Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Εισήγηση στο Β’ Πανελλήνιο Συνέδριο Νοσηλευτικής
στο Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας (ΓΝΑ) Αθηνών
Πρόκειται γιά ἕνα παιδί πού προσβλήθηκε ἀπό καρκίνο σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί τελικά πέθανε σέ ἡλικία 18 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ζωηρό παιδί μέ ὄνειρα γιά τήν ζωή, μέ ἔντονη κοινωνική δραστηριότητα, τό ὁποῖο ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ καρκίνου βοηθήθηκε ἀπό τήν μάνα του καί χρησιμοποίησε τήν νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθενείας περιγράφει ἡ μάνα του σέ βιβλίο πού κυκλοφορεῖ μέ τόν τίτλο «ὑπόσχεση». Πρόκειται γιά ὑπόσχεση πού δόθηκε ἀνάμεσα σέ αὐτήν καί τόν γιό της, ὥστε νά καταγραφῆ ἡ ἐμπειρία πού ἔζησε μέ τόν καρκίνο. Ἐπιτρέψτε μου νά κάνω μιά ἀναφορά σέ αὐτό τό σημαντικό γεγονός καί τό ἐκπληκτικό βιβλίο. Ἐπειδή εἶστε νοσηλευτές καί ἀσχολεῖσθε καθημερινά μέ τόν πόνο, νομίζω ὅτι θά τό ἐκτιμήσετε. Ὅπως γράφει ἡ μάνα «ἀπό ὅσα συζητούσαμε, ἤθελε κυρίως νά ἀναφερθῆ στίς ἐκπληκτικές ἀλλαγές πού συντελοῦνται μέσα του».
Ὅταν τό παιδί ἀρρώστησε στήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ἄρχισε μιά συναρπαστική περιπέτεια. Ἀπό τήν μιά μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀσθένεια, χρησιμοποιώντας ὅλες τίς μεθόδους, ἰατρικές θεραπεῖες, ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ψυχολογικές, διαλογισμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ὁ ψυχικός πόνος καί τῶν δύο, ἀλλά κυρίως τό πρόβλημα τοῦ θανάτου πού ἐμφανίσθηκε μπροστά τους.
Τό παιδί «ἦταν πανέξυπνο, ἐρευνητικό μυαλό, ἔψαχνε γιά τά πάντα καί διψοῦσε γιά τή γνώση». Ἡ μάνα «γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμα ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Ἡ γενιά τοῦ Πολυτεχνείου, οἱ τελευταῖοι μαρξιστές, πίστεψαν σ’ αὐτό τό δόγμα». «Μέ τήν ἔπαρση τῆς ἀριστερῆς ἰδεολογίας κάποτε, ἦταν φουσκωμένη μέ ὁράματα, ἰδέες, λύσεις».
Καί ὅταν ἦλθε ὁ καρκίνος, ἐμφανίσθηκε καί μιά ἄλλη πραγματικότητα. Τό ἐρώτημα τοῦ παιδιοῦ στήν μάνα ἦταν ἀδυσώπητο: «Τί γίνεται μετά τό θάνατο; ὅλα τέλος;» Καί ἡ μάνα του αἰσθάνθηκε νά σπάζουν τά μούτρα της «ὅταν κατάλαβε τό ἀτελές τοῦ συστήματος τοῦ κόσμου». Καί διηγεῖται: «Πῶς νά τόν ἱκανοποιήσω μέ ἀπαντήσεις ρηχές μέσα ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς καί τόν κόσμο τοῦ ὀρθολογισμοῦ; Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικά ἀπό τή δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τήν προσοχή στήν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θά ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχή γιά νά τιθασεύσει τόν ἀβάσταχτο πόνο. Καί τότε ὁ πόνος ἄρχισε νά δουλεύει θεραπευτικά γιά τήν ψυχή τοῦ Βανή, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νά μέ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἄν δέν σέ καταστρέψει, θά σέ ἀναστήσει».
Ἡ ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθένειας ἦταν συγκλονιστική. Ἡ ἴδια διηγεῖται:«Ἡ “ἐμπειρία” τοῦ καρκίνου πού ζήσαμε, δέν ἦταν ἁπλά μιά “κατάσταση” στή ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή στήν ὁριακή της πλευρά μέ τό θάνατο. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες τό ἴδιο τό παιδί μου κοιτάζει κατάματα τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καί ρωτάει: “τί γίνεται μετά τό θάνατο; Ὅλα τέλος;” Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στά τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια πού σχετιζότανε οὐσιαστικά μέ τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας.
Ἤδη τό νόημα τῆς ὕπαρξης γιά μένα εἶχε θρυμματιστεῖ. Μέ τό χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καί τά διάφορα ψυχοθεραπευτικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ἀδυνατοῦν νά δώσουν ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις σέ ὁριακά ζητήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μοῦ πῆρε πολύ χρόνο ἐπίσης νά διαπιστώσω ὅτι, ὅσο καί ἄν πασχίζουν ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, ἡ ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί ἡ παρουσία ἀναρίθμητων ψυχοθεραπευτικῶν συστημάτων, ἀδυνατοῦν νά διαχειριστοῦν καί νά ἀπαντήσουν σέ ζητήματα πού ἅπτονται τῆς ἠθικῆς, τῆς ἐλεύθερης βούλησης καί τοῦ πόνου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ μάνα ἀγαποῦσε μυστικά καί αἰσθητά, ὠθοῦσε τό παιδί της στήν προσευχή. Καί ἐκεῖνο ἀνταποκρινόταν μέ θαυμαστό τρόπο. Προσευχόταν, ἀναζητοῦσε τήν ἡσυχία. «Ἀνακάλυπτε τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε στήν αὐτογνωσία. Καθόριζε τήν ψυχή του, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους γύρω του. Ἀπελευθερωνόταν ἀπό μικρόψυχους κλυδωνισμούς καί ἐξαρτήσεις. Προσπαθοῦσε ν’ ἀντέξει τόν ἑαυτό του, νά τόν κυριαρχήσει. Φαινόταν στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τούς ἀπανωτούς πόνους καί τίς δυσοίωνες διαγνώσεις. Πάσχιζε νά ἐλευθερωθεῖ».
«Ἡ στάση του ἀπέναντι στό καρκίνο ἦταν ἡρωική. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τό τέλος, ἀγόγγυστος καί ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ.
Ἡ ὑπομονή του δέν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἠττοπάθειας ἤ παραίτησης. Ἦταν σκληρή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του, τοῦ ἔδωσε χρόνο καί γαλήνη νά στραφῆ στό πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τήν προσευχή, σιωπηλά. Αὐτή τόν ἀπογείωσε. Τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τόν χαρακτήρα του, τήν ἐγωπάθειά του. Τόν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σάν ἀετός, ἐλεύθερος!».
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου ἀνακαλύφθηκε ἕνας ἄλλος κόσμος, μυστικός, πνευματικός. Γράφει ἡ μάνα:
«Ὁ Μίνως (Βανῆς) εἶχε μάθει τούς νόμους τῆς σιωπῆς, τήν εὐεργετική θεραπεία τῆς ἡσυχίας. Ἤξερε πότε ν’ ἀποσυρθεῖ, πότε νά ἐπικοινωνήσει. Αὐτός καί ἡ μάνα του μιλοῦσαν καί μέ τά βλέμματα. Ἐκείνη διάβαζε τά μάτια του. Γνώριζε τί συντελοῦνταν μέσα του. Δέν τῆς ἐπιτρεπόταν νά παραβιάσει τήν ἡσυχία του. Ἤξερε πότε θά τοῦ πιάσει τήν παλάμη νά προσευχηθοῦν μαζί. Ἐκείνη τήν ἱερή στιγμή, ὁ Μίνως (Βανῆς) δέν δυσανασχετοῦσε. Ἀντίθετα, τό περίμενε. Ἤξερε πότε νά τόν ἀφήσει μόνο, στήν ἐντελῶς προσωπική του “κοινωνία” μέ τό Θεό. Ἱερές στιγμές μέ ἰδιαίτερο μυστικό, ἐκστατικό νόημα. Μετά τόν παρακολουθοῦσε νά βγαίνει μέσα ἀπό μιά ἄλλου χαρακτήρα καί πέραν τῆς αἰσθητῆς φύσεως κατάσταση, μέ νοῦ καθαρό σάν κρύσταλλο, ἑνωμένο μέ τήν καρδιά. Ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀποδεσμευμένο ἀπό τή φαντασία καί τή γνώση. Ἀπελευθερωμένο ἀπό τά δεσμά αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τά ζητήματα πού μᾶς καῖνε. Ὁ νοῦς ὁλοφάνερα εἶχε συναντήσει κάτι ἀνώτερο, εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή γνώση. Τήν τέλεια γνώση. Γι’ αὐτό παρέμενε ἀτάραχος, σίγουρος, γαλήνιος, χωρίς καθημερινούς συλλογισμούς, χωρίς τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἡ μάνα του τόν ἔβλεπε μέ θαυμασμό γιά τή δύναμη ψυχῆς πού ἐξέπεμπε, γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τῆς μιλοῦσε, γιά μιά ἐνέργεια ἐσωτερική, ἄλλου βεληνεκοῦς, ἀκατανόητη».
Ἡ οἰκογένεια χρησιμοποιώντας τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά καί οἱ ἐναλλακτικές θεραπεῖες ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουν διάφορες ἐσωτερικές διεργασίες. Γράφει:
«Ὄντως ὅμως ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς φρικτές σωματικές ὀδύνες, ὁ νοῦς του παρέμενε εἰρηνικός καί ἔψαχνε προσευχόμενος. Δέν ἱκανοποιοῦνταν ἀπό τίς λογικές ἀπαντήσεις καί τόν παρακολουθοῦσα νά ἀποζητᾶ τήν ἡσυχία πολλές φορές καί μετά νά ἐπιστρέφει στή φυσιολογική ζωή ἤρεμος, δημιουργικός, δυνατός.
Συγκεντρωνότανε σίγουρα σέ μιά προσωπική ἐνδοσκόπηση καί πήγαινε παραπέρα. Ἀκολουθοῦσε μέ καθαρή καρδιά πνευματικά μονοπάτια, ἀναζητώντας τήν πηγή πού θά τοῦ πρόσφερε τήν ἀληθινή γνώση. Ὁ Βανῆς ἀνέπτυξε μιά ἐκπληκτική ἐσωτερική διαύγεια καί πρέπει νά ἄρχισε μέσα του μιά σπάνια ἐσωτερική διεργασία. Εἶχε μιά καθαρή συνειδητότητα γιά τήν ἀσθένειά του, τόν κόσμο, ὅσα συνέβαιναν γύρω του, γιά τό Θεό. Ἔδειχνε ἀκλόνητος ἀπό τίς ὑποτροπές καί τά βάσανά του. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ὑγιής, χωρίς ἀλλοιώσεις μέ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς δυσκολίες καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀπό τό φόβο. Τό σῶμα του ἦταν ἄρρωστο ὁ νοῦς του ὅμως καί ἡ καρδιά του δέν ἀρρώστησαν. Τήν ἀλλαγή του αὐτή δέν τήν ὁμολογοῦσε οὔτε εἶχε φαίνεται τήν ἀνάγκη νά τήν συζητάει. Τίς σκέψεις του ὅμως τίς ἔγραφε. Καί βέβαια μόνο μιά μάνα μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ καί νά καταλάβει ὅτι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στό παιδί της».
Μετά τήν περιπέτεια αὐτή ἡ μάνα κατάλαβε τήν ἀξία τοῦ πόνου, ὅταν ὁδηγῆται ὁ ἄνθρωπος στήν νοερά προσευχή. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀσθενεῖς οἱ πολύ πονεμένοι, πού καταφέρνουν καί ἐπιτυγχάνουν, μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτήν τήν ἕνωση, μεταμορφώνονται σ’ ἄλλου εἴδους ἀνθρώπων. Ἀλλά αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τόν πολύ πόνο. Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο».
Ἡ μάνα αὐτή καί μετά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της ἀνακάλυψε «τή δυνατότητα θεραπείας τοῦ νοῦ πού εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου “ἀποκαλυφθεῖ“». Αὐτό γίνεται μέ τήν «ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «εἶναι συνδεδεμένος μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τό Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοί πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἔμαθε «ὅτι τό βασικό πρόβλημα στήν ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ»· ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν λογική ἐνέργεια ἔχει καί τήν νοερά ἐνέργεια καί ὅτι καλλιεργοῦμε «ἔντονα τή λογική» καί ἀναπτύσσουμε «ὑπερβολική δράση» καί ὅτι «ἔχουμε παραμελήσει τήν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τό νοῦ, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Γνώρισε «τή θεραπευτική ἀγωγή πού ἔχει ὁ Χριστιανισμός καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι πού σήμερα ἔχει χαθεῖ», «τό θεραπευτικό χαρακτήρα καί τή σωτηριολογική σημασία πού ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, πού εἶναι ἀποκεκαλυμμένη πίστη», ὅτι ἐκτός ἀπό τούς φυσικούς νόμους «πού προάγουν τό φυσικό ὑλικό κόσμο καί πού ἀποδεικνύονται συνεχῶς ἀνεπαρκεῖς νά ἐπιλύσουν λεπτότερα θέματα, ὅπως προανέφερα, ἠθικῆς, ζωῆς, θανάτου», «πρέπει νά ὑπάρχουν καί πνευματικοί νόμοι πού λειτουργοῦν καί ρυθμίζουν τήν ὑλική μέ τήν πνευματική μας ὑπόσταση».
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τό παιδί εἶχε ἕναν ἤρεμο θάνατο, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ μάνα μετέτρεψε τόν πόνο της σέ ἐλευθερία, ἀγάπη καί δημιουργικότητα…
Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καί Κληρικοί πού ζοῦν στήν Ἐκκλησία, ἔχουν μιά κακή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς μιά Θρησκεία πού ἱκανοποιεῖ τά θρησκευτικά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι τήν θεωροῦν ὡς ἕνα ἰδεολογικό σύστημα πού ἀντιτάσσεται σέ ἄλλα ἰδεολογικά συστήματα, ἄλλοι ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση πού ἀσχολεῖται μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν ἀναγκῶν. Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες, κυρίως δίνει νόημα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, θεραπεύει τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο. Τόν θάνατο ἤ μπορεῖ νά τόν ἀγνοήση κανείς ἤ νά βρεθῆ κάτω ἀπό τήν ἀσφυκτική πίεσή του ἤ νά τόν ὑπερβῆ, νά νικήση τόν φόβο πού προξενεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει σέ αὐτό τό τελευταῖο, στήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ θανάτου…
από το βιβλίο
του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Ενιαύσιον 2013
εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου
σελ. 165-170