037

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ἱερομονάχου Φιλοθέου Γρηγοριάτου
Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Ἁγίου Νικολάου Τρικάλων,
Δ΄ Κατανυκτικός Ἑσπερινός -Κυριακή 31 Μαρτίου 2019
 «Ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­χο­μεν χρεί­αν» (βλ. Ἑ­βρ. ι’, 36)


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Δέ­σπο­τα,
σε­βα­στοί μου Πα­τέ­ρες,
ἀ­γα­πη­τοί μου ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί
Εὑ­ρι­σκό­με­νος σή­με­ρα στήν ὡ­ραί­α αὐ­τή σύ­να­ξι τῆς το­πι­κῆς Σας Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Τρίκ­κης καί Στα­γῶν, μέ τήν τι­μη­τι­κή πρό­σκλη­σι τῆς ἀ­γά­πη Σας πρός τήν ἐ­λα­χι­στό­τη­τά μου, δι­α­βι­βά­ζω ἐν πρώ­τοις τά σέ­βη καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Κα­θη­γου­μέ­νου καί Γέ­ρον­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, Ἀρ­χιμ. Χρι­στο­φό­ρου καί πά­σης τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τός μας.
Ἐκ­φρά­ζω δέ τήν χα­ρά μου πού εὑ­ρί­σκο­μαι καί πά­λιν ἐν μέ­σῳ ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καί λί­αν ἀ­γα­πη­τῶν ἀ­δελ­φῶν, ἀ­φοῦ ἡ ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τοῦ Χρι­στοῦ κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων εἶ­ναι γι­ά ὅ­λους μας πνευμα­τική ἐ­νίσχυσι καί εὐ­φρο­σύ­νη. Τα­πει­νά ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι τίς εὐ­χές Σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὥ­στε τά τα­πει­νά λό­γι­α πού θά ἀ­κου­στοῦν νά εἶ­ναι πρός δό­ξαν Θε­οῦ καί ὠ­φέ­λει­α ψυ­χῶν.
Πο­ρευ­ό­με­νοι, ἀ­δελ­φοί, μέ­σα στό κα­τ᾿ ἐ­ξο­χήν ἁ­γι­α­στι­κό κλῖ­μα τῆς πεν­θη­ρᾶς πε­ρι­ό­δου τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να γευ­ό­με­νοι κι ἀ­πό τώ­ρα κά­τι ἀ­πό τήν χα­ρά τῆς λαμ­προ­φό­ρου νύ­κτας τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἑ­ορ­τά­ζου­με σή­με­ρα τήν ἑ­ορτή τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως στήν Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α, ὕ­μνους καί λό­γους εὐ­φή­μους ἀ­πευ­θύ­νον­τας στό πα­νά­γι­ο ξύ­λο τοῦ Σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ, ὑ­ψώ­νον­τάς τον πρός ἁ­γι­α­σμό καί εὐ­λο­γί­α τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου.
Κεν­τρι­κή θέ­σι στήν Πί­στι μας κα­τέ­χει ὁ Σταυ­ρός, μα­ζί βέ­βαι­α πάν­το­τε μέ τήν Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, δι­ά τῶν ὁ­πο­ί­ων ὁ Κύριος ­νέ­κρω­σε τόν θά­να­το, ­ζω­ο­πο­ί­η­σε τόν νε­κρω­θέν­τα ἄν­θρω­πο, τόν ἀ­νέ­στη­σε καί τόν συμ­φι­λί­ω­σε μέ τόν Θε­ό-Πα­τέ­ρα, κά­νον­τάς τον στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του μέ­το­χο τῆς θε­ί­ας ζω­ῆς καί βα­σι­λε­ί­ας Του.
Σταυ­ρός ση­μαί­νει κό­πος, πό­νος. Κι ὁ πό­νος χρει­ά­ζε­ται ὑ­πο­μο­νή, ὅ­πως κα­λά γνω­ρί­ζου­με.
Τὸ θέ­μα, λοι­πόν, στήν ση­με­ρι­νή τα­πει­νή ὁ­μι­λί­α εἶ­ναι γι­ά τόν κα­θη­με­ρι­νό μας σταυ­ρό τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Εἶ­ναι δέ, θε­ω­ρῶ, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πί­και­ρο καί στίς ἡ­μέ­ρες μας, καί ἀ­ναγ­και­ό­τα­τη ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, ἀ­φοῦ πράγ­μα­τι “ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­χο­μεν χρεί­αν” (βλ. Ἑ­βρ. ι΄, 36).
Ἀ­πό τήν ἀρ­χή δι­ευ­κρι­νί­ζεται ὅ­τι, ἄλ­λο πρᾶγ­μα ἡ κα­τά Θε­όν ὑ­πο­μο­νή κι ἄλ­λο μι­ά ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κή, στω­ι­κή, μοι­ρο­λα­τρι­κὴ ἀ­νο­χή στίς δυ­σκο­λίες τῆς ζω­ῆς, (χω­ρίς ἀ­να­φο­ρά στόν ἅ­γι­ο Θε­ό), ἴσως μά­λι­στα μέ γογ­γυ­σμούς καί ἀ­γα­να­κτή­σεις, πού πε­ρισ­σό­τε­ρο κου­ρά­ζουν καί φθεί­ρουν. Ἡ ὑ­πο­μο­νή μέ ἀ­να­φο­ρά στήν ὑ­πα­κο­ὴ στό ἅ­γι­ο θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει μι­ά λε­βεν­τι­ά, εἶ­ναι βα­θει­ά, συ­νε­χής αἴ­σθη­σι τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ζῶν­τος Θε­οῦ στήν ζω­ή μας. Εἶ­ναι βα­σι­κ­ή προ­ϋ­πό­θε­σι γι­ά τήν προ­κο­πή μας, γι­ά τήν κα­τά Θε­όν αὔ­ξη­σί μας.
Στήν πα­ρα­βο­λή τοῦ Σπο­ρέ­ως, κι ἀ­φοῦ ὁ Κύ­ρι­ος πε­ρι­έ­γρα­ψε τίς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς “γῆς” πού δέν ἔ­χει δυ­να­τό­τη­τα εἴτε νά φυ­τρώ­ση, ἤ νά ἀ­να­πτυ­χθῆ καί αὐ­ξη­θῆ ὁ οὐ­ρά­νι­ος σπό­ρος, στό τέ­λος ἀ­νέ­φε­ρε γι­ά τήν κα­λή “γῆ”, ἡ ὁ­ποί­α δέ­χε­ται τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸν φι­λο­ξε­νεῖ λοι­πόν ἡ ἀ­γα­θὴ “γῆ” χω­ρὶς ζι­ζά­νι­α, χω­ρὶς πέ­τρες, χω­ρίς ἀγ­κά­θι­α. Καί πε­ρι­μέ­νει κα­νεὶς ὅ­τι θὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ καὶ θὰ ἀ­πο­δώ­ση πο­λὺ καρ­πό, ὅ­μως μέ μό­νη καί πολύ βασική πρου­πό­θε­σι: Τήν ὑ­πο­μο­νή. Ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κυ­ρι­α­κός λό­γος, ὅ­τι οἱ ψυ­χές πού εἶ­ναι σάν τήν κα­λὴ γῆ, δέ­χον­ται τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ μέ­σα τους καὶ καρ­πο­φο­ροῦν, ἀλ­λὰ πῶς; “Ἐν ὑ­πο­μο­νῇ”. Δὲν χρει­ά­ζε­ται μό­νο κι ἁ­πλῶς νά εἶ­ναι κα­νεὶς κα­λὴ κι εὔ­φο­ρη “γῆ”, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐντελῶς ἀ­πα­ραί­τη­το νά ἔ­χη καί πολ­λή ὑ­πο­μο­νὴ.
Ὁ πα­ρών αἰ­ώ­νας εἶ­ναι κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν χρό­νος γι­ά ὑ­πο­μο­νή, ἡ ἔμ­πο­νη καί ἐν χα­ρᾷ προσ­δο­κί­α τῆς ἐ­λεύ­σε­ως τοῦ ἀ­χρό­νου αἰ­ῶ­νος, τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τῆς πού ναί μέν “ἐν­τός ἡ­μῶν ἐ­στι” (Λουκ. 17,21)ἀλ­λά τώ­ρα ἀ­κό­μη “ἐκ μέ­ρους γι­νώ­σκο­μεν” (βλ. Α΄Κορ. 13, 9).
          Ἡ ἀ­νυ­πα­κο­ὴ μας, καὶ κυ­ρί­ως ἡ ἀ­με­τα­νο­η­σί­α μας, κα­τέ­στη­σε τὸν κό­σμο αὐ­τόν κό­σμο φθο­ρᾶς. Ἀ­φοῦ κα­τά τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες, ἐ­ὰν με­τα­νο­οῦ­σαν οἱ πρω­τό­πλα­στοι με­τά τήν πτῶ­σι τους, φυ­σι­κὰ καί θὰ τοὺς συγ­χω­ροῦ­σε ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός καί Δη­μι­ουρ­γός τους. Τά ἱ­ε­ρά λό­γι­α Του “… πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ τὰς λύ­πας σου καὶ τὸν στε­ναγ­μόν σου… ἐν λύ­παις φα­γῇ… (τήν γῆν) πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ζω­ῆς σου· ἀ­κάν­θας καὶ τρι­βό­λους ἀ­να­τε­λεῖ σοι… ἐν ἱ­δρῶ­τι τοῦ προ­σώ­που σου φα­γῇ τὸν ἄρ­τον σου…” (βλ. Γεν. γ΄, 17-19) εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας μας γι­ά ὑ­πο­μο­νή, ἀ­πό τήν ἁ­γί­α μέ­ρι­μνά Του γιά με­τά­νοι­ά μας, γι­ά ἐ­πι­στρο­φή ἀ­πό τήν ἀ­σω­τεί­α μας στήν πα­τρι­κή ἑ­στί­α. Αὐ­τά εἶ­ναι πλέ­ον τά με­τα­πτω­τι­κά δε­δο­μέ­να μας, γι­ά ὅ­λους τούς ἀ­πο­γό­νους τοῦ Ἀ­δάμ καί τῆς Εὔ­ας, γι­ά ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων μέ­χρι συν­τε­λεί­ας τοῦ κό­σμου.
          Δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα ἀ­δι­α­φο­ρῶν­τας ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον γι­ά τίς μι­κρές ὑ­πο­μο­νές πού κα­λού­μα­στε νά ἔ­χου­με σέ πολ­λά πρα­κτι­κά θέ­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τος, δέν ἀ­σκού­μα­στε νά εἴ­μα­στε ὀ­λι­γαρ­κεῖς, ὑ­πά­κου­οι στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί συ­νε­πῶς εἰ­ρη­νι­κοί καί ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι μέ τήν ζω­ή. Ἔτσι κα­τήν­τη­σε ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος νά εἶ­ναι ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος, ἀ­παι­τη­τι­κός, ἀ­νυ­πό­μο­νος, γι᾿ αὐ­τό καί τε­λι­κά χω­ρίς ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη καί ἀ­νά­παυ­σι. Ἀν­τί­θε­τα οἱ ψυ­χές πού ἔ­μα­θαν νά ἀ­γω­νί­ζων­ται στά κα­θη­με­ρι­νά μι­κρά, προ­χω­ροῦν πο­λύ κα­λά καί στά με­γά­λα καί ἔ­κτα­κτα, π.χ. στίς ἀρ­ρώ­στι­ες.
Ρώ­τη­σε ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας κά­ποι­ον γέ­ρον­τα ἀ­σθε­νῆ μο­να­χό στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος: “Πῶς εἶ­στε στήν ὑ­γεί­α σας πά­τερ;” Κι ἐ­κεῖ­νος εἰ­ρη­νι­κά ἀ­πάν­τη­σε:   “Ἔ, κα­λά! Τώ­ρα μοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­καν καὶ ἄλ­λες πα­θή­σεις. Ὅ­λα ὅ­μως χρει­ά­ζον­ται. Πῶς θὰ πά­ω ἐ­κεῖ πά­νω, πα­πά μου, μέ ἄ­δει­α χέ­ρι­α;”
Ὅ­λοι ἔ­χου­με τὸν πα­λαι­ὸ μας ἄν­θρω­πο, μέ τά πά­θη, τίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας. Πῶς θὰ με­τα­μορ­φω­θῆ αὐτός καὶ θὰ γί­νη και­νού­ρι­ος ἐν Χρι­στῷ; Πῶς θὰ γί­νη δηλ. ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­καί­νι­σις τοῦ ἀν­θρώ­που; Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἐν Χρι­στῷ ἀ­γώ­νας μας, ἀ­φοῦ δέν εἴ­μα­στε ἔτ­σι ὅ­πως μᾶς θέ­λει ὁ Θε­ὸς. Χρει­ά­ζε­ται ὑ­πο­μο­νὴ, ὥ­στε νὰ με­τα­μορ­φω­θοῦν τά ἄ­λο­γα πά­θη σέ ἀ­ρε­τὲς Χρι­στοῦ, νά ἀποκτήσουμε σιγά-σιγά τὴν μορφή τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, νά φθάσουμε δηλ. στό “καθ᾿ ὁμοίωσιν”.
          Περ­νοῦ­με λοι­πόν πολ­λὲς θλί­ψεις στόν πα­ρόν­τα κό­σμο, δι­ό­τι ἀλ­λοῦ εἶ­ναι ἡ τέ­λει­α ἀ­νά­παυ­σι, ἡ τε­λε­σί­δι­κη ξε­κού­ρα­σι “ἔν­θα οὔκ ἐ­στι πό­νος, οὐ λύ­πη, οὐ στε­ναγ­μός”.  Οἱ πι­στοὶ Χρι­στι­α­νοί κα­λού­μα­στε νά ἀ­γω­νι­ζώ­μα­στε στήν κα­τά Θε­όν ὑ­πο­μο­νή. Καί μά­λι­στα “Ποι­ή­σω­μεν τὴν ἀ­νάγ­κην φι­λο­τι­μί­αν” (Ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, Εἰς τούς Μακ­κα­βαί­ους, TLG, Ζ΄, (orat. 15) : Volume 35, page 924, line 22). Αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά γί­νη, νά τὸ κά­νου­με μέ προ­θυ­μί­α, ἀ­πὸ φι­λό­τι­μο, ἀ­πό ἀ­γά­πη γι­ά τὸν Θε­ό. Τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο, τό ὅ­τι δηλ. θὰ συ­ναν­τοῦ­με στήν ζω­ή μας συ­νε­χῶς δυ­σκο­λί­ες, στε­νο­χώ­ρι­ες, ἀ­δι­έ­ξο­δα, ἐ­μεῖς νὰ τὸ προ­σφέ­ρου­με στόν Θε­ὸ. Γι­ά νά ἀ­πο­κτή­σου­με τὴν ἁ­γί­α καί θε­ά­ρε­στη ὑ­πο­μο­νὴ σὲ ὅ,τι λυ­πη­ρὸ στήν ζω­ὴ μας.
Ἐ­πι­τρέψ­τε μου νά ἀ­να­φέ­ρω­μαι, κα­θὼς προ­χω­ροῦ­με στήν ἀ­νά­λυ­σι τοῦ θέ­μα­τος, σὲ πο­λὺ ὡ­ραῖ­ες ἀ­να­φο­ρὲς ἀ­πὸ τὴν Πα­λαι­ὰ καί Και­νὴ Δι­α­θή­κη, τόν θε­ό­πνευ­στο λό­γο τοῦ Θε­οῦ.
012ΑΠΟ  ΤΟ  ΨΑΛΤΗΡΙΟ  ΤΟΥ  ΠΡΟΦΗΤΟΥ  ΔΑΥΙΔ
Ὑ­πο­μο­νὴ κα­λού­μα­στε νά κά­νου­με ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀ­κό­μη κι αὐ­τοί πού δέν πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό. Ἡ δι­κή μας ὡ­στό­σο ὑ­πο­μο­νή, ὁ ἀ­γώ­νας μας ἔγ­κει­ται στό, πῶς ἡ ζω­ὴ μας θὰ ἀ­ρέ­ση στόν Χρι­στό.
Λέ­γει πο­λὺ ὡ­ραῖ­α ὁ προ­φή­της Δαυ­ὶδ:
Ἐ­γώ, Κύ­ρι­ε, “δι­ὰ τοὺς λό­γους τῶν χει­λέ­ων Σου ἐ­φύ­λα­ξα ὁ­δοὺς σκλη­ράς” (Ψαλμ. ιστ΄, 4 ). “Ἔ­χω πο­λὺ δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις, ἀ­δι­έ­ξο­δα, πού μέ κου­ρά­ζουν πο­λύ στήν ζω­ή μου, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ τὸ θέ­λεις Ἐ­σύ, ἐ­πει­δή τό εἶ­πες ἐ­σύ Κύ­ρι­ε, γι᾿ αὐ­τὸ κά­νω ὑ­πο­μο­νή”. Μι­ά τέ­τοι­α ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ὄν­τως ἁ­γί­α, δι­ό­τι γί­νε­ται γι­ά τὸν Χρι­στό.
Πα­ρό­μοι­α λό­γι­α εἶ­πε κι ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, τό­τε πού εἶ­χαν ρί­ξει τά δίχ­τυ­α μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους καὶ ὅ­λη τήν νύχ­τα δέν εἶ­χαν πι­ά­σει τί­πο­τε. Καί πα­ρά τόν με­γά­λο κό­πο καί τήν ἀ­πο­γο­ή­τευ­σι γι­ά τήν ἀ­πο­τυ­χί­α ὅ­λης τῆς προ­σπά­θει­άς τους, καί ἐ­νῶ εἶ­χαν ἤ­δη μα­ζέ­ψει καί πλύ­νει τὰ δίχ­τυ­α, ὅ­ταν ἄ­κου­σε τόν Χρι­στό, νά τοὺς λέ­γη, νά ρί­ξουν ξα­νὰ τά δίχ­τυ­α στήν θά­λασ­σα, τόλ­μη­σε τό ἀ­κα­τα­νό­η­το ὑ­περ­βαί­νον­τας τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή του: “Ἐ­πί δέ τῷ ρή­μα­τί σου, χα­λά­σω τό δί­κτυ­ον” (Λουκ. ε΄, 5),  “ἐ­πει­δή τό εἶ­πες Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε”. Ἔτ­σι ἔ­χει με­γά­λη ση­μα­σί­α ἡ ὑ­πα­κο­ή κι ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μου, ὅ­ταν γί­νε­ται γι­ά τὸν Χρι­στό καί τό­τε ἀ­πο­λαμ­βά­νω τό θαῦ­μα τῆς Χά­ρι­τός Του.
Λέ­γει ὁ προ­φή­της Δαυ­ὶδ: “Τίς ἡ ὑ­πο­μο­νή μου;” Ποι­ός εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή μου; Ὄ­χι ἁ­πλῶς “τί εἶ­ναι”, ἀλ­λὰ “ποι­ός εἶ­ναι”. Καὶ ἀ­παν­τᾶ ὁ ἴ­δι­ος: “Οὐ­χὶ ὁ Κύ­ρι­ος; καὶ ἡ ὑ­πό­στα­σίς μου πα­ρά σοί ἐ­στιν”. (Ψαλμ. λη’,8)  “Καὶ τὸ ὅ­τι ὑ­πάρ­χω, ἀ­πὸ Σέ­να εἶ­ναι, Κύ­ρι­ε, καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νή μου πά­λι Ἐ­σὺ εἶ­σαι”. Τὶ ὡ­ραῖ­ο! Ὄ­χι ἁ­πλῶς γι­ά τὸ Χρι­στὸ γί­νε­ται ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μας, ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δι­α ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μας ἡ θε­ά­ρε­στη, ἡ με­γά­λη αὐ­τὴ ἀ­ρε­τὴ, εἶ­ναι ὁ Κύ­ρι­ος.
Καὶ ἄλ­λη φο­ρά “… σὺ εἶ ἡ ὑ­πο­μο­νή μου, Κύριε· Κύριε, ἡ ἐλ­πίς μου ἐκ νε­ό­τη­τός μου”(Ψαλμ. ο΄, 5 ). “ἐ­σὺ εἶ­σαι ἡ ὑ­πο­μο­νή μου, Κύ­ρι­ε”. Καίι δέν ἔ­χου­με ἁ­πλῶς ἐλ­πί­δα, ὁ Χρι­στὸς μας εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα μας. “Ἐ­πὶ σὲ ἐ­πε­στη­ρί­χθην ἀ­πὸ γα­στρός, ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου, σύ μου εἶ σκε­πα­στής”. Ἀ­πὸ τό­τε πού ἤ­μουν στήν κοι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας μου, εἶ­σαι ἡ σκέ­πη καί προ­στα­σί­α μου. “Ἐν σοὶ ἡ ὕ­μνη­σίς μου δι­ὰ παν­τός”. Γι᾿ αὐ­τό καί ἐ­γὼ Ἐ­σέ­να ὑ­μνῶ πάν­το­τε.
Ἀ­κοῦ­με σὲ κά­θε ἑ­σπε­ρι­νὸ: “ἕ­νε­κεν τοῦ ὀ­νό­μα­τός Σου ὑ­πέ­μει­νά Σε, Κύ­ρι­ε”. Τὶ θὰ πῆ “ὑ­πέ­μει­να τὸν Κύ­ρι­ο”; Ὑ­πο­μέ­νω τὴν παι­δεί­α Του. Δι­ό­τι παι­δεί­α μᾶς δί­δει ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός, μᾶς ἐκ­παι­δεύ­ει. Οἱ θλί­ψεις πού πα­ρα­χω­ρεῖ, εἶ­ναι γι­ά τὴν παι­δα­γω­γί­α, γι­ά τὴν ἐκ­παί­δευ­σί μας. Καὶ γι­ά Σέ­να, δι­ὰ τὸ ὄ­νο­μά Σου, Κύ­ρι­ε, τὰ ὑ­πο­μέ­νω ὅ­λα. Εἶ­ναι τὸ ἴ­δι­ο πρᾶγ­μα πού εἴ­πα­με προ­η­γου­μέ­νως. “Ὑ­πέ­μει­νεν ἡ ψυ­χή μου εἰς τὸν λό­γον Σου”, λέ­γει, “ἐ­πει­δὴ εἶ­σαι ἡ Ἀ­λή­θει­α καὶ λές ἀ­λή­θει­α, Κύ­ρι­ε, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ κά­θε λό­γο Σου τὸν με­τρῶ, τὸν ὑ­πο­λο­γί­ζω, καί κά­νω τήν ὑ­πο­μο­νή μου”.
“Ἤλ­πι­σεν ἡ ψυ­χή μου ἐ­πὶ τὸν Κύ­ρι­ον, ἀ­πὸ φυ­λα­κῆς πρω­ί­ας μέ­χρι νυχ­τός, ἀ­πὸ φυ­λα­κῆς πρω­ί­ας, ἐλ­πι­σά­τω Ἰσ­ρα­ήλ ἐ­πὶ τόν Κύ­ρι­ον”. “Ὅ­τι πα­ρὰ τῷ Κυ­ρί­ῳ τὸ ἔ­λε­ος καὶ πολ­λὴ παρ᾿ αὐ­τῷ λύ­τρω­σις. Καί αὐ­τὸς λυ­τρώ­σε­ται τὸν Ἰσ­ρα­ήλ ἐκ πα­σῶν τῶν ἀ­νο­μι­ῶν αὐ­τοῦ” (Ψαλμ.ρκθ΄, 6-8).
Ἡ ψυ­χὴ μας τὴν κά­θε με­γά­λη λύ­πη, τόν κά­θε πό­νο στήν ζω­ὴ τὰ ζῆ σὰν μι­ά ἀ­δι­κί­α. Εἴ­τε εἶ­ναι ἔτ­σι ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ, εἴ­τε δέν εἶ­ναι. Καὶ οἱ βα­θει­ὲς θλί­ψεις συ­νο­δεύ­ον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ τέ­τοι­ου εἴ­δους δι­α­πι­στώ­σεις. Ἰ­δί­ως ὅ­ταν μά­λι­στα θε­ω­ροῦ­με, πώς δέν φταῖ­με ἄ­με­σα γι᾿ αὐ­τά. Π.χ. μι­ά σοβαρή ἀ­σθέ­νει­α τοῦ παι­δι­οῦ μου, ἤ ἕ­νας ξαφ­νι­κός θά­να­τος προ­σφι­λοῦς προ­σώ­που μου. Πο­νᾶ ἡ ψυ­χή καὶ τὸ σῶ­μά μου, ὅ­λη ἡ ὑ­πάρ­ξί μου, καὶ τὸ αἰ­σθά­νο­μαι σὰν νά μοῦ γί­νε­ται μι­ά ἀ­δι­κί­α. “Γι­α­τί, Θε­έ μου, νά ἐ­πι­τρέ­ψης νά περ­νῶ τέ­τοι­α θλί­ψι;” Πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα συγ­κλο­νι­ζό­μα­στε, ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νου­με ὅ­τι ἀ­δι­κού­μα­στε ἤ βλα­πτό­μα­στε πνευ­μα­τι­κά, ὅ­πως π.χ. μέ αὐ­τά πού περ­νᾶ τώ­ρα ὁ λα­ός μας, στήν Πα­τρί­δα. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ φέρ­νουν πο­λύ πό­νο στήν ψυ­χή.
————-
Πό­νος στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ, ση­μαί­νει κό­πος. Ἀ­φοῦ ὅ­ταν πο­νᾶ κά­ποι­ος, κο­πι­ά­ζει ἡ ψυ­χὴ ἀλ­λὰ καὶ τὸ σῶ­μα, συγ­κλο­νί­ζε­ται ἡ ὑ­πάρ­ξί του, ἐ­νερ­γεῖ­ται ἕ­νας μι­κρός θά­να­τος μέ­σα μας, μὲ κά­θε με­γά­λη θλί­ψι. Ὅ­πως καὶ ὁ πό­λε­μος τοῦ δι­α­βό­λου, ἤ ἀπό τά πά­θη μας, καί ἡ γε­νι­κή φθο­ρὰ, στήν ὁ­ποί­α εὑ­ρι­σκό­μα­στε. Δά­κρυ­α, στε­ναγ­μοί, ἀ­δι­έ­ξο­δα. Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι αἰ­σθα­νό­μα­στε στήν ζω­ή μας αὐ­τήν τήν στέ­νω­σι. Πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα καὶ πρό­σκαι­ρη ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α ἐ­πι­τρέ­πει ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νά βι­ώ­νου­με. Ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λά καί κά­θε δυ­να­τός πό­νος, κά­θε ὀ­δυ­νη­ρώ­τα­τη θλί­ψι εἶ­ναι ἔ­νας μι­κρός θά­να­τος. Δι­ερ­χό­μα­στε μέ­σα ἀ­πό πολ­λούς μι­κρούς θα­νά­τους, ἕ­ως ὅ­του φθά­σου­με καί στό τε­λι­κό ση­μεῖ­ο τῆς πα­ρού­σας ζω­ῆς, στόν ἴ­δι­ο τόν θά­να­τό μας. Μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ ὅ­μως στήν Ἐ­κλη­σί­α, καί δή στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ζοῦ­με τήν ὑ­πέρ­βα­σι τοῦ πό­νου καί τοῦ θα­νά­του στήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή. Καί ἔτσι μέ τόν Χρι­στό δέν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε!
Τὸ ψαλ­τή­ρι­ο εἶ­ναι γε­μά­το ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐ­τά. Δέν εἶ­ναι ἁ­πλά ἕ­να ὡ­ραῖ­ο βι­βλί­ο μέ ὄ­μορ­φα στοι­χεῖ­α, μὲ ὡ­ραῖ­ες ἀ­να­φο­ρὲς στόν Θε­ό, μὲ δο­ξο­λο­γί­ες μό­νο. Γι­ά νά φτά­ση στίς δο­ξο­λο­γί­ες ὁ Δαυ­ὶδ, δι­α­λύ­θη­κε πρῶ­τα μέ­σα στόν βα­θύ­τα­το πό­νο πού ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός νά περάση. Ἔ­χον­τας ζή­σει ὅ­μως καί τήν πα­ρη­γο­ρί­α τοῦ Θε­οῦ-Πα­τέ­ρα, Τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά τόν ἐ­λε­ή­ση, ὥ­στε νά μή νι­κη­θῆ τε­λε­σί­δι­κα ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς του, τούς φθο­νε­ρούς δαί­μο­νες.
 “Πρός σέ, Κύριε, ἦ­ρα τὴν ψυ­χήν μου, ὁ Θε­ός μου. ἐ­πὶ σοὶ πέ­ποι­θα· μὴ κα­ται­σχυν­θε­ί­ην, μη­δὲ κα­τα­γε­λα­σά­τω­σάν με οἱ ἐ­χθροί μου. καὶ γὰρ πάν­τες οἱ ὑ­πο­μέ­νον­τές σε οὐ μὴ κα­ται­σχυν­θῶ­σιν·”(Ψαλμ, 24, 1-3)  Ὁ­μι­λεῖ μέ υἱ­κή παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό. Μὴ ἐ­πι­τρέ­ψεις νά ντρο­πι­α­στῶ. Οὔ­τε νά μὲ πε­ρι­γε­λά­σουν οἱ ἐ­χθροί μου, ἐπειδή ἀ­πευ­θύ­νο­μαι σὲ Σέ­να, Κύ­ρι­ε. Κα­νεὶς, ἀ­πὸ ὅ­σους κα­τα­φεύ­γουν σὲ Σέ­να καὶ ὑ­πο­μέ­νουν τὴν παι­δεί­α Σου, δέν χά­νε­ται, δέν ἀ­πο­τυγ­χά­νει, δέν ντρο­πι­ά­ζε­ται”.
 Ἤ­ξε­ρε τὴν με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α του καὶ με­τα­νο­οῦ­σε. Δε­χό­ταν ὅ­λα τὰ λυ­πη­ρὰ τῆς ζω­ῆς του, ὡς παι­δεί­α τοῦ Θε­οῦ.
 ” … ἐ­πί­βλε­ψον ἐπ᾿ ἐ­μέ καὶ ἐ­λέ­η­σόν με, ὅ­τι μο­νο­γε­νὴς καὶ πτω­χός εἰ­μι ἐ­γώ. Αἱ θλί­ψεις τῆς καρ­δί­ας μου ἐ­πλη­θύν­θη­σαν, (γέ­μι­σε ἀ­πὸ θλί­ψεις ἡ καρ­δί­α μου, Κύ­ρι­ε). Ἐκ τῶν ἀ­νο­μι­ῶν μου ἐ­ξά­γα­γέ με”. Ζοῦ­σε σὲ βά­θος με­γά­λης ἐν­τά­σε­ως πό­νου ὁ Δαυ­ίδ.
 “Ἴ­δε τὴν τα­πεί­νω­σίν μου”. Μι­ά κραυ­γή πρὸς τὸν Θε­ὸ ἤ­ταν ὅ­λη ἡ ζω­ὴ του. “Δές, Κύ­ρι­ε, τὴν τα­πεί­νω­σί καὶ τοὺς κό­πους μου”. Καί συγ­χώ­ρη­σε μου ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες. “Ἴ­δε τοὺς ἐ­χθρούς μου ὅ­τι ἐ­πλη­θύν­θη­σαν”. Μα­ζεύ­τη­καν πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ πρίν οἱ ἐ­χθροί μου, καὶ μέ πο­λε­μοῦν. Φύ­λα­ξε τὴν ψυ­χή μου, Κύ­ρι­ε καὶ σῶ­σέ με, “μὴ κα­ται­σχυν­θεί­ην, ὅ­τι ἤλ­πι­σα ἐ­πὶ σέ”. “Μὴ ντρο­πι­α­στῶ, ἐ­γώ πού ἔ­ρι­ξα ὅ­λη τὴν ἐλ­πί­δα μου σὲ Σέ­να”.
Νά ὁ κό­πος τοῦ πό­νου, τῆς θλί­ψε­ως, τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς κα­τώ­δυ­νης προ­σευ­χῆς τοῦ Δαυ­ίδ!
ΑΠΟ  ΤΙΣ  ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ  ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ  ΠΑΥΛΟΥ
Ἀλ­λὰ καὶ ὁ μέ­γας Παῦ­λος, ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν, σέ τί κό­πους εἶ­χε ἀ­πο­δυ­θῆ; Ἀ­να­φέ­ρει τά καί­ρι­α ση­μεῖ­α ἀ­πό τόν προ­σω­πι­κό του ἀ­γῶ­να ἀπευ­θυ­νό­με­νος στούς Κο­ριν­θί­ους καί τοὺς νου­θε­τεῖ:
“Προ­σέ­χε­τε, ἀ­δελ­φοί, μὴ χά­σε­τε τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, προ­σέ­χε­τε στόν ἑ­αυ­τὸ σας, ἀ­γω­νί­ζε­σθε. Πῶς θὰ ἀ­γω­νί­ζε­σθε;” Πρῶ­τα–πρῶ­τα “ἐν ὑ­πο­μο­νῇ πολ­λῇ”(Β΄ Κορ. στ΄, 4-10)
 Γιατί πολ­λή ὑ­πο­μο­νή; Δι­ό­τι θά ζῆ­τε “ἐν θλί­ψε­σι”, λέ­γει, θά εἶ­σθε “ἐν ἀ­νάγ­καις” – Θὰ σᾶς λεί­πουν τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α. “Ἐν στε­νο­χω­ρί­αις, ἐν πλη­γαῖς, ἐν φυ­λα­καῖς”, θὰ σᾶς κυ­νη­γή­σουν, θὰ σᾶς φυ­λα­κί­σουν, “ἐν ἀ­κα­τα­στα­σί­αις”, θὰ σᾶς τρέ­χουν ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ κεῖ, ἐν κό­ποις – μέ πολλ­λοὺς κό­πους. “Ἐν ἀ­γρυ­πνί­αιςἐν νη­στεί­αις”. Ἄς τά θυμόμαστε, γι­ά νά εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι κι ἐ­μεῖς, μή­πως καί χρει­α­σθῆ νά ὑ­πο­μεί­νου­με κά­τι ἀπ᾿ αὐ­τά ἀρ­γό­τε­ρα!
 Ὅ­μως πῶς θά γί­νε­ται αὐ­τή ἡ κα­τά Θε­όν ὑ­πο­μο­νή μας, ἅ­γι­ε Ἀ­πό­στο­λε: “Ἐν ἁ­γνό­τη­τι” – ὄ­χι μέ πο­νη­ρί­α, μέ ἀοργησία, μέ ἁ­γνό­τη­τα ἐν Χρι­στῷ.
 “ …ἐν μα­κρο­θυ­μί­ᾳ”, μὲ ἀ­γά­πη καὶ μα­κρο­θυ­μί­α σ᾿ αὐ­τούς πού σᾶς ἀ­δι­κοῦν, πάν­τα μέ τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη, μὲ ἀ­κα­κί­α “ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ”. Αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ ἀ­γῶ­νες πού θὰ κά­νε­τε, ἔτ­σι θὰ το­πο­θε­τῆ­σθε ἀ­πέ­ναν­τι στά λυ­πη­ρά, μᾶς λέ­γει, “ἐν λό­γῳ ἀ­λη­θεί­ας, ἐν δυ­νά­μει Θε­οῦ”. Μέ τά ὅ­πλα τῆς δι­και­ο­σύ­νης θὰ ἀ­γω­νί­ζε­σθε ἐ­σεῖς, καὶ θὰ σᾶς ἐ­νι­σχύ­η ὁ Θε­ὸς καὶ θὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­τε ὅ­λους τοὺς πει­ρα­σμοὺς.
 Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ θὰ πο­ρεύ­ε­σθε “δι­ὰ δό­ξῃς καὶ ἀ­τι­μί­ας”.
Σὰν νά μᾶς λέ­γη, ὅ­τι “ἔτ­σι πο­ρεύ­ο­μαι κι ἐ­γώ, ἀ­δελ­φοί. Γί­νε­τε λοι­πόν καί σεῖς μι­μη­τές μου. Θὰ δο­ξά­ζε­σθε μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, τό­τε πού θὰ εἶ­σθε πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι ἀπ᾿ αὐ­τούς πού θὰ σᾶς προ­ξε­νοῦν τίς θλί­ψεις”. “Δι­ὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας, ὡς πλά­νοι ἀλ­λὰ καὶ ὡς ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ού­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι”. Δέν θά γνω­ρί­ζη τί­πο­τε ὁ κό­σμος ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κή ἐ­σω­τε­ρι­κή πο­λι­τεί­α σας, ἀλ­λὰ ὁ Θε­ὸς θά γνω­ρί­ζη ὅλη τὴν ζω­ή σας.
“Ὡς ἀ­πο­θνῄ­σκον­τες καὶ ἰ­δοὺ ζῶ­μεν”.      
Ἐρ­χό­μα­στε πολ­λές φο­ρές σὲ ση­μεῖ­ο νά λέ­με “τε­λεί­ω­σα, δέν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο, χά­θη­κα”, ὅ­πως τὸ λέ­γει σχε­δόν κά­θε πο­λύ πο­νε­μέ­νη ψυ­χὴ. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐ­τά μέ τήν ἐν Χρι­στῷ ὑ­πο­μο­νή ἐ­νερ­γεῖ­ται ἕ­να ἀ­κα­τα­νό­η­το θαῦ­μα στίς ἡ­ρω­ι­κές, πι­στές ψυ­χές τῶν Ἁ­γί­ων τοῦ Θε­οῦ, πού με­τά ἀ­πό πολ­λές ἐ­πώ­δυ­νες ἐμ­πει­ρί­ες θα­νά­του ἀ­νά­γον­ται σέ και­νό­τη­τα ζω­ῆς ἐν Πνεύ­μα­τι.
Καὶ τε­λει­ώ­νει λέ­γον­τας: “Ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­τού­με­νοι, ὡς λυ­πού­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χαί­ρον­τες”.
Πῶς ὅ­μως νά χαί­ρω­μαι στά λυπηρά;
Αὐ­τά δέν ἐ­ξη­γοῦν­ται μέ λό­γι­α, ἀ­δελ­φοί. Μό­νο ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ κα­τα­νο­οῦν­ται. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως κα­θό­λου λε­κτι­κές ὑ­περ­βο­λές. Ὑ­πάρ­χουν πράγ­μα­τι ψυ­χὲς, καὶ ἔ­χου­με γνω­ρί­σει τέ­τοι­ες καὶ ἐ­μεῖς οἱ τα­πει­νοί, πού πο­νοῦν (ἴ­σως καί ὑ­περ­βο­λι­κά μέν) στήν δο­κι­μα­σί­α, τόν πό­νο, τήν ἀ­δι­κί­α πού ὑ­φί­σταν­ται, ἀλ­λὰ χαί­ρον­ται ταυτό­χρονα μέ τὴν ἐν Χρι­στῷ χα­ρά. Εἶ­ναι κα­τα­στά­σεις ἁ­γι­ό­τη­τος. Ἔτ­σι οἱ Ἅ­γι­οι τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κα­τά κό­σμον “Ὡς πτω­χοί, πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες”.
Ὁ κα­τά Θε­όν κό­πος καί πό­νος στούς Ἁ­γί­ους γί­νε­ται εὐ­λο­γί­α γι­ά ὅ­λη τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ σύγ­χρο­νοι Ἅ­γι­οί μας, π.χ. ὁ ἅ­γι­ος Πα­ΐ­σι­ος, ὁ ἅ­γι­ος Πορ­φύ­ρι­ος, ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ά­κω­βος κι ἄλ­λοι, αὐ­τὸ μᾶς μαρ­τυ­ροῦν. Ἐ­νῶ ἦ­σαν πο­λύ πο­νε­μέ­νοι οἱ ἴ­δι­οι, ὅ­ταν πή­γαι­νες σ᾿ αὐ­τούς κι ἐ­σὺ πο­νε­μέ­νος, ἔ­παιρ­νες με­γά­λο κου­ρά­γι­ο, κι ἔ­φευ­γες πε­τῶν­τας, μέ τήν ψυ­χή γε­μά­τη πνευ­μα­τι­κή χα­ρά. Δι­ό­τι εἶ­χαν οἱ Ἅ­γι­οι τόν Χρι­στό μέ­σα τους.
“Καυ­χώ­με­θα ἐπ᾿ ἐλ­πί­δι τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, οὐ μό­νον δέ ἀλ­λὰ καὶ καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σι”(Ρωμ. ε΄, 2–5).
Ζοῦ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ζῶν­τος Θε­οῦ λοι­πόν αὐ­τό τό πο­λύ ἀν­τι­φα­τι­κὸ γι­ά τὴν κο­σμι­κή νο­ο­τρο­πί­α: Καυ­χώ­μα­στε καὶ γι­ά τὰ λυ­πη­ρά πού μᾶς τυ­χαί­νουν, γι­ά τὶς ἀ­δι­κί­ες, γι­ά τὶς θλί­ψεις τῆς ζω­ῆς.
Καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ μέ­γας Παῦ­λος: “εἰδότες, (γνω­ρί­ζον­τας) ὅ­τι ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται”. Νά, γι­α­τὶ ἀ­φή­νει τίς θλί­ψεις ὁ Θε­ὸς στήν ζω­ὴ μας: Γι­ά τὴν πνευ­μα­τι­κή ἐκ­παί­δευ­σί μας, ἡ ὁ­ποί­α αὐ­ξά­νει τὴν ὑ­πο­μο­νὴ μας. Με­γα­λώ­νον­τας δέ στήν ψυ­χὴ μας ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, μᾶς κά­νει χω­ρη­τι­κό­τε­ρους τῆς Χά­ρι­τος, δηλ. αὐ­ξά­νει ἡ “δε­ξα­με­νὴ” τῆς ψυ­χῆς μας, γι­ά νά χω­ρέ­σου­με πε­ρισ­σο­τέ­ρη Χά­ρι Θε­οῦ, μέ ἀν­το­χή μέν στά λυ­πη­ρά ἀλ­λά καί περισσότερη ἀ­λη­θι­νή ζω­ή καί χα­ρά.
Κι ἔτ­σι:“κα­θὼς πε­ρισ­σεύ­ει τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ εἰς ἡ­μᾶς, οὕ­τως δι­ὰ τοῦ Χρι­στοῦ πε­ρισ­σεύ­ει καὶ ἡ πα­ρά­κλη­σις ἡ­μῶν. εἴ­τε δὲ θλι­βό­με­θα, ὑ­πὲρ τῆς ὑ­μῶν πα­ρα­κλή­σε­ως καὶ σω­τη­ρί­ας· εἴ­τε πα­ρα­κα­λού­με­θα, ὑ­πὲρ τῆς ὑ­μῶν πα­ρα­κλή­σε­ως, τῆς ἐ­νερ­γου­μέ­νης ἐν ὑ­πο­μο­νῇ” (Β’Κορ.α΄ 5-6).
Κι ὅ­σο πλη­θαί­νουν τὰ λυ­πη­ρὰ στήν ζω­ὴ μας γι­ά τὸν Χρι­στό, τό­σο με­γα­λώ­νει καὶ ἡ πα­ρά­κλη­σίς μας (ἡ θεί­α πα­ρη­γο­ρί­α, ἀ­νά­παυ­σις, εἰ­ρή­νη). Ὄ­σο πι­ὸ πο­λὺ πο­νᾶς μέ τόν Χριστό, τό­σο καὶ πι­ὸ με­γά­λη πα­ρη­γο­ρί­α σοῦ ἔρ­χε­ται, ὄ­χι κο­σμι­κή, τοῦ Χρι­στοῦ πα­ρη­γο­ρί­α. Καὶ γι­νό­μα­στε καὶ μι­μη­ταὶ τοῦ Κυ­ρί­ου, κι ἐ­μεῖς οἱ ἀ­νά­ξι­οι, ὅ­ταν ἔ­χου­με πα­θή­μα­τα στήν ζω­ὴ μας. Κι ὅ­σο πι­ὸ με­γά­λες καί πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ ἀ­δι­κί­ες ἐ­ναν­τί­ον μας, τό­σο πι­ὸ πο­λὺ ὁ­μοι­ά­ζου­με μέ τόν “ἀ­δί­κῳ θα­νά­τῳ κα­τα­κρι­θέν­τα” Κύ­ρι­ο, τόν Βα­σι­λέ­α τῆς Δό­ξης.
Μέ αὐ­τό τό πνεῦ­μα ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ μαρ­τυ­ρι­κή ὑ­πο­μο­νή ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, πού ἀλ­λοι­ῶς, μέ τήν κοι­νή, κο­σμι­κή, ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­κα­τα­νό­η­το, τρέλ­λα! “Ὅ­τι ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τὸ ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον τὸ εἰς αὐ­τὸν πι­στε­ύ­ειν, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὑ­πὲρ αὐ­τοῦ πά­σχειν” (Φι­λιπ. α΄,29)”. Σὲ μᾶς δώ­ρι­σε ὁ Θε­ὸς, ὄ­χι μό­νο τὸ νά πι­στεύ­ου­με σ᾿ Αὐ­τὸν, ἀλ­λὰ πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τὸ νά πά­σχου­με γι᾿ Αὐ­τόν.
Ἡ δέ ὑ­πο­μο­νή δο­κι­μήν.” Καί ἡ ὑ­πο­μο­νή τί μεγάλο κα­λό ἐ­πι­τυγ­χά­νει στήν ζω­ή μας; Ἐγ­κα­θι­στᾶ, λέγει ὁ μέγας Ἀπόστολος, στήν ψυ­χή τήν μό­νι­μη καί δο­κι­μα­σμέ­νη, τέ­λει­α ἀ­ρε­τή. Καί μ᾿ αὐ­τήν ἔρ­χε­ται καί ἡ βε­βαί­ω­σι τῆς πί­στε­ως μέ­σα μας, ἡ τέλει­α ἐλ­πί­δα στόν Θε­ό.
          Τί ση­μαί­νει ὅ­μως ἐλ­πί­δα στόν Θε­ό; Ὄ­χι ἁ­πλῶς μι­ά ἀ­ό­ρι­στη προσ­δο­κί­α μέ κά­ποι­α πι­θα­νό­τη­τα νά ἐπαληθευθοῦν οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες, οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ σέ μᾶς τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δα ση­μαί­νει ἀ­κλό­νη­τη βε­βαι­ό­τη­τα. Οἱ Ἅ­γι­οι Μάρ­τυ­ρες π.χ. δέν μαρ­τύ­ρη­σαν γι­ά κά­ποι­ες πι­θα­νό­τη­τες ἀ­λη­θεί­ας. Δέν χύ­νει κα­νείς τό αἷ­μα του γι­ά κά­ποι­ο ἐν­δε­χό­με­νο, πού ἴ­σως καί νά εἶ­ναι ἔτ­σι. Αὐ­τό θά ἦ­ταν ἀ­νό­η­το, τό λι­γώ­τε­ρο. Οἱ ἅ­γι­οι Μάρ­τυ­ρες, κι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γι­οι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ώς μας, θυ­σι­ά­στη­καν γι­ά τήν ἀ­κλό­νη­τη βε­βαι­ό­τη­τα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, γι­ά τόν Χρι­στό. Ὄ­χι γι­ά ἰ­δέ­ες, ἀλ­λά γι­ά τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό. Ὅ­λα τά πα­ρα­δείγ­μα­τα στήν ζω­ή αὐ­τῶν τῶν με­γά­λων ἀν­θρω­πί­νων ἀ­να­στη­μά­των, τῶν Ἁ­γί­ων μας, μι­λοῦν εὔ­γλωτ­τα γι­ά τό μέ­γα θαῦ­μα αὐ­τῆς τῆς ἐν Χρι­στῷ βε­βαι­ό­τη­τος, τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δος.
Ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε αὐ­τή ἡ ἐν Χρι­στῷ ἐμ­πει­ρί­α, πράγ­μα­τι θά ἦ­ταν μά­ται­η ἡ πί­στις μας. “… εἰ δὲ Χρι­στὸς οὐκ ἐ­γή­γερ­ται, κε­νὸν ἄ­ρα τὸ κή­ρυγ­μα ἡ­μῶν, κε­νὴ δὲ καὶ ἡ πί­στις ὑ­μῶν… εἰ δὲ Χρι­στὸς οὐκ ἐ­γή­γερ­ται, μα­τα­ί­α ἡ πί­στις ὑ­μῶν… ἐ­λε­ει­νό­τε­ροι πάν­των ἀν­θρώ­πων…” (Α΄ Κορ. ι­ε’, 14-19). 
A­ὐ­τὴ ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς Πί­στε­ώς μας ὄντως “οὐ κα­ται­σχύ­νει”, δέν ντρο­πι­ά­ζει. Ἡ ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δα δέν ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὸν ἄν­θρω­πο.
Ἔτ­σι, ἄν δοῦ­με κι ἔρ­χε­ται θλῖ­ψις στήν ζω­ή μας, ση­μαί­νει (λέ­γουν οἱ Ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες), ὅ­τι ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός μᾶς δί­νει εὐ­και­ρί­ες, γι­ά νά ἀ­σκη­θοῦ­με στήν κα­λή ὑ­πο­μο­νή. Κι ἄν ἔλ­θη ἡ θε­ά­ρε­στη ὑ­πο­μο­νὴ μέ­σα μας, σι­γά-σι­γά μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ θά ἔλ­θη κι αὐ­τή ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ἐλ­πί­δος στόν Χρι­στὸ. Κι αὐ­τὸ δέν πρό­κει­ται νά μᾶς ἀ­φή­ση πο­τὲ στήν ζω­ὴ μας, δι­ό­τι θὰ ζοῦ­με πλέ­ον τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ χει­ρο­πι­α­στά, ἔντονα.
Μέ­σα στόν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γῶ­να καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ βα­θύς πό­νος καί ἡ ἀ­πελ­πι­στι­κή πι­κρί­α ἀ­πό τίς ἀ­δι­κί­ες καί τά λυ­πη­ρά τῆς ζω­ῆς μα­λα­κώ­νουν, χά­νουν τήν κα­τα­λυ­τι­κή τους δύ­να­μι, τό σκο­τά­δι, πού ἐ­πι­φέ­ρουν στίς ψυ­χές τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.
Πά­σχουν λοι­πόν οἱ πι­στοί Χρι­στι­α­νοί γι­ά τὸν Χρι­στὸ, ὅ­ταν ὑ­πο­μέ­νουν τίς θλί­ψεις, πού Αὐ­τός ἐ­πι­τρέ­πει στήν ζω­ὴ μας. Καὶ ἂς μὴ λέ­με, ὅ­τι ἁ­πλῶς ἔ­τυ­χε καί μέ ἀ­δί­κη­σαν κά­ποι­οι καὶ ἐ­γώ τώ­ρα τα­λαι­πω­ροῦ­μαι, πλη­γώ­νο­μαι. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Κύ­ρι­ος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­γα­πη­τοί μου. Δέν ἀ­φή­νει τί­πο­τε ὁ Θε­ὸς ἐ­ναν­τί­ον μας νὰ μᾶς κου­ρά­ση, ἂν κρί­νη ἡ ἀ­γά­πη Του, ἡ δι­ά­κρι­σί καί ἡ παν­σο­φί­α Του, ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι πά­νω ἀπ᾿ τὶς δυ­νά­μεις μας, καί ὅ­τι τε­λι­κά θά ἀ­πο­βῆ κα­κό γι­ά μᾶς. “… πι­στός δέ ὁ Θε­ὸς ὃς οὐκ ἐ­ά­σει ὑ­μᾶς πει­ρα­σθῆ­ναι ὑ­πέρ ὅ δύ­να­σθε, ἀλ­λά ποι­ή­σει σύν τῷ πει­ρα­σμῷ καί τήν ἔκ­βα­σιν τοῦ δύ­να­σθαι ὑ­μᾶς ὑ­πε­νεγ­κεῖν” (Α΄ Κορ. ι΄,13). Δὲ θὰ ἐπιτρέψη νά πει­ρα­σθοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ ὅ,τι μπο­ροῦ­με νά ἀν­τέ­ξου­με, ἀλ­λά μα­ζί μέ τήν δο­κι­μα­σί­α θά μᾶς βο­η­θή­ση νά μπο­ρέ­σου­με νά ὑ­πο­μεί­νου­με καί νά τήν ξε­πε­ρά­σου­με.
Ὅ­λα αὐ­τά, τήν βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δος, τήν πα­ρη­γο­ρί­α Του καί τήν σω­τη­ρί­α Του, τά ἔ­ζη­σε ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γι­οί μας. Γι᾿ αὐ­τό καί θέ­λουν, κι ἐ­μεῖς νά προ­κό­πτου­με λί­γο-λί­γο, νά ἀ­νε­βαί­νου­με πρός τήν κο­ρυ­φή αὐ­τή τῆς ἀ­ρε­τῆς τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, γι­ά νά χαι­ρώ­μα­στε τήν ζωή τοῦ Χρι­στοῦ.
Δι­δα­σκό­μα­στε καί ἀ­πό τήν πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή του: “εἴ­περ συμ­πάσχο­μεν, ἵ­να καὶ συν­δο­ξα­σθῶ­μεν” (Ρωμ. η΄, 17). Ἀ­φοῦ συμ­πά­σχου­με μέ τὸν Χρι­στό, θὰ συν­δο­ξα­σθοῦ­με μα­ζί Του. Καί μά­λι­στα “οὐκ ἄ­ξι­α τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶς”(ἐνθ᾿ ἀνωτ. 18). Κι αὐ­τά πού περ­νοῦ­με τώ­ρα ἐ­δῶ καί ὑποφέ­ρουμε, οἱ θλί­ψεις, οἱ δο­κι­μα­σί­ες, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ σταυ­ροί, οἱ ἀ­δι­κί­ες, δέν εἶναι καθόλου ἄξια νά συγκριθοῦν μέ τη δό­ξα πού θὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με στόν μέλ­λον­τα αἰ­ῶ­να. Καί τώ­ρα μέν μέσα στόν τα­πει­νό ἀ­γῶ­να μας, θὰ λαμ­βά­νου­με πάλι τήν πα­ρη­γο­ρί­α Του, τήν στε­ρέ­ω­σι καί τήν ἐ­νί­σχυ­σί Του, ὅ­πως καί τήν βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δος. Ἀλ­λὰ αὐ­τά πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ πολ­λα­πλα­σι­α­σθοῦν καί θά με­τα­μορ­φω­θοῦν στόν μέλλοντα αἰῶνα σὲ με­γὰ­λη εὐλογία, δό­ξα, ἀπόλαυσι τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ­.
————-
Λέ­γει καί κά­τι ἄλ­λο ὡ­ραῖ­ο, στήν πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή του ὁ Ἀ­πό­στο­λος: “Λη­σμο­νή­σα­τε τήν προ­τρο­πή καί νου­θε­σί­α πού μᾶς κά­νει πα­ρα­κα­λῶν­τας μας ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός, ὅ­ταν μᾶς ὁ­μι­λῆ ὡς παι­δι­ά Του λέ­γον­τας: «Παι­δί μου, μή πα­ρα­με­λεῖς καί μή κα­τα­φρο­νεῖς τήν παι­δεί­α τοῦ Κυ­ρί­ου σου, καί μή ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­σαι, ὅ­ταν ἐ­λέγ­χε­σαι ἀπ᾿ Αὐ­τόν. Ἀ­φοῦ ὅ­ποι­ον ἀ­γα­πᾶ ὁ Θε­ός, τόν ἐκ­παι­δεύ­ει, τόν παι­δα­γω­γεῖ μέ τίς θλί­ψεις. Μα­στι­γώ­νει δέ μέ δο­κι­μα­σί­ες κά­θε παι­δί Του πού τό ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς δι­κό Του». Ἄν λοι­πόν δέ­χε­σθε τήν παι­δα­γω­γί­α τοῦ Θε­οῦ μέ ὑ­πο­μο­νή, Αὐ­τός ὡς πρός παι­διά Του σᾶς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται. Γι­α­τί, ποι­ό παι­δί δέν τό ἐκ­παι­δεύ­ει ὁ πα­τέ­ρας του; Ἄν δέ μέ­νε­τε χω­ρίς καμ­μί­α παι­δα­γω­γί­α, πρᾶγ­μα πού ἔ­λα­βαν ὅ­λα τά γνή­σι­α παι­δι­ά τοῦ Θε­οῦ, τό­τε ἐ­σεῖς εἶ­στε νό­θα κι ὄ­χι πραγ­μα­τι­κά παι­δι­ά Του” (βλ. Ἑ­βρ. ιβ΄, 7-8).
Θέ­λου­με λοι­πόν νά εἴ­μα­στε πραγ­μα­τι­κὰ τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ; Ἄς ἀ­πο­δε­χώ­μα­στε καὶ τὴν παι­δεί­α τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁ­ποί­α δέχ­τη­καν κι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γι­οι. Γνω­ρί­ζει ὁ Θε­ός τίς ἀ­δι­κί­ες πού μᾶς ἔ­κα­ναν καὶ ἀ­κό­μη θὰ μᾶς κά­νουν, σέ ὅ­λο τόν λα­ό μας, καί σέ μᾶς προ­σω­πι­κά. Γνωρίζει ὅμως καί τίς μεγάλες ἁμαρτίες, παραβάσεις καί ἀσωτεῖες μας. Καί θέ­λει νά μᾶς συ­νε­τί­ση ὁ ἅ­γι­ος Πατέρας μας, ἐ­πει­δή ἀρ­κε­τά ξε­στρα­τί­σα­με ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό. Οἱ σύγ­χρο­νοι Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοί Ἕλ­λη­νες ἔ­χου­με ξε­φύ­γει πο­λὺ ἀπ᾿ τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Καὶ τώ­ρα μέ τις θλί­ψεις θέ­λει ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός νά μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρη στήν ὀρ­θή πορεία.
Ἑ­ωρ­τά­σα­με πρό­σφα­τα μα­ζί μέ τήν με­γά­λη καί σω­τη­ρι­ώ­δη ἑ­ορ­τή τῆς Πί­στε­ώς μας, τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό τῆς Πα­να­γί­ας, καί τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ἐ­θνι­κῆς μας πα­λιγ­γε­νε­σί­ας, τῆς ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως τῆς πα­τρί­δος μας ἀ­πό τήν μα­κρο­χρό­νι­ο βαρ­βα­ρι­κή Τουρ­κι­κή δου­λεί­α. Καί θυ­μη­θή­κα­με πά­λι τίς με­γά­λες εὐ­λο­γί­ες πού ἐ­πε­φύ­λα­ξε μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ στό ἐλ­λη­νορ­θό­δο­ξο Γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­φοῦ μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός ἐν μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων δι­α­κό­νη­σε καί συ­νε­χί­ζει νά δι­α­κο­νῆ τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, πρός δό­ξαν τοῦ ἁ­γί­ου ὀ­νό­μα­τός Του καί γι­ά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Εὐ­χή δέ καί πό­θος μας εἶ­ναι νά μή δοῦ­με νά δι­α­κό­πτε­ται αὐ­τή ἡ με­γά­λη εὐ­λο­γί­α, στό γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων, τῆς δι­α­κο­νί­ας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Του. Ἔ­λε­γε ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τάς μας, π. Γε­ώρ­γι­ος:
“­.­.. δέν ἔ­χου­με τί­πο­τε πο­λυ­τι­μώ­τε­ρο σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή ἀ­πό τήν Πί­στι μας τήν ἁ­γί­α καί ἀ­πό τήν Πα­τρί­δα μας. Ἀλ­λά τήν Πα­τρί­δα μας, ὅ­ταν εἶ­ναι μέ­σα στήν Χά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ καί ὄ­χι ὅ­ταν γί­νη μί­α ἄ­θε­η καί ἀν­τί­χρι­στη πα­τρί­δα. Γι­α­τί τε­λι­κά καί ἡ φι­λο­πα­τρί­α εἶ­ναι φι­λό­χρι­στος φι­λο­πα­τρί­α. Δέν ἀ­γα­ποῦ­με τήν Πα­τρί­δα μας εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά, τήν ἀ­γα­ποῦ­με ἐν Χρι­στῷ. Γι᾿ αὐ­τό μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι δύ­ο ἱ­ε­ρώ­τε­ρα ἔ­χου­με στήν ζω­ή μας. Ἔ­χου­με τήν Πί­στι μας στόν Χρι­στό, ἀλ­λά ἔ­χου­με καί τήν Πα­τρί­δα μας πού ὑ­πη­ρέ­τη­σε τόν Χρι­στό, πού δό­θη­κε στόν Χρι­στό καί πού γι᾿ αὐ­τόν τόν λό­γο εἶ­ναι ἀ­ξι­α­γά­πη­τη καί ἀ­ξί­ζει κα­νείς νά δί­νη τήν ζω­ή του ὄ­χι μό­νο γι­ά τήν Πί­στι του ἀλ­λά καί γι­ά τήν Πα­τρί­δα του, πού ὑ­πη­ρε­τεῖ αὐ­τή τήν με­γά­λη Πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ.” (Ὁ­μι­λί­ες, τ. Α΄, Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος 2015, σ. 144-145)
Ἔτ­σι κα­τώ­δυ­νοι ὅ­λοι μας πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με ἰ­δί­ως τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νι­α, πῶς κά­ποι­οι σ᾿ αὐ­τήν τήν πα­τρί­δα ἀ­γω­νί­ζον­ται, σχε­δόν σέ κά­θε ἐ­πί­πε­δο καί μέ κά­θε τρό­πο, νά γκρε­μί­ζουν, μέ με­γά­λη μά­λι­στα σπου­δή, ὅ­λο τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­δό­σε­ώς μας, τῆς ζω­ῆς τοῦ εὐ­σε­βοῦς γέ­νους μας, τῆς Πί­στε­ως τῶν Πα­τέ­ρων. Σχε­δὸν ἐ­λά­χι­στα ἀ­πό τά ὡ­ραῖ­α ἀ­πέ­μει­ναν ἀ­νέγ­γιχ­τα, κι αὐ­τὰ σι­γα-σι­γὰ ἀφανί­ζον­ται, καταστρέφονται, πού κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δέν προ­λα­βαί­νεις, γι­ά τί πρῶ­τα νά πο­νέ­σης, νά θρη­νή­σης!
Πο­νοῦ­με καί λυ­πού­μα­στε πο­λύ γι­ά τήν με­γά­λη φθο­ρά πού ἔ­χει ἤ­δη συν­τε­λε­σθῆ κα­τά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες, ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού δέν κα­τα­νο­οῦν τί­πο­τε ἐν­τε­λῶς ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό πλοῦ­το τῆς Πα­τρί­δος μας, γι᾿ αὐ­τό καί θέ­λουν νά τήν ὁ­δη­γοῦν μα­κρυ­ά ἀ­πό τόν Χρι­στό. Θέ­λουν νά βγά­λουν ἀ­πό τήν ζω­ή μας τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τόν πού δί­νει νό­η­μα στά πάν­τα, στίς χα­ρές καί στίς λύ­πες ὅ­λης τῆς ζω­ῆς.
Πο­νοῦ­με, δι­ό­τι τά κύ­μα­τα τοῦ ἀ­θε­ϊ­σμοῦ ἀ­πει­λοῦν νά ἀ­φα­νί­σουν τόν ἅ­γι­ο τό­πο αὐ­τό. Ἄρ­χι­σε ἀ­πό χρό­νι­α σι­γά-σι­γά αὐ­τό τό κα­κό νά ἐ­πη­ρε­ά­ζη καί νά ἀ­πο­μο­νώ­νη ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τήν ἑλ­λη­νι­κή ὀρ­θό­δο­ξη ζω­ή. Μέ κυ­ρι­ώ­τε­ρες πα­λαι­ό­τε­ρα αἰχ­μές τήν ἐ­πι­βο­λή τοῦ πο­λι­τι­κοῦ γά­μου, τήν δι­α­γρα­φή τοῦ θρη­σκεύ­μα­τος ἀ­πό τίς ταυ­τό­τη­τες τῶν Ἑλ­λή­νων, ὅ­πως καί μέ προ­σπά­θει­ες γι­ά δή­μευ­σι τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καί μο­να­στη­ρι­α­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας, γι­ά φί­μω­σι τοῦ δη­μό­σι­ου λό­γου τῶν ποι­μέ­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γι­ά ἀ­πα­γό­ρευ­σι τῶν Πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­πό τά σχο­λεῖ­α, γι­ά κα­τάρ­γη­σι τῆς ἀρ­γί­ας τῆς Κυ­ρι­α­κῆς καί τό­σα ἄλ­λα, πού σή­με­ρα βέ­βαι­α ἔ­χουν λά­βει μορ­φή χι­ο­νο­στι­βά­δας, ὡς ἀ­κή­ρυ­κτος δι­ωγ­μός κα­τά τῆς Πί­στε­ως ἀ­πό ἀ­δί­στα­κτους ἄ­θε­ους ἀν­θρώ­πους, κι ἐ­πι­χει­ροῦν συ­στη­μα­τι­κά νά κα­τα­πνί­ξουν καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν κά­θε τι κα­λό κι ὡ­ραῖ­ο πού ἀ­πέ­μει­νε ἀ­κό­μη ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Πα­ρά­δο­σί μας στήν εὐ­λο­γη­μέ­νη αὐ­τή Πα­τρί­δα τό­σων Ἁ­γί­ων.
Δέν θέ­λουν αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α στήν ζω­ή τους καί στήν Πα­τρί­δα. Γι᾿ αὐ­τό καί δέν θέ­λουν νά ἀ­φουγ­κρά­ζων­ται τήν ἀνάσα τοῦ Ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ μας, τήν φωνή του. Οὔ­τε νά ἀ­κο­λου­θοῦν τήν εὐ­σε­βῆ Πα­ρά­δο­σί του, τήν ἱ­στο­ρί­α του, ὅ­πως οἱ ἁ­γνοί κι εὐ­λα­βέ­στα­τοι Χρι­στι­α­νοί ἀ­γω­νι­στές τοῦ ᾿21. Θέ­λουν ὅ­λα αὐ­τά νά τά δι­α­γρά­φουν, νά τά ξε­χνοῦν, νά τά ἀλ­λά­ξουν, εἰ δυ­να­τόν, ὅ­λα.
Ἐ­μεῖς ὅ­μως γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­νε­ξί­τη­λη ὀ­μορ­φι­ά, ὁ με­γά­λος, ἀ­σύ­λη­τος, πνευ­μα­τι­κός θη­σαυ­ρός τῆς Πα­τρί­δος. Καί μέ φό­βο, μέ με­γά­λη συ­ναί­σθη­σι κι εὐ­γνω­μο­σύ­νη τόν κρα­τοῦ­με στά ἀ­νά­ξι­α χέ­ρι­α μας. Γι᾿ αὐ­τό δέν θά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με ποτέ, δέν θά λη­σμο­νή­σου­με πο­τέ τίς κα­τά­φω­ρες ἀ­δι­κί­ες, τίς ἀ­παί­σι­ες δι­α­στρε­βλώ­σεις τῆς ἀ­λή­θει­ας, τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, τόν βι­α­σμό τῆς θε­λή­σε­ως τοῦ λα­οῦ μας, πού μᾶς ἐ­πέ­βα­λαν καί ἐ­πι­βάλ­λουν. Ἄς μή ἐ­πεν­δύ­ουν, στό ὅ­τι τά­χα σι­γά-σι­γά ὅ­λα θά πε­ρά­σουν, ἄς μή γε­λι­οῦν­ται, ὅ­τι θά τά ξε­χά­σου­με.
Ὄ­χι, ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ κι ΟΥΤΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ…!
Κι ἐλ­πί­ζου­με…! Ὅ­πως δί­και­α καί βά­σι­μα ἤλ­πι­ζαν οἱ εὐ­σε­βεῖς Χρι­στι­α­νοί ἥ­ρω­ές μας. Καί μέ τήν ἐλ­πί­δα αὐ­τή θά ἀ­γω­νι­ζώ­μα­στε συ­νέχεια γι­ά τό ἱ­ε­ρό αὐ­τό σπί­τι μας, γι­ά τήν Ἑλ­λη­νι­κώ­τα­τη Μα­κε­δο­νί­α μας, γι­ά τήν Θρά­κη καί τά νη­σι­ά μας. Δέν ἀλλάζει, δέν πωλεῖται καί δέν διακυβεύεται τίποτε, οὔτε σπιθα­μή γῆς, κι οὔτε τό παραμικρό ἀπό τήν Παράδοσι, τήν Πίστι, τά ἤθη καί ἔθιμα αὐτοῦ τοῦ μυρωμένου τόπου. Ἐδῶ πού ζοῦνε κι ἀγωνίζονται γιά τόν Χριστό Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες κι ὑ­ψώ­νε­ται ὁ τί­μι­ος Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ, φῶς γιά τά σκοτάδια ὅλου τοῦ κόσμου.
Με­τά τούς Ἁ­γί­ους τῆς Πί­στε­ώς μας, πρό­τυ­πά μας εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ πι­στοί, πα­τρι­ῶ­τες ἀ­γω­νι­στές, οἱ ἥ­ρω­ες τῆς ἐ­θνι­κῆς μας Ἐ­πα­να­στά­σε­ως πού ἰ­δι­αί­τε­ρα πρίν λί­γες ἡ­μέ­ρες τι­μή­σα­με, ὅ­πως καί τῶν γεν­ναί­ων κι εὐ­σε­βῶν Μα­κε­δο­νο­μά­χων. Δέν θά ἀ­τι­μά­σου­με μέ τήν λη­σμο­σύ­νη μας τά ἱ­ε­ρά αἵ­μα­τα τῶν τί­μι­ων, γι­γάν­τι­ων αὐ­τῶν μορ­φῶν, τῶν Ἑλ­λή­νων πα­τρι­ω­τῶν, πού ἐ­λευ­θέ­ρω­σαν τά ἅ­γι­α χώ­μα­τα τού­της τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Πα­τρί­δος. Δέν θά γί­νου­με κι ἐ­μεῖς ἀ­γνώ­μο­νες, ἐ­πι­λή­σμο­νες τῶν θυ­σι­ῶν τους. Τό ἴ­δι­ο αἷ­μα μ᾿αὐ­τούς τούς ἥ­ρω­ές μας, ρέ­ει καί στίς δι­κές μας φλέ­βες. Εἴ­μα­στε Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοί Ἕλ­λη­νες, ἀ­πό­γο­νοί τους. Τήν ἴ­δι­α ἁ­γί­α Πί­στι ἔ­χου­με, τά ἴ­δι­α ἰ­δα­νι­κά. Αὐτά πήραμε ἀπ᾿ αὐτούς, κι ἀπ᾿ ὅλους τούς εὐσε­­βεῖς προγόνους καί τούς πιστούς γονεῖς μας. Αὐτά ἀκέραια θά παρα­δώ­σουμε κι ἐμεῖς στίς ἑπόμενες γενιές, στά παιδιά καί τά ἐγγόνια μας, γιά νά᾿ χου­με πρόσωπο νά ἀντικρύσουμε Θεόν Ζῶντα, ὅταν παρα­δώσου­με ψυχή καί κληθοῦμε σέ ἀπολογία.
Μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας, δέν θά ὑ­στε­ρή­σου­με λοι­πόν κι ἐ­μεῖς σέ ἀ­γῶ­νες, σέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, σέ θυ­σί­ες, ὅ,τι κι ἄν χρει­α­σθῆ. Κι ὅ­πως αὐ­τοί δέν δεί­λι­α­σαν σέ ἀ­πελ­πι­στι­κές στιγ­μές τοῦ ἀ­γῶ­να καί δέν προ­σκύ­νη­σαν ἀν­θρώ­πι­νες ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες καί ἰ­τα­μά συμ­φέ­ρον­τα, οὔ­τε κι ἐ­μεῖς θά λυ­γί­σου­με σέ ἀ­πει­λές καί φο­βέ­ρες, δέν θά προ­δώ­σου­με τήν συν­εί­δη­σί μας, τά πι­στεύ­ω μας. Δέν μπο­ροῦ­με νά ζοῦ­με μέ τά ψέμ­μα­τα, πά­νω στά ὁ­ποῖ­α βα­σί­ζουν τά ἕ­ω­λα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους οἱ ἰ­σχυ­ροί τῆς γῆς. Ἐ­μεῖς, πα­ρά τίς πολ­λές ἁ­μαρ­τί­ες μας, γι­ά τίς ὁ­ποῖ­ες καί παι­δευ­ό­μα­στε, ἔ­χου­με τό δί­και­ο μέ τό μέ­ρος μας, τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ Χρι­στοῦ, κι οἱ ἀ­γῶ­νες μας ἔ­χουν τήν εὐ­λο­γί­α Του καί τήν Σκέ­πη τῆς Πα­να­γί­ας Μη­τέ­ρας Του.
Ἔτ­σι λοι­πόν πά­λι σή­με­ρα, κι ἐ­μεῖς ὅ­λα αὐ­τά τ᾿ ἀ­πο­φα­σί­ζου­με: “Γι­ά τοῦ Χρι­στοῦ τήν Πί­στι τήν ἁ­γί­α καί τῆς Πα­τρί­δος τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α!”
Τά ὑ­πο­σχό­μα­στε αὐ­τά σή­με­ρα στόν Χρι­στό, στήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, αὐ­τήν τήν ἁ­γί­α ἡ­μέ­ρα καί ὥ­ρα, μέ­σα στήν ἑ­ορ­τή τῆς Προ­σκυ­νή­σε­ως τοῦ τι­μί­ου Σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ! Καί γι᾿ αὐ­τό πι­στεύ­ου­με, ὅ­τι τε­λι­κά ὁ Χρι­στός πού ζῆ στίς καρ­δι­ές τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων, θά ἀ­πο­τρέ­ψη νέ­ες δου­λεῖ­ες, καί μέ τίς ἀ­κοί­μη­τες πρε­σβεῖ­ες τῆς Ὑ­περ­μά­χου Στρα­τη­γοῦ θά μᾶς λυ­τρώ­ση ἀ­πό κά­θε κρί­σι πνευ­μα­τι­κή, κι ἀ­πό ἄλ­λες σκο­τει­νές καί δει­νές αἰχ­μα­λω­σί­ες.
Ἄς προ­σευ­χώ­μα­στε κι ἄς ἀ­γω­νι­ζώ­μα­στε, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σο μπο­ρεῖ ὁ κα­θέ­νας μας, ὁ ἕ­νας μέ τόν ἄλ­λον, νά βο­η­θή­σου­με ὅ­λοι αὐ­τήν τήν πα­τρί­δα, ὅ­λους τούς ἀ­δελ­φούς μας συν-Ἕλ­λη­νες, πού δέν γνω­ρί­ζουν, ὅ­τι πρώτα καί κυρίως μέ τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ θά πά­με μπρο­στά καί ὡς ἔ­θνος.
————
Ἡ κα­τά Θε­όν ὑ­πο­μο­νὴ, μέ­σα στά ἀδιέξοδα καί στίς πι­ό δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις τῆς ζω­ῆς, φέ­ρει με­γά­λη εὐ­λο­γί­α στήν ψυ­χή. Γε­μί­ζει μέ τήν χα­ρά τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δος τήν ψυ­χή, μᾶς δί­νει βα­θι­ά πα­ρη­γο­ρί­α καὶ αὐ­ξά­νει πο­λὺ τήν ἐν Χρι­στῷ καρ­πο­φο­ρί­α μας. Γι᾿ αὐ­τὸ καλούμαστε νά ὑπομένουμε “με­τὰ χα­ρὰς εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες τῷ Θε­ῷ…” (Κολ. α΄, 11-12). Κά­θε ὑ­πο­μο­νὴ νά τὴν ἀ­να­λαμ­βά­νου­με ἐν Χρι­στῷ μέ ἕ­να ἡ­ρω­ι­κὸ πνεῦ­μα, μὲ πολ­λή χα­ρὰ κι εὐ­χα­ρι­στί­α στόν Εὐ­ερ­γέ­τη Κύριο.
Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου εὔ­κο­λο αὐ­τό, ἀ­δελ­φοί, καί γι­ά μέ­να πού τὰ λέ­γω αὐ­τὰ καί γι­ά ὅ­λους μας. Ἐκ­πλησ­σό­μα­στε πράγ­μα­τι μέ τόν ἡ­ρω­ι­σμό καί τό βά­θος τῶν Ἁ­γί­ων μας. Εἶ­ναι ὅμως ἡ ἀ­λή­θει­α, εἶ­ναι ὁ ὑ­ψη­λός στό­χος μας. Ἀ­νή­κου­με στήν ἁ­γί­α οἰ­κο­γέ­νει­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Καί σ᾿ αὐ­τήν τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά μας δέν εἴ­μα­στε μό­νο ἐ­μεῖς οἱ μι­κροί, οἱ τα­πει­νοὶ. Ἔ­χου­με ἅ­γι­α μέ­λη, ἔ­χου­με Μάρ­τυ­ρες. Κι ὄ­χι μό­νο αὐ­τούς πού χύ­σα­νε τὸ αἷ­μα τους, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους, τούς ἁ­γί­ους Ἱ­ε­ράρ­χες, τούς ὁ­σί­ους Πα­τέ­ρες μας. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι ἡ γε­νι­ὰ μας, ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α τοῦ Θε­οῦ, οἱ Ἅ­γι­οί μας! Καὶ αὐ­τὸ τὸ ἡ­ρω­ι­κὸ πνεῦ­μα εἶ­χαν, ἔ­χουν καὶ θὰ ἔ­χουν ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ μέ­χρι συν­τε­λεί­ας τῶν αἰ­ώ­νων.
Ὁ ἅ­γι­ος Θε­ὸς θέ­λει νά χα­ροῦ­με ὅ­λοι, ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τήν δι­κή Του, τήν μό­νη ἀ­λη­θι­νή χα­ρά. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν θὰ γί­νη πα­ρά μό­νο μέ τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τήν Ἀ­νά­στα­σί Του. Καὶ ὁ σταυ­ρὸς προ­ϋ­πο­θέ­τει ὑ­πο­μο­νή. Αὐ­τή ἡ “τε­θλιμ­μέ­νη” ὁ­δὸς εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο τῶν Ἁ­γί­ων, ἀλ­λά καί ὅ­λων μας. Ὅ­λοι οἱ βα­πτι­σμέ­νοι Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοί ὀφείλουμε νά βα­δί­σου­με αὐ­τήν τήν ἀ­νη­φο­ρι­κή μέν ἀλ­λά καί μό­νη εὐ­λο­γη­μέ­νη, κα­τα­ξι­ω­μέ­νη ὁ­δό, πού ὁ­δη­γεῖ στό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, στό ἅ­γι­ο τέρ­μα καί σκο­πό, γι­ά τόν ὁ­ποῖ­ο πλα­σθή­κα­με.
Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ δι­κός μας στό­χος, καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή ἀ­νά­καμ­ψι καί ἀ­σφά­λει­α. Αὐ­τά εἶ­ναι πο­λύ δευ­τε­ρεύ­ον­τα καί πρό­σκαι­ρα. Εἴ­μα­στε Χρι­στι­α­νοί, τό ὁ­μο­λο­γή­σα­με αὐ­τὸ στήν ἐκ­κλη­σί­α, στήν βά­πτι­σί μας. Γι­ά τήν αἰ­ώ­νι­ο ζω­ὴ κλη­θή­κα­με ἀ­πὸ τὸν ἅ­γι­ο Θε­ό, κι ὄ­χι μό­νο γι­ά τού­τη τήν ζω­ή μέ τά προ­βλή­μα­τά της, τά ὁ­ποῖ­α φυ­σι­κά καί δέν λη­σμο­νοῦ­με καί δέν πα­ρα­κάμ­πτου­με.
Τήν κρί­σι λοι­πὸν καί τίς ἀ­δι­κί­ες ποὺ περ­νοῦ­με, καί κατ᾿ἐ­πέ­κτα­σι ὅ­λες τίς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς μας, δέν τίς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοί, σάν αὐ­τούς πού δέν θέ­λουν στήν ζω­ή τους τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ, τήν κα­λή ἐν Χρι­στῷ ὑ­πο­μο­νή. Δι­ό­τι τό­τε θὰ ἤ­ταν ὅ­λα πο­λὺ ζο­φε­ρὰ, καὶ θὰ ἤ­μα­στε, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοί, οἱ ἀ­νο­η­τό­τε­ροι τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἄν δηλ. Χρι­στι­α­νοί ὄν­τες ἐ­κο­πι­ά­ζα­με δί­χως τήν ἐν Χρι­στῷ ἐλ­πί­δα, χω­ρίς τήν βε­βαι­ό­τη­τα καί πα­ρη­γο­ρί­α τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως.
* * *
1111
Ἡ τα­πει­νή κα­τά Θε­όν ὑ­πο­μο­νή τῶν Χρι­στι­α­νῶν εἶ­ναι ἡ σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μη ὁ­δός πού ὁ­δη­γεῖ στήν τε­λι­κή κα­τα­ξί­ω­σί μας, τήν τε­λε­σί­δι­κη νί­κη. Πρός τὰ οὐ­ρά­νι­α ἔ­πα­θλα πού ἀ­πὸ ἐ­δῶ μέν ἀρ­χί­ζουν, ἀλ­λὰ εἶ­ναι κυ­ρί­ως αἰ­ώ­νι­α ἔ­πα­θλα. Καὶ τὸ λέ­γει στήν Ἀ­πο­κάλυψι τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γι­ον. Ὁ­μι­λεῖ ὁ Θε­ὸς καὶ λέ­γει στόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή καί σέ ὅ­λους μας:
“ὅ­τι ἐ­τή­ρη­σας τὸν λό­γον τῆς ὑ­πο­μο­νῆς μου, κἀ­γώ σε τη­ρή­σω ἐκ τῆς ὥ­ρας τοῦ πει­ρα­σμοῦ τῆς μελ­λού­σης ἔρ­χε­σθαι ἐ­πὶ τῆς οἰ­κου­μέ­νης ὅ­λης, πει­ρά­σαι τοὺς κα­τοι­κοῦν­τας ἐ­πὶ τῆς γῆς.” (Ἀ­ποκ. γ΄, 10)
“Ἐ­πει­δὴ ­φύ­λα­ξες τὸν λό­γο τῆς ὑ­πο­μο­νῆς στίς θλί­ψεις τῆς ζω­ῆς, δι­ά τό ὄ­νο­μά μου, καὶ ἐ­γὼ θὰ σὲ φυ­λά­ξω ἀ­πό τήν ὥ­ρα τοῦ πει­ρα­σμοῦ τοῦ με­γά­λου καί τῶν θλί­ψε­ων, πού θά ἔλ­θουν σ᾿ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη… Θὰ ἔλ­θη ἡ ὥ­ρα ἡ ὁ­ποί­α θὰ εἶ­ναι φο­βε­ρὴ, καὶ θὰ πει­ρα­σθῆ ὅ­λη ἡ οἰ­κου­μέ­νη. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἔ­κα­νες ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τή­ρη­σες τὸν λό­γο μου, παι­δί μου, γι­έ μου, κό­ρη μου, κι Ἐ­γὼ θὰ σὲ φυ­λά­ξω. Φύ­λα­ξες τὸν νό­μο μου, καὶ Ἐ­γὼ θὰ σὲ φυ­λά­ξω ἀπό τήν ὥ­ρα τοῦ πει­ρα­σμοῦ, πού θὰ βά­λη σὲ με­γά­λη δυ­σκο­λί­α ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους.
“Ἔρ­χο­μαι τα­χύ· κρά­τει ὃ ἔ­χεις, ἵ­να μη­δεὶς λά­βῃ τὸν στέ­φα­νόν σου”. (Ἔνθ᾿ ἀνωτ΄, 11)”
Κρά­τα κα­λά, παι­δί μου, τήν Πί­στι πού ἔ­χεις, γιά νά μή σου πά­ρη, μή σοῦ κλέψη κα­νείς τό στε­φά­νι σου, τήν ἀν­τα­μοι­βή τῶν ἀ­γώ­νων σου”.
Πό­σες φο­ρές συγ­κλο­νί­ζε­ται ἡ ψυ­χή μας ἐμ­πρός στά με­γά­λα κα­θη­με­ρι­νά δρά­μα­τα καί ἀ­νεί­πω­τες θλί­ψεις πο­νε­μέ­νων ἀλ­λά πι­στῶν καί ἡ­ρω­ι­κῶν ἀ­δελ­φῶν μας, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἀν­τλοῦ­με πολ­λή δύ­να­μι, γι­ά νά ἀν­τέ­χου­με κι ἐ­μεῖς στίς δι­κές μας μι­κρές δο­κι­μα­σί­ες! Ὁ κά­θε πό­νος, ἀ­δελ­φοί μου, ἡ κά­θε δο­κι­μα­σί­α, τό κά­θε ἀ­δι­έ­ξο­δο στήν ζω­ή εἶ­ναι σταυ­ρός. Κι ὁ κά­θε σταυ­ρός εἶ­ναι ἱ­ε­ρός. Τό κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο πού πο­νᾶ εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­συμ­πά­θη­το, σε­βα­στό, πο­λύ ἀ­γα­πη­τό. Κι ὁ κά­θε συ­νάν­θρω­πος πού πο­νᾶ καί σταυ­ρώ­νε­ται μᾶς θυ­μί­ζει τόν πα­νά­γι­ο, μέ­γι­στο, ἀ­νυ­πέρ­βλη­το, ἁ­γι­α­στι­κό Σταυ­ρό τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ. Αὐ­τός ὁ Ἴ­δι­ος, ὁ ἀ­να­μάρ­τη­τος, ἔ­χον­τας πο­νέ­σει, προ­κα­τα­βο­λι­κά γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας, γι­ά τό κα­λό μας, ὅ­σο πο­τέ κα­νείς ἄλ­λος σ᾿ ὅ­λη τήν ἀν­θρώ­πι­νη Ἱ­στο­ρί­α, συμ­πο­νᾶ καί συμ­πά­σχει μέ τόν κα­θέ­να μας γι­ά τόν κά­θε πό­νο μας.
Εἶ­ναι ὁ πο­νε­μέ­νος καί ἀ­δι­κη­μέ­νος Ἰ­η­σοῦς, ὁ ἀρ­χη­γός τῆς Πί­στε­ώς μας, ὁ πά­λι κι ἐ­φέ­τος “ἐρ­χό­με­νος Κύ­ρι­ος πρός τό ἐ­κού­σι­ον πά­θος”. Αὐ­τός μυ­στι­κά μᾶς συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται πο­λύ τρυ­φε­ρά, μέ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ἀ­γά­πη στήν κά­θε δο­κι­μα­σί­α, πό­νο κι ἀ­δι­έ­ξο­δό μας μα­ζί μ᾿ ὅ­λη Του τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τήν ἁ­γί­α Μά­να μας. Αὐ­τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­με μέ πί­στι, οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοί, πο­ρευ­ό­με­νοι πρός τό ἅ­γι­ον Πά­σχα, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι, μέ τίς τα­πει­νές δυ­νά­μεις μας, νά βα­δί­ζου­με στά χνά­ρι­α Του.
Κι ὁ Σταυ­ρός Του, μέ τήν μι­κρή ἤ με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή μας, θά μᾶς φθά­ση στό φῶς Του, στήν κα­τα­ξί­ω­σί Του, στήν Ἀ­νά­στα­σί Του. Ἀ­μήν!
Ιερά Μητρόπολις Τρίκκης και Σταγώνimtks.gr