Ζυμωμένη ἡ ζωή μας μὲ τὸ κακό, μὲ τὸν πόνο, τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, ποὺ μᾶς πικραίνουν καὶ ταλαιπωροῦν, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε κάποτε τὴ ζωὴ ἀνυπόφορη, φορτίο βαρὺ καὶ ἀσήκωτο. Ἀπὸ ποῦ ὅλα αὐτά; Γιατί ὅλα αὐτά; Πῶς σ’ ἕναν κόσμο ποὺ τὸν δημιούργησε ὁ πανάγαθος Θεὸς «καλὸν λίαν», ἀντιμετωπίζουμε τόσα δυσάρεστα καὶ βαριά; Πῶς ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ἀνέχεται νὰ βλέπει τὰ πλάσματά Του νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ βασανίζονται; Ὁπωσδήποτε στὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε τὸ κακό. Οἱ πρωτόπλαστοι ἄνθρωποι ζοῦσαν μιὰ ζωὴ χωρὶς λύπες, χωρὶς βασανιστικὲς φροντίδες καὶ ἀνάγκες.

Ἀπελάμβαναν ὅλα τὰ ἀγαθά, εἶχαν τέλεια σωματικὴ ὑγεία καὶ πλήρη ἠρεμία τοῦ πνεύματος, ζοῦσαν μὲ χαρὰ διαρκὴ καὶ εὐτυχία ἀνέκφραστη, ποὺ δὲν τὴν τάραζε ἡ παραμικρὴ λύπη, τὸ αἴσθημα τοῦ πόνου ἢ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου! Ζοῦσαν ζωὴ θαυμαστὴ καὶ ζηλευτή, τὴν ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε τώρα, ἡ διάνοιά μας ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει. Αὐτὰ μέχρι ποὺ ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ἀπερισκεψία τοῦ ἀνθρώπου προκάλεσαν τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ τότε εἰσῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο, ἡ λύπη, ὁ κόπος, τὰ ποικίλα βάσανα, οἱ ἀσθένειες, οἱ ὀδύνες καὶ τέλος ὁ θάνατος. Τὸ κακὸ δὲν τὸ ἔφερε στὴ ζωή μας ὁ Θεός. Τὸ προκάλεσε ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καὶ τὸ κακὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Μὲ πολλὴ καὶ θαυμαστὴ σοφία τὸ χρησιμοποιεῖ, γιὰ νὰ τὸ ἀναιρέσει! «Αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ, καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο», λέει ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ ἴδιος προκαλεῖ τὸν πόνο καὶ πάλι τὸν ἀφαιρεῖ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν ὑγεία. Κτυπάει, ἀλλὰ τὰ χέρια ποὺ κτύπησαν, αὐτὰ καὶ θεραπεύουν! (Μ. Βασιλείου, Ὁμιλ. εἰς τὸν ΚΘ΄ [29] Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 146). Στὸν περίφημο λόγο του «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Πατήρ: «δι’ ὧν ἀποκτείνει, ζωοποιεῖ, καὶ δι’ ὧν πατάσσει, ἰᾶται»! Μ’ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, μ’ ἐκεῖνα δίνει τελικὰ τὴ ζωή. Καὶ μ᾿ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα πατάσσει, μὲ τὰ ἴδια θεραπεύει τὶς πληγές! Μᾶς ὑπενθυμίζει στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Σὺ μὲν πατάξεις αὐτὸν ράβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ρύσῃ» (Παρ. κγ΄ [23] 14). Δηλαδή, Ἐσὺ μὲν θὰ κτυπήσεις τὸ σῶμα μὲ τὴ ράβδο τῆς παιδαγωγίας Σου, τὴν ψυχή του ὅμως θὰ τὴ γλυτώσεις ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Λοιπόν, συνεχίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, κτυπιέται ἡ σάρκα, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή, θανατώνεται ἡ ἁμαρτία, γιὰ νὰ ζήσει ἡ ἀρετή. Συμπεραίνει τελικὰ ὁ ἱερὸς Πατήρ: Γι’ αὐτὸ συμβαίνουν οἱ ἀσθένειες στὶς πόλεις καὶ στὰ ἔθνη, οἱ ξηρασίες τῶν ἀνέμων καὶ ἡ ἀκαρπία τῆς γῆς καὶ οἱ ἀκόμη πιὸ δύσκολες περιστάσεις στὴ ζωὴ τοῦ καθενός, οἱ ὁποῖες περικόπτουν τὴν αὔξηση τῆς κακίας. Ὥστε ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔρχονται, γιὰ νὰ ἀποτρέπουν τὴ δημιουργία τῶν ἀληθινῶν κακῶν. Διότι καὶ οἱ κακώσεις τοῦ σώματος καὶ οἱ ταλαιπωρίες ποὺ περνοῦμε ἀπὸ ἐξωτερικὲς αἰτίες, «πρὸς ἀποχὴν τῆς ἁμαρτίας ἐπινενόηνται». Ὅλα γίνονται γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία. Ἀναιρεῖ λοιπὸν τὸ κακὸ ὁ Θεός. Δὲν προέρχεται τὸ κακὸ ἀπὸ τὸν Θεό… Οἱ ἀφανισμοὶ δὲ τῶν πόλεων καὶ οἱ σεισμοὶ καὶ οἱ πλημμύρες καὶ οἱ ἀπώλειες τῶν στρατευμάτων καὶ τὰ ναυάγια, καὶ ὅλες οἱ πολυάνθρωπες καταστροφὲς εἴτε ἀπὸ τὴ γῆ, εἴτε ἀπὸ τὴ θάλασσα εἴτε ἀπὸ τὸν ἀέρα, ἢ ἀπ’ τὴ φωτιά, ἢ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία προκαλοῦνται, γίνονται γιὰ τὸν σωφρονισμὸ ἐκείνων ποὺ ἐπιζοῦν, καθὼς ὁ Θεὸς μὲ γενικὲς μάστιγες σωφρονίζει τὴν κακία τοῦ λαοῦ. Τὸ κυρίως λοιπὸν κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο ἀξίζει νὰ ὀνομάζεται κακό (Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, 98-100). Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἢ καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ φυσικὸ κακὸ γιὰ νὰ καταστρέψει ἢ νὰ μειώσει τὸ ἀληθινὸ κακὸ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τὸ κάνει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὴν αἰώνια Κόλαση τὸ πλάσμα Του. Πόσοι ἄνθρωποι γνώρισαν τὸν Θεὸ μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας τους! Μιὰ σοβαρὴ ἀσθένεια τοὺς βοήθησε νὰ καταλάβουν τὴν ἀδυναμία τους καὶ νὰ καταφύγουν στὸν μόνο Δυνατό, στὸν παντοδύναμο Ἰατρὸ ποὺ «ἰᾶται πάσας τὰς νόσους». Μιὰ ξαφνικὴ πτώχευση, τοὺς στέρησε τὰ ἀπαραίτητα ἀγαθὰ καὶ τοὺς ὁδήγησε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ πλουτίζει τὰ σύμπαντα, ποὺ τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ μικρὰ ζῶα τοῦ ἀγροῦ, καὶ βέβαια δὲν ἀφήνει ἀπροστάτευτο τὸ πλάσμα τῆς ἰδιαίτερης ἀγάπης Του, τὸν ἄνθρωπο. Κάποιοι μέσα στὴ φυλακὴ συνειδητοποίησαν τὴν ἁμαρτωλότητά τους καί, καταδικασμένοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κατέφυγαν στὸν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀμέσως συγχωρεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ καὶ τοῦ ἐξασφαλίζει μὲ τὸ Αἷμα Του τὴν αἰώνια σωτηρία καὶ ζωή. Ὁ πατέρας ὅταν χαστουκίζει τὸ ἄτακτο παιδί, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν τὸ ἀγαπᾶ. Ἀντίθετα, αὐτὸ ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ φανερώνει τὴ φροντίδα του, καθὼς μὲ ἀγάπη τὸ παιδαγωγεῖ, ἀποβλέποντας στὴ διόρθωση καὶ προκοπή του. Ὅπως εὐγνωμονοῦμε τοὺς γονεῖς μας γιὰ τὴν ἀγωγὴ ποὺ μᾶς ἔδωσαν, κάποτε μὲ περισσὴ αὐστηρότητα, ἔτσι νὰ εὐγνωμονοῦμε καὶ τὸν Πατέρα Θεό, ποὺ χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὸ νυστέρι τοῦ πόνου γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τοὺς ὄγκους τῆς ἁμαρτίας, νὰ μᾶς συνετίζει καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια καὶ δι’ αὐτῆς στὴν αἰώνια σωτηρία. 


OΣΩTHΡ2186