Ἡ τελευταία μέρα πρίν ἀπό τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦταν ἀνέκαθεν γνωστή στό λαό ὡς “Κυριακή τῆς συγγνώμης”.
Τήν ἡμέρα αὐτή διαβάζονται τά ἑξῆς λόγια τοῦ Χριστοῦ,
“ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν” (Ματθ. 6,15).
Τό ἴδιο βράδυ στήν ἐκκλησία ὁ καθένας ζητᾶ συγγνώμη ἀπό τούς ἄλλους στόν “ἑσπερινό τῆς συγγνώμης” ἔτσι, ὥστε νά εἰσέλθουμε στή Σαρακοστή, στόν καιρό τοῦ καθαρμοῦ, ἐμβαθύνοντας καί ἁγιάζοντας τή ζωή μας, συμφιλιωμένοι μέ τούς ἄλλους.
Συνείδηση εἶναι αὐτό τό μυστηριῶδες βάθος τοῦ νοῦ, πού μᾶς φέρνει τύψεις καί παθιασμένη ἐπιθυμία γιά κάθαρση, ἀναγέννηση καί διόρθωση. Τύψη εἶναι ἀκριβῶς ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως, καί μᾶς ὁδηγεῖ στό πρῶτο σκαλοπάτι τοῦ δρόμου γιά τήν κάθαρση, στήν ἐπιθυμία νά συγχωρήσουμε καί νά συγχωρηθοῦμε, στήν ἴδια τήν Κυριακή “τῆς συγγνώμης”.
Γιατί; Γιατί ἡ συγγνώμη καί ἡ ἐπιθυμία γιά συγγνώμη νά μπαίνουν μέσα μας μέ τέτοια σαφήνεια τή στιγμή πού ξεσηκώνεται ἡ συνείδησή μας, ὡς μιά κατεξοχήν ἀπαίτηση; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πώς ἡ συνείδηση μᾶς ἀποκαλύπτει ἐπίσης πώς οὐσία τοῦ κακοῦ καί τοῦ ψεύδους εἶναι ἡ διαίρεση, πού ἐμφανίζεται ὡς ἐνοχή μπροστά στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ Ντοστογιέφσκι, μέ τό στόμα τοῦ γέροντα Ζωσιμᾶ, μᾶς εἶπε πώς “ὁ καθένας εἶναι ἔνοχος γιά ὅλα καί ἀπέναντι σέ ὅλους”. Ἀπό μιά πρώτη ματιά αὐτά τά λόγια φαίνονται ὄχι μόνο ὑπερβολικά, ἀλλά καί ἐντελῶς παράλογα. “Γιατί νά εἶμαι ἔνοχος ἀπέναντι στούς ἄλλους;”, ρωτᾶ ἀπροκάλυπτα ἡ προσβεβλημένη μας λογική, ὁ “ἐξωτερικός” μας νοῦς. Ὅσον ἀφορᾶ τήν “ἠθικότητα”, ἡ λογική μας πιθανῶς νά συμφωνεῖ πώς ναί, κατά κάποιο τρόπο, εἶμαι στήν πραγματικότητα ἔνοχος ἀπέναντι σέ κάποιον, ἀλλά προσθέτει καθησυχαστικά, δέν εἶναι κι αὐτό ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς; Ἄς ἀφήσουμε τή λογική νά ἀμφιβάλει, ἄς ἀφήσουμε ἀκόμη καί τήν ἠθική νά ἐξηγεῖ καί νά ἐκλογικεύει. Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τή συνείδηση: ἐκεῖ, πολύ βαθειά μέσα μας, μιά ἥσυχη φωνή μᾶς λέει σταθερά καί ἐπίμονα, “ἔνοχε”. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἐνοχή; Δέν πρόκειται γιά συγκεκριμένα παραπτώματα καί διενέξεις, πού εἶναι, νομίζω, ἀρκετά ἀναπόφευκτα. Δέν πρόκειται γιά συνηθισμένα καυγαδάκια καί μικρόψυχους ἐκνευρισμούς. Ὄχι, αὐτή ἡ ἐνοχή πού τόσο ξαφνικά, ἀλλά καί τόσο φανερά ἐμφανίζεται μέσα μου ἔχει τήν πηγή της ἀλλοῦ: στή ζωή μου, πού τόσο πολύ διαπερνᾶται ἀπό τόν ἐγωισμό.
Ἡ ἐνοχή συνεπῶς ἐπικεντρώνεται πάνω μου· ὁ “ἄλλος” καί οἱ “ἄλλοι” δέν ἔχουν ὄντως τίποτε τό κοινό μ’ αὐτή, ἐκτός ἀπό τό βαθμό στόν ὁποῖο γίνονται ὄργανα σκοπιμότητας. Ἀκόμη καί ἡ ἀγάπη μας δηλητηριάζεται ἐκ τῶν ἔνδον, ἀκρωτηριάζεται ἀπό τόν “ἐγωισμό”, ἐπειδή ἀκόμη καί στήν ἀγάπη μποροῦμε νά κατέχουμε τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μόνο γιά τόν ἑαυτό μας.
Μόνο ἡ συνείδηση εἶναι αὐτή πού ξαφνικά μᾶς ἀποκαλύπτει μέ ἀνελέητη καθαρότητα ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὡς πάλη ὅλων ἐναντίον ὅλων, μιά πάλη πού καταναλώνει τή ζωή ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Μόνο ἄν τό αἰσθανθοῦμε καί τό συνειδητοποιήσουμε, μποροῦμε νά ἀρχίσουμε νά ἀκοῦμε ἐσωτερικά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Ντοστογιεύφσκι, “Ὁ καθένας εἶναι ἔνοχος γιά ὅλα καί ἀπέναντι σέ ὅλους”.
Μποροῦμε τότε νά ἀρχίσουμε ἐπίσης νά ἀκοῦμε τήν ἀλήθεια κι ἄλλων λόγων πού εἰπώθηκαν πρίν τόν Ντοστογιέφσκι, ἀπό τόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: “Βρές ἐσύ τή σωτηρία, καί χιλιάδες θά σωθοῦν γύρω σου…”. Βρές ἐσύ τή σωτηρία: ἀλλ’ αὐτό σημαίνει ἀκριβῶς νά σωθεῖς κατ’ ἀρχάς ἀπό αὐτή τήν πρωταρχική ὑποδούλωση στή διαίρεση, ἀπό αὐτό τό ἐσωτερικό διαζύγιο ἀπό τή ζωή καί τούς ἀνθρώπους, ἀπό αὐτή τή συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη κατάσταση πάλης στήν ὁποία ζοῦμε.
Νά συγχωρέσεις καί νά συγχωρεθεῖς! Ἔτσι ἀκριβῶς στρεφόμαστε ἀπό τή διαίρεση στήν ἑνότητα, ἀπό τήν ἔχρθα στήν ἀγάπη, ἀπό τό χωρισμό στήν ἔνωση. Τό νά συγχωρεῖς ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά ἀγνοεῖς τά ἐλαττώματα, ὅπως συχνά ἰσχυριζόμαστε, ἤ τό χειρότερο, νά βγάζεις ἀπό τό μυαλό σου τούς ἄλλους μέ μιά κίνηση τοῦ χεριοῦ ὡς ἀνίατη περίπτωση πού δέν ἀξίζει νά ἀσχοληθεῖ μαζί της κανείς. Συγγνώμη δέν σημαίνει ἀδιαφορία ἤ περιφρόνηση ἤ κυνισμός. Μόνον ὅποιος ἔχει ξαφνικά συνειδητοποιήσει μέ ὅλη του τήν τρομακτικότητα τῆς ἀπουσίας ἀγάπης ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, πού ἔχει αἰσθανθεῖ τήν ἀβυσσαλέα ὀδύνη ἐκείνης τῆς μοναξιᾶς στήν ὁποία ἔχει αὐτοκαταδικαστεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν αὐτοδικαίωση καί τόν ἐγωισμό του, μόνο τότε θά μπορέσει νά συγχωρέσει καί νά συγχωρηθεῖ.
Ὅλα αὐτά ἐκφράζονται καί ἀκούγονται στήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας τήν Κυριακή τῆς συγχωρήσεως: “Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι”.
Ἐκεῖ βρίσκεται αὐτή ἡ χαρμολύπη, πού μᾶς ἐπιτρέπει τελικά νά κατανοήσουμε τή ρίζα, τήν οὐσία καί τή δύναμη τοῦ κακοῦ: κρύες καρδιές, μαραμένη ἀγάπη, καί ὁ θρίαμβος σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἀτομικῆς αὐτοδικαίωσης, πού μπορεῖ μόνο νά καταλήξει στήν ἀπομόνωση καί στή μοναξιά. Εὐχόμαστε γιά τή συγχώρηση, διψᾶμε νά συγχωρηθοῦμε… Κατά τόν ἴδιο τρόπο πού ἕνα παιδάκι πού λύπησε τή μητέρα του νοσταλγεῖ τό χαμένο παράδεισο τῆς ἀγάπης της, ἔτσι κι ὁ καθένας μας γνωρίζει πώς ἡ διάλυση τοῦ κακοῦ ἀρχίζει μέ αὐτή τή μεταστροφή τῆς ψυχῆς, μέ τό μαλάκωμα τῆς καρδιᾶς, μ’ αὐτή τή δίψα γιά ἀποκαταλλαγή.
Γιαὐτό ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο μακριά φαίνεται πώς εἶναι ἀπό τήν ψυχρή καί σκληρή ζωή μας, ὅπου ἡ συνδετική δύναμη τῆς “συλλογικότητας” σφίγγει μᾶλλον παρά μετριάζει τήν ἀνθρώπινη μοναξιά, ὅσο παράξενο κι ἄν φαίνεται αὐτό στό πνεῦμα τῶν καιρῶν μας, βρίσκεται ἐδῶ, στή δύναμη τῆς συνείδησης, στή δίψα γιά συγχώρεση καί μεταστροφή τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ ὅπου βρίσκουμε τήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς μας ἀναγέννησης.