Στὴν ἐκκλησία -ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας- λέμε πολλὰ πράγματα χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε τί λέμε. Π.χ. στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης λέμε ὅτι πιστεύουμε στὴν «ἄφεση ἁμαρτιῶν». Τὸ ἐπαναλάμβανα καὶ ἐγὼ ἐπὶ χρόνια πρὶν ἀναρωτηθῶ γιατί ἄραγε αὐτὸ εἶχε μπεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαὶνεται περιττό. «Ἂν κανεὶς εἶναι χριστιανός», σκέφτηκα, «καὶ βέβαια πιστεύει στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐννοεῖται!» Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστης προφανῶς σκέφτηκαν ὅτι αὐτὸ ἦταν κομμάτι τῆς πίστης μας ποὺ θὰ ἒπρεπε νὰ τὸ φέρνουμε στὴ μνήμη μας κάθε φορὰ ποὺ πηγαὶνουμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἔχω καὶ ἐγὼ ἀρχίσει νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι εἶχαν δίκιο. Τὸ νὰ πιστεύεις στὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν δὲν εἶναι ἀκριβῶς τόσο εὔκολο ὅσο νόμιζα. Τὸ νὰ πιστεύεις πραγματικὰ σ’ αὐτὸ εἶναι κάτι πού, ἂν δὲν εἶσαι διαρκῶς σὲ ἐπιφυλακή, μπορεῖ εὔκολα νὰ σοῦ διαφύγει.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Πιστεύουμε ἐπὶσης ὅτι τὸ κάνει ἐφόσον καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γι’ αὐτό. Τὸ λέει ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Τὸ τόνισε αὐτὸ ὁ Χριστός. Ἂν δὲν συγχωρεῖτε, δὲν θὰ συγχωρεθεῖτε. Κανένα ἄλλο κομμάτι τῆς διδασκαλίας Του δὲν εἶναι πιὸ ξεκάθαρο. Οὔτε καὶ ὑπάρχει καμιὰ ἐξαίρεση σ’ αὐτό. Δὲν λέει νὰ συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ὅταν δὲν εἶναι τόσο ἀποκρουστικὲς ἢ ὅταν ὑπάρχουν σοβαρὲς δικαιολογίες γι’ αὐτὲς ἢ κάτι τέτοιο. Πρέπει νὰ τὶς συγχωροῦμε ὅλες, ὁσοδήποτε ἀπαίσιες καὶ φρικτὲς κι ἂν εἶναι, ὁσοδήποτε συχνὰ κι ἂν ἐπαναλαμβάνονται. Ἂν δὲν τὶς συγχωροῦμε, δὲν θὰ συγχωρηθεῖ καμιὰ ἀπὸ τὶς δικές μας.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι κάνουμε κάποιο λάθος καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση ποὺ ὀφείλουμε νὰ δίνουμε στοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοὺς ἀπέναντί μας. Ἂς πάρουμε πρῶτα-πρῶτα τὸ θὲμα τῆς συγχωρητικότητας τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας. Βρίσκω πώς, ὅταν νομίζω ὅτι ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, στὴν πραγματικότητα-καὶ αὐτὸ γίνεται ἀρκετὰ συχνὰ ἂν δὲν εἶμαι πολὺ προσεκτικὸς-αὐτὸ ποὺ ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Δὲν τοῦ ζητῶ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἁμαρτία μου. Ὑπάρχει ὅμως τεράστια διαφορὰ μεταξύ τοῦ συγχωρῶ καὶ τοῦ δικαιολογῶ. Ἡ συγχώρηση ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς:
«Ναί, τὸ ἔχεις κάνει αὐτὸ ἀλλὰ δέχομαι τὴ μετάνοιά σου. Ποτὲ δὲν θὰ σοῦ τὸ φυλάξω στὸ μέλλον καὶ θὰ εἶναι ὅλα μεταξύ μας τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως καὶ πρίν».
Τὸ «δικαιολογῶ» ὅμως σημαίνει κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Σημαίνει: «Βλέπω ὅτι δὲν μποροῦσες νὰ κάνεις ἀλλιῶς ἢ βλέπω ὅτι δὲν τὸ ἤθελες. Πραγματικὰ δὲν φταῖς». Ἀλλά, ἂν πραγματικὰ δὲν φταῖς, τότε δὲν ὑπάρχει καὶ λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ «συγχώρηση» καὶ ἡ «δικαιολόγηση» εἶναι σχεδὸν τελείως ἀντιφατικὲς ἔννοιες.
Φυσικά, σὲ πολλὲς περιπτώσεις-εἴτε μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἴτε ἀνθρώπων μεταξύ τους-ἐνδέχεται νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ἕνα τμῆμα ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἀρχικὰ φαινόταν νὰ εἶναι ἁμαρτία καταλήγει νὰ εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν εὐθύνεται κανείς, ὅποτε δικαιολογεῖται. Καὶ συγχωρεῖται τὸ τμῆμα ποὺ παραμένει ἁμαρτία. Ἂν κανεὶς εἶχε μία τέλεια δικαιολογία, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ἂν χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ ἡ ὅλη πράξη, τότε δὲν ὑπῆρχε δικαιολογία γι’ αὐτήν. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ λέμε «Ζητῶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ» πολὺ συχνὰ συμβαίνει νὰ εἶναι «Ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δεχτεῖ τὶς δικαιολογίες μου». Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σφάλμα εἶναι ὅ,τι μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, συνήθως, ὑπάρχει καὶ κάποια δικαιολογία, ὑπάρχουν κὰποια ἐλαφρυντικά.
Εἴμαστε τόσο ἀνυπόμονοι νὰ τὰ ἐπισημὰνουμε αὐτὰ στὸ Θεὸ-ἀλλὰ καὶ στὸν ἑαυτό μας-ποὺ τείνουμε νὰ ξεχάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὰ σπουδαῖο ζήτημα, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ κομμάτι ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες, τὸ κομμάτι ποὺ εἶναι ἀδικαιολόγητο, καίτοι ὄχι καὶ ἀδύνατο νὰ συγχωρηθεῖ. Ἂν τὸ ξεχάσουμε αὐτό, θὰ μείνουμε μὲ τὴν ἐντὺπωση ὅτι ἔχουμε μετανοήσει καὶ συγχωρηθεῖ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἒχει γίνει στὴν οὐσία εἶναι ὅτι ἁπλὰ ἔχουμε μείνει οἱ ἴδιοι ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὶς δικαιολογίες μας. Μπορεῖ μάλιστα οἱ δικαιολογίες μας νὰ εἶναι πολὺ ἀτυχεῖς, γιατί ἔχουμε τὴν τάση νὰ ἱκανοποιούμαστε εὔκολα ἀπὸ τὰ λεγόμενα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν φάρμακα γι’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ξέρει ὅλες τὶς πραγματικὲς δικαιολογίες πολὺ καλύτερα ἀπό μᾶς. Ἄν, πράγματι, ὑπάρχουν ἐλαφρυντικά, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν τὰ λάβει ὑπόψη του ὁ Θεός. Ἐκεῖνος θὰ ξέρει καὶ πολλὲς δικαιολογίες ποὺ ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε κἄν σκεφτεῖ καί, κατὰ συνέπεια, κάποιες ταπεινὲς ψυχές, μετὰ τὸ θάνατό τους, θὰ βρεθοῦν ἐμπρὸς στὴν εὐχάριστη ἔκπληξη ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἶχαν ἁμαρτὴσει πολὺ λιγότερο ἀπ’ ὅτι οἱ ἴδιες νόμιζαν. Ὅτι πραγματικὲς δικαιολογίες ὑπάρχουν, ὁ Θεὸς θὰ τὶς βρεῖ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐμεῖς πρέπει νὰ φέρουμε ἐνώπιόν Του εἶναι τὸ κομμάτι τῆς πράξης ποὺ δὲν εἶναι ἐπιδεκτικὸ δικαιολόγησης: τὴν ἁμαρτία. Ἁπλὰ χάνουμε τὸν καιρὸ μας μιλώντας γιὰ ὅλα ὅσα, κατὰ τὴν γνώμη μας, μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν.
Ὅταν πᾶς σ’ ἕνα γιατρό, τοῦ δείχνεις τὸ μέρος τοῦ σώματός σου ποὺ πάσχει-π.χ. ἕνα σπασμένο χέρι-θὰ ἦταν χαμένος χρόνος νὰ κάτσεις νὰ τοῦ ἐξηγεῖς ὅτι τὰ πόδια καὶ τὰ μάτια κι ὁ λαιμός σου δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα. Μπορεῖ νὰ κάνεις λάθος ὡς πρὸς αὐτὸ καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν πραγματικὰ δὲν ἔχουν πρόβλημα, αὐτὸ θὰ τὸ δεῖ ὁ γιατρός.
Τὸ δεύτερο φάρμακο εἶναι τὸ νὰ πιστεύουμε πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τοῦ ἄγχους μας νὰ βροῦμε δικαιολογίες εἶναι ἐπειδὴ δὲν πιστεύουμε στ’ ἀλήθεια στὴ συγχώρηση, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ξαναδεχτεῖ καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο ἂν βρεθεῖ κάποιου εἴδους δικαιολογία γιά μᾶς. Γιατί κάτι τέτοιο ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἦταν συγχώρηση! Πραγματικὴ συγχώρηση σημαίνει νὰ κοιτᾶς τὴν ἁμαρτία στὰ μάτια, ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ κομμάτι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἔχει μείνει ἀκάλυπτο ἀπὸ δικαιολογίες-ἀφοῦ ἔχουν πιὰ ἐξαντληθεῖ ὅλες οἱ δικαιολογίες-καὶ νὰ τὴ δεῖς σὲ ὅλη της τὴ φρικαλεότητα, βρομιά, τρομερότητα καὶ κακία, βλέποντας ὃμως ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει πλήρως συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ διέπραξε!
Ὅταν τώρα περνᾶμε στὸ θέμα τῆς δικῆς μας συγχώρησης ἄλλων αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐν μέρει εἶναι τὸ ἴδιο καὶ ἐν μέρει διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Εἶναι τὸ ἴδιο γιατί καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ συγχώρηση δὲν εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ δικαιολόγηση.
Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ γνωρίζουν αὐτό. Νομίζουν ὅτι, ἂν τοὺς ζητήσεις νὰ συγχωρήσουν κάποιον ποὺ τοὺς ἀπάτησε ἢ τοὺς φέρθηκε κατεξουσιαστικὰ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ζητᾶς νὰ δεχτοῦν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ἔγινε ἀπάτη ἢ κατεξουσίαση εἰς βάρος τους. Ἂν ὅμως ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ. Ἑξακολουθοῦν νὰ ἐπαναλαμβάνουν, «ἀλλά σοῦ ἐξηγῶ ὅτι ὁ ἂνθρωπος αὐτὸς παρέβη μία πολὺ σοβαρὴ ὑπόσχεση». Ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι! Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ συγχωρήσεις. (Σημειωτέον ὅτι αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πιστέψεις τὴν ἑπόμενη ὑπόσχεση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Σημαὶνει ὅμως ὅτι πρέπει πάσῃ θυσία νὰ ἐξαλείψεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε γεύση ἀγανάκτησης, κάθε ἐπιθυμία νὰ τὸν ὑποβιβάσεις ἢ νὰ τὸν πληγώσεις ἢ νὰ τοῦ ἀνταποδώσεις τὸ κακό).
Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σὲ συγχωρήσει ἐσένα εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅταν πρόκειται γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, πολὺ εὔκολα βρίσκουμε δικαιολογίες. Ὅταν πρόκειται γιὰ ἄλλους, δὲν δεχόμαστε εὔκολα τὶς δικαιολογίες. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δική μου ἁμαρτία ἀπέναντι σὲ ἄλλους κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες ποὺ προβάλλω εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ τόσο καλὲς ὅσο ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μου, κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες εἶναι καλύτερες ἀπ’ ὅτι νομίζω.
Πρὲπει λοιπὸν κανεὶς νὰ ξεκινήσει δίνοντας προσοχὴ στὸ καθετὶ ποὺ μπορεῖ νὰ δείχνει ὅτι ὁ ἄλλος δὲν εἶναι καὶ τόσο ἔνοχος ὅσο νομίζαμε ὅτι εἶναι. Καὶ ἂν ὅμως ἀκόμα ἔχει ὅλο τὸ ἄδικο μὲ τὸ μέρος του, καὶ πάλι πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσουμε. Ἀκόμα καὶ ἂν τὸ 99% τῆς ἐνοχῆς του καλύπτεται ἀπὸ πραγματικὰ πολὺ καλὲς δικαιολογίες, ἐμεῖς ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ἐναπομένον 1% τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συγχωρήσουμε. Τὸ νὰ παραβλέπει κανεὶς ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλεται σὲ πολὺ καλὲς δικαιολογίες δὲν εἶναι χριστιανικὴ ἀγάπη. Εἶναι ἁπλὰ δικαιοσύνη. Τὸ νὰ εἶσαι ὅμως χριστιανὸς σημαίνει ὅτι συγχωρεῖς ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ ἀπὸ δικαιολογίες, γιατί ὁ Θεὸς ἔχει συγχωρήσει καὶ σ’ ἐσένα ἐκεῖνο ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες.
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ εἶναι δύσκολο. Ἴσως δὲν εἶναι τόσο δύσκολο νὰ συγχωρήσει κανεὶς μία μοναδικὴ βαριὰ πράξη. Ἀλλὰ τὸ νὰ συγχωρεῖς τὶς ἀδιάκοπες προκλήσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς-τὸ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ συγχωρεῖς τὴν αὐταρχικὴ πεθερά, τὸν κατεξουσιαστικὸ σύζυγο, τὴν γκρινιάρα γυναίκα, τὴν ἐγωιστικὴ κόρη, τὸ δόλιο γιὸ-ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει; Νομίζω πὼς αὐτὸ εἶναι δυνατὸ μόνο ὅταν θυμόμαστε ποιὰ εἶναι ἡ θέση ποὺ ἔχουμε πάρει καὶ τί ἐννοοῦμε μ’ αὐτὸ ποὺ λέμε στὶς προσευχὲς μας κάθε νύχτα, «συγχώρησέ μας τὶς ἁμαρτίες μας ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε ὅσους ἔχουν ἁμαρτήσει ἀπέναντί μας». Ἡ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ προσφέρεται ὑπ’ αὐτοὺς καὶ μόνο τοὺς ὅρους. Τὸ νὰ ἀρνούμαστε νὰ τὸ κάνουμε εἶναι σὰν νὰ ἀρνοὺμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας. Στὸν κανόνα αὐτὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ἐξαίρεσης. Καὶ ὁ Θεὸς πάντα ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ λέει.