Διηγεῖτο κάποτε ὁ γέροντας: Ἦρθε κάποιο πνευματικοπαίδι μου καὶ μοῦ ἔλεγε:
-Ξέρετε, πάτερ, ἐγὼ δὲν τὴν παραδέχομαι τὴν νηστεία. Τί πάει νὰ πεῖ νηστεία;
Τοῦ ἀπάντησα: -Ἡ νηστεία εἶναι θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο. Νήστευσαν οἱ Προφῆτες, ὁ Μωυσῆς, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες… Ἐὰν ἐξακολουθεῖς νὰ μὴ νηστεύεις καὶ νὰ ἔχεις αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις, τότε ν’ ἀλλάξεις Γέροντα! Ἔτσι τοῦ εἶπα.
Ἐὰν ὅμως μου ἔλεγε: «Ξέρετε, πάτερ, δέχομαι τὴ νηστεία ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω τόσο. Προσπαθῶ ὅμως κάτι νὰ καταφέρω», θὰ τοῦ ἔλεγα: «Σὲ δέχομαι, παιδάκι μου. Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ ἀνταποκριθεῖς σ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας». Ἀλλὰ νὰ μοῦ λέει: «Δὲν παραδέχομαι τὴ νηστεία»! Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Ἀκοῦς ἐκεῖ!
Παρόμοια ἀπάντησε σὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέφερε στὴν ἐξομολόγηση ὅτι κατέτασσε τὶς νηστεῖες στὰ μικροπράγματα καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὶς τηροῦσε, «φροντίζοντας νὰ εἶναι ἐντάξει στὰ βασικά τῆς πίστεώς μας»:
-Δὲν μοῦ λές, ἦλθες ἐδῶ ὡς μετανοῶν ἁμαρτωλὸς γιὰ νὰ λάβεις ἄφεση, ἢ ὡς νομοθέτης; Ἂν ἰσχύει τὸ πρῶτο, δὲν μπορεῖς νὰ κατατάσσεις τὴ νηστεία στὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἂν ἰσχύει τὸ δεύτερο, τότε δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ διαβάσω συγχωρητικὴ εὐχή.
Ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς ἡ ἄποψη ὅτι γιὰ λόγους φιλοξενίας ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση τῆς νηστείας. Ὡς παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας προβάλλεται ἡ τακτικὴ τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου ποὺ σταματοῦσαν τὴν νηστεία τους προκειμένου νὰ φιλοξενήσουν κάποιον ἢ νὰ φιλοξενηθοῦν ἀπὸ κάποιον ἀδελφό, ὅταν πήγαιναν ταξίδι.
Ὁ Γέροντας ξεκαθάριζε τὰ πράγματα: – Πουθενὰ στὸ Γεροντικό, ἔλεγε, δὲν ἐπαινεῖται κάποιος ἀσκητὴς καὶ δὲν προβάλλεται ὡς παράδειγμα ἐπειδὴ κατέλυσε τὴ νηστεία γιὰ λόγους φιλοξενίας. Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἐρημίτες καὶ ἀσκητὲς κατέλυαν τὴν προσωπική τους ἀσκητικὴ νηστεία, ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρότερη ἀπ’ ὅ,τι ὅριζε ἡ Ἐκκλησία. Ἔτρωγαν π.χ. λίγα ἄβραστα, μουσκεμένα ὄσπρια ἢ ὠμὰ χόρτα ἢ λίγο μουσκεμένο παξιμάδι κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα, ἀλλὰ κάθε δυὸ-τρεῖς μέρες ἢ καὶ ἀκόμη ἀραιότερα. Ἂν τύχαινε, λοιπόν, νὰ φιλοξενήσουν κάποιον, τότε ἔβραζαν τὰ ὄσπρια ἢ τὰ χόρτα καὶ ἂν ἦταν μέρα μὲ κατάλυση οἰνελαίου ἔριχναν λίγο λάδι ἢ ἔπιναν καὶ λίγο κρασί. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πρόσθεταν λίγο κόπο παραπάνω γιὰ νὰ περιποιηθοῦν αὐτὸ τὸ λιτὸ φαγητὸ καὶ νὰ τιμήσουν ἔτσι τὸν φιλοξενούμενό τους. Μὲ ταπείνωση δὲ ἐδέχοντο καὶ οἱ ἴδιοι παρόμοια φιλοξενία τὶς ἐλάχιστες φορὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό τους. Μόλις οἱ λόγοι τῆς φιλοξενίας ἐξέλειπαν, αὐτοὶ ἐπανέρχονταν στὴν αὐστηρὴ νηστεία τους ἢ καὶ σὲ ἀκόμη αὐστηρότερη γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὸ χαμένο ἔδαφος, μήπως δηλ. τοὺς ξεγελάσει ὁ ἐαυτός τους καὶ βροῦν τὴ φιλοξενία ὡς πρόσχημα γιὰ νὰ χαλαρώσουν τὴ νηστεία τους. Ὅταν κάποιος ἐρημίτης, συνέχιζε ὁ γέροντας, ὁδοιπορώντας ἐπισκεπτόταν ἄλλους ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, αὐτοὶ τὸν κέρναγαν λίγο κρασὶ (εἴτε ἐπειδὴ ὑπῆρχε κατάλυση οἴνου εἴτε διότι ἐφάρμοζαν οἰκονομία γιὰ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας). Αὐτὸς τὸ ἔπινε εὐχαριστώντας εὐγενικά, ἀλλὰ ὅταν ἐπέστρεφε στὸ κελλί του, ἔμενε τόσες μέρες χωρὶς νερὸ ὅσα ποτήρια κρασὶ εἶχε δεχθεῖ κατὰ τὸ ταξίδι του. Ὁ ὑποτακτικός του, ποὺ τὸν λυπόταν, ὅταν ταξίδευαν μαζί, παρακαλοῦσε κρυφά τοὺς φιλοξενοῦντες νὰ μὴν τοῦ προσφέρουν κρασί.
Εἶχα ἐξομολογηθεῖ στὸν Γέροντα πρὸ ἐτῶν, θυμᾶται ἕνα πνευματικοπαίδι του, ὅτι εἴχαμε φιλοξενήσει στὸ σπίτι κάποιον ἐξάδελφο, λίγο κοσμικὸ στὸ φρόνημα σὲ ἡμέρα νηστείας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἴχαμε νηστεύσει. Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε αὐστηρός: -Τὴν μία ὁ ἐξάδελφος, τὴν ἄλλη ὁ κουμπάρος, τὴν τρίτη ὁ μπατζανάκης, μετὰ ὁ φίλος! Ἂν τὸ πάτε ἔτσι, δὲν πρόκειται νὰ νηστεύετε. Καλὰ κάνετε καὶ φιλοξενεῖτε. Αὐτὸ σᾶς τὸ συνιστῶ. Ἀκόμη καὶ σὲ μέρες νηστείας. Ἀλλὰ θὰ προσφέρετε νηστίσιμα φαγητά. Περιποιημένα καὶ νόστιμα ἂν θέλετε νὰ τιμήσετε κάποιον, ἀλλὰ νηστίσιμα. «Σήμερα», θὰ τοῦ λέτε ἁπλά, «εἶναι νηστεία, γι’ αὐτό σοῦ ἔχουμε νηστίσιμο φαγητό. Δὲν θέλουμε νὰ παραβοῦμε τὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας».
Λένε μερικοί:
-Δὲν νηστεύουμε ὅταν βρισκόμαστε σὲ μία συγκέντρωση γιὰ νὰ μὴ στενοχωρήσουμε καὶ σκανδαλίσουμε κάποιους μὲ τὴ στάση μας. Θὰ μᾶς σχολιάσουν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε νὰ μὴ δείχνουμε ὅτι νηστεύουμε ὅπως οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι; Ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε σ’ αὐτὸ ὡς ἑξῆς:
– Ὅταν νηστεύουμε, ὅπως κι ὅταν κάνουμε ὁποιαδήποτε καλὴ πράξη, πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε μὲ ταπεινὸ φρόνημα, ὡς «ἀχρεῖοι δοῦλοι», ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἂν μᾶς βλέπουν ἢ δὲν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅπως δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ φοβόμαστε τὸν ψόγο καὶ τὰ σχόλιά τους ὅταν κάνουμε τὸ καθῆκον μας πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἑξαρτώμεθα στὸ θέμα αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἐὰν κάποιος στενοχωρηθεῖ ἢ «σκανδαλισθεῖ». Ἂν ἐμεῖς κάνουμε τὸ καθῆκον μας, ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει τὸν σκανδαλιζόμενο, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἴτε δὲν ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πάνω στὴ ζωή μας εἴτε προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴ δική του ἀδυναμία. Σκεπτόμαστε αὐτοὺς ποὺ θὰ «σκανδαλισθοῦν», ὅταν μᾶς δοῦν νὰ νηστεύουμε καὶ δὲν ὑπολογίζουμε αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς δοῦν νὰ μὴ νηστεύουμε, γνωρίζοντας ἐνδεχομένως τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ πιστεύω μας. Σ’ αὐτὴ τὴν τελευταία περίπτωση ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου ἐμᾶς, διότι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ παραβάτες τῆς ἐντολῆς. Ἐξ ἄλλου ἂν αὐτὴ τὴ συλλογιστικὴ τὴν ἐπεκτείνουμε καὶ στὶς ἄλλες ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, καταργοῦμε ὅλο τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Θέλω π.χ. νὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Πάντοτε σχεδὸν θὰ συναντήσω ἀνθρώπους στὸ δρόμο. Σκέπτομαι: «Ἂν μπῶ μέσα καὶ μὲ δοῦν, ἂν εἶναι ἄθεοι καὶ ἀντίχριστοι θὰ ἐνοχληθοῦν καὶ θὰ ἐξοργισθοῦν. Ἂν εἶναι εὐσεβεῖς πιστοί, θὰ ποῦν: Τί καλὸς Χριστιανός! Πάει στὴν Ἐκκλησία! Καὶ ὁ ἔπαινός τους θὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴν ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ἂς μὴν πάω λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἐκκλησιασθῶ ὅταν δὲν θὰ μὲ δεῖ κανείς». Κι ἔτσι πάει περίπατο ὁ ἐκκλησιασμός! Ποῦ ἀκούσθηκαν αὐτά; Ποιὸ Εὐαγγέλιο λέει τέτοια πράγματα;
ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr