Ο “στρατιωτικός νόμος” και ο Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης.

Ο πάτερ Παΐσιος έβλεπε καθημερινά τους ανθρώπους! Και, όπως αντιλαμβάνεται αναγνώστης, ο σοφός Γέροντας, ήταν γνώστης πολλών προβλημάτων τους.

Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς που έρχονταν να τον συναντήσουν ήταν άνθρωποι σωστοί, ήξεραν τί ζητούσαν: διέθεταν πνευματικότητα, λογική, σοβαρές και μετρημένες απόψεις ενώ κατέχονταν από επιθυμία να ζήσουν ουσιαστική και ευλογημένη ζωή.

Οι άνθρωποι εκείνοι είχαν λογική συμπεριφορά και φυσιολογικές – υγιείς θέσεις, οι οποίες προκαλούσαν στους άλλους το ενδιαφέρον τον θαυμασμό. Όχι τον γέλωτα ή τις ειρωνικές «γκριμάτσες», που, όπως όλοι γνωρίζουμε, κύπτουν αβίαστα, ως υπόμνηση, ότι η θρησκευτική συμπεριφορά κάποιου είναι αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας, όταν δεν περιέχει στοιχεία υγείας αλλά σεμνοτυφίας, υποκρισίας και βραδυπορίας προσαρμογής στις απαιτήσεις της εποχής. Αλλά, συγχρόνως, ο π. Παΐσιος ήταν αναγκασμένος να συνομιλεί και με ανθρώπους εξαιρετικά βραδείς στο να σκέπτονται σωστά ή να ερμηνεύουν με ευρύτητα και να κατανοούν με ακρίβεια τις αλήθειες της Πίστεως.


Οι άνθρωποι αυτοί, έβλεπαν μάλλον τον Χριστιανισμό, ως ένα άριστο κώδικα ηθικής συμπεριφοράς και την Εκκλησία, ως περιοχή απ΄ όπου μπορεί κανείς να αντλεί μεταφυσική αίγλη, βυζαντινό μεγαλείο ή πρωτεία θεολογικής αληθείας και όχι ως τόπον Θεραπείας και Μετανοίας, δηλαδή ελευθερίας εκ της φθοράς.
Η περίπτωση ενός θρησκόληπτου αξιωματικού, ο όποιος ανήκε σ΄ αυτή τη δεύτερη κατηγορία, των στενοκέφαλων και προφανέστατα εξωπραγματικών χριστιανών είναι χαρακτηριστική. Να, πως ζωγράφισε με λόγια το πορτραίτο του ο αγαθός Γέροντας:

«Ο ευλογημένος έβλεπε, αλλά συγχρόνως, ήταν τυφλός. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν στην οικογένειά του δεν ήταν σωστός, ούτε σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Το μυαλό του είχε κολλήσει και έκανε υπερβολές που δεν επιτρέπονταν: απαγόρευε στη γυναίκα του να πηγαίνει στο κομμωτήριο, γιατί πίστευε ότι εκεί συχνάζουν κοσμικοί άνθρωποι που έχουν ξεφύγει από τον σωστό δρόμο και βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία.

Επίσης, τα παιδιά του, δεν επιτρεπόταν να φέρουν φίλους στο σπίτι, επειδή θεωρού σε ότι ήταν δυνατό να δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα και να ανοίξει ο δρόμος για σχέ¬σεις που θα μπορούσε να προκαλέσουν προβλήματα στη χριστιανική τους πορεία.

Ακόμη, Τετάρτη και Παρασκευή απαγορευόταν η κατάλυση αρτύσιμων φαγητών λόγω νηστείας. Μάλιστα τα παιδιά, από μικρή ηλικία, είχαν υποχρεωτικά συνηθίσει να τρώνε όσπρια, που δεν τους άρεσαν, γιατί ο αξιωματικός είχε ξεκαθαρίσει ότι θα μαγείρευαν άλλο φαγητό, μόνο όταν θα τέλειωναν οι φακές, τα φασόλια ή τα ρεβίθια.

Προσπάθησα να του πω ότι δεν είχε δίκιο, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να συζητήσεις μαζί του. Έτσι, τον άφηνα να μιλάει αυτός και εγώ μόνο τον άκουγα.

Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν πολλοί και σκανδαλίζονται με το παραμικρό. Χρειάζονται βοήθεια. Αλλά ποιος μπορεί να τους βοηθήσει, αφού θέλουν να τους λες αυτό που σκέπτονται αυτοί και να συμφωνείς με όσα σου λένε;».

Πηγή: Τάσος Μιχαλάς, ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ π. ΠΑΪΣΙΟ