.
Ὁδηγίες χρήσεως εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Αὐτός πού κάνει τήν ἐπίδειξη εἶναι ὁ Χριστός καί μετά οἱ ἅγιοι. Καί τό συνεργεῖο εἶναι ἡ ἐκκλησία. Τό καινούριο μηχάνημα εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος ὁ σωσμένος, ὁ ἐπιστρέφων στόν Κύριο. Μπαίνοντας ὁ ἄνθρωπος στήν Ἐκκλησία καί ἐφαρμόζοντας τό χριστιανισμό δέν κάνει τίποτε ἄλλο παρά ἀρχίζει νά λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τήν ἀληθινή του φύση, μέ τόν ἀληθινό του προορισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι μία ἐπινόηση τοῦ Θεοῦ γιά νά βασανίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά νά τόν ἐπαναφέρει στή σωστή λειτουργία. Ἔτσι λειτουργώντας σωστά ξαναβρίσκει τήν ὑγεία του, πού τόν ὁδηγεῖ στήν εὐτυχία. Ξαναχρησιμοποιεῖ τό σωστό κώδικα ἐπικοινωνίας καί ξανασυνδέεται μέ τούς γύρω του καί μέ τό Θεό. Ἔτσι γίνεται σῶος-σώζεται, ὁλοκληρώνεται. Ἀλλά μέσα στό χριστιανισμό ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται μόνο. Κάτι τέτοιο θά ἦταν μία πολύ φτωχή φιλοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος μέσα στό Χριστιανισμό προχωρεῖ πέρα ἀπό τή σωτηρία, φτάνει στή θέωση. Σέ τελική ἀνάλυση, ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἕνας ὁδηγός γιά νά ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τούτη κιόλας τή γῆ τόν ἑαυτό του, νά ξανασυναντήσει ἀγαπητικά τόν διπλανό του. Νά ἀνακαλύψει ξανά τή χαμένη του σχέση μέ τόν ὑλικό κόσμο καί νά ἐπικοινωνήσει καί πάλι μέ τό Θεό. Εἶναι ἀκόμη ὁ ὁδηγός πού θά εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στό ναό τοῦ Σύμπαντος νά συλλειτουργήσει μέ τό Θεό καί μαζί μέ ὅλες τίς ὑπάρξεις τῆς αἰωνιότητος καί τοῦ χρόνου τή λειτουργία τῆς τελικῆς κοινωνίας, πού θά εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός».
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διψοῦν γι’ ἀγάπη. Θέλουν ν’ ἀγαπήσουν καί ν’ ἀγαπηθοῦν, ἀλλά συχνά δέν γνωρίζουν, οὔτε τί εἶναι ἀληθινή ἀγάπη, οὔτε πῶς τήν ἀνακαλύπτει κανείς. Ὅσα ἐλέχθησαν ἀπευθύνονται στίς καρδιές ὅλων, ἐφ’ ὅσον ἡ γλώσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία στά πρόσωπα καί τούς λαούς, γιά τήν ἀνοικοδόμηση μίας ζωῆς βασισμένης στήν ἀληθινή ἀγάπη. Ὑπάρχει λοιπόν ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Στήν πραγματικότητα κι ὄχι μόνο στά παραμύθια. Ἀγάπα σωστά καί ἀληθινά καί θά εἶσαι εὐτυχισμένος καί αἰώνιος.
Καί κλείνω τό λόγο μου μέ λίγους στίχους γιά τήν ἀγάπη:
Εἶδα τήν ἀγάπη λυπημένη στό μαβί δειλινό
νά λέει τή θλίψη της σέ δύο ἀσημί ἀστεράκια
τή ρώτησα γιατί ἄφησε τή γῆ καί μοῦ ᾽πε
μέ δάκρυ οἱ ἄνθρωποι μέ κλείδωσαν ἔξω.
Εἶδα τήν ἀγάπη σκεφτική
στά φτερά τῶν ἀγγέλων
τῆς εἶπα τή γῆ δυναστεύει ὁ θάνατος
καί μοῦ ᾽πε ὅλοι ν’ ἀνοίξουν τίς πόρτες
οἱ ἄνθρωποι νά κοιταχθοῦν στά μάτια
κι ἐγώ θά πετάξω κοντά τους τραγουδώντας.
Μαριάμ Μοναχῆς,
Ἱ.Μ. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μικροκάστρου