Το άναμμα του κανδηλιού στους τάφους των κεκοιμημένων μας, αλλά και γενικά στα σπίτια των χριστιανών δεν έχει να κάνει με μια φολκλοριστική διαιώνιση κάποιας τυπικής παραδόσεως. To κανδήλι είναι σύμβολο και το φως που εκπέμπει συμβολίζει το φώς του Χριστού, την ίδια την παρουσία του Κυρίου στη ζωή μας, άλλα και την ελπίδα για την αιώνια ζωή, τη ζωή όπως λέγεται του ανεσπέρου φωτός. Ως σύμβολο λοιπόν το κανδήλι λειτουργεί στη ζωή των πιστών αναγωγικά, όπως και όλα τα άλλα είδη ευλαβείας· άναμμα κεριών, προσφορά θυμιάματος κ.τ.λ.
Στην Πάλαια Διαθήκη ο θεός προστάζει το Μωυσή να συμβουλέψει τον αδελφό του ως εξής: «Δώσε εντολή στον Ααρών και τους υιούς του ν’ ανάψουν ακοίμητο λυχνάρι… από το απόγευμα μέχρι το πρωί μπροστά στον Κύριο με προσοχή αυτό πού ορίζεται από το νόμο και είναι αιώνιο σ’ όλες τις γενεές σας»1. Η συνήθεια της τοποθετήσεως των κανδηλιών στους τάφους και τα σπίτια αποτελεί πράξη ευλάβειας των χριστιανών που «ευαρεστεί τον Θεόν και τους Αγίους κι ανακουφίζει μαζί τις ψυχές των πεθαμένων».2
Για το άναμμα των κεριών στους τάφους των κεκοιμημένων αναφερόμενος ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει ότι: «ανάπτονται κεριά δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ταύτης προσφερόντων, όσον γάρ αυταί ανάπτουσιν εις τον Θεόν και εις τους Αγίους, τοσούτον συγχωρούνται αι αμαρτίαι εκείνων είτε ζώντων είτε κεκοιμημένων, ως είπεν ο Μάρτυς Δημήτριος εις τον αυτού προσμονάριον, τον τας λαμπάδας κλέπτοντα».3 Και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συμβούλευε: «Αδελφοί μου, να μη λυπάσθε δια τούς αποθαμένους σας, αλλά, αν αγαπάς τον αποθαμένον σου, κάμε ό,τι ημπορέσης δια την ψυχήν του· σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργίες, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνη. Βάνει ο Θεός την ευσπλαγχνίαν του και τον σώνει τον αποθαμένον σας και τον βάνει εις τον Παράδεισον ή είναι ελαφροτέρα η κολασίς του. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τον αποθαμένον σας να τα εβγάλετε, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας».4
1. Λευϊτ. 24, 2-3, Πρωτ. Κείμενο: «Έντειλαι Ααρών και τοις υιοίς αυτού καύσαι λύχνον δια παντός… από εσπέρας έως πρωί ενώπιον Κυρίου ενδελεχώς · νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών».
2. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ. 144.
3. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, υποσ., σ. 145: Αγ. Νικόδημου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Κυριακής του Πάσχα.
4. ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ, σ.235 και ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ.145.
Στην Πάλαια Διαθήκη ο θεός προστάζει το Μωυσή να συμβουλέψει τον αδελφό του ως εξής: «Δώσε εντολή στον Ααρών και τους υιούς του ν’ ανάψουν ακοίμητο λυχνάρι… από το απόγευμα μέχρι το πρωί μπροστά στον Κύριο με προσοχή αυτό πού ορίζεται από το νόμο και είναι αιώνιο σ’ όλες τις γενεές σας»1. Η συνήθεια της τοποθετήσεως των κανδηλιών στους τάφους και τα σπίτια αποτελεί πράξη ευλάβειας των χριστιανών που «ευαρεστεί τον Θεόν και τους Αγίους κι ανακουφίζει μαζί τις ψυχές των πεθαμένων».2
Για το άναμμα των κεριών στους τάφους των κεκοιμημένων αναφερόμενος ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει ότι: «ανάπτονται κεριά δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ταύτης προσφερόντων, όσον γάρ αυταί ανάπτουσιν εις τον Θεόν και εις τους Αγίους, τοσούτον συγχωρούνται αι αμαρτίαι εκείνων είτε ζώντων είτε κεκοιμημένων, ως είπεν ο Μάρτυς Δημήτριος εις τον αυτού προσμονάριον, τον τας λαμπάδας κλέπτοντα».3 Και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συμβούλευε: «Αδελφοί μου, να μη λυπάσθε δια τούς αποθαμένους σας, αλλά, αν αγαπάς τον αποθαμένον σου, κάμε ό,τι ημπορέσης δια την ψυχήν του· σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργίες, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνη. Βάνει ο Θεός την ευσπλαγχνίαν του και τον σώνει τον αποθαμένον σας και τον βάνει εις τον Παράδεισον ή είναι ελαφροτέρα η κολασίς του. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τον αποθαμένον σας να τα εβγάλετε, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας».4
1. Λευϊτ. 24, 2-3, Πρωτ. Κείμενο: «Έντειλαι Ααρών και τοις υιοίς αυτού καύσαι λύχνον δια παντός… από εσπέρας έως πρωί ενώπιον Κυρίου ενδελεχώς · νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών».
2. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ. 144.
3. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, υποσ., σ. 145: Αγ. Νικόδημου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Κυριακής του Πάσχα.
4. ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ, σ.235 και ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ.145.