Τό κείμενο αὐτό ἀντλεῖ την επικαιρότητά του ἀπό τό ἑορταστικό περιεχόμενο της Μεγ. Πέμπτης. Πού εἶναι η παράδοση ‘τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν μυστηρίων’ κατά τόν μυστικό Δεῖπνον πρίν ἀπό τά Πάθη τοῦ Κυρίου. Επιχειρεῖ νά ἀπαντήσει στήν μακρόχρονη καί ἐπίμονη συνήθεια τῶν ἀνθρώπων νά προσέρχονται στήν Θ. Λειτουργία τήν ἡμέρα αὐτή καί νά Κοινωνοῦν, πιστεύοντας ὅτι αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία διότι ἡ Θεία Κοινωνία τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ὡς ἐκ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου της ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία καί ἴσως μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν τῶν ἄλλων ἡμερῶν.
Ἄς σημειωθεῖ ἐπιπρόσθετα ἐδῶ καί τό φαινόμενον τῆς ἄτακτης καί βεβιασμένης προσέλευσης καθώς καί τῆς μή συμμετοχῆς στήν ἴδια τήν Θεία Λειτουργία πού συνακολουθεῖ τήν λειτουργική αὐτή ἀλλοίωση στά ὅρια πλέον μιᾶς λειτουργικῆς ἐκτροπῆς.
Α. Ἡ Συχνή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία.
1. Ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ σήμερα ἓνα σοβαρότατο πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό πρόβλημα αὐτό προκαλεῖ πολλές συζητήσεις καί συγκρούσεις ἀκόμα μέσα στόν Ἐκκλησιατικό χῶρο.
Ἡ ἀρχή ἒγινε μερικές δεκαετίες πρίν, ὃταν ἡ κίνηση πού ἐκδηλώθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού κήρυττε καί ἐπεδίωκε τή λειτουργική ἀνανέωση, πρόβαλλε μέ ἐπιμονή τό αἲτημα γιά τή συχνή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, συνεχίζοντας τό αἲτημα πού πρόβαλλαν περίπου δυό αἰῶνες πρίν οἱ Κολλυβάδες. Καί οἱ δυό βασίζονταν στήν ἲδια τήν παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὃταν ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία δέν ἦταν ἁπλῶς συχνή ἀλλά κεφαλαιώδης ὃρος καί ἒσχατος σκοπός τῆς παρουσίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή Θ.Λ.. Στόν ἀντίποδα αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος προβάλλεται ἡ παραμονή στήν ἐπικρατήσα μέχρι καί σήμερα πρακτική, ἡ ὁποία ἐξαντλεῖ τήν προσέλευση στή Θεία Κοινωνία δυό, τρεῖς φορές τό χρόνο καί ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις καί ἡ ὁποία θεμελιώνεται στό φόβο μήπως βεβηλωθοῦν τά Μυστήρια ἀπό ἐκείνους πού κοινωνοῦν “ἀναξίως” καί ἒτσι διακινδυνεύσουν τή σωτηρία τους.
Ἂς δοῦμε πώς ἒχουν τά πράγματα. Ὁδηγός μας εἶναι ἐδῶ ἡ γνήσια λειτουργική καί εὐχαριστιακή παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
2. Καί πρῶτα ἀπ ὃλα, πιά ἦταν ἡ πράξη καί ἡ παράδοση, ἡ πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας; Πῶς ζοῦσε τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἡ Ἐκκλησία μας στή “χρυσή” αὐτή ἐποχή τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων τῆς λειτουργικῆς καί εὐχαριστιακῆς ἂνθησης καί ἀκμῆς;
Ξέρουμε πώς γιά τήν Ἐκκλησία μας ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ἦταν ἡ ἲδια ἡ φανέρωση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, πού τῆς παραδόθηκε ἀπό τόν ἲδιο τό Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία γινόταν ὃ,τι ὁ Χριστός εὐδόκησε καί παρέδωσε μέσα στό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἦταν ἡ ἀνάβαση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου Του στό οὐράνιο θυσιαστήριο, στήν ἐσχατολογκή Τράπεζα τοῦ Κυρίου, ἡ πρόγευση τῆς ἢδη παροῦσας Βασιλείας του Θεοῦ, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Συνάξεως καί Σώματος γύρω ἀπό τό Θεό στό θρόνο Του. Καί ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Μυστηρίου καί ἡ πιό χαρούμενη γεύση τῶν καρπῶς της, γινόταν στή Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἳματος τοῦ “μελιζόμενου, ἀλλά μηδέποτε διαιρούμενου, τοῦ ἑσθιομένου ἀλλά μηδέποτε δαπανούμενου” Χριστοῦ, τοῦ Ἀμνοῦ πού αὐτοπροσφέρεται “εἲς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον”. Τίποτα δέν μποροῦσε νά νοηθεῖ στή πρώτη Ἐκκλησία χωρίς τό Μυστήριο αὐτό καί χωρίς τή χαρούμενη καί ζωοποιό Κοινωνία τοῦ Ἀμνοῦ.
Γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἡ παρουσία στή Θ.Λ. χωρίς τήν προσέλευση στήν Εὐχαριστιακή Κοικωνία ἦταν ἀδιανόητη. Ἡ Θ.Λ τελεῖται γιά νά Κοινωνήσουν οἱ πιστοί, ὂχι ἁπλά γιά νά παρευρεθοῦν σ’ αὐτήν. Χωρίς τήν προσέλευση στή Θεία Κοινωνία τό Μυστήριο δέν καρποφορεῖ. Μέ τή Θ.Λ. καί τήν Εὐχαριστιακή Κοινωνία συγκροτεῖται πραγματικά ἡ Ἐκκλησία, μόνο μέ αὐτήν οἱ πιστοί οἰκοδομοῦνται σέ Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Θ.Λ. δέν ἦταν μία πράξη μέσα στήν ὁποία ἐκδηλωνόταν ἡ ἀτομική εὐσέβεια, ἀλλά ἦταν ἡ φανέρωση τῆς χαρούμενης ἐμπειρίας τοῦ μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μέλους τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, πού ἒβρισκε τήν κορυφωσή καί πραγμάτωσή της περί τό Κοινό Ποτήριο καί “ἐν τῇ κλάσει τοῦ Ἂρτου”. Ἦταν ἡ σύναξη “ἐπί τό αὐτό” τῶν διασκορπισμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς πιό βαθιᾶς ἀγαπητικῆς ἐνότητας ὃλων μεταξύ τους καί μέ τό Χριστό, ἡ μαρτυρία τῆς παρακαθήσεως στό ἐσχατολογικό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας. Ἡ Θεία Εὐχαριστία ἦταν ἡ αὐτονόητη ὁλοκλήρωση καί πλήρωση ὃλων τῶν Μυστηρίων, τοῦ Βασπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, κ.λ.π. Τό νά παρευρίσκεται κανείς στήν Εὐχαριστία χωρίς νά προσέρχεται στή Θεία Κοινωνία δέν εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα. Πῶς ἀλλιῶς, χωρίς δηλ. τή Θεία Κοινωνία, θά μποροῦσε νά ἒχει νόημα ἡ ἲδια ἡ εὐχή τῆς Εὐχαριστίας: “ἡμᾶς δέ πάντας, τούς ἐκ τοῦ ἑνός Ἂρτου καί τοῦ Ποτηρίου μετέχοντας, ἐνῶσαι ἀλλήλοις εἰς ἑνός πνεύματος κοινωνίαν”;
3. Τά πράγματα σήμερα ἒχουν ἀλλάξει. Ὁ κανόνας αὐτός τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἒχει πλήρως ξεχασθεῖ. Ἡ προσέλευση στή Θ.Λ. εἶναι συχνή ἢ συχνότατη, σπάνια ὃμως καί σπανιότατη εἶναι ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ μή συμμετοχή στή Θεία κοινωνία ἀπαιτοῦσε αὐστηρές προϋποθέσεις. Ἀπό τή Θεία Κοινωνία ἀποκλείονταν μόνον ὃσοι εἶχαν πέσει σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ταυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία τιμωροῦσε μέ ἀφορισμό ἐκείνους πού ἀπεῖχαν γιά δυό τρεῖς Κυριακές ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού μέ πάθος καί ἀγάπη ζητοῦσαν νά μή καθυστερεῖ ἐπί πολύ τό Βάπτισμα, τό ἲδιο, μέ πάθος καί ἀγάπη, κατέκριναν τήν ἐπί πολύ χρόνο ἀπουσία ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Σήμερα τά πράγματα ἒχουν ἀλλάξει. Ὁ κανόνας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας παραβιάζεται ἀπό ὃλους μας ἀσύστολα. Κανόνας ἒχει γίνει ἡ ἀπουσία μας ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Καί αὐτή ἀπουσία γίνεται προσπάθεια νά θεμελιωθεῖ θεολογικά καί λειτουργικά.
Τί φταίει γι’ αὐτή τή μεταστροφή; Τό εἲπαμε: ὁ φόβος μήπως βεβηλωθοῦν τά Μυστήρια ἀπό κάποιους πού προσέρχονται ἀναξίως. Σίγουρα, ὃταν ἐμφανίστηκαν στήν Ἐκκλησία γιά πρώτη φορά τέτοιες ἀντιλήψεις, αὐτό ἒγινε γιατί πραγματικά μετά τόν ἐκχριστιανισμό τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἡ προσέλευση στή νέα πίστη, τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν μεγάλη καί αὐτό προκάλεσε φαινόμενα ἠθικῆς παρακμῆς καί χαλάρωσης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὃμως σέ καμμιά περίπτωση δέν δικαιολογεῖ τέτοιες γενικεύσεις πού τελικά ἒφθασαν στό σημεῖο ἐκεῖνο, ἀντί νά θεραπεύσουν τά πράγματα, νά ἀλλοιώνουν ριζικά τό νόημα καί τό περιεχόμενο τῆς μετοχῆς στή Θ.Λ. καί στή Θεία Κοινωνία. Τό κακό παράγινε πολύ ἀργότερα μέ τήν ἐπίδραση τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας. Τά Μυστήρια ἒπαψαν νά εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί μετατράπηκαν σέ τρόπους ἀνάδειξης τῆς προσωπικῆς εὐσέβειας καί τῆς ξεχωριστῆς – ἀτομικῆς παρουσίας στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί μέσα ἐξυπηρέτησης τῶν προσωπικῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν. Τό ἀποκορύφωμα ἐδῶ ἦταν τό παράδοξο, νά γίνεται κάθε ἓνας πιστός ὁ κριτής τῆς προσωπικῆς ἀξιωσύνης ἢ ἀναξιότητάς του, μέ τά μέτρα τῆς προσωπικῆς του εὐλάβειας καί ἒτσι νά κρίνει καί τούς ἂλλους, ὃταν ὁ μόνος κριτής καί χορηγός τῆς ἁγιότητος εἶναι ὁ ἲδιος, ὁ Μόνος καί Ἓνας Ἃγιος ὁ Χριστός. Ἡ προσέλευση στήν Εὐχαριστία γίνεται μέ αὐτά τά μέτρα καί καταντάει νά εἶναι δικαίωμα πού παραχωρεῖται ἀπό κάποιους, καί ὂχι “ὑποχρέωση” ὃλων τῶν πιστῶν πού ἐκπηγάζει ἀπό τήν προοπτική τῆς συγκρότησης καί φανέρωσης τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Σώματος.
Καί ὓστερα προκαλεῖ τήν κοινή λογική, τό παράδοξο, πού ἀπαιτεῖ μιά ἰκανοποιητική ἀπάντηση. Τί εἶναι αὐτό πού ἐπιτρέπει στούς κληρικούς λειτουργούς νά προσέρχονται κάθε φορά πού λειτουργοῦν στή Θεία Κοινωνία καί πού δέν ἰσχύει γιά τούς λαϊκούς; Μήπως ἂραγε ἐδῶ ὑποκρύπτεται ἓνας κληρικαλισμός, μιά ἀνωτερότητα ἐνδεχομένως τῶν κληρικῶν ἒναντι τῶν λαϊκῶν, πού εἶναι ὃμως ἀσυμβίμβαστη μέ τή Ὀρθόδοξη παράδοση; Μήπως ὑπάρχει κάτι πού προσδίδει ἰδιαίτερη ἁγιότητα καί ἀξιωσύνη στούς κληρικούς καί τούς ἐπιτρέπει χωρίς ἂραγε προϋποθέσεις νά μετέχουν στή Θεία Κοινωνία; Δέν ὑπάρχει ὃμως τίποτα ἀπό αὐτά στή Λειτουργική μας παράδοση. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ἃπαξ καί διά παντός ἡ ἲδια ἡ Θ.Λ. ὃταν πρῶτος ἀπό ὃλους ὁ Ἱερέας προσκομίζει τήν ἁμαρτωλότητά του στό Θεό καί τοῦ ζητᾶ πρώτιστα νά τόν ἀξιώσει Ἐκεῖνος στήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου, (ἂς θυμηιθοῦμε τήν εὐχή: Οὐδείς ἂξιος….) καί στή συνέχεια μέ ὃλες τίς εὐχές πού ἐκφωνεῖ πρός χάριν τῆς Συνάξεως, συμπεριλαμβάνει μέσα σ’ αὐτές καί τόν ἲδιο του τόν ἑαυτό.
4. Ἡ καίρια ἀντίθεση στήν ὁποία βασίζεται ἡ ἀναίρεση τοῦ πρωταρχικοῦ κανόνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γιά τή συχνή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, εἶναι ἓνα χωρίο ἀπό τήν Α´ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστ. Παύλου: “Ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό Σῶμα τοῦ Κυρίου”. (Α´ Κορ. 11, 29). Τί σημαίνουν ὃμως τά λόγια αὐτά τοῦ Ἀπ. Παύλου; Ὃταν κανείς γνωρίσει οὐσιαστικά τή συνολική διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου θά διαπιστώσει, ὃτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πού προσερχόμαστε στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καί πρώτα ἀπ’ ὃλα στήν Εὐχαριστία, γινόμαστε ἂξιοι γιά ὃλα αὐτά, ἒπειδή τό θέλησε καί ἐπειδή μᾶς τό χάρισε αὐτό ὁ ἲδιος ὁ Θεός. Μέσα σ’ αὐτή τήν ἀγαπητικη δωρεά τοῦ Θεοῦ γινόμαστε ναοί τοῦ ἀγίου Πνεύματος, γιατί ὁ ἲδιος ὁ Θεός μᾶς ἒκανε αὐτή τήν τιμή ἐξαγοράζοντας ὁ ἲδιος τίς ἁμαρτίες μας πάνω στό Σταυρό Του, μᾶς ξαναπῆρε κοντά Του καί μᾶς συμφιλίωσε. Εἲμαστε τώρα σωσμένοι μέ τή χάρη τοῦ ἲδιου τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ χάρη τῆς σωτηρίας πού ἢδη ὑπάρχει μέ τό Χριστό στή ζωή μας, μᾶς κάνει νά ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς στό νά ἀποδυθοῦμε τόν παλαιό ἂνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦμε τό Χριστό βαπτιζόμενοι μέσα στό Θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του, πρῶτα μέ τό Βάπτισμά μας καί στή συνέχεια διαρκῶς μέσα στό πασχάλο, ἀναστάσιμο Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας. Ὃλα αὐτά σημαίνουν, πώς ὃ,τι κατορθώνουμε, μόνο ἐν Χριστῷ μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε.
Ἀλλά τό πρῶτο καί πιό βασικό συμπέρασμα πού προκύπτει μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία καί πράξη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, εἶναι τό αἲσθημα τῆς προσωπικῆς μας ἀναξιότητας. Ἐμεῖς δέν ἒχουμε καμμιά ἀξιωσύνη ἢ μᾶλλον ὃποια ἀξιωσύνη ἒχουμε, τήν ἀντλοῦμε ἀποκλειστικά ἀπό τόν ἲδιο τό Χριστό, γιατί αὐτός μᾶς τή χαρίζει. Καί ἂν προσερχόμαστε στά Μυστήρια αὐτό τό κάνουμε μέ τό αἲσθημα μόνο αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἀναξιότητας. Πραγματικά, ἡ δική μας ἀξιωσύνη στό νά προσέλθουμε στά Μυστήρια εἶναι ἡ ἲδια ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας. Ποιός ἀπό μᾶς εἶναι τόσο ἂξιος, τόσο ἃγιος, ὣστε νά κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἳματος τοῦ Κυρίου; Ὁλόκληρη ἡ Θ. Λ. μέ τίς εὐχές της εἶναι μία συνεχής διακήρυξη τῆς ἀναξιότητας μας αὐτῆς καί μία δέηση στό Κύριο νά μᾶς ἀξιώσει Ἐκεῖνος, γιατί Ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ νά τό κάνει, στή Θεία Κοινωνία.
Ὃταν ἒτσι ἒχουν τά πράγματα κάθε συναίσθηση πού μᾶς ὁδηγεῖ στή αὐτοθεώρησή μας ὡς ἀξίους στό νά Κοινωνήσουμε, ἀποτελεῖ ἀλαζονεία καί ὑπερηφάνεια. Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε στόν ἑαυτό μας πρῶτα ἀπ’ ὃλα τό παράδοξο, τοῦ νά εἲμαστε ὃλο τό χρόνο ἀνάξιοι νά Κοινωνήσουμε καί μιά δυό φορές τό χρόνο νά γινόμαστε ἂξιοι μετά τήν ἐκπλήρωση κάποιων ὑποχρεώσεων, π.χ λίγες ἡμέρες νηστεία, Ἐξομολόγηση, καί μετά πάλι νά ἐπανερχόμαστε στήν ἀναξιότητά μας; Ὃλο το χρόνο ζοῦμε συμβιβασμένοι μέ τήν καθημερινότητα καί τίς δεσμεύσεις τοῦ κόσμου τούτου, καί ξαφνικά κάθε πού εἶναι μεγάλη ἑορτή, ὑποβαλλόμαστε στή νηστεία καί στήν Ἐξομολόγηση. Καταλαβαίνουμε ἀπό μόνοι μας πώς τώρα πιά εἲμαστε ἂξιοι τῆς Θείας Κοινωνίας!!.
Θά πρέπει νά κατανοήσουμε τελικά πώς αὐτό τό “ἐσθίειν καί πίνειν ἀναξίως” τοῦ Παύλου, ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή ζωή μας. Δείχνει τό πόσο ἐμεῖς εἲμαστε ἀποφασισμένοι καθημερινά νά σηκώνουμε τό Σταυρό πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. Ἒτσι μόνο θά προσερχόμαστε στά Μυστήρια καί στήν Εὐχαριστία, γνωρίζοντας, ὃτι ἒχουμε ἁγιαστεῖ μόνο διά τοῦ Χριστου καί ἐν Χριστῶ καί ἁγιαζόμαστε μόνο μετέχοντας τῆς ζωῆς Του. Αὐτό σημαίνει πώς ὃταν προσερχόμαστε στή Θεία Κοινωνία αὐτό τό κάνουμε ὂχι γιατί μέ τίς δικές μας δυνάμεις καί κρίσεις ἀποφασίσαμε ὃτι εἲμαστε ἂξιοι ἀλλά γιατί μᾶς κατέστησε ἀξίους ἡ ἁγιωσύνη καί ἡ ἀγάπη τοῦ Μόνου Ἁγίου.
Και πραγματικά, ὃλα τούτα θά μπορέσει νά κατανοήσει κανείς μέσα ἀπό τόν ἲδιο τό διάλογο Ἱερέα καί λαοῦ λίγο πρίν τή Θεία Κοινωνία.”Τά ἃγια τοῖς ἁγίοις”, ἐκφωνεῖ ὁ Ἱερέας καί ὁ λαός ἀπαντᾶ μέ ταπείνωση: “Εἷς ἃγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός….”. Τά Ἃγια δηλαδή εἶναι γιά τούς ἁγίους. Ἀλλά ὃμως ποιός ἂλλος εἶναι ἃγιος ἐκτός ἀπο τό Χριστό; Ὁ Θεός μᾶς προσφέρεται ἂν καί εἲμαστε ἁμαρτωλοί. Καί ὃμως αὐτή ἡ ἀγάπη Του μᾶς κάνει τήν τιμή νά μᾶς ὀνομάζει ἁγίους. Ὡστόσο ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε τό Δῶρο Του καί τήν ἀγάπη Του, ὁμολογῶντας, ὃτι, ὂχι δέν εἲμαστε ἐμεῖς οἱ ἃγιοι, ἃγιος εἶσαι μόνο ἐσύ Κύριε. Ὃταν λείπει αὐτή ἡ πίστη καί ἐμπειρία τότε πραγματικά ὃλοι μας κοινωνοῦμε ἀναξίως γιατί τότε δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, πού μᾶς προσφέρεται εἰς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀκόμα καί τήν ὓστατη στιγμή τῆς προσέλευσή μας στή Θεία Κοινωνία ἡ ἀναξιότητά μας εἶναι ἐμφανής, ἀκόμα καί τούτη τήν ὣρα ἡ προσωπική μας ἀναξιότητα φανερώνεται στή ζωοποιό μετάδοση τοῦ Ἀμνοῦ: “εἰς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν”. Στή Θεία Εὐχαριστία πραγματικά προσερχόμαστε μέ τίς ἁμαρτίες μας, τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας. Στά Μυστήρια προσερχόμστε ὂχι μέ τήν ἁγιωσύνη μας, ἀλλά μέ τήν ἀναξιότητά καί τήν ἁμαρτωλότητά μας. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶχε καί ἒχει ὡς σκοπό νά καλέσει στή μετάνοια τούς ἁμαρτωλούς καί ὂχι τούς “δικαίους”.
5. Οἱ γραμμές αὐτές γράφτηκαν, γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀνάγκη γιά τήν ὃσο τό δυνατόν πιό συχνή προσέλευσή μας στήν Εὐχαριστιακή Κοινωνία. Γιατί ἡ Θεία Κοινωνία δέν μπορεῖ σέ καμμιά περίπτωση νά εἶναι ἡ ἐπιβράβευσή μας, ἡ ἀμοιβή μας γιά ὃτι ἐπιτελέσαμε στήν ὃποια προετοιμασία μας. Εἶναι ἡ χάρη καί ἡ βοήθεια πού μᾶς δίνεται ἀπό τό Χριστό μέσα στήν ἀδιάκοπη προετοιμασία καί τόν διαρκή ἀγώνα μας νά φτάσουμε καθαροί ἀπό τόν ἁμαρτωλό μας ἑαυτό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ διαρκής ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου, ἡ συνεχής ἐνθύμηση τῶν ἐντολῶν Του, τῆς θυσίας του στό Σταυρό καί τῆς Ἀνάστασης Του, ἡ ὑπενθύμιση τοῦ νά εἶναι ὃλος ὁ βίος μας ἐν Χριστῷ, νά προκόβουμε καί νά ὡριμάζουμε καθημερινά “ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου”. Τό νά βάζουμε μέσα μας τό Χριστό, σημαίνει, ὂχι ὃτι εἲμαστε καθαροί καί ἂξιοι σ’ αὐτό, ἀλλά γιατί πιστεύπουμε πώς μέσα στή δική μας ἀποτυχία, τήν ἀναξιότητα καί ἀνικανότητα, μόνο Ἐκεῖνος, πού γίνεται πιά ἓνα μέ μᾶς, μπορεῖ νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τό κακό πού μᾶς ἒχει κυριαρχήσει καί νά μᾶς φέρει κοντά Του στή Βασιλεία Του. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του εἶναι τό φάρμακο πού μᾶς θεραπεύει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό φάρμακο πού μᾶς παρέχει τήν ἀθανασία καί τήν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Β. Οἱ προϋποθέσεις.
1. Μιλήσαμε μόλις πρίν γιά ἀδιάκοπη προετοιμασία καί διαρκή ἀγῶνα. Εἶναι καιρός νά μιλήσουμε γιά τίς προϋποθέσεις τῆς προσέλευσής μας στή Θεία Κοινωνία. Θέλουμε τώρα νά ποῦμε πώς ἡ συχνή προσέλευσή μας σ’ αὐτήν, πρέπει νά γίνεται κάτω ἀπό ὁρισμένες σημαντικές προϋποθέσεις. Πάντοτε ἡ προσέλευσή στή Θεία Κοινωνία, ἒτσι ὃπως τήν βίωνε ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν καί εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἐμπροϋπόθετη. Ὃσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω μᾶς βοήθησαν, πιστεύουμε, νά καταλάβουμε, πώς ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι τό νά ζοῦμε πάντοτε ἐν Χριστῷ, ὁλόκληρος ὁ καθημερινός μας βίος νά εἶναι μιά σταυρική μόρφωσή μας ἐν Χριστῷ. Τό εἲπαμε πιό πρίν: τό νά ζοῦμε τό πιό πολύ χρόνο συμβιβασμένοι μέ τόν κόσμο τοῦτο καί γιά μερικές ἡμέρες νά ἀποφασίζουμε νά ζήσουμε ἐν Χριστῷ γιά νά Κοινωνήσουμε, ὡσάν νά εἶναι τό τέλος αὐτό καί η ἐπιβράβευσή μας, δέν ἒχει καμμιά σχέση μέ τήν παράδοσή καί τήν πίστη μας. Ἀληθινό νόημα ὑπάρχει μόνον ὃταν, ὃλο τό χρόνο ζοῦμε μία διαρκή προετοιμασία μέσα στήν συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας μας καί ποθοῦμε τήν πιό συχνή μετοχή μας στά μυστήρια τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἂνθρωποι πραγματικά εἲμαστε ἀδύναμοι. Παρά τίς καλές μας προθέσεις μπορεῖ συνεχῶς νά ἀποτυγχάνουμε στή χριστιανική μας ζωή, νά ἁμαρτάνουμε. Καί τά ἁμαρτήματά μας πού μπορεῖ νά εἶναι εἲτε ἐν γνώσει εἲτε ἐν ἀγνοίᾳ, ἐν ἒργῳ καί λόγῳ ἑκούσια καί ἀκούσια. Ἂραγε ὃλα αὐτά θά πρέπει νά μᾶς ἐμποδίσουν στήν προσέλευσ.ή μας στή Θεία Κοινωνία; Ἲσα – ἲσα, τώρα εἶναι πού τά πράγματα ἐπιβάλλουν νά ἐνταθοῦν οἱ προσπάθειές μας. Καί ἡ Ἐκκλησία μας σ’ αὐτό μᾶς βοηθάει μέ ὃλα τά μέσα πού διαθέτει, τήν πραγματική νηστεία, τήν προσευχή, τή συχνή Ἐξομολόγηση στόν πνευματικό, τήν τήρηση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, τά ἒργα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀγάπης, κλπ. Ὃλα αὐτά μποροῦν νά συνθέσουν τό συνολικό πλέγμα μέσα στό ὁποῖο ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας θά καρποφορεῖ καί θά ὁδηγεῖ ἀνελλιπῶς στή Θεία Κοινωνία.
Ὃταν μιλᾶμε γιά τῆς προϋποθέσεις τῆς συμμετοχῆς στή Θεία Κοινωνία, ξεκινᾶμε ἀπο τήν πλέον αὐτονόητη προϋπόθεση: “Μετά φόβου, Θεοῦ πίστεως καί
ἀγάπης….”. Στή Θεία Κοινωνία μᾶς ὁδηγεῖ πρῶτα ἡ πίστη μας. Προσερχόμαστε στή Θεία Κοινωνία γιατί πιστεύουμε ἀκράδαντα πώς Ἐκεῖνος πού μᾶς σώζει εἶναι ὁ Χριστός. Θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ σωστή πίστη μας στό Χριστό, ἡ ἀγάπη καί ὁ πόθος μας γι’ Αὐτόν. Ὃταν μιλᾶμε γιά τήν πίστη δέν ἐννοῦμε μερικές ἀλήθειες ἢ μερικές ἠθικές ἐντολές πού τίς ἐφαρμόζουμε ἁπλῶς καθημερινά στή ζωή μας. Ἐννοοῦμε πιό πολύ αὐτό πού λέει ἡ εὐχή τῆς Θ.Λ.: “Σοί παρακατιθέμεθα τήν ζωήν ἡμῶν ἂπασαν καί τήν ἐλπίδα, Δέσποτα…”. Νά εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας δοσμένη στό Χριστό. Ἡ πίστη αὐτή ὓστερα μᾶς φέρνει στή πιό σωστή γνώση, τήν ἐμπειρία καί τή βίωση τῶν Μυστηρίων, ὃλων αὐτῶν πού λειτουργοῦνται μέσα στή λατρεία, ὃλων αὐτῶν πού μᾶς παραδίδονται ὡς ζῶσα παράδοση καί μᾶς καθιστοῦν μέλη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, μέ ὃλα τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις πού χαρακτηρίζουν αὐτή τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἂλλωστε ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως λίγο πρίν τή Θεία Κοινωνία μέ τήν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου κατέχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί πραγματικά φανερώνει ὂχι μόνον τήν προσωπική μας ὁμολογία, ἀλλά καί δείχνει πώς αὐτή ἡ προσωπική ὁμολογία πληρώνεται μέσα στή Λειτουργία τῆς Συνάξεως, ὃπου ὃλοι μαζί ὡς μέλη τοῦ ἑνός Σώματος συναπαγγέλουμε τό Σύμβολο. Εἶναι ἡ διακήρυξη καθενός ξεχωριστά καί ὃλων μαζί μέσα στή Σύναξη τῆς κοινῆς μας Πίστεως πού μᾶς ὁδηγεῖ στή Θεία κοινωνία.
Στή σειρά τῶν προϋποθέσεων βρίσκεται ἡ κατάλληλη προετοιμασία. Ἀσχοληθήκαμε προηγούμενα ἐπί πολύ γι’ αὐτήν καί δέν θά ἐπιμείνουμε ἂλλο σ’ αὐτήν. Ἡ τρίτη, ἀλλα ἐξ ἲσου σημαντική προϋπόθεση γιά τήν προσέλευση μας στή Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ συμφιλίωση, ἡ καταλλαγή, ἡ συγχώρηση. Ἀπό τόν ἲδιο τόν Χριστό ξεκινώντας καί ἒκτοτε ὁλόκληρη ἡ λειτουργική ἐμπειρία καί πίστη μας ἐξαγγέλει πώς ἡ παρουσία μας στό ἱερό θυσιαστήριο ἀπαιτεῖ πρῶτα ἀπ’ ὃλα τή συμφιλίωση μέ ὃλους ἐκείνους πού μᾶς ἒχουν βλάψει ἢ τούς ἒχουμε βλάψει. Τότε μόνο ἡ προτροπή τοῦ Διακόνου στό: “Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…” τῆς Θ.Λ. καί ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης πρίν ἀπό τή Θεία Κοινωνία ἀποκτοῦν νόημα καί περιεχόμενο. Στή Θεία Κοινωνία προσερχόμαστε χωρίς ἐχθρότητες καί ἐχθρούς.
Ἡ προετοιμασία γιά τή Θεία Κοινωνία ἀποτελεῖ ἓνα σύνολο προϋποθέσεων, πού δέν πρέπει να τίς παραμελοῦμε, οὒτε νά τίς ἐφαρμόζουμε ἐπιλεκτικά. Στό βάθος ὃλων αὐτῶν ἀποκαλύπεται ἡ πιό καίρια προϋπόθεση: ἡ αὐτοεξέτασή μας. Ὃλα πρέπει νά ὁδηγοῦν στή συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας, στή μετάνοια καί τελικά στήν ἁγιότητα πού μόνο ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει Αὐτή ἡ στάση ζωῆς καρποφορεῖ μέσα ἀπό τό πόνο καί τή θλίψη τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τό Θεό καί ζωντανεύει στή πιό σφοδρή ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς σ’ Αὐτόν, στήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἳματός Του.
2. Ὃλα τούτα εἰπώθηκαν ὂχι μόνο γιά νά ζητήσουμε τήν ἐπιστροφή στή γνήσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπαιτεῖ τή συχνή Θεία Κοινωνία, χωρίς τήν ἐμμονή μας στίς ἐπίσης γνήσιες προϋποθέσεις της. Ἀντίθετα, ὁ λόγος ἒγινε γιά νά ζητηθοῦν καί τά δυό, δηλ, ἡ ἐμπροϋπόθετη συχνή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία. Ἂν ἡ σημερινή κατάσταση δέν ταιριάζει στήν παράδοσή μας καί δέν μᾶς ἰκανοποιεῖ, θά πρέπει κατά συνέπειαν ὃλοι μας νά ἐπαναπροσδιορίσουμε τή στάση μας ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ὁροθετήσουμε ἐν Χριστῷ ὁλόκληρη τήν καθημερινή μας βιοτή. Ἡ ποιμαντική πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἒχει δρόμο πολύ μακρύ και ἐπίμονο νά διατρέξει, μέχρις ὃτου ἡ Ἐκκλησία καί ἡ λατρεία της καί πρῶτα ἀπ’ ὃλα ἡ Θεία Εὐχαριστία ξαναγίνει ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς πιό βαθιᾶς ἑνότητας ὃλων μεταξύ μας τῶν μελῶν καί ὃλων μέ τή Κεφαλή τοῦ Σώματος τό Χριστό, νά ἀποτελέσει τήν μαρτυρία τῆς παρουσίας μας στήν ἐσχατολογική Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Καί αὐτό θά γίνει, ὃταν ὃλοι μας ἀποφασίσουμε νά δόσουμε καί νά δίνουμε τόν ἑαυτό μας στό Χριστό, νά ἐλπίζουμε καί νά καταφεύγουμε σ’ Αὐτόν παρά τίς ὃποιες ἀποτυχίες μας, νά ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς στό νά ἀρνηθοῦμε ὃ,τι μᾶς κάνει δούλους καί ὑποτελεῖς στό κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί γεμάτοι ἀπό σφοδρή ἐπιθυμία Χριστοῦ νά προσερχόμαστε ὃλοι μαζί στό Κοινό Ποτήριο καί στήν Κλάση τοῦ Ἂρτου, δηλ. στήν Εὐχαριστιακή Κοινωνία τοῦ ζωοποιοῦ Σώματος καί Αἳματός Του, “εἲς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον”.
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2016
Ἰωάννης Κανιολάκης
Θεολόγος, Διευθυντής 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου