Μικρό απόσπασμα από την εκπομπή του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου Ράδιο παράγκα αφιερωμένη στον Μέγα Βασίλειο (1994) σε mp3 εδώ
Μέχρι την ημέρα που μπήκα στο ιερό της Παναγίας, για να διακονώ ως παιδί του ιερού, το μόνο που ήξερα για τον μεγάλο Βασίλειο ήταν, το ότι έφερνε δώρα πολλά και το μόνο που ήξερα για την Καισάρεια ήταν, ο μυρωδάτος παστουρμάς της.
Εκεί στο ιερό της Παναγίας συνήντησα μία γραφική λευιτική μορφή, τον πατέρα Βασίλειο. Ήταν σεβάσμιος ιερέας, είχε στο αριστερό πόδι μία μικρή αναπηρία. Πρέπει να είχε περάσει μία αρρώστια δύσκολη, που τον ανάγκαζε να μιλάει, καμιά φορά γρήγορα και τα λόγια του τα έμπλεκε και στις ακολουθίες. Παρόλα ταύτα παρέμενε σεβάσμιος γέροντας, ο πάτερ Βασίλειος. Δίναμε σημασία στα λόγια του, τον φοβόμασταν λίγο.
Είναι αλήθεια πως εμείς, τα παιδιά του ιερού ήμασταν σκανδαλιάρηδες. Έτσι είναι πάντα τα παιδιά του ιερού. Παίζαμε μέσα στο ιερό, παιχνίδια πάσης φύσεως, παιχνίδια με τα καρβουνάκια, παιχνίδια με τα κεριά, παιχνίδια με τα πρόσφορα, με τα άμφια, παιχνίδια με όλα. Το γλεντούσαμε πολύ. Περνούσαμε απίθανα.
Μια μέρα όπως τραβολογιόμασταν μέσα στο ιερό, με ένα μάγκα, για το ποιος θα κρατούσε το εξαπτέρυγο το δεύτερο, το τελευταίο, μετά το σταυρό, με κοίταξε άγρια ο πάτερ Βασίλειος και μου είπε.
– Ο Μεγάλος βλέπει!
Δεν τόλμησα να ρωτήσω τίποτα για τον Μεγάλο. Μετά από μερικές μέρες, όταν ο πατήρ Βασίλειος με είδε να έχω μπουκώσει στα γέλια για κάποια από τα πειράγματα που κάναμε ,μου είπε:
– Ρώτα τον Μεγάλο αν πρέπει να γελάς και κοίταξε προς την κόγχη του Ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα.
Τρόμαξα, ποιος ήταν ο Μεγάλος;
Την άλλη μέρα όμως, όταν την ώρα του θυμιάματος της 9ης ωδής, δεν βρίσκαμε καρβουνάκια, μιας και τα άλλα τα είχαμε χρησιμοποιήσει για πυροτεχνήματα, μας έπιασε αγωνία. Το είπαμε στον πατέρα Βασίλειο, έδειξε αδιαφορία.
– Πείτε το στον Μεγάλο.
Τότε δεν κρατήθηκα.
– Έ, ποιος είναι αυτός ο Μεγάλος; Του είπα.
Μού έδειξε την εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου, πίσω από την κόγχη του Ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα.
Είναι αλήθεια πώς ένα παιδί εκείνη τη στιγμή βρήκε ένα δεματάκι καρβουνάκια, αυτό μας επηρέασε. Προσέξαμε τον Μεγάλο, μέχρι τότε δεν τον είχαμε προσέξει. Αυτός ήταν ο μεγάλος, ο Μέγας Βασίλειος.
Όταν όμως και μετά από μερικές μέρες, όταν το πρωί που ήρθε να λειτουργήσει ο πατήρ Βασίλειος, δεν έβρισκε πρόσφορο και του είπαμε:
-Τι θα γίνει;
Εκείνος μας είπε με αδιαφορία:
– Πείτε το στον Μεγάλο, εμένα ρωτάτε;
Εμείς τα χάσαμε!
Και πράγματι, μετά από λίγο, μια κυρία ήρθε μ’ ένα πρόσφορο. Έ τότε ήταν που είχαμε επηρεαστεί. Ο Μεγάλος, εδώ μέσα έκανε πολλά. Εμείς από τότε και μετά φοβηθήκαμε, δεν πολύ κοιτάζαμε την εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου, όταν περνούσαμε από κάτω κάναμε πολλούς σταυρούς και φεύγαμε γρήγορα. Τώρα είχαμε έναν ελεγκτή μέσα στο ιερό, τον Μεγάλο. Τι είχαμε πάθει! Τα σχέδια μας τα σκανδαλιάρικα είχαν χαλάσει. Τα κάναμε κρυφά βέβαια, αλλά φοβόμασταν τον Μεγάλο Βασίλειο. Τι μας βρήκε; Καθημερινός έλεγχος. Εκεί που δεν το περιμένουμε, το κακό ήταν πως … η κατάσταση ήταν με τον Άγιο Βασίλειο. Τώρα πια πώς θα έτρωγα τη Μόσχομυρωδάτη αγιοβασιλιάτικη πίττα; Είχε το όνομά του, θα με έπιανε το στομάχι μου!
Ήταν Πρωτοχρονιά, γιόρταζε ο Μεγάλος, όπως τον έλεγε ο πάτερ Βασίλειος. Εμείς ήμασταν γεμάτοι χαρά, ήταν γιορτή μεγάλη. Προς το τέλος της λειτουργίας κλέψαμε μία σακούλα αντίδωρα πριν να τα μοιράσει ο ιερέας. Πήραμε και μία μεγάλη μπουκάλα νάμα και κρυφτήκαμε σε ένα μικρό δωματιάκι πλάι στο ιερό, είχε ένα τέτοιο δωματιάκι η Παναγία. Και άρχισε η ευωχία. Πρόσφορο και κρασοκατάνυξη. Πρόσφορο βουτηγμένο μέσα σε μυρωδάτο πολίτικο κρασί. Τότε έγινε το κακό! Μας ανακάλυψε ο πατήρ Βασίλειος! Μέσα στο φόβο μας, ένα παιδί που κρατούσε τσίλιες, φώναξε:
– Παιδιά ο Μεγάλος!
Ήταν ο πάτερ Βασίλειος. Εμείς πιστέψαμε που έρχεται ο Μεγάλος! Μας βρήκε!
– Τι κάνετε εδώ μπρέ; Ελάτε μαζί μου τώρα. Μας πήρε σέρνοντας. Μας πήγε κάτω από την εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου. Στράφηκε σε εκείνον και μας είπε:
-Γονατίστε μπρε κάτω. Όλοι γονατίσαμε. Είπε στο Μέγα Βασίλειο:
– Αυτοί εδώ έτρωγαν πρόσφορα και έπιναν κρασί. Τι θα έκανες εσύ αν τους είχες;
Απήντησε μόνος του, με σιγανή φωνή, ο πάτερ Βασίλειος:
– Ε ξέρω εσύ αγαπούσες τους πτωχούς θα τους συγχωρούσες, θα τους έδινες και ένα ακόμη πρόσφορο.
Ξαναπήρε, άγρια μορφή.
– Αυτοί εδώ μέσα, παίζουν στο ιερό. Τι θα έκανες εσύ αν τους είχες;
Πήρε πάλι ο πάτερ Βασίλειος μία μορφή χαριτωμένη, χαμογελαστή.
– Ε ξέρω, αγαπούσες πολύ και τα παιδιά και γι’ αυτά έκανες τη βασιλειάδα. Ε, θα τους το συγχωρούσες. Δεν είναι έτσι Μεγάλε;
Εμείς αρχίσαμε να παίρνουμε πάνω μας. Ά, ήταν πανέμορφο, αυτός ο Μεγάλος, ήταν πολύ Μεγάλος. Δεν ξέραμε που τόσο πολύ αγαπούσε τους πτωχούς και τα παιδιά.
Και ο πατήρ Βασίλειος ρώτησε το τρίτο και τελικό ερώτημα.
– Τι να τους κάνω τώρα;
– Ξέρω τι θα ΄κανες εσύ, θα τους έδινες και ένα πρόσφορο στο χέρι παραπάνω.
Εμείς τιναχτήκαμε επάνω από τη χαρά μας! Φιλούσαμε τα χέρια του πατρός Βασιλείου. Ο Μεγάλος ήταν πραγματικά μεγάλος και σήμερα γιόρταζε.
Αγαπήσαμε πολύ τον Μέγα Βασίλειο.
Αυτόν το φίλο μου. Αυτόν το Μεγάλο που σήμερα θέλησα να μιλήσω μαζί του. Το ΄πα στην αρχή.
Έψαχνα ένα μεγάλο για να κάνω τον απολογισμό της χρονιάς. Και που να τον έβρισκα; Όχι, όχι θα τον έβρισκα. Ραδιοπαράγκα είναι, πολλούς βρίσκει. Απλά εγώ ήθελα Μεγάλο-Μεγάλο. Όχι από αυτούς που είναι για την ώρα ψεύτικοι μεγάλοι.
Ά, μακάρι να γίνουνε, δεν πειράζει. Και το ΄πα, εδώ σε αυτό το κτίριο ένα όροφο παρακάτω, είναι το χέρι του Μεγάλου Βασιλείου, κλεισμένο σε μία αίθουσα. Και είπα θα πάω εκεί πέρα και δεν θα μιλήσω για το φίλο μου τον Μεγάλο;
Και έτσι σας μίλησα σήμερα. Από τότε όμως είχα αγαπήσει τον Μεγάλο. Έτσι μου το δίδαξε ο πατήρ Βασίλειος, που το ξέρω δεν ζει τώρα, αλλά τον ευχαριστώ πολύ και εύχομαι να είναι κοντά του και να λειτουργεί μαζί του σήμερα τέτοια μέρα.
Και έτσι να παρακαλέσουμε το Μεγάλο μιας και είναι σήμερα η μνήμη του, να προσεύχεται εκεί που βρίσκεται πλάι στον θρόνο του Χριστού και να πρεσβεύει για όλους μας, μιας που είναι Μεγάλος για να γίνουμε και εμείς Μεγάλοι.