Γέρων Γερμανὸς Σταυροβουνιώτης
Ἐκεῖνος, πού ἀγωνίζεται νά ἀποκτήση τελεία ἀγάπη, τόσο πρός τόν Θεό, ὅσο καί πρός τόν πλησίον, αὐτός μπορεῖ καί ὁμολογεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (βλ. Α’ Κόρ. ιβ’ 3)
Πρέπει νά πιστεύης ὅτι σέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἀκόμη κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ ἀποστραφοῦν κι ἄν ὅλοι σέ ἐγκαταλείψουν.
Νά βλέπης ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου στό Μοναστήρι σάν ἕνα ἄνθρωπο. Νά μή κάνης δηλαδή ἐξαιρέσεις, καί νά μήν ἔχης περισσότερη ἀγάπη σέ κάποιο, ἀλλά ὅλους νά τούς ἔχης τό ἴδιο, διότι εἶστε ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι στό ἴδιο οἴκημα κατοικεῖτε, στό ἴδιο Μοναστήρι.
Ὅταν σοῦ ἔλθη λογισμός πώς δέν σέ ἀγαποῦν καί δέν σοῦ συμπαραστέκονται, τότε νά θυμᾶσαι πώς, ὅταν ὅλοι σ’ ἐγκαταλείψουν, ὅμως ἔχεις τόν Θεό γιά βοηθό. «Ὁ πατήρ μου», λέγει ὁ Δαβίδ, «καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με» (Ψαλμ. κστ’ 10). Κάποιος Μοναχός ἦταν ἄρρωστος. Πέρασε περίπου ἕνας μήνας, καί κανείς δέν πῆγε στό κελλί του νά τόν δῆ καί νά τόν βοηθήση. Κατόπιν ἔστειλε ὁ Θεός ἄγγελο νά τόν ὑπηρετήση. Κι ὅταν ἀργότερα οἱ συνασκητές τοῦ σκέφθηκαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν,νά ἰδοῦν μήπως εἶναι ἄρρωστος, μήπως ἔχη πάθει τίποτα, αὐτός, μόλις τούς ἀντικρυσε, τούς φώναξε: «Φύγετε!». Τότε αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Γιατί μᾶς διώχνεις;» Αὐτός ἀποκρίθηκε: «τόσο καιρό, πού δέν μέ σκεφθήκατε ἐσεῖς, πού δέν μέ εἴδατε, πού δέν μέ βοηθήσατε, ἔστειλε ὁ Θεός ἄγγελο, καί μέ ὑπηρετοῦσε. Μά τώρα πού ὁ ἄγγελος σᾶς εἶδε, ἔφυγε! Προτιμότερο νά φύγετε ἐσεῖς, καί νά ἔρθη πάλιν ὁ ἄγγελος!».
Γιατί νά μή ἔχουμε γιά κάθε ἄνθρωπο ἀγάπη; Γιά τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, πού μέ ἐρωτᾶς, εἶναι γραμμένο κάπου: «Μετά πάντων ἔχε ἀγάπην καί ἀπό πάντων ἀπέχου». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη δέν ἐνεργεῖται μόνο μέ τήν ἐξωτερική της ἐκδήλωση. Ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖται κυρίως μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει νά ἔχης ἀγάπη γιά κεῖνον πού σοῦ θυμώνει, γιά κεῖνον πού σέ κατηγορεῖ, γιά κεῖνον πού σέ ἐξευτελίζει. Νά πῆς ὅτι αὐτός εἶναι ὁ γιατρός μου. Καί ναί μέν τά φάρμακα, πού μοῦ δίνει, εἶναι πολύ πικρά, ἀλλά ἐγώ μέ αὐτά ὠφελοῦμαι. Αὐτό ἐξ ἄλλου εἶναι καί ἡ ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς» (Λουκ. στ’ 27-28). Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά τοῦ εἰπῶ μέ λόγια πώς τόν ἀγαπῶ. Ἐκεῖνο, πού ἔχει σημασία, εἶναι νά ἔχω μέσα μου τήν ἀγάπη γι’ αὐτόν, ἔστω κι ἄν φέρθηκε ἔτσι. Καί ἐπειδή μπορεῖ νά κολαστῆ μέ τόν ἄσχημό του τρόπο, γι’ αὐτό παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση, νά τόν φωτίση, νά τόν συγχωρέση, γιά νά μή κολασθῆ. Γιατί νά ἔχω κάτι μαζί του; Ἀφοῦ δέν μέ θέλει, θά ἀπέχω. Ὅμως κατ’ οὐδένα τρόπο δέν θά ἀφήσω μέσα μου τόν λογισμό, τόν πειρασμό νά μέ πειράζη ἐναντίον του, ἀλλά θά παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση, νά τόν φωτίση, νά τόν συγχωρέση, νά τόν σώση.
Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζεσαι νά ἀγαπᾶς τό Θεό, τόσο περισσότερο αὐτός σοῦ ἀποκαλύπτεται!
Ἐκεῖνος, πού ἐπιθυμεῖ τό κακό τοῦ συνανθρώπου του, κάνει τελικά κακό στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Καί ἐκεῖνος, πού ἀγαπᾶ ἀκόμα καί τόν ἐχθρό του, στήν πραγματικότητα εὐεργετεῖ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
Ὅσο πιό πολύ ἀγωνιζόμαστε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τόσο πιό πολύ νιώθουμε μέσα μας χαρά καί εὐτυχία. Δέν ὑπάρχει στόν κόσμο μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπό τό νά φλέγεται ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγάπη πρός τόν γλυκύτατο Κύριό μας.
«Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ’. 24). Γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη τήν καρδιά μας, πρέπει πρῶτα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τά γήινα εἶναι πρόσκαιρα καί μάταια, καί σέ τίποτε ἀπό αὐτά νά μή προσκολληθοῦμε. Γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας σάν τόν ἑαυτό μας, πρέπει νά περιφρονήσουμε τρία πράγματα: Τό χρῆμα, τίς ἡδονές καί τήν ἀνθρώπινη δόξα. Εἴμαστε σέ θέση νά ποῦμε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;» (Ρωμ. η’ 35). Ἄν ναί,τότε εἶναι πού πραγματικά ἀγαποῦμε τόν Χριστό!
Δέν ἔχει τόση ἀξία τό νά ἀγαποῦμε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν «ποία ὑμῖν χάρις ἐστι;» (Λουκ. στ’ 32). Ἀξία ἔχει τό νά ἀγαποῦμε αὐτούς, πού μᾶς ἐχθρεύονται, κι αὐτούς, πού μᾶς μισοῦν!
Μίμηση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει πρῶτ’ ἄπ’ ὅλα μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Νά θυσιάζουμε «τά θελήματα τῆς σαρκός» (Ἐφ. β’ 3) χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ μας.
Ὅπως «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη», ἔτσι κατά ἀντίθετο τρόπο, ὁ διάβολος εἶναι μῖσος. Αὐτός, πού ἀγαπᾶ ὅπως ὁρίζει ὁ Θεός, γίνεται μιμητής Του κι αὐτός, πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, γίνεται διάβολος, καί γεύεται ἤδη ἀπό τώρα τήν κόλαση!
Ὑπάρχει ἡ κατά Θεόν ἀγάπη, ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ κατά… διάβολον ἀγάπη! Ὑπάρχει τό κατά Θεόν μίσος ἀλλά ὑπάρχει καί τό διαβολικό μίσος. Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι αὐτή, πού πηγάζει ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατά… διάβολον ἀγάπη(!) εἶναι ἡ δαιμονική, ἡ φιλήδονη, ἡ ἐμπαθής, αὐτή π.χ. ποὺ ἕνας ἔγγαμος αἰσθάνεται πρός μία ἄλλη γυναίκα, ὥστε πολλές φορές νά φθάνη μέχρι τοῦ σημείου νά ἐγκαταλείπη τή νόμιμη σύζυγό του χάριν τῆς ξένης. Δαιμονική ἀγάπη εἶναι ἐπίσης αὐτή, ἀπό τήν ὁποία διακατέχονται ὅσοι περιπίπτουν στά σοδομικά πάθη. Τέτοιου εἴδους «ἀγάπες», ὄχι μόνο τίς ἀπεχθάνεται καί τίς βδελύσσεται ὁ Θεός ἀλλά, ἄν δέν ὑπάρξη μετάνοια καί ἀλλαγή ζωῆς, τίς τιμωρεῖ παραδειγματικά. Κατά Θεόν μίσος εἶναι τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας. Διαβολικό μίσος εἶναι τό μίσος ἐναντίον οἱουδήποτε συνανθρώπου μας, ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας. Πρέπει νά ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας, ὅσο κι ἄν αὐτός μᾶς ἔφταιξε, ὅσο κι ἄν μᾶς πίκρανε!
Αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον του μέ τήν ἀληθινή, τή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγάπη, νοιώθει μέσα του ἀπέραντη εἰρήνη καί χαρά. Αὐτός πού «ἀγαπᾶ» μέ τήν ψεύτικη, τήν ἐπιφανειακή, τήν ὑποκριτική, τή σαρκική, τή φιλήδονη «ἀγάπη» νοιώθει μέσα του σύγχυση καί ταραχή.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι συνυφασμένη μέ πνεῦμα ταπείνωσης, θυσίας καί προσφορᾶς. Αὐτός, πού ἀγαπᾶ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θυσιάζει τίς ἐπιθυμίες του καί τήν ἀνάπαυσή του χάριν αὐτοῦ πού ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη, πού δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνδέεται μέ πνεῦμα ἐγωϊσμοῦ καί αὐτός πού ἔχει τέτοια «ἀγάπη», ἀντί νά θυσιάζεται γιά τόν ἄλλο, ὅλο ζητᾶ νά θυσιάζεται ὁ ἄλλος γι’αὐτόν.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό μας κρύβει μεγάλη σοφία. Ὅταν ἀνταποδίδουμε καλό ἀντί κακοῦ, γινόμαστε μιμητές τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἔρχεται καί μᾶς ἐπισκιάζει ἡ Χάρις Του!
Μᾶς πλημμυρίζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦσαν ἀκόμα καί τούς διῶκτες τους! Καί αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός ἦταν καθοριστικό, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν ἀπό τόν Χριστό γνήσιοι φίλοι Του, Ἅγιοί Του!
Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας δέν πρέπει νά μένη μόνο στά λόγια, ἀλλά κυρίως νά προχωρᾶ στά ἔργα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη φωτίζει μέ ὑπερφυσικό φῶς τό πρόσωπο αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ.
Τό πρόσωπο ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μισεῖ, εἶναι συνωφρυωμένο καί συννεφιασμένο, μέχρι καί σκοτεινό.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν χαίρεται μέ τίς συμφορές τοῦ πλησίον, οὔτε λυπᾶται μέ τίς ἐπιτυχίες του.
Θέλεις νά ἀνακαλύψης τί εἴδους ἀγάπη ἔχεις μέσα σου; Στάσου μπροστά στόν καθρέφτη τοῦ ιγ’ κεφαλαίου τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί κοίταξε μέ εἰλικρίνεια να ’δῆς, ἄν ἐφαρμόζωνται σέ σένα αὐτά, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτός, πού ἀγαπᾶ, ἔχει μακροθυμία στίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου. Ἔχει καί καλωσύνη. Δέν ζηλοφθονεῖ. Δέν ὑπερηφανεύεται, δέν ἀσχημονεῖ, δέν ζητᾶ τό δικό του συμφέρον, δέν εἶναι εὐερέθιστος, λησμονεῖ τό κακό, πού τοῦ ἔχουν κάνει. Λυπᾶται, ὅταν ἀδικῆται ὁ πλησίον του, καί χαίρεται μαζί του στή χαρά του. Ἔχει σέ ὅλα ἀνεκτικότητα, ἐμπιστοσύνη, ἐλπίδα, ὑπομονή» (Α’ Κόρ. ιγ’ 4-7)
Ἡ ἀγάπη μας πρός τό Θεό καί πρός τούς συνανθρώπους μας εἶναι ἀλληλένδετες. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἡ μία, χωρίς νά ὑπάρχη καί ἡ ἄλλη. Διαφορετικά, οὔτε τόν Θεό ἀγαποῦμε ἀληθινά, οὔτε τόν πλησίον μας πραγματικά.
Πιό πολύ νά ἀγαποῦμε αὐτούς, πού μᾶς ἐλέγχουν, παρά αὐτούς, πού μᾶς κολακεύουν.
Δέν ὑπάρχει ἀληθινή ἀγάπη, χωρίς τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός ἐμᾶς εἶναι ἀχώριστα συνδεδεμένη μέ τή Σταυρική Του θυσία. Σταυρός καί Ἀγάπη πᾶνε ἀχώριστα μαζί.
Πολέμησε τό μίσος, πού δείχνει ὁ ἄλλος πρός ἐσένα, μέ ὅπλο τήν ἀγάπη, πού ἐσύ θά δείχνης πρός αὐτόν. Δεῖξε ἀγάπη σ’ αὐτόν, πού σοῦ δείχνει κακία. Ἔτσι καί μόνον ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νά μετατρέψης τή μοχθηρία του σέ καλωσύνη.
Αὐτός, πού ἔχει κακία, γεύεται θάνατο, ἐνῶ αὐτός, πού ἔχει ἀγάπη, γεύεται αἰώνια ζωή.
Ὁ ὡραιότερος καί ἀποτελεσματικότερος τρόπος νά ἐκδικηθῆς αὐτόν, πού σέ ἔβλαψε, εἶναι νά τόν εὐεργετήσης.
Οἱ οὐρανοί ἀνοίγουν διάπλατα γι’ αὐτόν, πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό «μέ ὅλη τήν καρδία του, μέ ὅλη τήν ψυχή του καί μέ ὅλη τή διάνοιά του, καί τόν πλησίον του ὅπως τόν ἑαυτό του» (Λουκ. ι’ 27).
Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅπου ὑπάρχει τό μίσος, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ διάβολος.
Νά ἀπορρίπτης μέ ὅλη σου τή δύναμη καί νά ἐξομολογῆσαι μέ ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερη ταπείνωση ὅλες τίς καχυποψίες καί φαντασίες, πού σοῦ προβάλλει ὁ διάβολος, γιά νά σέ κάνη νά ἀντιπαθῆς καί νά ἀποστρέφεσαι τόν πλησίον σου.
Δέν ὑπάρχει χῶρος παραμονῆς στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν γι’ αὐτούς, πού στήν ψυχή τους δέν ἔχουν χῶρο ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς τους.