Πέρι Ησυχίας: Αν γευθείς την γλυκύτητα του Θεού, τότε θα καταλαβάβεις την πικρία του κόσμου.

Ασκηταριό – Άγιον Όρος

Επε κάποιος π τος γίους: Εναι δύνατον στν νθρωπο, φόσον χει τν γλυκύτητα τν νθρώπων, ν χει κα τν γλυκύτητα το Θεο.

Πάλι δέ, ν γευθ τν γλυκύτητα το Θεο, μισε τν κόσμον (το κοσμικό φρόνημα), καθς χει γραφτε τι: οδες δύναται δυσ κυρίοις δουλεύειν. Κα μες λοιπόν, φόσον θέλουμε τν τν νθρώπων σχέση κα τν νάπαυση το σώματος, δν δυνάμεθα ν πολαύσουμε τν γλυκύτητα το Θεο.

Ατ δ λέω, τι, ν κάποιος δν καθήσ στ κελί του κα μ σιωπ σκήσ τν εχ κα τ ργόχειρό του τ κάνει προσέχοντας τν ψυχή του, δν δύναται ν σωθ!

Κάποιος δελφς ρώτησε ναν γέροντα, λέγοντάς του: Τί εναι συχία, κα ποι εναι φέλειά της;

γέροντας το πάντησε: συχία εναι ν κάθεσαι στ κελί σου μετ γνώσεως κα φόβου Θεο, περχόμενος κάθε κακία κα ψηλοφροσύνη.

Ατο του εδους συχία γεννάει λες τς ρετές, κα φυλάει τν μοναχ π τ πεπυρωμένα βέλη το πονηρο, μ φήνοντας ατν ν πληγωθε π ατά.

συχία, προκοπ μοναζόντων· συχία, κλίμακα οράνιος, δς βασιλείας ορανν, μητέρα τς κατάνυξης, πρόξενος τς μετανοίας, καθρέπτης που βλέπουμε τς μαρτίες μας, σ πο δείχνεις στν νθρωπο τ πλημμελήματά του, πο δν μποδίζεις τ δάκρυα κα τος στεναγμούς, πο λαμπρύνεις τν ψυχ κα φέρνεις σ ερηνικ κατάσταση τν νθρωπο.

συχία, σ πο γεννς τν πραότητα, μένεις μαζ μ τν ταπείνωση, συνομιλες μ τος γγέλους, φωτίζεις τν διάνοια, κα εσαι παντρεμένη μ τν φόβο το Θεο.

συχία, εσαι κατάσκοπος λογισμν κα λύχνος τς διακρίσεως, γεννς λα τ γαθ κα δραιώνεις τν νηστεία, ντίθετα δ μποδίζεις τν γαστριμαργία κα βάζεις χαλινάρι στν γλώσσα.

συχία, σχολ προσευχς κα ναγνώσεως, γαλήνη λογισμν κα εδιο λιμάνι.

συχία, νεωτέρων πλο, πο δν λλάζουν τ φρόνημά τους κα θέλουν ν κάθονται στ κελιά τους κα ν σ διαφυλάττουν τάραχα.

συχία, μεριμνία ψυχς, ζυγς χρηστς κα φορτίο λαφρύ, πο ναπαύεις κα βαστάζεις τν βαστάζοντά σε.

συχία, εφροσύνη ψυχς κα καρδίας, μ ποτέλεσμα ατ ν μεριμν μόνον γι τν αυτό της, ν μιλ στν Χριστ κα διηνεκς ν χει μπροστ στ μάτια της τν θάνατο.

συχία, φθαλμν κα κος κα γλώσσας χαλινάρι.

συχία, που κάθε μέρα κα νύχτα περιμένεις τν Χριστν κα διατηρες τν λαμπάδα σβεστη κα συνεχς ψάλλεις: τοίμη καρδία μου Θεός, τοίμη καρδία μου.

συχία, μητέρα τς ελαβείας, δεσμωτήριο παθν, χωρίον Χριστο, πο καρποφορες γαθος καρπούς. Να δελφέ, ατν ν ποκτήσς, μνημονεύοντας τν ρα το θανάτου σου, γιατί δν γνωρίζεις ποία ρα ρχεται κλέπτης.

Λοιπόν αδελφέ, ντρύφησε στν ψυχή σου.