Συντάκτης   

 Πολλά συζητούνται τον τελευταίο καιρό περί του αν θα πρέπει να φοράμε το προσωπείο στις εκκλησίες κατά την είσοδό μας σε αυτές.

Κατά πρώτον θέλω να ξεκαθαρίσω ότι ο κάθε χριστιανός που ζει στην σημερινή εποχή δεν τίθεται υπεράνω των γνωστών νόμων  του παρόντος και απατηλού κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι, όταν υπάρχει κάποιος ιός, όποιο και αν είναι το όνομά του μεταδίδεται με το τρόπο που επεξηγεί η ιατρική επιστήμη. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την τοποθέτηση, μόνο αν είναι ειδικός ιατρός έχει κάνει μελέτες που μπορεί να αποδείξουν το αντίθετο. Ο κορωνοϊός μεταδίδεται όπως ήδη έχουμε πεί σε άλλα μας άρθρα που έχουν δημοσιευθή στην ιστοσελίδα ως εξής : δια μέσου στενής επαφής με ένα μολυσμένο άτομο. Η κυρία οδός είναι οι σταγόνες αναπνοής (droplets) των μολυσμένων ατόμων δια μέσου:

 1)του σιέλου από τον βήχα ή το φτέρνισμα
 2)απ᾽ευθείας  προσωπικής επαφής
 3)  των χειρών π.χ. αγγίζοντας με  μολυσμένα χέρια (που δεν έχουν ακόμη πλυθεί) στόμα, μύτι και μάτια.
Μπορεί να μεταδοθεί σπανίως και δια μέσου των κοπράνων.

Εν κατακλείδι ο νέος κορωνοϊός μεταδίδεται δια των ανθρωπίνων επαφών και αυτή  είναι η άποψη που οι περισσότεροι γιατροί σήμερα δέχονται. 

Όπως καταλαβαίνει κανείς οι συναθροίσεις ιδιαίτερα σε κλειστούς χώρους, όπως θεωρείται από την ιατρική ο ιερός ναός,  βοηθούν πολύ στην διάδοση του ιού εκτός και αν οι αποστάσεις είναι πάνω από το ένα μέτρο. Πολλάκις προτείνονται από πολλούς προσωπεία που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, για την προστασία των πιστών, ιδιαιτέρως εκείνων που στην οικία τους συζούν με ευπαθή άτομα. Ιεράρχες της ελλαδικής εκκλησίας ισχυρίζονται πρωτίστως ότι μόνο η ιατρική επιστήμη είναι αρμόδια να παίρνει αποφάσεις και  ότι το προσωπείο το τοποθετεί ο χριστιανός μόνο και μόνο από αγάπη για να μη μολύνει τον συνάνθρωπο και συνεχίζουν αν οι χριστιανοί οδηγούντο εις το να θυσιάσουν τις ζωές τους  θα το έκαναν ευχαρίστως αλλά εδώ δεν πρόκειται δια την ιδία ζωή, αλλά δια την ζωή των άλλων. Για  να μην κοροϊδευόμαστε όμως οι περισσότεροι πιστοί που εισέρχονται δια των προσωπείων στον κλειστό ιερό ναό πρωτίστως  δεν καλύπτουν το πρόσωπό τους,  για να προστατεύσουν τον πλησίον τον οποίον αγαπούν, αλλά για καθαρή αυτοπροστασία, από τον πλησίον, τον οποίον συνήθως θεωρούν όχι μόνο απόμακρο και ξένο αλλά και φορέα κάθε κακίας και βέβαια μικροβίων. Κάνω αυτή την τοποθέτηση κατά πρώτον επειδή γνωρίζω κατά πολύ την ανθρωπίνη πτωτική φύση με τους μηχανισμούς προστασίας εξ᾽αιτίας φόβου που δημιουργεί, μηχανισμούς προστασίας που ωθούν το κάθε άνθρωπο σε επιθετικότητα έναντι εκείνου που δεν φέρει προσωπείο και πλησιάζει σε απόσταση που παραβιάζει τον προσωπικό χώρο. Κατά δεύτερον αν ο κάθε σημερινός χριστιανός τοποθετούσε το προσωπείον μόνο από αγάπη, αύτη η αγάπη θα απαιτούσε ανθρώπους που θα βρισκόντουσαν τουλάχιστον εις το στάδιον της καθάρσεως (για να μην πούμε του φωτισμού και της θεώσεως) οπότε το προσωπείον και οι ιατρικές υποδείξεις δεν θα ήτο απαραίτητες: θα αρκούσε η απομόνωση σε μία κρυφή γωνία του ναού  χαμηλώνοντας το βλέμμα και θεωρώντας μόνο  εαυτόν αμαρτωλόν ως τον τελώνη που δεν θέλει να μολύνει ούτε δια της ζωής ούτε δια της παρουσίας του τον πλησίον που τον θεωρεί ανώτερό του στη αρετή και πιο κοντά στην σωτηρία. Αυτός ο χριστιανισμός ούτε καν κηρύττεται σήμερα, αλλά όλοι κάνουν υποδείξεις παρμένες από την επιστημονική ιατρική κοινότητα και ομιλούν για αμοιβαιότητες, για προσωπικές αγάπες, για υποστατικές αρχές, καλύπτοντας βέβαια ότι οι ίδιοι θεωρούν –ανορθόδοξα- ως την μόνη αξία που έδωσε  ο Θεός εις  τον άνθρωπον, δηλαδή το πρόσωπον, με προσωπεία.

Θα πρέπει βέβαια να γνωρίζει κανείς ότι σε αυτόν τον κόσμον ισχύουν κατά πολύ οι γνωστοί της φύσεως νόμοι που μελετά η ιατρική επιστήμη εξισώνοντας όλους τους κλειστούς χώρους (σουπερμάρκερ, θέατρα, δισκοθήκες, εκκλησίες) γι᾽αυτόν ακριβώς το λόγο μία συνάθροιση ατόμων ιδιαίτερα σε κλειστό χώρο,  μεγαλώνει τους κινδύνους της μετάδοσης όχι μόνο κορωνοϊού αλλά και πλήθος άλλων ασθενειών και τώρα που η πολιτική δια της επιστήμης έμαθε ή της επετράπη, ως μη έπρεπε ,να εισέλθη εις τα χωράφια της εκκλησίας θα επισημανθούν και άλλες ασθένειες που θα πρέπει να περιορισθούν από την συνάθροιση των πιστών, χωρίς την παραμικρή αντίδραση από την διοικούσα εκκλησία που έδωσε αυτο το δικαίωμα στην επιστήμη λέγοντας ότι κανένας μητροπολίτης ή επίσκοπος δεν είναι αρμόδιος να λάβη τοιαύτας αποφάσεις που ανήκουν στην ιατρική. Από τη μία μεριά λοιπόν η ιατρική επιστήμη, ισχυρίζεται ότι ο κορωνοϊός και η κάθε άλλη μεταδοτική ασθένεια δεν πεθαίνει με το να διαβεί κανείς το κατώφλι της εκκλησίας με πίστη και ελπίδα ότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει σε αυτόν που εισέρχεται εντός του ναού να ασθενήσει γιατί δεν αρκεί να μεταφέρουμε τους ασθενείς στην εκκλησία για να θεραπευτούν, αλλά χρειάζονται μόνο τα νοσοκομεία. Από την άλλη μεριά όμως η εκκλησία γνωρίζει καλά ότι   ο Θεός  δεν δεσμεύεται να κάνει καμμία  υπακοή στους νόμους της φύσεως και μπορεί να επέμβει όποτε θέλει. Αυτός είναι ο λόγος που για τα εκκλησιαστικά  και θεολογικά θέματα αρμόδιος είναι ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης, η διοικούσα εκκλησία και όχι ο εκαστοτε ιατρός και πολιτικός.

Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται στο αν μπορούμε να αρρωστήσουμε και να φύγουμε από αυτόν τον κόσμον. Γιατί  ο κάθε χριστιανός που εισέρχεται δια του βαπτίσματος εις την εκκλησία γνωρίζει καλά ότι πεθαίνει γι᾽αυτόν τον κόσμον και γεννιέται εις την αιώνιον ζωήν. Κάθε  μυστήριο, κάθε πράξη της εκκλησίας σημαίνει θάνατος για τον παρόντα αιώνα και ανάσταση, ανάσταση δε εις μία ζωή που ονομάζεται Βασιλεία του Θεού και είναι η ίδια η ζωή που ο Θεός έχει κατά φύση και μας δωρίζει εμάς κατά χάριν, όπως ισχυρίζεται ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Είμαστε πάροικοι σ᾽αυτόν τον κόσμον και δεν βλέπουμε την ώρα για να ζήσουμε στην Βασιλεία του Θεού μαζί με τον Χριστό, την Παναγία και όλους τους αγίους που έκαναν το θέλημα του Θεού και όχι το δικό τους. Ας μεταφερθούμε ιστορικά  στο  Πάσχα της Αλεξάνδρεια του 262. Έχει ξεσπάσει εμφύλια διαμάχη και πείνα και στο κατόπιν έπεσε πανούκλα και τσάκισε την πόλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες γιόρτασαν οι χριστιανοί το Πάσχα (αυτή είναι η γιορτή κι η πανήγυρη που μνημονεύεται). Γράφει ο Διονύσιος, επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, για εκείνη την περίσταση (η επιστολή αυτή του Διονυσίου διασώζεται στου Ευσέβιου Καισαρείας την Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο Ζ΄, 22.2-10):

«τοῖς μὲν ἄλλοις ἀνθρώποις οὐκ ἂν δόξειεν καιρὸς ἑορτῆς εἶναι τὰ παρόντα, οὐδὲ ἔστιν αὐτοῖς οὔτε οὗτος οὔτε τις ἕτερος, οὐχ ὅπως τῶν ἐπιλύπων, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ εἴ τις περιχαρής, ὃν οἰηθεῖεν μάλιστα. νῦν μέν γε θρῆνοι πάντα, καὶ πενθοῦσιν πάντες, καὶ περιηχοῦσιν οἰμωγαὶ τὴν πόλιν διὰ τὸ πλῆθος τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ἀποθνῃσκόντων ὁσημέραι· ὡς γὰρ ἐπὶ τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων γέγραπται, οὕτως καὶ νῦν ἐγενήθη κραυγὴ μεγάλη· οὐ γὰρ ἔστιν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ τεθνηκώς, καὶ ὄφελόν γε. πολλὰ μὲν γὰρ καὶ δεινὰ καὶ τὰ πρὸ τούτου συμβεβηκότα· πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἤλασαν, καὶ μόνοι πρὸς ἁπάντων διωκόμενοι καὶ θανατούμενοι ἑωρτάσαμεν καὶ τότε, καὶ πᾶς ὁ τῆς καθ᾿ ἕκαστον θλίψεως τόπος πανηγυρικὸν ἡμῖν γέγονε χωρίον, ἀγρὸς ἐρημία ναῦς πανδοχεῖον δεσμωτήριον… βραχυτάτης δὲ ἡμῶν… τυχόντων ἀναπνοῆς, ἐπικατέσκηψεν ἡ νόσος αὕτη… οἱ γοῦν πλεῖστοι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν δι᾿ ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην καὶ φιλαδελφίαν ἀφειδοῦντες ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων ἐχόμενοι, ἐπισκοποῦντες ἀφυλάκτως τοὺς νοσοῦντας, λιπαρῶς ὑπηρετούμενοι, θεραπεύοντες ἐν Χριστῷ, συναπηλλάττοντο ἐκείνοις ἀσμενέστατα, τοῦ παρ᾿ ἑτέρων ἀναπιμπλάμενοι πάθους καὶ τὴν νόσον ἐφ᾿ ἑαυτοὺς ἕλκοντες ἀπὸ τῶν πλησίον καὶ ἑκόντες ἀναμασσόμενοι τὰς ἀλγηδόνας. καὶ πολλοὶ νοσοκομήσαντες καὶ ῥώσαντες ἑτέρους, ἐτελεύτησαν αὐτοί, τὸν ἐκείνων θάνατον εἰς ἑαυτοὺς μεταστησάμενοι καὶ τὸ δημῶδες ῥῆμα, μόνης ἀεὶ δοκοῦν φιλοφροσύνης ἔχεσθαι, ἔργῳ δὴ τότε πληροῦντες, ἀπιόντες αὐτῶν περίψημα. οἱ γοῦν ἄριστοι τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀδελφῶν τοῦτον τὸν τρόπον ἐξεχώρησαν τοῦ βίου, πρεσβύτεροί τέ τινες καὶ διάκονοι καὶ
τῶν ἀπὸ τοῦ λαοῦ, λίαν ἐπαινούμενοι, ὡς καὶ τοῦ θανάτου τοῦτο τὸ εἶδος, διὰ πολλὴν εὐσέβειαν καὶ πίστιν ἰσχυρὰν γινόμενον, μηδὲν ἀποδεῖν μαρτυρίου δοκεῖν. καὶ τὰ σώματα δὲ τῶν ἁγίων ὑπτίαις χερσὶ καὶ κόλποις ὑπολαμβάνοντες καθαιροῦντές τε ὀφθαλμοὺς καὶ στόματα συγκλείοντες ὠμοφοροῦντές τε καὶ διατιθέντες, προσκολλώμενοι, συμπλεκόμενοι, λουτροῖς τε καὶ περιστολαῖς κατακοσμοῦντες, μετὰ μικρὸν ἐτύγχανον τῶν ἴσων, ἀεὶ τῶν ὑπολειπομένων
ἐφεπομένων τοῖς πρὸ αὐτῶν. τὰ δέ γε ἔθνη πᾶν τοὐναντίον· καὶ νοσεῖν ἀρχομένους ἀπωθοῦντο καὶ ἀπέφευγον τοὺς φιλτάτους κἀν ταῖς ὁδοῖς ἐρρίπτουν ἡμιθνῆτας καὶ νεκροὺς ἀτάφους ἀπεσκυβαλίζοντο, τὴν τοῦ θανάτου διάδοσιν καὶ κοινωνίαν ἐκτρεπόμενοι, ἣν οὐκ ἦν καὶ πολλὰ μηχανωμένοις ἐκκλῖναι ῥᾴδιον». 1

Εκείνο που εχάθη από τον σημερινό χριστιανισμό είναι η πίστη εις την αιώνιον ζωή. Πιστεύουν ότι η παρούσα κτιστή ζωή είναι αιώνιος και η Άκτιστος Βασιλεία του Χριστού, μετατρέπεται σε κτιστή και βρίσκεται εντός της παρούσας ζωής. Επομένως θα πρέπει να προσπαθήσει κανείς να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα στον παρόντα αιώνα και όποιος μιλάει για αιώνιο ζωή και την αποκαλεί Άκτιστον αυτός δείχνει ότι δεν έχει αγάπη για τον συνάθρωπό του και τον παρασύρει στον θάνατο! Η Βασιλεία του Θεού που ο σημερινοί χριστιανοί επιθυμούν και πιστεύουν είναι πρώτα απ᾽όλα κτιστή και δεύτερον δεν διακρίνεται από τον παρόντα κόσμο και ο παρών κόσμος, επειδή ο Θεός επεμβαίνει,  είναι αυτός που θα καλυτερεύει συνέχεια και θα μετασχηματισθεί στην αιώνια του Χριστού Βασιλεία. Όταν οι μεταμοντέρνοι θεολόγοι βλέπουν ότι αυτό δεν συμβαίνει αλλά ο κόσμος συνεχώς χειροτερεύει ομιλούν περί απουσίας του Θεού, όπως έγινε στο ολοκαύτωμα, και προσπαθούν να την εξηγήσουν θεολογικά καταργώντας την ορθόδοξον πατερική αντίληψη περί Θεού. Ο Θεός  δεν θα πρέπει να θεωρείται απαθής, παντογνώστης, παντοκράτωρ, παντοδύναμος…,  όπως οι Πατέρες εξήγησαν δια της εμπειρίας των αλλά Θεός που έχει πάθη, αδυναμίες και που συνεχώς ως πρόσωπο κενώνεται για να δώσει τόπο στην δημιουργία. Ένας Θεός, μία υποστατική αρχή, που αναγνωρίζεται μόνο μέσα στην αδυναμία, αστάθεια, συνεχή έξοδο από τον εαυτό του και επικινδυνότητα σχέσης η οποία ίσως να μη φέρει το ποθητό αποτέλεσμα. Άλλωστε ποιός μπορεί  να ισχυρισθεί πιά ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος; Η αρχαία θεολογική πατερική γνώση τον ονόμασε παντοδύναμο. Αλλά στην πραγματικότητα επειδή  ο Θεός είναι ένα προσωπικό γεγονός κοινωνίας – σχέσης, ριψοκινδυνεύει και την αποτυχία επιδείκνύοντας όλη Του την αδυναμία. Εκεί λοιπόν μέσα στην αδυναμία θα πρέπει κανείς να ψάξει να βρεί τον Θεό και όχι στην παντοδυναμία της πατερική σκέψης που διαχώρησε τα ανθρώπινα από τα Θεϊκά ιδιώματα και μίλησε για το απαθές της θεότητος και το πάσχειν της ανθρωπίνης φύσεως που προσέλαβε ο Χριστός ο οποίος κατάφερε και ένωσε υποστατικώς το κτιστό με το άκτιστο ή για να εκφραστεί καλύτερα έφερε το κτιστό μέσα στην άκτιστον  Βασιλεία του Θεού, δεξιά του Πατρός και το θέωσε. Περί πίστεως εις την υποστατικήν ένωσιν των δύο φύσεων της τετάρτης οικουμενικής συνόδου ουδείς ο λόγος. Κανείς δεν πιστεύει, επομένως εκείνο που πιστεύει ο σημερινός χριστιανός είναι εις την παρούσαν ζωή γι᾽αυτό προσπαθεί να την διατηρήσει με όποιο μέτρο μπορεί, όπως ακριβώς έκανε η σημερινή ηγεσία της ελλαδικής εκκλησίας. Απετραβήχθη και παρέδωσε  στην πολιτική  την εξουσία να αποφασίζει για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, και δια την πνευματικη ζωή των πιστών. Και η πολιτική ηγεσία του ελλαδικού κράτους απεφάσισε, χωρίς μεγάλη μελέτη ότι θα πρέπει ο χριστιανός που εισέρχεται εις τον εκκλησιαστικό ναό να φορεί το προσωπείο του και να αποκρύβει το πρόσωπο. Αφού παλιά οι επίσημοι θεολόγοι της εκκλησίας της Ελλάδος και του Πατριαρχείου της Κωσταντινουπόλεως μιλούσαν και έγραφαν εργασίες “από το προσωπείον εις το πρόσωπον” τώρα η πολιτεία επιβάλει την αντίστροφη μέθοδο από το πρόσωπον εις το προσωπείον εντός του ιερού ναού και ου μόνον εντός αυτού, εντός οποιουδήποτε κλειστού χώρου δείχνοντας ότι δεν είναι πια δυνατόν να διαχωρισθή ο κάθε κλειστός χώρος από τον ιερό ναό εις την ορθόδοξον μετανεωτερική Ελλάδα. Και εδώ ακριβώς έγκειται το σφάλμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακριθή ο ρόλος του ποιμένος από τον ρόλο του επιστήμονος-ιατρού.

Αλλά ας ρίξουμε και μία ιατρική ματιά στο προσωπείο που επιθυμούν να επιβάλλουν. Συνήθως ο κόσμος πιστεύει ότι το προσωπείο προστατεύει τον κάθε πιστό από τις μολυσματικές αρρώστειες. Δεν υπάρχει μία χειρότερη παρανόηση. Πρώτα απ᾽όλα το 80% των πολιτων που χρησιμοποιούν το προσωπείο δεν ξέρουν πως να το χρησιμοποιήσουν με ορθό τρόπο με αποτέλεσμα να προκύπτει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αντί να προστατεύει μολύνει περισσότερο. Ας φαντασθή κανείς έναν ηλικιωμένο που τοποθετεί το προσωπείο κάτω από την μύτη, το αγγίζει πολλάκις την ημέρα με τα μολυσμένα χέρια του που έχουν αγγίξει όλες τις επιφάνειες και κάνει δέκα ή είκοσι μέρες να το αλλάξει. Στην πραγματικότητα πιστεύει κανείς λογικός άνθρωπος ότι εκείνος ο ηλικιωμένος είναι προστατευμένος; Ασφαλώς όχι.  Εκείνη η μάσκα γέμει μικροβίων και βέβαια κάνει κακό στον φορέα της  και στους άλλους γύρω του. Προκύπτει ως αποτελεσματικότερο μία απόσταση ασφαλείας ενός ανθρώπου από τον άλλο  σαν ιατρικό μέτρο προστασίας. Από ιατρικής μόνο οπτικής γωνίας το προσωπείο θα ήταν αποτελεσματικό μόνο εις την περίπτωση που θα υπήρχε ένας αποστειρωμένος χώρος εις τον οποίον θα εμπαινε ο κάθε άνθρωπος, θα έπλενε, θα ένιβε τας χείρας, την όψιν θα άλλαζε ρούχα και θα φορούσε λευκή αποστειρωμένη στολή και αποστειρωμένο προσωπείο. Αλλά ένας αστειρωμένος χώρος στην εκκλησία είναι αδύνατος. Επομένως το προσωπείο από μόνο του δεν επαρκεί όσο και η κυβέρνηση να πιστεύει το αντίθετο. Όλες οι άλλες τοποθετήσεις και νόμοι είναι κοροϊδίες και εύκολες λύσεις για να ισχυρισθούν οι κυβερνώντες ότι κάτι έκαναν και ως συνήθως χωρίς κανένα αποτέλεσμα.  Θα ήτο προτιμότερο, αλλά βέβαια πολύ δύσκολο, να υπάρξει μία συμφωνία της εκκλησιαστικής διοικήσεως με την πολιτική εξουσία για την δημιουργία ενός εξωτερικού χώρου(όπου ήτο δυνατόν) για πλύσιμο όπως γινόταν παλιά στους ναούς (παράδειγμα,  Αγία Σοφία) όπου ο πιστός θα έπλενε τα χέρια του την όψιν του και θα λουόταν ακόμη και από το πλήθος των αμαρτιών του. Κατόπιν θα γινόταν δυνατή  η είσοδος  στον ιερό ναό, όπως γινόταν στην εποχή των Πατέρων.

Ο πιστός που εισέρχεται εις τον ιερό ναό φορώντας προσωπείο  προφανώς φοβάται μην κολλήσει κορωνοϊό, έχει δηλαδή έλλειμα πίστεως εις  την αιώνιον ζωή και εξομοιώνει τον ορθόδοξον ιερόν χώρον με τα σουπερμάρκερ, τις δισκοθήκες και τα θέατρα. Η διοικούσα εκκλησία θα μπορούσε διδάσκοντας την θεολογία των Πατέρων και των οικουμενικών συνόδων να βοηθήσει τους πιστούς να πιστεύσουν εις την θεολογία της εκκλησίας και προφανώς να γίνουν σαν εκείνους τους χριστιανούς που κατά την εποχή των διωγμών οδηγούντο με χαρά στο μαρτύριο για να συναντήσουν τον Χριστό ή σαν τους χριστιανούς που είδαμε της πανούκλας της Αλεξάνδρειας που έπερναν επάνω τους τον θάνατο από την μολυσματική ασθένεια.  Ο πιστός που υπερνικάται από το  φόβο χρειάζεται περισσότερη υπομονή και κατήχηση, αλλά χρειάζεται βέβαια από την πλευρά των πιστών και της εκκλησίας   κατανόηση και ανοχή. Θα πρέπει να μάθουμε να δίνουμε μία ανοχή χάριτος και σε εκείνους τους πιστούς που φοβούνται και δεν έχουν φθάσει στην τελεία αγάπη η οποία έξω βάλλει τον φοβον. Αυτό μπορεί να επιτευχθή όχι αλλάζοντας την ορθόδοξον παράδοσιν αλλά κατηχώντας σωστά,  εφαρμόζοντας όχι μόνο την ορθοδοξία αλλά και την ορθοπραξία, γιατί δεν αρκεί μόνο κάποιος να ξέρει τα δογματικά εγχειρίδα αλλά θα πρέπει να είναι ικανός να πράττει την ορθοδοξία και να είναι απαιτητικός μόνο στον  εαυτό του ενώ πρός τους άλλους θα πρέπει να δείχνει ανοχή και κατανόηση. Η  απουσία όμως της διοικούσης εκκλησίας είναι εμφανής, ισχυριζομένης ότι ο Θεός  δώρησε εις τον κάθε άνθρωπο μυαλό και το μυαλό  ωθεί τους λογικά σκεπτομένους πιστούς να ακολουθήσουν την κοινωνική αγαπολογία και αμοιβαιότητα και όχι  το παράδειγμα των χριστιανών της Αλεξανδρείας  ή των χριστιανών που έχυσαν το αίμα τους στις ρωμαϊκές αρρένες επειδή εκείνοι οι χριστιανοί δια της πίστεως είχαν καταργήσει τον φόβο του θανάτου- που βγαίνει από την αθεΐα τον φόβο που είναι ένα διαβλητό πάθος -. Πώς με τέτοια διοικούσα εκκλησία και με έλλειψη κάθε κατήχησης ορθοδόξου θεολογίας μπορούμε να ζητήσουμε από τους πιστούς να γνωρίζουν ότι η ορθοδοξία δεν είναι φόβος θανάτου αλλά ξεπέρασμα κάθε φόβου δια της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστό τον μόνο που μπορεί να σε οδηγήσει στην σωτηρία;

Βέβαια είναι ευνόητον ότι άλλο η είσοδος στον κλειστό χώρο της εκκλησίας και άλλο η θεία κοινωνία εις την οποίαν κανένας χριστιανός και καμμία διοικούσα εκκλησία τόλμησε να  ισχυρισθή ποτέ ότι μπορεί να μεταδοθή κανένα μικρόβιο. Από την στιγμή που ο Κύριος είναι παρών στην ευχαριστία και είναι αυτός που μας δίνει το σώμα Του και το αίμα Του δεν μπορεί να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει φθαρτότητα και αρρώστεια εις το άφθαρτο, ανεστημένο σώμα και αίμα του Χριστού που μεταλαμβάνουμε.

Σημειώσεις.

  1. «…στους μεν άλλους ανθρώπους οι παρούσες καταστάσεις δεν θα φαινόντουσαν κατάλληλος καιρός για πανήγυρη. Κι όντως γι’ αυτούς, ούτε αυτός ούτε άλλος καιρός είναι κατάλληλος· ούτε οι θλιβερές στιγμές αλλ’ ούτε και καμιά από εκείνες που θεωρούν ιδιαιτέρως χαρούμενες. Τώρα πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, κι αντιλαλούν στην πόλη ολόκληρη γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει μα και πεθαίνουν καθημερινά. Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος. Και μακάρι να ήταν μόνον αυτά!
    Γιατί ήδη πολλά και φοβερά έχουν συμβεί. Πρώτα, μας έδιωξαν και παρόλο που απομείναμε μόνοι κι αποδιωγμένοι, σε θάνατο καταδικασμένοι από όλους, ακόμα και τότε κρατήσαμε την γιορτή. Κι ο κάθε τόπος της θλίψης καθενός, μάς έγινε τόπος πανηγύρεως: οι αγροί, η έρημος, το καράβι, το πανδοχείο, η φυλακή… μετά ακολούθησε ο πόλεμος κι η πείνα… και μόλις πήραμε μια μικρή ανάσα όρμησε κι αυτή η αρρώστια…
    Οι περισσότεροι λοιπόν από τα αδέρφια μας από υπερβολική κι αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς να νοιάζονται για τον εαυτό τους, άφοβα έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Και το λαϊκό ρητό, που πάντα μοιάζει με απλή φιλοφρόνηση, το έκαναν πραγματικότητα, κάνοντας την αναχώρησή τους εξαγνιστήριο υποκατάστατο για τους άλλους (περίψημα). Οι καλύτεροι λοιπόν από τους αδερφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και πίστης ισχυρής, καθόλου κατώτερο να μη μοιάζει από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των αγίων και τα έπαιρναν στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τους κουβαλούσαν στους ώμους τους, και τους μετέφεραν έξω, τους αγκάλιαζαν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι εθνικοί όμως έκαναν τα τελείως αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τούς έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τη διάδοση και το άγγιγμα του θανάτου, πράγμα διόλου εύκολο να αποφύγουν, παρά τις πολλές προφυλάξεις τους».