Στήν ἐρώτηση ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή, μπορεῖ κανείς νά δεχτεῖ πολλές ἀπαντήσεις: εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ διάκριση, εἶναι ἡ ὑπομονή. Τελικῶς ὅμως ἡ μεγαλύτερη ἐξ ὅλων τῶν ἀρετῶν φαίνεται νά εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατί αὐτή εἶναι ἐκείνη πού κρίνει τήν ποιότητα καί γνησιότητα κάθε ἄλλη ἀρετῆς. Γιά παράδειγμα: μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀγάπη ἐκεῖ πού λείπει ἡ ταπείνωση, ἀφοῦ ἡ ἔλλειψη τῆς ταπείνωσης δείχνει ὅτι καί ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ μία μορφή ἐγωϊσμοῦ; Μπορεῖ νά ὑπάρχει ὑπομονή ἤ καί διάκριση, ἀφοῦ καί οἱ δύο αὐτές, πού θεωροῦνται πράγματι ὑψηλότατες ἀρετές, στηρίζονται στήν ταπείνωση; Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε ὅτι «ὅταν κάνετε πράξη ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχει δώσει ὡς ἐντολές ὁ Θεός, νά λέτε ὅτι εἶμαι ἄχρηστος δοῦλος· ὅτι ἔκανα ὅ,τι ὄφειλα νά πράξω».
Τί εἶναι ὅμως ταπείνωση; Ἐδῶ τά πράγματα δυσκολεύουν, διότι ἡ ταπείνωση παραπέμπει στόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Θεός, ὅπως ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος, εἶναι κυρίως ἀγάπη καί ταπείνωση. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»· καί «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Λοιπόν, ὅταν ἀναζητεῖ κανείς τήν οὐσία τῆς ταπείνωσης, ἀναζητεῖ κάτι πού ὑπέρκειται τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων· ἀναζητεῖ ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ «τήν στολήν τῆς θεότητος» (ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος). Πρόκειται ἔτσι γιά μυστήριο, πού μπορεῖ νά μιλήσει γι’ αὐτό μόνον ὁ ἅγιος, ὁ πιστός δηλαδή πού ἔχοντας γίνει χάριτι Θεοῦ ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του.
Τί μᾶς λένε λοιπόν οἱ ἅγιοί μας, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἀρνοῦνταν στά κείμενά τους ὅτι «κατεῖχαν» τόν κρυμμένο αὐτόν θησαυρό;
Πρῶτα ἀπό ὅλα, ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδή ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Θεό, ἀποτελεῖ τή βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Χωρίς τήν ταπείνωση δηλαδή, ἡ κάθε ἀρετή δέν κατανοεῖται χριστιανικά, κι ἴσως νά ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στήν πνευματική ζωή. Διότι ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπερηφάνεια – ἡ ἀρετή θεωρεῖται ἕνα δικό του «κατόρθωμα»! «Ἀπούσης τῆς ταπεινοφροσύνης, πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα», σημειώνει ὁ ἅγιος τῆς Σαρακοστῆς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν ἀπουσιάζει δηλαδή ἡ ταπεινοφροσύνη, ὅλα τά δικά μας τά ἀνθρώπινα εἶναι στόν ἀέρα.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς ὅτι ὅλος ὁ πνευματικός ἀγώνας καί ἡ πνευματική ζωή στήν Ἐκκλησία μας ἐκεῖ κατατείνει: πῶς νά ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωση, ἡ ὁποία ὅμως δημιουργεῖ τίς συνθῆκες γιά νά ζήσουμε τήν ἀγάπη καί ὅλες τίς ἀρετές, συνεπῶς νά γίνουμε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ὁ Ἴδιος μᾶς τό ὑποσχέθηκε. «Ὁ Θεός κάθε ἡμέρα εὐλογεῖ τόν κόσμο», ἔλεγε μέ τόν δικό του χαριτωμένο τρόπο ὁ Γέροντας Τύχων, ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ ἁγίου Παϊσίου, «ἀλλά ὅταν δεῖ ἕναν ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του τά χέρια»! Καί χρειάζεται ἐδῶ ἐκ περισσοῦ νά σημειώσουμε ὅτι μιλᾶμε γιά τή θεϊκή ταπείνωση, τήν ἁγία ταπείνωση πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, γιατί δυστυχῶς ὑπάρχουν κάποιοι συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι τήν διακωμωδοῦν, ὅπως καί κάποιοι ἄλλοι, «ἐντός» τῆς Ἐκκλησίας, πού παρουσιάζουν μία καρικατούρα της, τύπου «ταπεινολογίας καί ταπεινοσχημίας».
Γιά νά καταλάβουμε ὅτι καί οἱ θεωρούμενοι πνευματικοί ἄνθρωποι παρουσιάζουν ἐλλείμματα στήν ταπείνωση, συνεπῶς ζοῦν μέ ἐγωϊσμό πού ἀπομακρύνει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τους, δέν ἔχουμε παρά νά δοῦμε ποιό εἶναι τό στοιχεῖο πού δείχνει ἄμεσα ἄν ἔχουμε αὐτήν τή μεγαλειώδη ἀρετή ἤ ὄχι. Καί τό στοιχεῖο αὐτό εἶναι ἡ ἀντίδρασή μας ἀπέναντι σέ κάθε προσβολή ἐναντίον μας, εἴτε διά τοῦ λόγου εἴτε διά τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἄλλων. Ἄν γιά παράδειγμα μέ προσβάλλει κάποιος, δικαίως ἤ ἀδίκως, καί ἐγώ ἀντιδράσω, ἔστω κι ἄν ἐξωτερικά δέν δείξω κάτι, τότε σημαίνει ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια «καλά κρατεῖ» μέσα μου. Γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας μᾶς λένε πώς ἡ ὅποια προσβολή καί ἡ ὅποια ἀδικία πρέπει νά γίνονται ἀποδεκτές ἀπό ἐμᾶς σάν τά «σφηνάκια» πού μᾶς κερνάει ὁ Θεός γιά νά «ἰσιώσουμε» πνευματικά. Ἡ κάθε προσβολή δηλαδή εἶναι, κατά παραχώρηση Θεοῦ, καί μία εὐκαιρία πού μοῦ δίνει Ἐκεῖνος πού μέ προσέχει καί μέ ἀγαπάει, προκειμένου «εἴτε νά σβήσω ἁμαρτίες μου εἴτε νά τοκίσω στόν Παράδεισο» ( ἅγ. Παΐσιος).
Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι λόγω τοῦ πνευματικοῦ ὕψους τῆς ἀρετῆς αὐτῆς ὑπάρχουν καί σκαλοπάτια γιά νά τή φτάσουμε. Καί νά τί μᾶς λέει ἐν προκειμένῳ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Ἀρχή τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι νά δεχόμαστε τίς προσβολές μέ πικρία καί ὀδύνης ψυχῆς· μεσότητά της εἶναι νά τίς δεχόμαστε χωρίς νά λυπόμαστε· τέλος της δέ νά τίς θεωροῦμε ὡς ἐπαίνους μας». Κι αὐτό μέ τό σκεπτικό, ὅπως ἀναφέραμε, τοῦ ἁγίου Παϊσίου: σβήνονται οἱ ἁμαρτίες μας καί αὐξάνεται ὁ θησαυρός μας στόν Παράδεισο.
Δέν εἶναι ὅμως μόνον αὐτά τά τρία στάδια πού σηματοδοτοῦν τήν ταπείνωση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπισημαίνει ὅτι θά γνωρίσουμε τήν πρόοδό μας στήν ἀρετή αὐτή πού «μαγνητίζει» τόν Θεό στή ζωή μας, ἄν δοῦμε ὅτι αὐξάνει ἡ διάθεσή μας γιά προσευχή, ὅτι σταματᾶμε νά κατακρίνουμε τόν συνάνθρωπό μας, ὅτι ἀρχίζουμε νά νιώθουμε ὅτι εἴμαστε οἱ χειρότεροι ὅλων τῶν συνανθρώπων μας. Τό τελευταῖο μάλιστα τό τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ ἔμφαση: «Μέ τήν ταπείνωση, νά θεωρεῖτε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι πιό πάνω ἀπό ἐσᾶς». Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος ἅγιος Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά ψάχνουμε διαρκῶς τρόπους γιά νά «πλαγιοσκοποῦμε» τήν ταπείνωση. Σάν ἐκεῖνον τόν καλόγερο πού γιά νά ἀποκρούει τούς κενόδοξους λογισμούς πού τοῦ ἐνέσπειραν οἱ δαίμονες τί ἔκανε; Ἔγραψε στόν τοῖχο τοῦ κελιοῦ του ὅλες τίς σπουδαῖες ἀρετές: τήν καθαρή ἀγάπη, τήν ἀπόλυτη ἁγνότητα, τή φωτισμένη προσευχή κλπ. Μόλις λοιπόν ἐρχόταν κάποιος τέτοιος λογισμός ὅτι τάχα κάνει κάτι σπουδαῖο, σηκωνόταν καί διάβαζε τίς ἀρετές, λέγοντας στόν ἑαυτό του: Ταλαίπωρε, ὅταν τίς φτάσεις ὅλες αὐτές, νά ξέρεις ὅτι εἶσαι ἕνας ἄχρηστος δοῦλος, ὅπως ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Κύριος.
Ἄς ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ταπείνωση, ἡ ὁποία δικαιώνει τόν ἄνθρωπο, ὅπως τό ἔδειξε ὁ Κύριος καί στήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ φαρισαίου. Ἄς γίνει αὐτό τό καθημερινό ἀγώνισμά μας, μέσα στήν οἰκογένειά μας – μέ τόν σύζυγο ἤ τή σύζυγό μας καί τά παιδιά μας, στό ἐπάγγελμά μας, σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες σχέσεις μας. Ἄς μάθουμε νά ζητᾶμε συγγνώμη καί νά ρίχνουμε λίγο «τά μοῦτρα» μας, ὅπως λέμε, γιατί στό ρίξιμο αὐτό σπάει τό χοντρό κέλυφος τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί ἀναδύεται ὁ ἀληθινός καί γνήσιος ἑαυτός μας, αὐτός πού βγῆκε καθαρός καί ἀναγεννημένος ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἄν δέν φτάνουμε στά μεγάλη ὕψη τῆς ταπείνωσης, τουλάχιστον ἄς ἐπαινοῦμε τήν ἀρετή αὐτή, γιατί ἐπαινώντας την εἶναι σά νά στρέφουμε τόν ἑαυτό μας πρός τό ἅγιο μύρο της, πού σημαίνει ὅτι καί χωρίς νά κοπιάζουμε ἰδιαίτερα ἀρχίζει αὐτή νά ἀνθίζει μέσα μας.


π. Γεώργιος Δορμπαράκης