Ὅταν μιά μεγάλη πληγή θέριζε τό Λονδῖνο, ὁ Κράβεν, ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψη τό Λονδῖνο καί νά πάη στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, γιά νά ἀποφύγη τόν κίνδυνο.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἀνέβαινε στό ἁμάξι του, ἄκουσε ἕναν ὑπηρέτη του νά λέη σ’ ἕναν ἄλλο.
– Ὑποθέτω ὅτι ὁ Θεός του ἐγκατέλειψε τό Λονδῖνο καί πῆγε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του.
Αὐτό ξάφνιασε τόν Κράβεν καί τόν ἔκανε νά σκεφθῆ: «Ὁ Θεός μου! Εἶναι πανταχοῦ παρών καί μπορεῖ νά μέ φυλάξη ὅπου κι ἄν εὑρεθῶ. Θά μείνω ἐδῶ». Καί ἔμεινε.
Καί σκέφθηκα:
Ἀλήθεια, ἄν πιστεύουμε στήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας τότε… τότε γιατί ξεχνοῦμε πώς μπορεῖ νά εἶναι καί στό πρόβλημα πού μᾶς ταλανίζει καί τό ἀφήνουμε νά μᾶς ἀφαιρῇ τήν γαλήνη;
Τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μέ ἀγαπᾶ πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ τόν ἑαυτό μου.
Πού ἀγαπᾶ τούς δικούς μου πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ. Λοιπόν, θά ἐπέτρεπε νά γίνη κάτι πού δέν θά ἀπέβλεπε στήν σωτηρία τους;
Εἶναι πανταχοῦ παρών, στά σκοτάδια μας καί στό φῶς, στίς πτώσεις μας καί στούς ἀγῶνες μας. Στίς ἀδυναμίες καί τίς ἀντοχές μας, στίς ἀρνήσεις μας καί τίς ὁμολογίες μας. Στούς πόνους καί στίς χαρές μας. Κοντά μας στίς μοναξιές καί τίς ἀπογοητεύσεις μας, στίς γκρίνιες καί τίς δοξολογίες μας.