Ποιός είναι άξιος και ποιός ανάξιος για την Θεία Κοινωνία



“Ιδού, βαδίζω πρός θείαν κοινωνίαν…”
[…] Η πλειονότητα των σύγχρονων Χριστιανών απέχει πολύ καιρό από την Θεία Κοινωνία και κοινωνεί μόνο μιά-δυό φορές τον χρόνο, για να μην αναφερθούμε σ’ εκείνους πού, μετά την ενηλικίωσή τους, κοινωνούν μόνο μία-δύο φορές στην ζωή τους.

Πολλές είναι οι αιτίες, οι δικαιολογίες, οι αφορμές, οι προφάσεις για την αποχή, για μεγάλο χρονικό διάστημα, από την Θ. Κοινωνία. Λόγοι σεβαστοί (άν πρόκειται για κανόνα του Πνευματικού), λόγοι όμως και ανυπόστατοι, υπερβολικοί και πλανεμένοι, αποστερούν από τον πιστό την μεγάλη ευλογία της Θείας Μετάληψης. Η άγνοια, η αμέλεια, η διαφορετική θεώρηση του Μυστηρίου, η αντίδραση, η ντροπή, ο αυστηρός αυτοέλεγχος, και πάρα πολλά άλλα, κρατούν τους Χριστιανούς μακριά από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.


Μία συνήθης δικαιολογία που προβάλλουν οι άνθρωποι για να μην κοινωνούν συχνά, είναι η αίσθηση της αναξιότητος που νιώθουν για την συμμετοχή τους σε ένα τόσο μεγάλο Μυστήριο. Πάρα πολλές φορές βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την δικαιολογία, όταν ρωτάμε κάποιον γιατί κοινωνεί αραιά. Και απαντάει λέγοντας: «Τί την περάσαμε την Θ. Κοινωνία…». Τό αίσθημα της αμαρτωλότητός του, της αναξιότητός του, της μικρότητός του, σε συνδυασμό με την άγνοια περί του Μυστηρίου, τον κάνει να στέκεται μακριά απ’ αυτό το θεϊκό δώρο και τον αποξενώνει έτσι από την Χάρη του Θεού.

Η πρόφαση της αναξιότητος μπορεί να είναι έως ένα σημείο δικαιολογημένη, με την έννοια ότι όντως η Θ. Κοινωνία είναι κάτι το πολύ υψηλό, το ανέγγιχτο για μας τους χοϊκούς, πύρ καταναλίσκον, και κατά συνέπεια είμαστε όλοι ανάξιοι να μεταλάβουμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Η αναξιότητά μας όμως αυτή είναι σχετική και όχι απόλυτη. Εδώ κάνουν λάθος όσοι δεν προσέρχονται στο Μυστήριο προβάλλοντας την αναξιότητά τους. Όλοι μας, αν το δούμε απόλυτα, είμαστε πλήρως ανάξιοι. Το λέει πολύ χαρακτηριστικά και η ευχή του Χερουβικού ύμνου: «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν…». Κανείς δεν είναι άξιος.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μία σχετική αξιότητα. Μία αξιότητα, με την οποία μας δίνεται η δυνατότητα να κοινωνήσουμε. Αυτή την οποία, από απέραντη αγάπη, μας την παραχώρησε ο ίδιος ο Κύριός μας. Αυτός ο οποίος μας κάλεσε να κοινωνούμε του Αχράντου Σώματος και του Τιμίου Αίματός Του. Να μεταλαμβάνουμε του αληθινού Άρτου, ο ο­ποίος χαρίζει αιώνιο ζωή.

Στήν Συναγωγή της Καπερναούμ Τον ακούμε να λέει: «Εγώ ειμι ο άρτος ο ζών ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε όν εγώ δώσω, η σάρξ μου εστιν, ήν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω. στ΄ 51). Και με τον λόγο Του αυτό, όχι μόνο μας καλεί, αλλά θέτει την Θ. Κοινωνία και ως προυπόθεση για να εισέλθουμε στην Βασιλεία Του: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. στ΄ 53).

Από απέραντη αγάπη λοιπόν για το πλάσμα Του, μας παραχωρεί ο Θεός την σχετική αξιότητα, ώστε να μεταλαμβάνουμε του Σώματος και Αίματός Του για να έχουμε αιώνιο ζωή. Αυτήν όμως την σχετική αξιότητα, υ­πάρχουν κάποιες προυποθέσεις για να την λάβουμε. Χωρίς αυτές τις προυποθέσεις, παραμένουμε ανάξιοι να μεταλάβουμε.

Μάς το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος στην πρώτη πρός Κορινθίους επιστολή του: «Δοκιμαζέτω δε άν­θρω – πος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω· ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Διά τού­το εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Α΄ Κορ. ια΄ 28-30). Μας εφιστά την προσοχή και μας λέει ότι πρέπει ο άνθρωπος να εξετάσει καλά τον εαυτό του, αν έχει τις κατάλληλες προυποθέσεις να κοινωνήσει. Διότι, όποιος ανάξια κοινωνεί, χωρίς να αναγνωρίζει ότι λαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τότε αυτό που τρώει και πίνει, θα φέρει επάνω του καταδίκη. Και μάλιστα τονίζει ότι για τον λόγο αυτό υπάρχουν και πολλές αρρώστιες και θάνατοι.

Είναι πολύ γνωστή η παραβολή του μεγάλου Δείπνου, η οποία εικονίζει το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και κατά την οποία πολλοί ήταν οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Μόνο αυτοί στάθηκαν άξιοι να ει­σέλθουν και να γευθούν του Δείπνου. Μόνο όσοι είχαν ένδυμα γάμου.

Εμείς άραγε όταν πλησιάζουμε στην Θ. Κοινωνία έχουμε ένδυμα γάμου; Έχουμε αυτή την σχετική αξιότητα; Έχουμε τις προυποθέσεις που θέλει ο Θεός, ώστε να κοινωνήσουμε; Νιώθουμε την ανάγκη, μιά που δεν έχουμε ένδυμα κατάλληλο να εισέλθουμε στο Δείπνο, να παρακαλέσουμε τον Θεό να λαμπρύνει την στολή της ψυχής μας; […]

Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/