Ποιόν εαυτό να αποδεχτούμε;
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ακούμε, κυρίως από κύκλους της Ψυχολογίας, ότι θα πρέπει ν’ αποδεχτούμε τον εαυτό μας. Εάν αυτό έχει την έννοια μιας μοιρολατρικής συμπεριφοράς που δεν κάνει τίποτα γι’ αλλαγή, την οποία πιστεύει πως δεν μπορεί να πετύχει, νομίζω πως αδικεί την ανθρώπινη δυναμική. Αν όμως έχει την έννοια της αποδοχής της πραγματικότητας, που ανατρέπει την ψευδαίσθηση και γίνεται αφετηρία για παρακάτω πορεία, τότε το «ν’ αποδεχτούμε τον εαυτό μας» είναι σοφό και συνετό.
Όταν μεγαλώνουμε με τη Μανιχαϊστική αντίληψη που διαιρεί τη ζωή, τη συμπεριφορά, το ανθρώπινο πρόσωπο σε καλό και κακό, ηθικό και ανήθικο, τέλειο και βέβηλο, τότε το «ν’ αποδεχτούμε τον εαυτό μας» είναι έργο δύσκολο και κάποτε ακατόρθωτο. Γιατί η ζωή από μόνη της, όπως και η ανθρώπινη συμπεριφορά, έχει ρίζες που ξεκινούν από τον πρώτο Αδάμ, το προπατορικό αμάρτημα. Αυτό σημαίνει πως «η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός» και πως τα πονηρά στον άνθρωπο συναντώνται και «εκ νεότητος αυτού».
Η προσπάθεια να δείξουμε τον «καλό εαυτό μας» στους άλλους και κυρίως στον εαυτό μας, ένα εαυτό χωρίς ψεγάδι, χωρίς πάθη, χωρίς αναπηρίες, οδηγεί αναπόφευκτα στην καταπίεση με πολλές νευρώσεις, φανερή ένταση, ανισόρροπη προσωπικότητα.
Η αποδοχή του εαυτού μας, όπως τον κληρονομήσαμε ή όπως τον καταντήσαμε, θέτει τις βάσεις για ειλικρινή μετάνοια. Όχι με την έννοια μόνο της μεταμέλειας για το παρελθόν αλλά και με την έννοια της επιθυμίας γι’ αλλαγή, για νέα ζωή, διαφορετική από το πριν της ζωής μας, κυρίως ως εσωτερική κατάσταση παρά ως εξωτερική συμπεριφορά.
Η αποδοχή του εαυτού μας που οδηγεί στην ταπείνωση σε σχέση με την τελειότητα του Χριστού, είναι δύναμη που φέρνει την αλλαγή όχι με βάση τη γνώμη του κόσμου αλλά με βάση το Ευαγγέλιο που μας γνωρίζει την Αλήθεια που ελευθερώνει. Τότε, γευόμαστε την εμπειρία τού να είμαστε ο εαυτός μας, με τον οποίο πορευόμαστε για τη μεταφόρφωσή του, έχοντας συνοδοιπόρο το Πνεύμα το Άγιο που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».