Από τα παλαιότερα χρόνια ο άνθρωπος έστηνε κι έχτιζε «ιερά», τόπους λατρείας. Στην Παλαιά Διαθήκη, ποιος δε θυμάται τη Σκηνή του Μαρτυρίου, μέσα στην οποία οι Ιουδαίοι φύλαγαν τις πλάκες της Διαθήκης και τη στάμνα με το μάννα, την ουράνια τροφή που τους έστειλε ο Θεός στα χρόνια της περιπλάνησής τους για τη Γη της Επαγγελίας; Ποιος δε θυμάται τον περίφημο Ναό του Σολομώντα, στα Ιεροσόλυμα, ή ποιος δε γνωρίζει πως οι Χριστιανοί, ευθύς εξ αρχής, διαμόρφωναν ή έχτιζαν «Ιερά Τεμένη», μέσα στα οποία λάτρευαν «εν πνεύματι και αληθεία» τον Τριαδικό Θεό μας;
Κάθε τόπος και περιοχή έχει να παρουσιάσει Ναούς, παρεκκλήσια και εξωκλήσια, όμορφους ή απλούς, μεγάλους ή ταπεινούς. Και η χώρα μας, με τη δική της Ορθόδοξη ταυτότητα και μακραίωνη παράδοση, καυχάται για το πλήθος των Ναών και των εκκλησιών της. Ο κάθε Ναός, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είναι τόπος προσευχής των πιστών και χώρος συνάντησης των «εν Χριστώ» αδελφών. Είναι όμως και κάτι παραπάνω: Είναι «επίγειος ουρανός, στον οποίον ο Επουράνιος Θεός κατοικεί και περιπατεί» (Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως). Πώς είναι δυνατόν να «κατοικεί» κάπου συγκεκριμένα ο άσαρκος Θεός, αφού δεν είναι ύπαρξη όμοια με τη δική μας; Κι όμως «πληρεί», γεμίζει, το Ναό – τον κάθε Ορθόδοξο Ναό – ο Τριαδικός Θεός μας, ως «Πνεύμα», όπως το οξυγόνο που υπάρχει παντού. Και σωματικά ακόμα κατοικεί ο Θεός μας μέσα στον κάθε Ορθόδοξο Ναό, συγκεκριμένα πάνω στην Αγία Τράπεζα, μέσα στο επίχρυσο καλαίσθητο πυργίσκο, το Ιερό Αρτοφόριο. Μέσα σ’ αυτό ο Ιερέας φυλάσσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τη Θεία Κοινωνία από τη Μεγάλη Πέμπτη!
Αρτοφόριο. Σύνθετη λέξη, υλικός χώρος που «μέσα του φέρει τον Άγιον Άρτον». Ένα άψυχο αντικείμενο, ένα ιερό σκεύος. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο, έμψυχο Αρτοφόριο, κι αυτό είναι η Παναγία μας. Αυτή, «η μόνη ακατηγόρητη και καλή απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, του χθες, του σήμερα και του αύριο», μια ταπεινή και άσημη παιδούλα, κόρη του Ιωακείμ και της γερόντισσας Άννας, επελέγη από τον Ουρανό για να φιλοξενήσει μέσα Της, να φέρει, να σηκώσει και να φυλάξει για εννέα μήνες, τον Πλάστη και Δημιουργό Της, το Λόγο του Θεού! Και κάτι εντυπωσιακότερο: Πρόσφερε στο Θεό Της, αυτό που Εκείνος Της έδωσε, ανθρώπινη σάρκα! Έγινε «η έμψυχος τράπεζα», το ζωντανό τραπέζι, ο υψηλός ο θρόνος του Κυρίου μας, όπως την αποκαλούμε στους Οίκους των Χαιρετισμών. Το Ιερό Αρτοφόριο! Αξιώθηκε ό,τι δεν αξιώθηκε ποτέ γυναίκα κι ούτε θα αξιωθεί. Τη ζήλεψαν γι’ αυτό και Τη δοξολόγησαν και Τη δοξολογούν οι άγγελοι. Κι εμείς οι άνθρωποι: Τη θαυμάσαμε και Τη θαυμάζουμε, Την αγαπήσαμε και Την αγαπάμε, Την υμνήσαμε και Την υμνούμε. Σ’ Αυτήν καταφεύγουμε, και σαν μικρά παιδιά τριβόμαστε στη φούστα Της και Της ζητάμε χίλια δυο αιτήματα και παρακάλια. Κι Αυτή, «ως έχουσα παρρησίαν», μεσιτεύει στο Γιο Της και μας δωρίζει γήινες και παραδεισένιες γλύκες…
Έχει η πίστη μας μια άλλη ομορφιά, δε μας αφήνει να «χαζεύουμε» με τη διάνοιά μας το Θεό ή να Τον αναπολούμε προσευχόμενοι όρθιοι, γονατιστοί ή οκλαδόν, όπως διάφορα ανατολικά θρησκεύματα. Μας δίνει τη δυνατότητα να Τον μεταλάβουμε, να Τον γευθούμε, να Τον ζήσουμε και κατά συνέπεια να Τον μοιάσουμε, να θεωθούμε! Σε κάθε Θεία Λειτουργία μεταλαμβάνουμε τον ίδιο το Θεό που έφερε στη γαστέρα Της η Θεοτόκος! Τον ίδιο το Θεό που φιλοξενείται σε κάθε Ιερό Αρτοφόριο της Ορθοδοξίας! Κι είναι αυτό μεγαλειώδες και μυστήριο… Έτσι, κάθε φορά που μεταλαμβάνω γίνομαι κι εγώ μια «Παναγία», ένα ιερό αρτοφόριο, αφού φέρω μέσα μου το Θεό!
Τούτη τη σκέψη την κρατώ στο φτωχικό μυαλό μου. Θαυμάζω κι απορώ. Γλυκαίνομαι και ταυτόχρονα προβληματίζομαι: Κύριε, επέλεξες τη Μαριάμ γιατί το άξιζε, ήταν το κόσμημα της Γης και του Ουρανού, εγώ όμως αξίζω να Σε μεταλάβω; Κι έρχεται γρήγορα η απάντηση απ’ τη συνείδησή μου: Όχι, γιατί είμαι αμαρτωλός και «τα άγια» προσφέρονται μονάχα «στους αγίους». Όμως, ακούω μυστικά τον παρήγορο δικό Σου λόγο, βγαλμένο από τη Βίβλο κι από την Παράδοσή μας: Παιδί μου, ποιος σ’ εμποδίζει να καθαριστείς, αναζητώντάς Με στο Ιερό Εξομολογητήριό μου;