Ο Ορθόδοξος θεραπευτής ~ Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου


(Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία) – κεφάλαιο Β’

Έχουμε εντοπίσει έως τώρα την αλήθεια ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως ιατρική – θεραπευτική επιστήμη. Επιδιώκει την ιατρεία την πνευματική του ανθρώπου. 

Αλλά όπως στην ορθή εξάσκηση της ιατρικής επιστήμης απαιτείται ύπαρξη καλού ιατρού , επιστήμονος ιατρού, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική θεραπευτική επιστήμη. Χρειάζεται καλός ιατρός. Αυτός είναι ο επίσκοπος και ο ιερεύς. 

Όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως οι άνθρωποι σήμερα αισθάνονται τον ιερέα ως λειτουργό για να μπορέσουν να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων, τον αισθάνονται ως εντεταλμένο από τον Θεό, ως υπηρέτη και διάκονο του Θεού για να εξομολογούνται τις αμαρτίες και να ανακουφίζωνται πνευματικά, ως τον διάκονο του Θεού που προσκαλείται για να προσευχηθή στον Θεό με σκοπό να ευλογηθούν οι εργασίες τους κ.λ.π. 

Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να αρνηθή ότι δεν θα κάνη και τέτοιο έργο ο ιερεύς. Αλλά συνήθως παρατηρείται ότι ο λαός θεωρεί τον ιερέα μάλλον σαν…μάγο (ας μου συγχωρεθή η έκφραση αυτή). Γιατί όταν βλέπουμε την λατρευτική ζωή έξω από την θεραπεία, τότε μάλλον είναι μαγεία!

Επαναλαμβάνουμε όμως, για να το καταστήσουμε εμφανές, ότι ο ιερεύς πρωτίστως είναι ιατρός πνευματικός που θεραπεύει τις ασθένειες των ανθρώπων. Η λατρεία και τα Μυστήρια πρέπει να ενταχθούν μέσα στην θεραπευτική μέθοδο και αγωγή.

Ο ιερεύς και ως εξομολόγος είναι κυρίως θεραπευτής. Το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν εξαντλείται σε μια τυπική άφεση, κατά τον δυτικό μάλιστα τύπο, σαν να είναι ο Θεός οργισμένος και απαιτείται μια εξιλέωση. Είναι κάτι περισσότερο. Εντάσσεται μέσα στην θεραπευτική αγωγή. 

Υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί που εξομολογούνται πολλά χρόνια, αλλά δεν θεραπεύονται από τις αρρώστιες τις πνευματικές. Σ’ αυτό συντελεί η άγνοια τόσο του λαού όσο και των ποιμένων…

Ο επίσκοπος, ο ιερεύς, ο εξομολόγος είναι άρχοντες του λαού που τον καθοδηγούν από την Αίγυπτο στην γη της επαγγελίας ως άλλος Μωϋσής. Αυτή η καθοδήγηση απαιτεί κόπο και μόχθο, στέρηση και αγωνία. Είναι κυρίως θεραπευτική επιστασία. Οι άγιοι Πατέρες πολύ επιμένουν σ’ αυτήν την αλήθεια…

Σαν παράδειγμα θα χρησιμοποιήσουμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ο οποίος συνιστά ότι όσοι θέλουμε να φύγουμε από την Αίγυπτο και τον Φαραώ χρειαζόμαστε μεσίτη «προς Θεόν και μετά Θεόν», ο οποίος ευρισκόμενος μεταξύ πράξεως και θεωρίας, θα παρακαλή τον Θεό, «ίνα οι καθοδηγούμενοι την τε θάλασσαν των αμαρτημάτων περάσωμεν και τον Αμαλήκ των παθών τροπωσώμεθα». Και στην συνέχεια ο θεοφόρος άγιος διαλαλεί ότι, όσοι στηρίχθηκαν στις δικές τους δυνάμεις και ισχυρίζονται πως δεν έχουν ανάγκη κανενός οδηγού, απατήθηκαν[1]. Και από την διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης γνωρίζουμε τι υπέφερε ο Μωϋσής και πως καθοδηγούσε αυτόν τον σκληροτράχηλο λαό.

Ο πνευματικός αυτός Μωϋσής είναι ιατρός. Άλλωστε όλοι είμαστε άρρωστοι και έχουμε ανάγκη της θεραπείας και του ιατρού.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μιλώντας σε μοναχούς παρουσιάζει εναργώς αυτήν την αλήθεια. Τα Μοναστήρια, όπως γνωρίζουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση, είναι κυρίως Νοσοκομεία.

Θα μπορούσα καλύτερα να ισχυρισθώ ότι είναι ιατρικές σχολές. Ως ασθενείς θεραπευόμαστε και εν συνεχεία μαθαίνουμε τον τρόπο και την μέθοδο της θεραπείας. Γι’ αυτό παλαιά η Εκκλησία ελάμβανε από τα Μοναστήρια, που είναι ιατρικές σχολές, τους ιερείς για να τους τοποθετήση στην σκοπιά του επισκόπου.

Έτσι μιλώντας σε μοναχούς ο άγιος δεν διστάζει να πη ότι «ημείς άπαντες πτωχοί και επιδεείς υπάρχοντες…». Στην συνέχεια ο άγιος λέγει πως όλοι εμείς που βρισκόμαστε στα κελλιά είμαστε τραυματίες και κατεχόμεθα από διάφορες ασθένειες, γι’ αυτό δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να κράζουμε μέρα και νύκτα τον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων για να θεραπεύση τις τετραυματισμένες μας καρδιές και να μας δώση την υγεία την πνευματική. 

Γράφει ο άγιος: «Ου μόνον δε, (πένητες και γυμνοί) αλλά και τραυματίαι, ποικίλαις κατεχόμενοι νόσοις και ως εν διαφόροις ξένωσι και γηρωκομείοις εν αυτοίς τοις κελλίοις και μοναστηρίοις ημών ελεεινώς ανακεκλιμένοι όντες και περιπατούντες ποσώς, βοώμεν και θρηνούμεν και κλαίομεν και αυτόν προσκαλούμεθα τον ιατρόν ψυχών τε και σωμάτων – όσοι δηλαδή της αλγηδόνος των τραυμάτων ή των παθών ελάβομεν αίσθησιν, επειδή περ εισί και ως φρενήρεις τινές, μηδέ ότι τίποτε ασθενούσιν ειδότες ή ότι κατέχονται υπό τινος πάθους -, ίνα ελθών ιάσηται ημών τας τετραυματισμένας καρδίας και δω την υγιείαν ταις ψυχαίς ημών, κειμένας υπό την κλίνην της αμαρτίας και του θανάτου, επειδή άπαντες ημάρτομεν, κατά τον θείον Απόστολον, και δεόμεθα του ελέους αυτού και της χάριτος»[2].

Παραθέσαμε όλο αυτό το κείμενο γιατί φαίνεται καθαρά η αποστολή του μοναχισμού και της Εκκλησίας, καθώς και το έργο των ποιμένων. Είναι κυρίως έργο θεραπευτικό. Είμαστε άρρωστοι στην κλίνη της αμαρτίας και του θανάτου. Όσοι δεν αισθάνονται αυτήν την αλήθεια είναι «φρενήρεις». Οι Χριστιανοί λοιπόν που δεν παραμένουν στην Εκκλησία για να θεραπευθούν ή που αισθάνονται πως είναι υγιείς, είναι φρενήρεις.

Ο ιερεύς, κατά τον ίδιο Πατέρα, (Συμεών τον Νέο Θεολόγο) είναι ιατρός. Έρχεται κάποιος στον «πνευματικόν ιατρόν άρρωστος, κεκαρωμένος τω πάθει, τεταραγμένος όλος τον νουν…»[3]. Ο «επιστήμων ιατρός», «ο φιλάνθρωπος και συμπαθής ιατρός, κατανοεί του αδελφού την ασθένειαν, του πάθους την φλεγμονήν, τον όγκον, ορά τον νοσούντα όλον του θανάτου γινόμενον». Και στην συνέχεια περιγράφει τον τρόπο της προσελεύσεως του ασθενούς και τον τρόπο θεραπείας από τον πνευματικό και επιστήμονα ιατρό[4].

Μνημονεύσαμε προηγουμένως δυο βασικές εικόνες που χαρακτηρίζουν το έργο του ποιμένος. Ότι είναι ο Μωϋσής που καθοδηγεί τα πνευματικά του παιδιά και συγχρόνως είναι ο επιστήμων και συμπαθής ιατρός. Τις δυο αυτές ιδιότητες περικλείει σ’ ένα ποίημά του ο άγιος Συμεών, περιγράφοντας την ιατρεία την δική του από τον πνευματικό του πατέρα, τον προσωπικό του Μωϋσή. 

Προσαρμόζει στην ζωή του την πορεία του Ισραηλιτικού λαού και την καθοδήγηση από τον Μωϋσή. Γράφει:«Κατήλθε γαρ και εύρε με δούλον και παροικούντα και είπε∙ Δεύρο, τέκνον μου, προς Θεόν σε απάξω!» 

Ζήτησε από τον δικό του Μωϋσή τις «διαβεβαιώσεις» ότι μπορούσε να κάνη ένα τέτοιο έργο.

«Εγγύτερόν με ήγαγεν, ενηγκαλίσατό με και πάλιν κατεφίλησε φιλήματι αγίω και αυτός όλος εμύρισεν οσμήν αθανασίας. Επίστευσα, ηγάπησα ακολουθήσαι τούτω Και δούλος επεπόθησα τούτου μόνου γενέσθαι… Εκράτησέ μου της χειρός προπορευόμενός μου Και ούτως απηρξάμεθα την οδόν, διανύειν».

Και μετά από μεγάλη πορεία, κατά την οποία κατόρθωσε διαπρεσβειών του πνευματικού του πατρός να αντιμετωπίση και να απαλλαγή από την δουλεία των παθών, παρακαλεί ο άγιος Συμεών τον γέροντά του: «Άγωμεν, έφην, κύριε, ου χωρισθήσομαί σου, ου παραβώ σου εντολήν, αλλά πάσας φυλάξω»[5].

Αλλά, για να είναι κανείς ορθόδοξος θεραπευτής και να ιατρεύη τις πνευματικές ασθένειες των πνευματικών παιδιών του, πρέπει ο ίδιος προηγουμένως να έχη κατά το δυνατόν θεραπευθή. Να ίσταται «μέσος πράξεως και θεωρίας».

Πως μπορεί κανείς να θεραπεύση, αν προηγουμένως δεν έχη θεραπευθή ή αν δεν έχει γευθή την αρχή της θεραπείας; 

Γι’ αυτό ο άγιος Συμεών κατηγορεί εκείνους που νομίζουν πως είναι πνευματικοί χωρίς προηγουμένως να έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα ή εκείνους που επείγονται στο να δέχωνται «λογισμούς αλλοτρίους» και τολμούν να καταλάβουν ηγουμενίες και αρχές και «προς μητροπόλεις και επισκοπάς του ποιμαίνειν τον του Κυρίου λαόν… δια μυρίων μεθόδων αναιδώς» επιδίδονται, χωρίς προηγουμένως να δουν τον νυμφίον «ένδον του νυμφώνος» και χωρίς να γίνουν «υιοί φωτός και υιοί ημέρας»[6].

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει εκείνο το κλασσικό: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι…»[7].

Στους περιφήμους λόγους περί της Ιερωσύνης ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος έχει αποκληθή επιστήμων της Ιερωσύνης, δικαιολογώντας την άρνησή του να δεχθή να γίνη επίσκοπος, γράφει ότι γνωρίζει την ψυχή του την ασθενή και μικρά, καθώς επίσης το μέγεθος και την δυσκολία του ποιμαίνειν λαόν: «Οίδα την εμαυτού ψυχήν, την ασθενή ταύτην και μικράν∙ οίδα της διακονίας εκείνης το μέγεθος και την πολλήν του πράγματος δυσκολίαν»[8].

Στην συζήτησή του με τον Βασίλειο ζητά να μη αμφιβάλη καθόλου για τα λεγόμενα, ότι δηλαδή ενώ αγαπά τον Χριστό, φοβάται μήπως τον εξοργήση με την ανάληψη πνευματικής διακονίας, αφού «άχρηστόν με προς την διακονίαν η της ψυχής ασθένεια καθίστησι»[9]. Είχε την αίσθηση, λόγω μεγάλης καθαρότητος λογισμών και αισθημάτων, ότι τον καθιστά άχρηστον η ασθένεια της ψυχής για την μεγάλη αυτή διακονία.

Γιατί πράγματι, όπως θα παρατηρηθή πιο κάτω, τα ανίατα πάθη δεν αφήνουν τον ιερέα να βοηθήση στην θεραπεία των πνευματικών του παιδιών.

Αν ο θεραπευτής δεν έχη προηγουμένως θεραπευθή είναι «αγελαίος», «…απλώς ανθρώπους αγελαίους λαβόντες εφιστάσι πράγμασι τοιούτοις»[10].      


Όλα αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως υποδηλούν την μεγάλη αλήθεια ότι οι ιερείς που θέλουν να θεραπεύουν τα νοσήματα του λαού πρέπει οι ίδιοι να έχουν προηγουμένως θεραπευθή από αυτά τα νοσήματα ή τουλάχιστον να άρχισαν να θεραπεύωνται και ακόμη να αισθάνωνται την αξία και την δυνατότητα της θεραπείας.


Σ’ αυτά τα πλαίσια θα ενταχθούν και τα αμέσως λεχθησόμενα. Οφείλουμε να δώσουμε την βεβαίωση ότι δεν προτιθέμεθα να κάνουμε διαπραγμάτευση της ιερωσύνης και των ιερέων. Δεν έχουμε σκοπό να αναπτύξουμε την αξία και το μεγαλείο της ιερωσύνης, αλλά να δούμε το μεγάλο αυτό και υπεύθυνο αξίωμα από την σκοπιά αυτή. Ότι δηλαδή είναι θεραπευτική επιστήμη και ότι κυρίως θεραπεύει τις ασθένειες των ανθρώπων. Αν σε μερικά σημεία φαίνεται ότι προχωρούμε στον τονισμό της αξίας της ιερωσύνης, το κάνουμε μόνο και μόνο για να δούμε αυτήν την πλευρά που θέλουμε εδώ κυρίως να τονίσουμε. 

1. Προϋποθέσεις για την ανάδειξη ιερέων – θεραπευτών

Την θεραπεία των ασθενών Χριστιανών την απεργάζεται το Πανάγιο Πνεύμα και γενικότερα η Χάρη του Αγίου Τριαδικού Θεού. Ο ιερεύς είναι υπηρέτης αυτής της θεραπείας. Όλη η οργάνωση της Εκκλησίας είναι Θεανθρώπινη. Άλλωστε η Χάρη του Θεού εργάζεται μυστικά στον ιερέα και αυτός γνωρίζει από την πείρα του την μυστική αυτή ενέργεια της Χάριτος του Θεού. 

Αξία της ιερωσύνης

Μεγάλη είναι η αξία της ιερωσύνης. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει ότι «η Ιερωσύνη μεν επί της γης, τάξιν δε επουρανίων έχει ταγμάτων», αφού δεν την ίδρυσε άνθρωπος, άγγελος, αρχάγγελος ή άλλη κτιστή δύναμη, αλλά «αυτός ο Παράκλητος»[11].

Η «της σεβασμίας ιερωσύνης λατρεία» είναι παρά πάνω από κάθε ψαλμωδία και προσευχή και διαφέρει από όλες τις άλλες ακολουθίες όσο διαφέρει ο ήλιος από τα αστέρια. Και αυτό γιατί με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας θυσιάζουμε αυτόν τον ίδιο τον Μονογενή που εσφάγη για τις δικές μας αμαρτίες[12]. Όταν κανείς μεταχειρίζεται καλώς «την της θείας και σεβασμίας ιερουργίας φρικτήν τελεταρχίαν», προσγίνεται ωφέλεια από εδώ «υπέρ πάσαν εργασίαν και θεωρίαν»[13].

Η αξία της ιερωσύνης, η οποία (ιερωσύνη) έχει την δυνατότητα να θύη τον μόσχο τον σιτευτό, οφείλεται στο ότι κυρίως βοηθά τον άνθρωπο να φθάση από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν, να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι πράγματι η θεραπεία του ανθρώπου, ή μάλλον για να εκφρασθούμε καλύτερα, φανερώνει την θεραπεία του ανθρώπου.

Οι Πατέρες συγκρίνοντας την ιερωσύνη με πολλά άλλα έργα την θεωρούν μεγαλύτερα, διότι οι άλλες ανθρώπινες εξουσίες βοηθούν τον άνθρωπο να λύση τα επίγεια πράγματα, ενώ η ιερωσύνη τον οδηγεί στην θέωση. Γι’ αυτό η «Ιερωσύνη και βασιλείας εστίν υψηλοτέρα» αφού η ιερωσύνη «τα θεία, η δε, (βασιλεία) τα επίγεια διέπει πράγματα»[14].

Βέβαια, όπως έχουμε τονίσει, η ιερωσύνη των ποιμένων είναι κυρίως ιερωσύνη του Χριστού. Οι ιερείς φέρουν αυτήν την Χάρη επάνω τους γι’ αυτό και έχουν την δυνατότητα να συγχωρούν και να θεραπεύουν τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Αυτά τα λίγα σχετικά με την αξία της ιερωσύνης, αφού δεν είναι σκοπός των λεγομένων στο κεφάλαιο αυτό να τονίσουμε την μεγάλη αξία αυτού του έργου. 


Κλήση και χειροτονία των Αποστόλων

Ο Κύριος καλεί τους καταλλήλους γι’ αυτό το έργο και τους δίδει την ιερωσύνη Του. Έτσι οι πρώτοι επίσκοποι είναι οι Απόστολοι. Ο Κύριος τους κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα, τους είχε μαζί Του τρία ολόκληρα χρόνια, τους έδωσε στην συνέχεια το Πανάγιο Πνεύμα για να συγχωρούν αμαρτίες και τους έστειλε να κηρύξουν εις «πάντα τα έθνη» και να καθοδηγήσουν ανθρώπους.

Τους κατέστησε αλιείς και κήρυκες του Ευαγγελίου. Αυτή η εκλογή και αποστολή είναι εκείνη που τους κατέστησε Αποστόλους. Δεν έχουμε μαρτυρία στην Αγία Γραφή ότι ο Κύριος χρησιμοποίησε ειδική τελετή για την μετάδοση της ιερατικής διακονίας στους Αποστόλους.

Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε ότι «ο Κύριος ων αυτός ο ιδρυτής των μυστηρίων δεν εδεσμεύετο υπ’ αυτών, αλλ’ ηδύνατο να παραγάγη όπερ ταύτα επιφέρουσιν αποτέλεσμα δι’ απλής εκφράσεως της θελήσεώς του»[15]. Το γεγονός πάντως είναι ότι η κλήση των δώδεκα Αποστόλων το χάρισμα να συγχωρούν αμαρτίες και η έλευση του Παρακλήτου την ημέρα της Πεντηκοστής τους κατέστησε ποιμένες στον λαό του Θεού.

Έχουμε πάντως και την περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος δεν ήταν μαθητής του Χριστού, όσο ζούσε ο Χριστός. Αλλά και εκείνος εκλήθη στο αποστολικό αξίωμα. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του Απόστολο Ιησού Χριστού: «Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού κατ’ επιταγήν Θεού Σωτήρος ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού…» (Α’ Τιμ. α’, 1). Μάλιστα γράφει αλλού: «λογίζομαι γαρ μηδέν υστερηκέναι των υπερλίαν αποστόλων» (Β’ Κορ. ια’, 5). Σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Απόστολος γράφει: «Και χάριν έχω τω ενδυναμώσαντί με Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ότι πιστόν με ηγήσατο, θέμενος εις διακονίαν…» (Α’ Τιμ. α’, 12).

Έχει δε την βεβαιότητα ότι είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού, γιατί είδε τον αναστάντα Χριστό όταν πορευόταν προς την Δαμασκό. Γι’ αυτό, καταγράφοντας τις εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού, τολμά να ισχυρισθή «έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α’ Κορ. ιε’, 8). Συγκαταλέγει τον εαυτό του στους μάρτυρες της Αναστάσεως…

Η εμφάνιση του Χριστού στον Απόστολο Παύλο και η κλήση του στο αποστολικό αξίωμα είναι χειροτονία του Αποστόλου. Έδωσε και σ’αυτόν την ιερωσύνη Του ο Χριστός.

Γράφει ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Εις τον Απόστολον Παύλον οι Προφήται της ενορίας (Α’ Κορ. 14, 29) είναι μαζί με τους Αποστόλους (Α’ Κορ. 15, 5-8) εκείνοι που έφθασαν εις την θέωσιν, δηλ. εις την θέσιν του Χριστού εν τη δόξη της Αγίας Τριάδος. Αυτό τονίζει σαφώς ο Παύλος όταν δια το μυστήριον του Χριστού γράφει ότι «ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυτού και προφήταις εν πνεύματι…» (Εφεσ. 3,5). Εντός του πλαισίου τούτου πρέπει να ερμηνευθή το εισαγωγικόν εις την απαρίθμησιν των μελών του σώματος του Χριστού ρητόν «είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12, 26).

Δηλαδή το δοξασμένον μέλος είναι του θεούμενον, που έφθασεν εις την θέωσιν και έγινεν από τον Θεόν προφήτης. Δια τούτο εις την απαρίθμησιν των μελών του σώματος του Χριστού ο Παύλος αρχίζει με τους αποστόλους και προφήτας εις την κορυφήν και καταλήγει εις τους έχοντας «γένη γλωσσών» (Α’ Κορ. 12, 28), που ήσαν τα είδη νοεράς λατρείας (Εφες. 5, 19-20). 

Ο προφητεύων δια τον Παύλον είναι ο ερμηνεύων την Παλαιάν Διαθήκην – Καινή Διαθήκη δεν υπήρχε ακόμη – βάσει της εμπειρίας της νοεράς ευχής που λέγεται «γένη γλωσσών», ενώ ο Προφήτης είναι ο φθάσας εις την θέωσιν. Είναι ακριβώς η μεταγενέστερα πατερική διάκρισις μεταξύ θεολογούντος και θεολόγου.

Όλοι από τον Απόστολον μέχρι τον προφητεύοντα και τον διερμηνεύοντα είχαν «τα γένη γλωσσών», δηλ. τα διάφορα είδη νοεράς λατρείας του Αγίου Πνεύματος, εις την καρδίαν, και ως εκ τούτου είναι θεόκλητα μέλη του σώματος του Χριστού και ναοί του Αγίου Πνεύματος.
                                                                                
Διαφέρουν ως Θεόκλητοι από τους ιδιώτας (Α’ Κορ. 14, 16), που δεν έλαβαν ακόμη το χρίσμα της επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος προσευχομένου αδιαλείπτως εις την καρδίαν των και επομένως δεν είχον γίνει ακόμη ναοί του Αγίου Πνεύματος.

 Ήσαν φαίνεται βαπτισμένοι δι’ ύδατος εις άφεσιν αμαρτιών, αλλά όχι βαπτισμένοι Πνεύματι, δηλ. κεχρισμένοι. Πιθανόν το μυστήριον του χρίσματος εγένετο εις επιβεβαίωσιν της ελεύσεως του προσευχομένου Αγίου Πνεύματος και δια τούτο εις τα λατινικά να λέγεται confirmation.

Πάντως οι θεούμενοι Απόστολοι και Προφήται και οι φωτισμένοι διδάσκαλοι, δυνάμεις, χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών (Α’ Κορ. 12, 28) αποτελούσαν φαίνεται τον κεχρισμένον κλήρον και το βασίλειον ιεράτευμα, όπως φαίνεται από την ακολουθίαν του Αγίου Μύρου. Οι ιδιώται, όπως μαρτυρούν οι Πατέρες, ήσαν οι λαϊκοί. 

Το «ους έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία» (Α’ Κορ. 12, 28) σημαίνει σαφώς επίσκεψιν του Αγίου Πνεύματος με θέωσιν αποστόλων και προφητών και με φωτισμόν των υπολοίπων, και όχι μόνον με τελετουργικήν πράξιν»[16].


Βασική προϋπόθεση για την χειροτονία

Οι Απόστολοι είναι βέβαιο πως μετέδωσαν αυτήν την ιερωσύνη του Χριστού με συγκεκριμένο Μυστήριο, το λεγόμενο Μυστήριο της Ιερωσύνης, η δε Εκκλησία κανόνισε και τις προϋποθέσεις τις κανονικές προκειμένου να λάβη κανείς την μεγάλη αυτή Χάρη και να εξασκήση το ύψιστο αυτό υπούργημα.

Μια τέτοια χειροτονία είναι η χειροτονία των διακόνων στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Αφού εξέλεξαν τους επτά διακόνους, γράφει το βιβλίο των Πράξεων, «έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι αυτοίς τα χείρας» (Πράξ. στ’, 6). Έχουμε εδώ τοποθέτηση των χειρών και προσευχή. Ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας αυτήν την περικοπή γράφει ότι «ου γαρ λέγει πως, αλλ’ απλώς, ότι εχειροτονήθησαν δια προσευχής∙ τούτο γαρ η χειροτονία εστίν. Η χειρ επίκειται του ανδρός, το δε παν ο Θεός εργάζεται…»[17].

Εκείνο που πρέπει να σημειωθή στην περίπτωση αυτή είναι ότι εξελέγησαν από το πλήθος των Χριστιανών της πρώτης Εκκλησίας. Διέθεταν μερικά προσόντα. Το βασικό προσόν ήταν ότι είχαν Πνεύμα Άγιο. Προκειμένου για την εκλογή του Στεφάνου λέγουν οι Πράξεις των Αποστόλων ότι «εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. στ’, 5). Έτσι δεν έλαβε μόνο την ώρα της χειροτονίας Άγιο Πνεύμα, αλλά είχε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος.

Ερμηνεύοντας ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι είχε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος «από του λουτρού», από του ιερού Βαπτίσματος. Δεν αρκεί μόνον αυτή η Χάρη, αλλά χρειάζεται και η χειροτονία: «ότι ουκ αρκεί μόνη η χάρις, αλλά δει και της χειροτονίας∙ ώστε προσθήκη Πνεύματος εγένετο»[18]. Επίσης παρατηρεί ότι ο Στέφανος έλαβε περισσοτέρα Χάρη από τους άλλους διακόνους. «Ει γαρ και η χειροτονία κοινή, αλλ’ όμως ούτος επεσπάσατο χάριν πλείονα»[19]. Αυτή η περισσότερη λήψη του Παναγίου Πνεύματος οφείλεται στην μεγαλύτερη καθαρότητα του Στεφάνου και την ύπαρξη του Παναγίου Πνεύματος μέσα του.

Και αυτό δηλοί αναμφιβόλως ότι οι υποψήφιοι για να αναλάβουν αυτό το μεγάλο υπούργημα της ιερωσύνης, δεν περιμένουν απλώς την ημέρα της χειροτονίας τους να λάβουν το Άγιο Πνεύμα, αλλά πρέπει προηγουμένως να έχουν Άγιο Πνεύμα.

Η Εκκλησία προσέχει πολύ σ’αυτό το σημείο. Το βλέπουμε και στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τις λεγόμενες ποιμαντικές. Στον Τιμόθεο γράφει ο μέγας Απόστολος: «υπόμνησιν λαμβάνων της εν σοι ανυποκρίτου πίστεως, ήτις ενώκησε πρώτον εν τη μάμμη σου Λωΐδι και τη μητρί σου Ευνίκη, πέπεισμαι δε ότι και εν σοι» (Β’ Τιμ. α’, 5). Ξέρουμε δε καλά ότι η πίστη δεν είναι αφηρημένη διδασκαλία, αλλά είναι «νόησις και όρασις καρδίας», είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην ψυχή μας.

Στον μαθητή του Τιμόθεο τον οποίο χειροτόνησε ο ίδιος επίσκοπο γράφει: «Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου» (Α’ Τιμ. δ’, 14). Και αλλού γράφει: «Ταύτην την παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τας προαγούσας επί σε προφητείας» (Α’ Τιμ. α’, 18). 

Ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Το αξίωμα της ιερωσύνης, και διδασκαλίας, και της προστασίας λαού, με το να ήναι μεγάλον και υψηλόν, δια τούτο χρειάζεται να ψηφισθή άνωθεν από τον Θεόν εκείνος, οπού μέλλει να δεχθή τούτο∙ τούτου χάριν και οι παλαιοί ιερείς, και Αρχιερείς εγίνοντο από θεϊκάς προφητείας, τουτέστιν από το Άγιον Πνεύμα»[20].

Απαιτείται πολλή προετοιμασία και πολλές προϋποθέσεις για την ανάδειξη ιερέων και επισκόπων στο μεγάλο αυτό αξίωμα. Ο Απόστολος προτρέπει «ει τις εστιν ανέγκλητος» (Τιτ. α’, 6) να καλήται να γίνη πρεσβύτερος και επίσκοπος. Γι’ αυτό και συνιστά: «Μη νεόφυτον» (Α’ Τιμ. γ’, 6). Μη νεόφυτον γιατί πρέπει να έχη πείρα πνευματική προηγουμένως, να έχη αξιοποιήσει το βασιλικό αξίωμα με το άγιο Βάπτισμα, να έχη καθαρθή, όπως θα δούμε πιο κάτω, και ύστερα να προχωρήση στην χειροτονία.

Μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος γράφει ότι πρέπει να έχη περισσοτέρα προσοχή και δύναμη πνευματική και από αυτούς τους ερημίτες. Γιατί αν οι ερημίτες, που είναι απηλλαγμένοι «και πόλεως, και αγοράς, και των εκείθεν», δεν ενθαρρύνωνται στην ασφάλεια, πόση περισσότερη δύναμη και βία χρειάζεται να εξασκήση ο ιερωμένος, ώστε να μπορέση «παντός εξαρπάσαι μολυσμού την ψυχήν, και ασινές το πνευματικόν τηρήσαι κάλλος».

Γι’ αυτό και βεβαιοί ότι στους ιερωμένους που ζουν στον κόσμο χρειάζεται περισσοτέρα καθαρότης από τους μοναχούς[21].

Το θέμα αυτό της διαφυλάξεως της καθαρότητος της ιερωσύνης θα μας απασχολήση σε άλλη παράγραφο. Εδώ θέλουμε πιο πολύ να τονίσουμε τα προσόντα που πρέπει να έχη ο Χριστιανός προκειμένου να χειροτονηθή ιερεύς. Γιατί, αν ο ίδιος δεν έχη θεραπευθή, πως θα μπορέση να θεραπεύση τους ασθενείς και αρρώστους πνευματικά;

Η προπαρασκευή για την ιερωσύνη είναι από τις δεσπόζουσες θέσεις στα έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Όποιος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο και δεν αξιώθηκε να λάβη το Πνεύμα το Άγιο, όπως οι θείοι Απόστολοι, όποιος δεν έχει υποστή την κάθαρση και την έλλαμψη και δεν αξιώθηκε «θεωρίας φωτός του απροσίτου», «ιερωσύνην και ψυχών προστασίαν καταδέξασθαι ή άρξαι μη τολμήση!»[22].

Την ίδια διδασκαλία συναντούμε και στον όσιο Θεόγνωστο. Ο ιερεύς, λέγει, εάν δεν «εχρηματίσθη υπό του Αγίου Πνεύματος» να είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων, να «μη κατατολμά ριψοκινδύνως της των θείων φρικτής και πανάγνου ιεροτελεστίας»[23], εννοώντας την θεία Ευχαριστία.

Επικειμένης της χειροτονίας οι Πατέρες έφευγαν στα όρη, όπως το βλέπουμε στην ζωή και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. 

Γράφοντας στον «απολογητικόν της εις Πόντον φυγής» και δικαιολογώντας την ενέργειά του, λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να αναλάβη διαποίμανση λογικού ποιμνίου, εάν προηγουμένως δεν έγινε «ναός θεού ζώντος και ζων κατοικητήριον Χριστού εν πνεύματι», εάν δεν έχη περάσει «έργω και θεωρία» όλες τις ονομασίες και δυνάμεις του Χριστού, εάν δεν έχη μάθει την του «Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην», εάν είναι νήπιος ακόμη «τρεφόμενος γάλακτι»[24].

Βέβαια από τους αγίους Πατέρας δεν αγνοείται η πραγματικότητα ότι πολλοί χειροτονούνται χωρίς να έχουν τα πραγματικά αυτά προσόντα, χωρίς να έχουν προηγουμένως καθαρθή και θεραπευθή. Γι’ αυτό πολλές από τις χειροτονίες «ουκ από της θείας γίνονται χάριτος, αλλά και από της των ανθρώπων σπουδής»[25]. 

Και βέβαια είναι γνωστή η Χρυσοστομική ρήση ότι ο Θεός δεν χειροτονεί όλους, αλλά δια πάντων ενεργεί. «Πάντας ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δ’ ενεργεί»[26]


Οι τρεις βαθμοί της ιερωσύνης


Από την μελέτη των πηγών, κυρίως δε από την μελέτη των πατερικών έργων, φαίνεται καθαρά ότι οι βαθμοί της ιερωσύνης (διακόνου, πρεσβυτέρου, επισκόπου) συνδέονται στενώτατα με τους τρεις βασικούς βαθμούς της πνευματικής ζωής. Αυτό δείχνει ότι όσο θεραπεύονται, τόσο ανέρχονται στην κλίμακα της ιερατικής Χάριτος και ευλογίας. Τουλάχιστον έτσι οι Πατέρες διδάσκουν. Χρειάζεται να αναπτύξουμε περισσότερο αυτό το βασικό σημείο μιλώντας για την θεραπευτική Χάρη της ιερωσύνης.

Έχουμε τονίσει σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι η πνευματική ζωή χωρίζεται σε τρία στάδια, την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαίρεση την συναντούμε σε πολλούς Πατέρας, αλλά έχει σε κάθε έναν διαφορετικά ονόματα. 

Π.χ. ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος γράφει ότι τρεις είναι οι τάξεις των ανθρώπων εκείνων που προκόπτουν στις τελειοποιούς αναβάσεις «καθαρτική, φωτιστική, μυστική ή εστι και τελειοποιός». Και η μεν καθαρτική είναι των εισαγωγικών, η δε φωτιστική είναι των μέσων και η μυστική των τελείων. Ανερχόμενος δια των τριών αυτών τάξεων ο Χριστιανός αυξάνεται στην κατά Χριστόν ηλικία.

Η καθαρτική ενέργεια είναι η τήξη της σαρκός, η φυγή από κάθε αμαρτία που ερεθίζει το πάθος, η μεταμέλεια, τα δάκρυα κ.λ.π. Η φωτιστική είναι η πρώτη απάθεια που γνώρισμά της είναι η γνώση των όντων, «η θεωρία των λόγων της κτίσεως» και «η μετουσία του Αγίου Πνεύματος».

 Έργο της είναι «η κάθαρσις του νοός… η των οφθαλμών της καρδίας νοερά αποκάλυψις… η αποκάλυψις των μυστηρίων της Βασιλείας των Ουρανών». Και «η μυστική και τελειοποιός τάξις» μυσταγωγεί «τα απόκρυφα μυστήρια του Θεού», τον πληροί δια «της συνουσίας του Πνεύματος» και τον αποδεικνύει «σοφόν θεολόγον μέσον Εκκλησίας μεγάλης»[27] κ.λ.π.

Ο άνθρωπος, ζώντας μέσα στην Εκκλησία και βοηθούμενος υπό της θείας Χάριτος, καθαρίζει το παθητικό μέρος της ψυχής, εν συνεχεία ο νους φωτίζεται και αναβαίνει στην μυστική θεολογία, την μακαρία θέωση.

Τα τρία αυτά στάδια στην θεολογία του αγίου Μαξίμου εκφράζονται ως πρακτική φιλοσοφία (κάθαρση αρνητική και θετική), φυσική θεωρία (φωτισμός του νου) και μυστική θεολογία (θέωση). 

Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, αποχωρισθέντες από όλα τα κτιστά όντα, ανέρχονται στην θεωρία του Θεού, η δε θεωρία φθάνει στον ύψιστο βαθμό «εν τη θεολογική επιστήμη» ή «τη θεολογική μυσταγωγία» ή «τη μυστική θεολογία», η οποία λέγεται «άληστος γνώσις»[28].

Έτσι οι άγιοι Πατέρες ζώντες στην θεωρία (θέα Θεού) είναι οι πραγματικοί θεολόγοι ή μάλλον η πραγματική θεολογία, αφού η θεολογία βρύει από όλη την ύπαρξη τους.

Θεολόγος υπήρξε ο Μέγας Μωϋσής, ο οποίος, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, αφού έπηξε την σκηνή του έξω της παρεμβολής, «τουτέστιν την γνώμην και την διάνοιαν ιδρυσάμενος έξω των ορωμένων, προσκυνείν τον Θεόν άρχεται». Θεολόγοι ανεδείχθησαν και οι τρεις πρόκριτοι των Μαθητών επάνω στο όρος Θαβώρ που αξιώθηκαν να δουν το Φως της τρισηλίου θεότητος. 
Θεολόγος επίσης υπήρξε ο μέγας Παύλος ο οποίος ανέβη μέχρι τρίτου ουρανού, και εξηγεί πάλι ο άγιος Μάξιμος ότι οι τρεις ουρανοί αντιστοιχούν στους τρεις βαθμούς της μυστικής αναβάσεως του ανθρώπου, δηλαδή την πρακτική φιλοσοφία, την φυσική θεωρία και την θεολογικήν μυσταγωγία[29].


Έγινε αυτή η παρουσίαση της πατερικής διδασκαλίας για να προχωρήσουμε σε συσχετισμούς προς το θέμα που μας απασχολεί σ’αυτό το κεφάλαιο. Ο ίδιος ιερός Πατήρ (ο άγιος Μάξιμος) συνδέει τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής με τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης. Γράφει: «Διακόνου λόγον επέχει ο προς τους ιερούς αγώνας αλείφων τον νουν και τους εμπαθείς λογισμούς απελαύνων απ’ αυτού. Πρεσβυτέρου δε, ο εις την γνώσιν των όντων φωτίζων και την ψευδώνυμον γνώσιν εξαφανίζων. Επισκόπου δε, ο τω αγίω μύρω τελειών της γνώσεως και προσκυνήσεως της Αγίας Τριάδος»[30].

Αντί άλλης ερμηνείας θα θέλαμε να παραθέσουμε την ερμηνεία που κάνει ο άγιος Νικόδημος, ο αγιορείτης, αφού αυτή είναι η βάση της Εκκλησίας, ότι ο άγιος ερμηνεύει άλλον άγιο και δια των αγίων εκφράζει την εμπειρία της η Εκκλησία. 

Γράφει ο άγιος Νικόδημος: «ο θεοφόρος Μάξιμος θέλει, ότι του διακόνου είναι ίδιον το να καθαίρη τους άλλους από των παθών και των κακών λογισμών δια της ηθικής∙ του Ιερέως, το να φωτίζη τους άλλους δια των λόγων της φυσικής θεωρίας των όντων∙ και του Επισκόπου το να τελειοί τους άλλους δια των λόγων της θεολογίας… ώστε ο αρχιερεύς δεν πρέπει να είναι μόνον ηθικός και φυσικός ήγουν θεωρητικός φιλόσοφος, αλλά και θεολόγος, ως ανώτερος ων του διακόνου και του Πρεσβυτέρου»[31].

Πρέπει να σημειωθή ότι η σύνθεση των τριών βαθμών της ιερωσύνης με τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής αναφέρεται στα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου, στα οποία φαίνεται η παράδοση της Εκκλησίας. Και αν θεωρηθή ότι τα συγγράμματα αυτά παρουσιάζουν την τάξη της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, φαίνεται καθαρά ότι τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής αντιστοιχούν προς τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης. Θα ήθελα να ασχοληθώ με το θέμα αυτό για να φανή αυτή η σύνδεση.

Είναι γνωστό ότι στο «Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» σύγγραμμα του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου περιγράφονται τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής ονομαζόμενα κάθαρση, φωτισμός, τελείωση. Η τελείωση ισοδυναμεί με την θέωση. Έτσι ονομάζονται «η μεν των ιεραρχών τάξις, τελειωτική και τελεσιουργός∙ η δε των ιερέων φωτιστική και φωταγωγός∙ η δε των λειτουργών (διακόνων) καθαρτική και διακριτική»[32]. Το έργο των Κληρικών είναι τελετουργικό, αλλά παράλληλα αγιαστικό και τελειοποιό, αφού τα Μυστήρια αναπτύσσουν πνευματικά τον άνθρωπο. Δηλαδή οι ιερές τελετές δεν γίνονται τυπικά, αλλά καθαίρουν, φωτίζουν και τελειοποιούν (θεοποιούν) τον άνθρωπο.

Έτσι το έργο των διακόνων, των πρεσβυτέρων και των ιεραρχών συνδέεται με την πνευματική ωρίμανση των Χριστιανών. Συγκεκριμένα. Κατά την ακολουθία του αγίου Βαπτίσματος, όπως την εκθέτει ο άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και πιστεύουμε ότι εκφράζει την τάξη των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, οι διάκονοι απαλλάσσουν τον προς το Βάπτισμα φερόμενο από τα ρούχα του, και αυτό φανερώνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι καθαρτική, οι ιερείς χρίουν όλο το σώμα του ανθρώπου και αυτό φανερώνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι φωτιστική, και οι επίσκοποι τελειοποιούν τους ανθρώπους με το να τους βαπτίζουν και αυτό δείχνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι τελειωτική[33]. 
Η ιεραρχική τάξη που τελειοποιεί τους Χριστιανούς τελετουργεί «τα τελεσιουργά της ιεραρχίας εκκρίτως», μυεί «τας επιστήμας των ιερών εκφαντορικώς» και διδάσκει «τας αναλόγους αυτών και ιεράς έξεις τε και δυνάμεις». Η τάξη των ιερέων χειραγωγεί «επί τας θείας των τελετουργών εποψίας», αλλά αναπέμπει προς τον ιεράρχη «τους της επιστήμης των θεωρηθεισών ιερουργιών εφιεμένους». Αυτό σημαίνει ότι ο ιερεύς, με την ευλογία του επισκόπου, φωτίζει τους Χριστιανούς, αλλά στέλλει προς τον ιεράρχη αυτούς που επιθυμούν την τελείωση, επειδή είναι ο πλέον κατάλληλος για το έργο αυτό. Και η τάξη των λειτουργών, δηλαδή των διακόνων, πριν οδηγηθούν προς τους ιερείς, «αποκαθαίρει τους προσιόντας, αμιγείς αυτούς αποτελούσα των εναντίων, και προς ιερουργικήν εποψίαν και κοινωνίαν επιτηδείως»[34].

Είναι πολύ σημαντικό ότι, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, οι ιεράρχες όχι μόνον τελειοποιούν, αλλά φωτίζουν και καθαίρουν τον λαό, οι ιερείς εκτός του ότι φωτίζουν, γνωρίζουν και μπορούν να καθαίρουν, ενώ οι διάκονοι μόνον γνωρίζουν να καθαίρουν. Οι κατώτεροι είναι αδύνατον να μεταπηδήσουν στα ανώτερα έργα. «Αι μεν γαρ ήττους επί τα κρείττω μεταπηδάν αδυνατούσι»[35]. Επομένως είναι αυστηρό το έργο κάθε τάξεως μέσα στην Εκκλησία.
Η κάθε τάξη έχει την δική της επιστήμη και γνώση της πνευματικής ζωής. Νομίζω πως πρέπει να παρατεθή ένα χαρακτηριστικό χωρίο του αγίου που συνοψίζει όλη αυτή την διδασκαλία περί του έργου των τριών τάξεων: «Η δε ιερουργών διακόσμησις εν μεν τη δυνάμει τη πρώτη δια των τελετών αποκαθαίρει τους ατελέστους∙ εν τη μέση δε, φωταγωγεί τους καθαρθέντας∙ εν εσχάτη δε και ακροτάτη των ιερουργών δυνάμεων αποτελειοί τους των θείω φωτί κεκοινωνηκότας εν ταις των θεωρηθεισών ελλάμψεων επιστημονικαίς τελειώσεσιν»[36].

Μελετώντας όλη την διδασκαλία του αγίου Διονυσίου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε τάξη της ιερωσύνης έχει ανάλογη πνευματική ζωή. Η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση (θέωση) συνδέονται στενώτατα με τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης, δηλαδή του διακόνου, ιερέως και επισκόπου αντίστοιχα. 
Έτσι ο διάκονος αφού έχει έργο να καθαίρη τον λαό του Κυρίου από τα πάθη, απαραίτητη προϋπόθεση για να χειροτονηθή είναι να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, να ζη δηλαδή την πρακτική φιλοσοφία. Ο πρεσβύτερος, αφού έργο έχει να φωτίζη τους άλλους, για να χειροτονηθή, σύμφωνα με τις πατερικές διδασκαλίες, πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού του νου, που είναι ένας βαθμός θεωρίας, να έχη δηλαδή αδιάλειπτη μνήμη Θεού δια της ευχής, να γνωρίζη την νοερά εργασία και να θεωρή τους λόγους των όντων σε όλη την κτίση και την Αγία Γραφή.
Ο επίσκοπος, αφού βασικό του έργου είναι να τελειοί τον λαό δια των λόγων της θεολογίας, πρέπει να βιώνη την μυστική θεολογία, να ζη την κοινωνία με τον Θεό. Να βρίσκεται στην χορεία των «Προφητών που έχουν στενή σχέση με τον Θεό, μυούνται τα θεία και μυσταγωγούν τον λόγο της αληθείας στον λαό.

Ο τρόπος με τον οποίο χειροτονείται ο διάκονος, ο ιερεύς και ο επίσκοπος δείχνει και την πνευματική κατάσταση του δεχομένου τις ενέργειές και το έργο κάθε τάξεως. Δεν χειροτονούνται ανεξάρτητα από την πνευματική τους κατάσταση, γιατί πως μπορούν να βοηθήσουν τον λαό, αν δεν έχουν προσωπική πείρα του έργου που πρόκειται να επιτελέσουν;[37]
Ειδικά ο επίσκοπος, που μεταδίδει την Χάρη στους Χριστιανούς για να καταστούν πραγματικοί διάκονοι και ιερείς, είναι «ο υπό Θεού κινούμενος εις πάσας τας ιεραρχικάς αγιαστείας»[38]. Μάλιστα ο Μωϋσής δεν οδήγησε ούτε τον αδελφό του τον Ααρών «εις ιερατικήν τελείωσιν», «άχρις ου θεόθεν εις τούτο κινηθείς, υπό τελετάρχη Θεώ, την ιερατική τελείωσιν ιεραρχικώς ετελεσιούργησεν»[39].

Γι’ αυτό ειδικά ο επίσκοπος, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που εκφράζει την παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο επιστήμων της πνευματικής ζωής, ο θεόπτης, που απέκτησε πείρα προσωπική της θεώσεως. Γι’ αυτό «η θεία των ιεραρχών τάξις πρώτη μεν έστι των θεοπτικών τάξεων, ακροτάτη δε και εσχάτη πάλιν η αυτή»[40]. Ο ιεράρχης είναι καρπός της θεώσεως, δηλαδή ο ίδιος θεώθηκε και βοηθά τον Χριστιανό στην πορεία για την κατά Χάριν θέωσή του. «Αυτόν τε τον ιεράρχην, ως η κατ’ αυτόν ουσία, και αναλογία, και τάξις έχει τελεσθήναι κατά τα θεία, και θεωθήναι, και τοις υποβεβηκόσι μεταδούναι, κατ’ αξίαν εκάστω, της εγγινομένης αυτώ θεόθεν ιεράς θεώσεως»[41].

Εκείνος που αποκαλεί κάποιον ιεράρχη δηλώνει «τον ένθεόν τε και θείον άνδρα, τον πάσης ιεράς επιστήμονα γνώσεως, εν ω και καθαρώς η κατ’ αυτόν ιεραρχία πάσα τελείται και γινώσκεται»[42]. Ο ιεράρχης με τις προσωπικές ανατάσεις και νεκρώσεις «το αναλλοίωτον ίσχει τα νοερά της θεοειδούς έξεως»[43]. Έτσι ο ιεράρχης, ως καρπός της καθάρσεως και του φωτισμού, είναι ο ένθεος άνδρας, ο οποίος έχει φθάσει στην τελείωση (την θέωση) και επομένως κατευθύνεται προσωπικά από τον Θεό. Αυτός είναι «το στόμα της αληθείας» και ο «εις τύπον και τόπον» του Χριστού καθήμενος.

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να παρουσιάσουμε ένα χαρακτηριστικό χωρίο του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου σύμφωνα με το οποίο οι θεουργικές ακτίνες περνούν στους πλέον θεομόρφους, οι οποίοι ως διαφανείς, είναι οι κατάλληλοι για την διάδοση και την μετοχή του Φωτός. 

Αυτοί δε που βλέπουν τον Θεό έχουν έργο να δείξουν στους ιερείς «αφθόνως εν συμμετρία τη κατ’ αυτούς…τας προς αυτών ιερώς εποπτευθέντα θεία θεάματα». Επίσης το να μυήσουν στα ιεραρχικά είναι έργο «των μετ’ επιστήμης τελειωτικής τα θεία της κατ’ αυτούς ιεραρχίας άπαντα καλώς μυηθέντων» αυτών που έχουν προσλάβει «την τελεσιουργόν του μυήσαι δύναμιν»[44].

Αυτό σημαίνει ότι μόνον ύστερα από προσωπική τελείωση μπορεί κάποιος να ανέλθη σε υψηλότερη θέση και την υψηλότερη θέση κατέχει ο ένθεος, εκείνος που γνώρισε εκ πείρας τον Θεό.

Αυτά ήταν τα πραγματικά προσόντα των Χριστιανών για να ανέλθουν στην ιερωσύνη. Έπρεπε να περάσουν τα τρία αυτά στάδια για να βεβαιωθή και να πιστοποιηθή αν θεραπεύθηκαν και αν μπορούν να θεραπεύσουν τον λαό του Κυρίου. Από αυτά ακριβώς φαίνεται ότι επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος δεν είναι μόνο λειτουργικά πρόσωπα, προοριζόμενα να τελούν τα Μυστήρια, αλλά είναι πνευματικοί ιατροί που βοηθούν τον λαό να καθαίρεται, να εξαγιάζεται και να προχωρή στην κοινωνία με τον Θεό.

Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει ότι μπορεί να προχωρήση ο άνθρωπος στο να λειτουργή «εν καθαρά καρδίας συνειδήσει τη καθαρά και Αγία και αχράντω Τριάδι», εάν είδε τον Χριστό, εάν έλαβε το Πνεύμα, «και προσηνέχθη τω Πατρί δια τούτων των δύο»[45].

Με αυτόν τον τρόπο η είσοδος στην ιερωσύνη είναι καθαρά κλήση Θεού. Και αυτή ακριβώς η κλήση δεν είναι μια αφηρημένη αίσθηση ότι καλείται ο υποψήφιος από τον Θεό να υπηρετήση τον λαό του Κυρίου, αλλά είναι η βεβαιότητα δια της δικής του μεταμορφώσεως ότι μπορεί να ποιμάνη τον λαό και, οπωσδήποτε, διαποίμανση του λαού είναι πρωτίστως η θεραπεία του λαού. 
Γιατί χωρίς θεραπεία δεν μπορεί ο άνθρωπος να φθάση τον Θεό, να δη τον Θεό και αυτή η θέα να γίνη φως που θα τον φωτίζη και όχι φωτιά που θα τον κατακαίη. «Και ει κληθείς εισήλθες εις την υπερκόσμιον της θείας ιερωσύνης χάριν…» [46]. Αν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται αυτήν την κλήση άνωθεν, δηλαδή αν δεν έχη θεραπευθή, τότε «βαρύ το φορτίον άγαν, ως βασιζόμενον παρ’ αξίαν και υπέρ δύναμιν»[47].

Συχνά γίνεται λόγος για την αποστολική παράδοση και την αποστολική διαδοχή και υπονοείται ότι αυτό ήταν διαδοχή χειροτονιών. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να αρνηθή και αυτήν την πραγματικότητα. Αλλά δεν μπορεί συγχρόνως να αμφισβητήση το γεγονός ότι η αποστολική διαδοχή δεν ήταν απλώς μια σειρά χειροτονιών, αλλά παράδοση της όλης ζωής της Εκκλησίας. 
Οι Απόστολοι και έπειτα οι Πατέρες δεν μετέδιδαν απλώς την Χάρη της ιερωσύνης, αλλά μετέδιδαν τον Χριστό και όλη τη ζωή του Χριστού. Γεννούσαν. Γι’ αυτό ο επίσκοπος είχε και έχει το χάρισμα της αληθείας. 
Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης παρατηρεί: «Το θεμέλιον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής δεν ήτο αύτη η επίθεσις των χειρών, αλλά η συνοδεύουσα αυτήν μετάδοσις από γενεάν εις γενεάν της παραδόσεως της θεραπείας του φωτισμού και της θεώσεως. Η ενοριακή Σύνοδος και η επαρχιακή Σύνοδος ωργανώθησαν δια την ενότητα των αληθινών θεραπευτών, δια τον αποκλεισμόν από τον κλήρον των κομπογιαννιτών ψευδοπροφητών, που υπεκρίνοντο κατοχήν χαρισμάτων και δια την διαφύλαξιν του ποιμνίου από τους κομπογιαννίτας αιρετικούς. Το σπουδαιότερον μέρος της χειροτονίας ήτο η εκλογή και η εξέτασις του υποψηφίου»[48].
Αυτή ήταν η βάση της Εκκλησίας. Ιδίως για την εκλογή του επισκόπου υπήρχε βασική αρχή να εκλέγεται από τις τάξεις των μοναχών, γιατί ο μοναχισμός είναι η ιατρική σχολή από όπου μπορούσαν να βγαίνουν οι επιστήμονες ιατροί, ικανοί να θεραπεύουν τις ασθένειες των ανθρώπων.
Ο επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ γράφει ότι «ένα από τα είκοσι «κυρίαρχα» μοναστήρια (πιθανόν υπονοεί την ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του αγίου Όρους) έχει από μόνο του αναδείξει 26 Πατριάρχες και 144 Επισκόπους. Αυτό δίνει μια κάποια ιδέα για την σημασία του Άθωνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία»[49].
Και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο προοίμιο του «Συμβουλευτικού εγχειριδίου», παρουσιάζοντας αυτήν την αγία συνήθεια της Εκκλησίας, γράφει: «Ω πόσον ευτυχείς και χρυσοί αιώνες υπήρξαν εκείνοι, καθ’ ους επολιτεύετο εις την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν μια εξαίρετος και καλλίστη συνήθεια, το να εκλέγωνται δηλαδή από του σεμνού τάγματος των Μοναχών, όλοι εκείνοι, (εκτός ολίγων τινών, οίτινες δια το υπερβάλλον της αρετής, εκ λαϊκών αμέσως ανέβησαν εις προεδρίαν λαών∙) όσοι έμελλον να αναβώσιν εις τους υπεροχικούς θρόνους της αρχιερωσύνης και να εγχειρισθώσι προστασίαν ψυχών. Καθώς τοιαύτην τινά συνήθειαν εκκλησιαστικήν, αναφέρουσι μεν και τα πρακτικά της εν τη αγία Σοφία συνόδου∙ όπου ο Καισαρείας, και ο Χαλκηδόνος είπον προς τον τοποτηρητήν του πάπα Ιωάννου ταύτα∙ «Εν τη Ανατολή είτις μη μοναχός εγένετο, ου γίνεται επίσκοπος, ή πατριάρχης»[50].

Βέβαια σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας τα πράγματα δεν ήταν τόσο «ρόδινα». Υπήρχαν περιπτώσεις που χανόταν αυτή η αλήθεια και τότε ο λαός βρισκόταν στο σκότος της αγνοίας. 

Δεν γνώριζαν ότι υπάρχει θεραπεία και πως γίνεται η θεραπεία, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι να διδάξουν τον τρόπο της θεραπείας. 

Ήδη τον τέταρτο αιώνα ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης παρουσιάζει την διαφορά των παλαιών ποιμένων από τους ποιμένες της εποχής του. 

Τότε οι ποιμένες, γράφει, απέθνησκαν για τα πρόβατα, τώρα αυτοί οι ίδιοι σφάζουν τα πρόβατα.
Και στην συνέχεια γράφει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν, οι φιλάρετοι προς την ιερωσύνην προήγοντο, νυν δε, οι φιλάργυροι∙ τότε, οι το πράγμα φεύγοντες δια το μέγεθος της αρχής, νυν δε, οι τούτω επιτρέχοντες μεθ’ ηδονής∙ τότε, οι ακτημοσύνη εκουσίω εναβρυνόμενοι, νυν δε, οι πλεονεξία εκουσίως χρηματιζόμενοι∙ τότε οι προ οφθαλμών έχοντες το θείον δικαστήριον, νυν δε, οι μηδέ εις έννοιαν τούτο λαμβάνοντες∙ τότε, οι τύπτεσθαι, νυν δε, οι τύπτειν έτοιμοι∙ και τι δει τα πολλά λέγειν; μεταπεπτωκέναι λοιπόν το αξίωμα έδοξεν από ιερωσύνης εις τυραννίδα∙ από ταπεινοφροσύνης, εις υπερηφανείαν∙ από νηστείας, εις τρυφήν∙ από οικονομίας, εις δεσποτείαν∙ ου γαρ ως οικονόμοι αξιούσιν διοικείν, αλλ’ ως δεσπότας σφετερίζεσθαι…»[51].

Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης που ενδιέτριψε στο θέμα αυτό γράφει για την απώλεια της Ορθοδόξου αυτής Παραδόσεως: «Με την πάροδον του χρόνου, όμως, δεν ευρίσκοντο πάντοτε και παντού θεούμενοι ή και φωτισμένοι δι’ εκλογήν και χειροτονίαν εις επισκόπους και πρεσβυτέρους. Και αν υπήρχον, δεν τους ήθελον πάντοτε οι εκλέκτορες. Πολλάς φοράς επροτιμώντο οι απλώς ηθικοί και καλοί, αλλά χωρίς να είναι κάτοχοι της παραδοσιακής θεραπευτικής αγωγής του φωτισμού και της θεώσεως.

Εμφανίζονται δηλαδή επίσκοποι, που εις προτέραν εποχήν θα ήσαν απλώς λαϊκοί, αφού δεν είχον το Άγιον Πνεύμα προσευχόμενον μέσα εις την καρδίαν των αδιαλείπτως.
                                                                             

 Έτσι εξηγεί τα πράγματα ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.


Ο Άγιος Συμεών προεκάλεσεν επανάστασιν κατά της καταστάσεως που περιέγραψε, με αποτέλεσμα να επανέλθη εις το κέντρον της Ορθοδοξίας η θεραπευτική αποστολή της Εκκλησίας και να καταλάβη πάλιν την Ιεραρχίαν ο Πατερικός ησυχασμός, όπως προβλέπει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. 

Υπό την ηγεσίαν του πατερικού ησυχασμού η Εκκλησία και το έθνος επέζησαν μετά την διάλυσιν της αυτοκρατορίας, διότι η πατερική θεραπευτική αγωγή, που περιεγράψαμεν έδωσε την δύναμιν να ανθέξουν εις τους σκληρούς χρόνους της Αραβοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας…

Ως θεούμενοι δηλαδή και θεραπευταί οι προφήται, ήσαν ως ομάδες ιατρών νοσοκομείου, όπου μεταξύ των ο εις εξελέγετο πρόεδρος, χωρίς τούτο να σημαίνη οιανδήποτε ανισότητα. Το ίδιον συνέβη με τους Αποστόλους μεταξύ των οποίων ο Πέτρος ήτο πρώτος, αν και εις τας συνάξεις των Αποστόλων εις Ιεροσόλυμα προήδρευε ο Ιάκωβος, ως επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας.

Όταν εμφανίζωνται πλέον ενορίαι χωρίς θεουμένους ή θεούμενον, δηλαδή χωρίς τους προφήτας του Αποστόλου Παύλου, τότε η Εκκλησία αντιμετώπισε το πρόβλημα αν είναι σωστόν να χειροτονούνται ως επίσκοποι μη θεούμενοι, αλλ’ ευρισκόμενοι, πάντως εις κατάστασιν φωτισμού. Έναντι της ελλείψεως ταύτης η Εκκλησία προετίμησε να χειροτονή πρεσβυτέρους ως προεστώτας των ενοριακών συνάξεων.

Έτσι απέκτησαν οι επίσκοποι επιθεωρητικήν ευθύνην έναντι των ενοριακών προεστώτων πρεσβυτέρων, ως ιατροί επί υγειονομικών κέντρων με επικεφαλής νοσοκόμους. Αφού δηλαδή η Σύνοδος δεν εύρισκεν αρκετούς ιατρούς δια επισκοποποίησιν εις όλα τα νοσοκομειακά κέντρα, διώρισε νοσοκόμους πρεσβυτέρους. 
Το να ονομάση ιατρόν τον νοσοκόμον, δηλαδή επίσκοπόν τον μη θεούμενον, θα ήτο εκτός πραγματικότητος και θα ωδήγει εις την διάλυσιν του θεραπευτικού έργου της Εκκλησίας.
Με την πάροδον όμως του χρόνου, εμφανίζονται επίσκοποι και πρεσβύτεροι, που ούτε φωτισμένοι δεν ήσαν. Έτσι προεκλήθη η επανάστασις του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου και η κατάληψις της ιεραρχίας από τους ησυχαστάς, κυρίως από την εποχήν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Η διάσωσις της αποστολικής θεραπευτικής αγωγής εις την μεταποστολικήν εποχήν μέχρι την εμφάνισιν της Φραγκοσύνης και της Τσαρικής και Νεοελληνικής Ορθοδοξίας επετελέσθη με την συγκέντρωσιν της αποστολικής αυτής παραδόσεως εις τον μοναχισμόν.
Η θεραπευτική δηλαδή αγωγή του φωτισμού και της θεώσεως μετεφέρθη από την κοσμικήν ενορίαν, όπου εξησθένησεν, εις την μοναστικήν ενορίαν. Συγχρόνως αι Μητροπόλεις και αι επισκοπαί έγιναν μοναστήρια. Δια τούτο και η Αγία Σοφία ελέγετο και εις την λαϊκήν παράδοσιν το Μέγα Μοναστήρι. Ο μοναχισμός έγινεν είδος ιατρικής σχολής, όπου εσπούδαζον την αποστολικήν θεραπευτικήν οι υποψήφιοι επίσκοποι.

Παράλληλα το έργον κάθε κοσμικής ενορίας ήτο να μιμηθή την μοναστικήν ενορίαν κατά δύναμιν. Τούτο, διότι ο φωτισμός και η θέωσις είναι απαραίτητα δια την θεραπείαν όλων των ανθρώπων, εφ’ όσον όλοι έχουν εσκοτισμένον τον νουν των. 

Εξ απόψεως δογματικής ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ κοσμικής και μοναχικής ενορίας όσον αφορά εις τα προσφερόμενα μυστήρια και εις την ανάγκη θεραπείας. Η διαφορά έγκειται εις το ποσοστόν και εις την ποιότητα της επιτυχίας της θεραπείας»[52].

Ο ορθόδοξος θεραπευτής

Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική αγωγή) 
 Έκδοση Ζ’  Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)