Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))
Στοὺς Ἑβραίους ἐδόθη ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐργασίας κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Θεὸς θέλησε νὰ περιορίσει τὴν ἀναισθησία καὶ τὴ φιλοσαρκία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ τὴ ροπή του πρὸς τὴν ὕλη. Ἡ φύλαξη λοιπὸν τοῦ Σαββάτου ἀναφερόταν στοὺς ἀδύνατους πνευματικὰ Ἰσραηλίτες. Κίνητρο γιὰ τὴν τήρηση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς ἦταν ὁ φόβος τῆς τιμωρίας.
Ὅμως ἡ σχέση αὐτὴ τοῦ φόβου καταργήθηκε μὲ τὴν υἱοθεσία «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι πλέον δοῦλος, ἀλλὰ υἱὸς (Ἰω. α’ 12. Ρωμ. η’ 15-17. Γαλ. δ’ 4-7). Δὲν βρίσκεται πλέον κάτω ἀπὸ τὸν νόμο, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴ χάρη (Ρωμ. στ’ 14). Μὲ βάση τὴ νέα σχέση τῆς υἱοθεσίας καλεῖται νὰ στρέψει ὅλη τὴν ἐπιθυμία του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐκτελεῖ διαρκῶς τὸ θέλημά Του ὄχι πλέον ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Ὄχι μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κυριακὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Σαββάτου ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ἡμέρα τῆς νέας δημιουργίας, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ Κυριακὴ συμβολίζει τὴν αἰώνια ἀνάπαυση τῶν πιστῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Κύριός μας εἰσήγαγε στὴ δική Του κληρονομιά, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἰσῆλθε σὰν πρόδρομος (Ἑβρ. στ’ 20). Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ. βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑβδομαδιαῖο κύκλο τῶν Ἰουδαίων καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ὀγδόη ἡμέρα (πρβλ. Ταλμ. στ’ 1). «Ὥστε καὶ ἂν εἰπῆς “ἡμέραν” καὶ ἂν εἰπῆς “αἰῶνα” τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἐκφράζεις… Θέλοντας λοιπὸν νὰ ἑλκύση τὸν νοῦν πρὸς τὴν μέλλονταν ζωήν, ὠνόμασε, “μίαν” τὴν εἰκόνα τοῦ αἰῶνος τὴν ἀπαρχὴν τῶν ἡμερῶν, τὴν συνομήλικον τοῦ φωτός, τὴν ἁγίαν Κυριακήν, αὐτὴ ποὺ ἐτιμήθη μὲ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου» (Μ. Βασίλειος).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει τὴν Κυριακὴ «γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Διότι εἴμεθα χαμένοι καὶ εὑρέθημεν νεκροὶ καὶ ξαναζήσαμεν ἐχθροὶ καὶ συνεφιλιώθημεν. Διὰ τοῦτο ἁρμόζει νὰ ἀποδίδωμεν εἰς αὐτὴν πνευματικὴ τιμήν…». «Κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν κατελύθη ὁ θάνατος, ἐσβέσθη ἡ κατάρα, ἐξηφανίσθη ἡ ἁμαρτία, ἔσπασαν αἱ πύλαι τοῦ Ἅδου, καὶ ἔγινε αἰχμάλωτος ὁ διάβολος καὶ κατελύθη ὁ διαρκὴς πόλεμος καὶ ἔγινεν ἡ συμφιλίωσις τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους…». Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων καὶ στοὺς μεταποστολικοὺς χρόνους οἱ χριστιανοὶ τελοῦσαν τὶς συνάξεις τους γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ κατὰ τὴν Κυριακή.
Κάθε φορὰ ποὺ οἱ χριστιανοὶ θὰ συναχθοῦν νὰ τελέσουν τὴ θεία εὐχαριστία ἐπαναλαμβάνεται τὸ γεγονὸς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς λειτουργίας ψάλλουμε: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…».
Αὐτὸ τὸ φῶς καὶ τὸ Θεῖο Πνεῦμα ἕνωσε καὶ πάλι τοὺς πιστοὺς στὸ ἕνα Σῶμα. Μ’ αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ εἰρήνη καλοῦνται πλέον νὰ ἐπιστρέψουν στὸν κόσμο καὶ νὰ βιώσουν αὐτὴ τὴν εἰρήνη ὁλόκληρη τὴν ἑβδομάδα. «Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν!», λέγει ὁ ἱερέας κατὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος τῆς πτώσης ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐν Χριστῷ εἰρήνη καὶ ἑνότητα, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέφουν οἱ πιστοὶ στὸ λειτουργικὸ χῶρο καὶ νὰ βιώνουν καὶ πάλι αὐτὴ τὴν εἰρήνη τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ τοῦ «εἷς ἐν Χριστῷ».
Κλείνοντας παρατηροῦμε πὼς τὸ λειτουργικὸ ἔτος δὲν εἶναι ἁπλὸ μέτρο ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ βίωση ὁλοκλήρου τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ προεικόνιση τῆς αἰωνιότητας, στὴν ὁποία προσβλέπει κάθε χριστιανός. Ὁ λειτουργικὸς χρόνος κινεῖται στὸ αἰώνιο παρὸν δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς ἀνάμεσα στὸ παρελθόν, στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Εἶναι ὁ νέος χρόνος τῆς μεταμόρφωσης καὶ τῆς ἀφθαρσίας, λουσμένος μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς ὀγδόης ἡμέρας.
Στὸ λειτουργικὸ χῶρο καὶ χρόνο τὰ πάντα ἀνακεφαλαιώνονται «ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀνθρωπότητα ξαναβρίσκει τὴν ἑνότητα τῆς μιᾶς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἀσκεῖ τὴν βασιλικὴ καὶ Ἱερατική της διακονία μέσα στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία φέρει καὶ πάλι σὲ δοξολογικὴ σχέση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Στὸ λειτουργικὸ χρόνο δὲν ἐνθυμούμεθα ἁπλῶς, οὔτε ἀναγόμεθα στὰ γεγονότα τῆς Θείας οἰκονομίας, ἀλλὰ ζοῦμε μυστικὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ συμμετέχουμε μυστηριακὰ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πάντων τῶν ἁγίων γινόμαστε μέτοχοι τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνοὶ τῆς ἁγιότητάς Του. Στὸ λειτουργικὸ χρόνο δὲν ἑορτάζουμε ἁπλῶς τὶς ἱερὲς μνῆμες τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γινόμαστε κοινωνοὶ τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, παροῦσα διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ὁ ἑορταστικὸς κύκλος τῶν Χριστουγέννων προβάλλει τὴν εἴσοδο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο τῆς πτώσης. Δὲν εἶναι κίνηση ἀπὸ τὰ κάτω πρὸς τὰ πάνω, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο• συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ «παιδίον» τὸ ὁποῖο «ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ ἐδόθη ἡμῖν» εἶναι ὁ ὑπερούσιος καὶ ἀπρόσιτος Θεός, ποὺ γίνεται ὁρατὸς καὶ προσιτὸς στὸν πεσμένο ἄνθρωπο. Μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ὁ Θεὸς ἀποδέχεται τὴ δημιουργία Του καὶ τὴν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἀνόρθωση, ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὴ φθορὰ στὴν ἀφθαρσία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση συνεορτάζει αὐτὸ τὸ γεγονός.
Ὁ ἑορταστικὸς κύκλος τοῦ Πάσχα ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ μέσα ἀπὸ μακρὰ προετοιμασία μετανοίας καὶ ἄσκησης, ποὺ κορυφώνεται κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, στὴ νύχτα τῆς ἀνάστασης, στὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιωτῆς», ὅπου ἑορτάζουμε τὴ νέκρωση τοῦ θανάτου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ ἅδου.
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσελήφθη ἀπὸ τὴν Θεότητα, ἐνίκησε τὸν θάνατο καὶ ἀνέστη σὲ ζωὴ ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας, ἀνελήφθη ἔνδοξα μέχρι τὸ ὕψος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ Πατρός. Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ «ξένο θέαμα», μένουν ἄφωνοι οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση περιβάλλει μὲ σιωπὴ τὸ μυστήριο. Αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν κοινωνία τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Παρακλήτου στὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἀκύρωση τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης, ποὺ ἦταν ἡ σύγχυση στὴ Βαβέλ.
Αὐτὴ τὴν βαθιὰ ἑνότητα βιώνει κάθε χριστιανὸς στὸν λειτουργικὸ χῶρο σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου. Ὁ Χριστιανὸς δὲν βρίσκεται πλέον στὴν κατάσταση τοῦ δούλου, ἀλλὰ τοῦ υἱοῦ. Δὲν βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ νόμο, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴ χάρη καὶ προσφέρει ὁλόκληρο τὸ χρόνο του στὸν Θεὸ. Ὄχι μία μόνο ἡμέρα. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα»!
Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς νέας δημιουργίας, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴν αἰώνια ἀνάπαυση. Αὐτὸ θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι νὰ γίνει πραγματικότητα ἡ δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐμπειρία μιᾶς διαρκοῦς θείας λειτουργίας, μέσα στὴ διαρκῆ δόξα τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς Πεντηκοστῆς (πρβλ. Ἀποκ. κα’ 22-25. Ἡσ. ξ’ 1-22).