Ζοῦμε σέ ἐποχές πού οἱ διωγμοί πλέον δέν ὑπάρχουν. Δύσκολα τά χρόνια πού ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε στίς κατακόμβες καί τό αἷμα τῶν μαρτύρων ἔρρεε σάν ποτάμι. Δέν ἦταν εὔκολο νά εἶσαι χριστιανός. Ὅμως, ὅπως λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μπορεῖ σήμερα νά μήν εἶναι καιρός διωγμῶν, ἀλλά πάντοτε εἶναι καιρός μαρτυρίου. Σέ καμιά ἐποχή δέν ἐξέλιπαν ἡ μαρτυρία καί τό μαρτύριο τῶν χριστιανῶν. Τό μαρτύριο κάθε φορά παίρνει μία ἄλλη μορφή. Δέν εἶναι ὁ δήμιος πού ρίχνει τόν πιστό μέσα στόν πυρακτωμένο λέβητα, ἀλλά εἶναι ὁ διάβολος πού τόν καίει μέσα στό καμίνι τοῦ πανσεξουαλισμοῦ. Δέν εἶναι ὁ δήμιος πού βάζει θυμίαμα στά χέρια τοῦ μάρτυρος γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί κατακόβει μεληδόν τό σῶμα του, ἀλλά εἶναι ὁ διάβολος πού τόν πειράζει γιά νά γεμίσει τά χέρια του μέ ἄνομα καί βρώμικα χρήματα κατακόβοντας κάθε ἀγάπη καί ἔλεος γιά τόν φτωχό. Δέν εἶναι ὁ δήμιος πού τόν βάζει στόν τροχό καί τόν ξεσχίζει, ἀλλά ὁ διάβολος πού τόν γυροφέρνει καί ξεσχίζει τόν νοῦ του μέ τήν μνησικακία καί τήν πικρία καί τήν ἐκδικητικότητα στούς ἀδελφούς κινούμενος μέ ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνος πού ἀντέχει στούς πειρασμούς αὐτούς εἶναι σύγχρονος μάρτυρας, διότι δίδει μαρτυρία ζωῆς ἐν Χριστῷ, μαρτυρία ἀγάπης, ἁγνότητος καί ταπείνωσης. Εἶναι ὄντως ἕνα ἀναίμακτο μαρτύριο ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνότητα καί ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἄλλο μαρτύριο, εἶναι τό μαρτύριο τῶν θλίψεων. Ἔρχονται ἀπότομα οἱ θλίψεις σάν τούς ἀνέμους καί τήν μπόρα στήν θάλασσα καί ὁ ἄνθρωπος καταποντίζεται μέσα στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση. Πόσο δύσκολες εἶναι οἱ ὧρες τοῦ πόνου πού ἐπισκέπτονται εἴτε μέ τόν θάνατο, εἴτε μέ τήν βαριά ἀρρώστια καί τά ἀτυχήματα, εἴτε μέ τίς οἰκονομικές ἀποτυχίες, εἴτε μέ τήν ἐγκατάλειψη καί τήν καταφορη ἀδικία καί συκοφαντία. Βέβαια, πολλές ἀπό τίς συμφορές τίς χτίζει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μέ τήν κακή του διαχείριση καί τόν κακό τρόπο ζωῆς καί διαίτης καί κινούμενος μέσα στόν εὐδαιμονισμό καί τήν καλοπέραση. Ὑπάρχουν ὅμως καί θλίψεις πού ἔρχονται ἀπό τήν φυσική ἀνθρώπινη φθορά, ἀλλά καί ἄλλες πού ἐπιτρέπονται ἀπό τόν Θεό μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν αἰωνιότητα. Ὑπάρχει καί ἡ θλίψη πού ἔρχεται καί ἀπό τούς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰρωνεία καί ἡ ἀπόρριψη, ἡ συκοφαντία καί ἡ ἀπομόνωση τῶν χριστιανῶν μαζί καί μέ τήν περιφρόνηση γιά θέματα πίστεως εἶναι ἐπίσης σκληρός διωγμός.
Ὅμως, ἀπ’ ὅπου κι ἄν προέρχονται οἱ θλίψεις, ἔχουν τό μαρτύριο τοῦ πόνου καί τόν μεγάλο πειρασμό τῆς ἀπελπισίας. Μέ τί ὑπομονή πρέπει νά εἶναι ὁ πιστός ντυμένος, γιά νά μή βλασφημήσει τόν Θεό καί νά μήν ἀπελπιστεῖ; Εἶναι κι αὐτό ἕνα ἀναίμακτο μαρτύριο τῆς ψυχῆς. Ὁ πόνος λυγίζει τόν ἄνθρωπο. Ἄραγε πῶς νά ξεπεράσει κανείς αὐτό τόν πειρασμό πού ἔρχεται βαρύς πάνω του; Ὅσο ὅλα πᾶνε καλά καί ἡ τιμή εἶναι δεδομένη, τότε πλέουμε μέ χαρά καί πιστεύουμε στόν Θεό ἀνώδυνα, ἀλλ’ ὅταν ἔρθουν τά σύννεφα καί ἡ τρικυμισμένη θάλασσα πέσει πάνω μας, τότε βουλιάζουμε μέσα στήν βλασφημία καί τήν ἀπελπισία καί στά χιλιάδες γιατί.
Ἕνας σοφός διδάσκαλος ἔλεγε ἕνα ὄμορφο παράδειγμα παρμένο ἀπό τή φύση. Στήν Μεσόγειο Θάλασσα, ὅταν τά νερά εἶναι ἤρεμα, μπορεῖς νά δεῖς μερικές φορές ἕναν μικρό καραβάκι νά πλέει μέ τά κατάλευκα καί ὄμορφα πανιά του ἥσυχα καί ὄμορφα. Εἶναι τό ὀστρακόδερμο ὁ ναυτίλος, πού ἔχει ἕναν ὑμένα πού τόν μεταχειρίζεται σάν ἱστίο καί βγαίνει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ γιά νά πλεύσει. Ὀνομάζεται ἐπίσης ποντίλος. Ἀλλά, νά ἕνα μαῦρο σύννεφο καί ἡ πρώτη πνοή τοῦ ἀνέμου πού καταφθάνει σφυρίζοντας πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς ἀκύμαντης θάλασσας. Τί γίνεται τότε μέ τό μικρό πλεούμενο; Ποῦ εἶναι τότε ὁ ναυτίλος; Ἡ μικρή αὐτή ὕπαρξη γίνεται ποντίλος. Μπαίνει στό κέλυφός της καί καταποντίζεται στά βάθη τῆς θαλάσσης γιά νά γλιτώσει ἀπό τήν τρικυμία.
Ἡ ὄμορφη καί γλαφυρή αὐτή εἰκόνα εἶναι πολύ περιγραφική τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ζεῖ μέ ἀσφάλεια καί ἠρεμία καί οἱ πειρασμοί, ἐσωτερικοί καί ἐξωτερικοί, ἐκλείπουν, τότε πλέει ὡς ναυτίλος πολύ χαρούμενα καί μέ ἀγάπη στόν Θεό. Ὅταν ὅμως ἔρθουν οἱ ποταμοί καί οἱ ἄνεμοι, τότε καταποντίζεται ὡς ποντίλος στά βάθη τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς ἀπελπισίας. Ὅπως τόσο εὔκολα πιστεύει, τόσο εὔκολα καί καταποντίζεται στήν θλίψη καί στήν ἀπόγνωση. Πολύ εὔκολα σπάζει τό κατάρτι τῆς ἁγνότητος καί τῆς ἀγάπης καί καταποντίζεται στά ἀπύθμενα βάθη τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ πίστη δέν ἔχει τά θεμέλια στήν πέτρα πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ἐκεῖ ὅμως πού κυρίως βλέπει κανείς τήν ὀλιγοπιστία καί τόν καταποντισμό εἶναι στούς πειρασμούς τῶν θλίψεων. Ὅλοι ἔχουν τήν ἐντύπωση πώς ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει στενοχώριες στά παιδιά του πού τόν ἀγαποῦν καί πᾶνε ἐκκλησία. Νομίζουν πώς σάν παιδιά τοῦ Χριστοῦ εἶναι προνομιοῦχοι καί δικαιοῦνται νά ζοῦν χωρίς θλίψεις καί μποροῦν νά πλέουν ἄνετα μέ ὅλα τά ἀγαθά σ’ αὐτήν τήν ζωή. Θεωροῦν ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἁμαρτωλούς. Μόνιμα ἀκοῦς νά λένε: ‘’τί ἔκαμα καί μέ τιμωρεῖ ἔτσι ὁ Θεός;’’, ‘’τόσα καλά ἔχω προσφέρει στήν Ἐκκλησία καί γιατί σέ μένα αὐτό τό κακό;’’, ‘’δέν ἔκαμα κανένα κακό, εἶμαι καλός ἄνθρωπος, γιατί νά πέσουν ὅλα πάνω μου;’’. Κάπως ἔτσι πίστευαν καί οἱ Κορίνθιοι, ὅταν πίστεψαν στόν Χριστό ἀποζητώντας τιμές καί καλοπέραση ἀπό τόν Θεό. Ἦρθαν ὅμως οἱ διωγμοί καί ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται καί νά ἀπελπίζονται καί νά ντρέπονται τήν εἰρωνεία, τόν διωγμό καί τήν περιφρόνηση τῶν εἰδωλολατρῶν. Νόμιζαν πώς ἡ πίστη τους δέν ἔχει σταυρό καί μαρτύριο. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἀντιδρᾶ στήν νοοτροπία αὐτή, τῆς πίστης μετά ἀνέσεως, καί προβάλλει τόν ἑαυτό του, πού ἔχει καύχημα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τίς κακουχίες δηλ. καί τίς δυσκολίες καί τούς διωγμούς πού ὑφίσταται. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ δέν εἶναι μία εὔκολη ὁδός, ἀλλά στενή καί τεθλιμμένη. Ἔχει ὅμως μέσα ἀπό αὐτά τήν χαρά της πού ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο. Ἡ θλίψη στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ ἔχει τήν φιλοσοφία της καί τόν θεϊκό της στόχο. Ὁ Κύριος ἐπιτρέπει τίς θλίψεις γιά τήν πνευματική του καλλιέργεια καί τήν ἀληθινή χαρά τῆς καρδιᾶς του. Σάν ἄροτρο, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔρχεται ἡ θλίψη μέσα στό χωράφι τῆς ψυχῆς. Κόβει τήν γῆ της καί τήν ἀναταράσσει καί τήν ἀναποδογυρίζει, γιά νά γίνει εὔφορη γιά τήν σπορά καί τήν παραγωγή καρποῦ. Καί ὁ σκοπός τῆς θλίψης εἶναι νά μπεῖ μέσα στήν ψυχή σάν ἄροτρο καί νά σπάσει τήν πετρώδη ἀναισθησία καί τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοδυναμίας, νά δείξει τήν χοϊκότητα καί τόν θάνατο, ἀλλά καί τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας. Εἶναι μία βαριά ταπείνωση καί ξεκόλλημα ἀπό τά δεσίματα τῆς γῆς καί τῶν ἁμαρτιῶν. Σάν πικρό φάρμακο ἡ θλίψη μπαίνει στό κέντρο τῆς καρδιᾶς του καί τόν φαρμακώνει μέ πολύ πόνο, ἀλλά αὐτό γιατρεύει τήν ὑπερηφάνειά του καί τόν ἐγωισμό του καί τήν προσκόλληση στήν γῆ. Τότε σηκώνει τά μάτια του στόν Θεό, γιά νά τόν γνωρίσει καλύτερα καί νά τοῦ ζητήσει βοήθεια. Τότε ξεπηδᾶ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του ἡ προσευχή ἡ ἀληθινή, ἐξαγνισμένη ἀπό τόν πόνο καί τήν ἐγκατάλειψη. Ἀφήνει τά ψεύτικα δεκανίκια πού τόν στήριζαν καί γαντζώνεται ἀπό τόν Θεό καί γνωρίζει τήν δύναμή Του. Ζεῖ μέσα ἀπό τήν θλίψη μία πρωτόγνωρη ἀγάπη μέ τόν Θεό, ἀποβάλλοντας τήν συμφεροντολογική καί ἐθιμοτυπική ἐξάρτηση μαζί Του. Τό νερό, ὅταν μένει πλαδαρό σέ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια, σαπίζει, ἀλλά ὅταν μπεῖ σέ στενούς σωλῆνες, γίνεται πίδακας καί φτάνει ἕως οὐρανοῦ. Ἔτσι ἐκτινάσσεται ἡ ψυχή στό στένωμα τῶν θλίψεων. Τό σκληρό σίδερο καίγεται στήν φωτιά καί γίνεται ἕνα μέ τήν φωτιά καί τότε δουλεύεται καί σχηματοποιεῖται σέ εὔχρηστο ἐργαλεῖο κάτω ἀπό τό βαρύ χτύπημα στό ἀμόνι. Τό χρυσάφι γίνεται καθαρότερο, ὅταν καίγεται στήν φωτιά. Ἔτσι εἶναι καί οἱ θλίψεις στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Πίσω ἀπ’ ὅλα στέκεται ὁ Θεός καί ἡ ἀγάπη Του.
Βέβαια, γιά τόν καθένα ἡ θλίψη ἔχει νά προσφέρει καί τό καλό πού τοῦ χρειάζεται. Ἔτσι, λέγει ἕνα ἅγιος ἀσκητής, σ’ ἄλλους ἡ θλίψη εἶναι ὅπως ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ γιά νά φανεῖ ἡ δόξα Του καί τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς δυνάμεώς Του. Σ’ ἄλλους ἡ θλίψη σάν σκοπό της ἔχει νά φανεῖ ἡ δύναμη τῆς πίστης καί νά κάνει τόν παθόντα ὑπόδειγμα ὑπομονῆς γιά τούς ὑπολοίπους, ὅπως τό βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἰώβ. Σ’ ἄλλους ὁ σκοπός τῆς θλίψεως εἶναι γιά νά γίνουν καλύτεροι καί νά ἐξαγνιστοῦν πιό πολύ παρόλο πού εἶναι καλοί ἄνθρωποι, ὅπως τό βλέπουμε καί στήν ζωή ὅλων τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων καί στό λόγο τοῦ Χριστοῦ ὅτι ‘’διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν’’. Καί τέλος, σέ πολλούς ὁ σκοπός τῶν θλίψεων εἶναι ἡ μετάνοια καί ὁ ἀποχωρισμός ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ Παράδεισος εἶναι γεμάτος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού πέρασαν ὑπομονετικά μέσα ἀπό τό καμίνι τοῦ πόνου μέ ὑπομονή πολλή καί ἀγάπη στόν Θεό. Παντοῦ θά δεῖ κανείς τό χέρι τοῦ Θεοῦ νά ζωγραφίζει καί νά σμιλεύει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων μέ τόν χρωστήρα τῆς θλίψης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγωιστής μέ αἴσθηση ὑπερηφάνειας καί ἀνυπότακτος καί δύσκολα δαμάζεται. Ὁ Κύριος παιδαγωγικά τοῦ δίνει τίς εὐκαιρίες γιά νά γνωρίσει τήν σωτηρία του μέσα ἀπό τόν πόνο του. Εἶναι οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ οἱ θλίψεις. Καί ἐδῶ εἶναι ἡ σοφία, νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πίσω ἀπό κάθε δυσκολία καί ἔκτακτη θλίψη νά βλέπει τί θέλει ὁ Θεός νά τόν διδάξει. Ὅταν ἔλθει ἡ θλίψη νά τόν ἐπισκεφτεῖ, νά λέει μέσα του μέ κραυγή χαρᾶς «ἔχω ἐπίσκεψη Θεοῦ, τί ἄραγε θέλει νά μοῦ δώσει;» Αὐτή ἡ ἀλήθεια κρατᾶ νηφάλιο τόν ἄνθρωπο στήν δυσκολία, ξέρει πώς πίσω ἀπό αὐτά κρύβεται ὁ Θεός. Γιατί νά ἀδημονεῖ καί νά καταποντίζεται σάν ποντίλος στήν ἀπελπισία καί στήν γκρίνια καί στήν μιζέρια του; Πίσω μας στέκει ὁ Θεός καί ὅλα θά τά κάμει καλά στήν ὥρα τους. Ὁ Θεός τρέφει τά πουλιά καί ντύνει τά λουλούδια, πόσο μᾶλλον τόν ἄνθρωπό του. Γιατί νά ὀλιγοπιστεῖ καί νά γκρινιάζει; Τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνει, ἄν δέν θέλει ὁ Θεός. Καί ἕνα σπουργίτι δέν πέφτει στήν γῆ, ἄν δέν θέλει ὁ Κύριος. Τά πάντα πού συμβαίνουν στήν ζωή μας, ἔχουν τόν σκοπό καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί γιατί νά μήν ἀφεθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν κάθε του ἡμέρα στά χέρια τοῦ Θεοῦ εὐχόμενος; Ἡ μέριμνά του καί ἡ ἀγωνία του γιά κάθε δυσκολία φέρνουν τό ἄγχος καί τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀπόγνωση καί τόν καταποντισμό του στό βυθό τῆς ἀπελπισίας. Ὅλη σας τήν μέριμνα, λέγει ὁ ἀπ. Πέτρος, ἀφῆστε την στόν Θεό, Αὐτός φροντίζει γιά σᾶς. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι οἱ χαρές καί οἱ λύπες ἔρχονται καί παρέρχονται σ’ αὐτήν τήν ζωή. Συνέχεια ἐναλλάσσονται. Ἡ ἀρχή τοῦ Ἁγίου Πατρός εἶναι ὅτι τίποτε ἄλλο δέν εἶναι κακό παρά μονάχα ἡ ἁμαρτία καί ἐπειδή τήν κάνουμε μόνοι μας, μόνοι μας γινόμαστε καί δυστυχεῖς. Ὅλες οἱ θλίψεις καί οἱ διωγμοί εἶναι πρόσκαιροι καί συμβαίνουν στό θνητό σῶμα καί ποτέ δέν μποροῦν νά παραβλάψουν τήν νηφάλια ψυχή. Οἱ χαρές καί οἱ λύπες τοῦ κόσμου δέν θίγουν καθόλου τήν ψυχή, μετακινοῦνται ὡς σκιές καί φαντάσματα, ὡς χορτάρι πού ἕνας ἄνεμος τό καίει. Ἡ ἀρετή και ἡ κακία πού πλήττουν τήν ψυχή, αὐτά εἶναι τά μόνα πραγματικά πού ἐνεργοῦν στήν ἄφθαρτη αὐτή οὐσία καί εἴτε τήν καθαρίζουν, εἴτε τήν ἐξευτελίζουν. Σέ μία ἐπιστολή του πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα ἀπό τήν μαρτυρική πορεία τῆς ἐξορίας του γράφει παρηγορητικά τά ἑξῆς:
«Ἕν μόνον ἐστίν, Ὀλυμπιάς, φοβερόν, εἷς πειρασμός, ἁμαρτία μόνον· καί τοῦτο συνεχῶς ἐπάδων σοι τό ρῆμα οὐκ ἐπαυσάμην· τά δέ ἄλλα πάντα μῦθος, κἄν ἐπιβουλάς εἴπῃς, κἄν ἀπεχθείας, κἄν δόλους , κἄν συκοφαντίας, κἄν λοιδορίας, κἄν κατηγορίας, κἄν δημεύσεις, κἄν ἐξορίας, κἄν ξίφη ἠκονημένα, κἄν πέλαγος, κἄν τόν τῆς οἰκουμένης ἁπάσης πόλεμον. Οἷα γάρ ἄν εἴη ταῦτα πρόσκαιρά τε ἐστι καί ἐπίκηρα, καί ἐν θνητῷ γενόμενα σώματι, καί τήν νήφουσαν οὐδέν παραβλάπτοντα ψυχήν…»
Ἡ χαρά τῆς καρδιᾶς μας δέν βρίσκεται στό ἀνέμελο τῆς ζωῆς καί τήν καλοπέραση, ἀλλά στήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Κύριο καί ζεῖ ἁγνή ζωή, αὐτός δέν φοβᾶται τήν θλίψη, ἀλλά εἶναι χαρούμενος ἀκόμη κι ὅταν βρεθεῖ καί στίς πιό δύσκολες ὧρες. Γι’ αὐτό καί οἱ μάρτυρες στά βασανιστήρια εἶχαν μεγάλη χαρά καί φωτίζονταν τά πρόσωπά τους καί ἔτρεχαν στά βασανιστήρια σάν νά πηγαίνουν σέ χαρές καί πανηγύρια. Τό μόνο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία καί αὐτήν ὀφείλει νά ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος, ἤ καί νά μετανοεῖ ὅταν τόν καταλάβει. Ἡ ἁμαρτία μπορεῖ νά τόν ρίξει στήν αἰώνια κόλαση καί μόνο αὐτή νά φοβᾶται καί νά φεύγει. Ὁ θάνατος εἶναι σάν μία μάσκα πού φορᾶ κάποιος καί φοβερίζει τά παιδάκια. Τοῦ ξεσχίζεις τό προσωπεῖο αὐτό καί βλέπεις τό πρόσωπό του. Ποιά ἡ ἀξία του; Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του τσαλαπάτησε τόν θάνατο καί τοῦ πῆρε τήν ἐξουσία. Δέν φοβᾶται ὁ χριστιανός τόν θάνατο. Εἶναι ἡ πόρτα πού ὁδηγεῖ στήν αἰωνιότητα. Φοβᾶται μόνον τόν ἄλλο θάνατο, τήν ἁμαρτία, πού μπορεῖ νά τόν ρίξει στόν αἰώνιο θάνατο, στήν κόλαση. Ὁ μόνος θάνατος καί ἡ κακιά θλίψη εἶναι ἡ ἁμαρτία πού ἀπό τήν ρίζα της ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Οἱ θλίψεις εἶναι σάν τήν νύχτα καί τόν χειμώνα πού πλακώνουν τήν φύση μέ τό σκοτάδι καί θάβουν κάθε ὡραῖο καί ὄμορφο. Ὅμως ἡ ἡμέρα καί ἡ ἄνοιξη εἶναι αὐτές πού δίνουν ἄλλη χαρά καί ἐμφανίζουν ἕνα ἄλλο θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Φαντάσου κάποιος νά μήν ἔχει δεῖ ποτέ καί νά μήν ξέρει τί εἶναι ὁ χειμώνας. Θά ἦταν τραγικό νά βλέπει νά φυλλορροεῖ καί νά πεθαίνει ὅλη ἡ φύση καί νά θάβεται μέσα στό χιόνι καί ἡ παγωνιά νά κρύβει κάθε ὀμορφιά. Τί ἀπελπισία! Κι ὅμως ἡ ἐλπίδα τῆς ἄνοιξης, τῆς ἀνάστασης τῆς φύσεως, φέρνει τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία. Ποιός ξέρει πώς πίσω ἀπό μία νύχτα, καί ἕναν χειμώνα μίας βαριᾶς θλίψης δέν κρύβεται ὁ ἐρχομός τῆς ἡμέρας Κυρίου καί τῆς Ἀνάστασης στήν αἰώνια χαρά τοῦ Παραδείσου, ὅπου βασιλεύει ὁ Χριστός;
Στήν ὥρα τῆς θλίψης ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ δυσκολία μεγάλη καί μπορεῖ νά τά κατεβάσει τά πανιά του καί νά βυθιστεῖ στά βάθη τῆς ἀπελπισίας. Πῶς πρέπει πρακτικά νά φερθεῖ, γιά νά συνεχίσει εὐλογημένα τό ταξίδι του στόν οὐρανό; Ἀπό ποῦ μπορεῖ νά ἀντλήσει δύναμη καί ἐλπίδα; Ὑπάρχουν τρεῖς δρόμοι τῆς καρδιᾶς πού εἶναι ἡ πίστη, ἡ χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχαριστία. Βρισκόμενος μέσα στήν θλίψη του ὁ ἄνθρωπος στέκεται πρῶτον μπροστά στήν καρδιά του καί προτάσσει ἕνα μεγάλο πανό, τήν μεγάλη του πίστη. Λέγει προσευχόμενος μέσα στόν ναό τῆς καρδιᾶς του μέ παρόντα τόν Θεό ὅτι αὐτή ἡ θλίψη πού τοῦ ἦρθε σήμερα εἶναι μέσα στό σχέδιό Του, πού θέλει κάτι νά τοῦ δώσει καί νά τοῦ φανερώσει. Δέν εἶναι κακό καί δέν ἐπιτρέπει τήν ἀπελπισία καί τόν φόβο καί τήν ἀγωνία νά τόν καταποντίσουν. Διαλύει κάθε λογισμό ἀμφιβολίας καί ἐνασχόλησης μέ τήν ἀγωνία τοῦ τί θά γίνει αὔριο. Ἀσφαλίζει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς πίστεώς του λέγοντας ‘’Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’’. Συμμαζεύει τόν ‘’παλιάτσο’’ τῆς σκέψης καί τῶν ἀμφιβόλων λογισμῶν καί ἀποφεύγει τόν καταποντισμό του στά βάθη τῶν ‘’γιατί’’ καί τῶν ‘’πῶς’’. Αὐτή ἡ πρώτη ἀντιμετώπισή του τόν κρατᾶ νηφάλιο καί εἰρηνικό. Ἔχει ὅμως κόπο καί πολύ ἀγώνα. Ὁ Ἰώβ σκληρά ἀπαντοῦσε στήν γυναίκα του, πού μιλοῦσε μέσα στόν λογισμό του μέ σκοπό νά ἐπικρίνει καί νά βλασφημήσει τόν Θεό. Βλασφημοῦσε ἐκείνη τόν Θεό καί τόν κατηγοροῦσε ὅτι τόν παράτησε καί τόν πέταξε στήν κοπριά μέ λοιμῶδες νόσημα, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ σκότωσε τά παιδιά του καί τοῦ διέλυσε τήν περιουσία. Τόν προέτρεπε νά βλασφημήσει τόν Θεό καί μετά νά ψοφήσει πάνω στήν κοπριά του, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος παιδεύεται καί τούς ἄλλους τυραννάει. Στόν πειρασμό αὐτόν ὁ δίκαιος Ἰώβ ἔβλεπε ἀλλιώτικα καί μέ βαθειά πίστη ὅλα ὅσα συνέβαιναν. Ὁ Κύριος τά ἔδωκε καί ὁ Κύριος τά πῆρε καί μπορεῖ πάλι νά τά δώσει. Ἔλεγε δυνατά «αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας». Δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό, ἀφοῦ Τόν ἀγαποῦσε καί Τοῦ ἐμπιστευόταν τήν ζωή του. Καί ἔδιωχνε τήν σκέψη τῆς βλασφημίας, πού γινόταν πρόσωπο καί λόγος ἀπό τό πιό ἀγαπητό του πρόσωπο, τήν σύντροφό του. Ἄντεξε καί δέν καταποντίστηκε στήν ἀπελπισία. Ἔμενε στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἐλπιδοφόρος καί ἡ καρδιά του χαρούμενη μέσα στήν θλίψη. Ἡ ζωή εἶναι μικρή καί ὁ Θεός προετοιμάζει μέ τήν ἀγάπη Του παντοιοτρόπως τόν ἄνθρωπό Του, γιά νά βρεῖ τόν δρόμο τῆς αἰώνιας χαρᾶς. Ὁ Πατέρας Θεός ἐξαντλεῖ κάθε προσπάθεια δική Του σεβόμενος παράλληλα τήν ἐλευθερία καί τήν θέληση τοῦ παιδιοῦ Του, γιά νά μετανοήσει καί νά πλησιάσει τόν Χριστό. Μέσα στά παιδαγωγικά Του σχέδια εἶναι καί οἱ θλίψεις πού τίς στέλνει πάνσοφα. Ἐπιτρέπει τόν πειρασμό τῶν θλίψεων τόσο, ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, καί παράλληλα δίνει καί τήν ὑπομονή γιά νά τούς σηκώσει. Φιλάνθρωπος Πατέρας εἶναι καί δέν φορτώνει σταυρούς πάνω ἀπό τήν δύναμη τῶν παιδιῶν Του. Μέσα ἀπό τήν περιπέτεια καί τόν πόνο μαθαίνουν πώς ὑπάρχει καί ἄλλη ζωή καί ὁ Θεός πού τούς ἀγαπᾶ. Τελικά μέσα ἀπό τήν πίστη του ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι εὐεργεσία. Μονάχα οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές του καί εἶναι τό μόνο κακό, καί παλεύει μέ τήν μετάνοιά του γιά νά τίς ξεφορτώσει ἀπό πάνω του. Ὁ χριστιανός πού ἔχει μετάνοια καί ἀγάπη δέν φοβᾶται τόν σωματικό θάνατο, διότι πιό γρήγορα θά τόν φέρει στόν οὐρανό, κοντά στόν Χριστό, στήν αἰώνια εὐφροσύνη.
Ὁ δεύτερος δρόμος εἶναι ἡ χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀπ. Παῦλος προτρέπει λέγοντας ‘’πάντοτε χαίρετε’’. Αὐτή ἡ χαρά ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο μόνο μέ τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Τό ἀποκορύφωμα τῆς ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ἡ Κοινωνία τοῦ Τιμίου Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του στό ἅγιο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐκεῖ γεύεται ὁ πιστός τήν ἀληθινή χαρά. Ἡ χαρά δέν εἶναι ἕνα ἐξωτερικό γεγονός, ἀλλά μία ἔκφραση μόνιμης χαρᾶς ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά του. Εἶναι αὐτή ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐνισχύει νά ἀντιμετωπίζει μέ δύναμη καί ὑπομονή τήν δυσκολία. Λάμπει τό πρόσωπό του καί χαριτωμένος εἶναι ὁ λόγος του ἀκόμη καί στήν πιό βαριά θλίψη καί πόνο, διότι μέσα του κατοικεῖ ὁ Χριστός. Εἶναι μία πηγαία χαρά ἀνεξάρτητη ἀπό τά ἐξωτερικά συμβαίνοντα. Οἱ κληματσίδες χαίρονται μέ πολύ κρότο, ὅταν ξερές καίγονται στήν φωτιά καί ἀμέσως γίνονται στάχτη κάτω ἀπό τό καζάνι μέ τό νερό. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά τοῦ κόσμου πού καίγεται μέσα στόν χορό τῆς ἡδονῆς τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν, σάν τά ξερά ξυλαράκια πού κροταλίζουν στήν κάψα τῆς φωτιᾶς πρός στιγμή καί μετά χάνονται. Ἀλλιώτικη εἶναι ἡ χαρά ἐκείνη πού καίει τήν καρδιά ἀπό θεῖο ἔρωτα, ὅταν Κοινωνεῖ συνεχῶς τῶν Ἀχράντων καί ἐπουρανίων Μυστηρίων. Εἶναι ὁ δεύτερος δρόμος πού λέγεται ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ. Μπροστά στήν θλίψη καί τόν πόνο πού σκληρά βλέπει νά κατακλύζει τήν ζωή του, ὁ πιστός ἀγωνίζεται νά ζεῖ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ πόθο Θεοῦ καί μέ φόβο Θεοῦ. Ξέρει πολύ καλά πώς ‘’ἔρως ἔρωτι νικᾶται’’. Ἕνας σκληρός πειρασμός θλίψεως νικιέται μόνο ἄν ἀντιτάξει τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού κοινωνᾶ συνεχῶς, γίνεται μέσα του ‘’εἰς ὑγείαν ψυχῆς τε καί σώματος’’· γίνεται ἡ ἀνεκλάλητη ἀγάπη του στόν Θεό, ‘’ἔθελξας πόθῳ μέ Χριστέ καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ Σου ἔρωτι’’· καί γίνεται καί ἡ τροφή τοῦ νοῦ γιά νά μένει μακριά ἀπό τήν ἀπελπισία, ‘’Θεοῦ τό Σῶμα καί θεοῖ μέ καί τρέφει, θεοῖ τό πνεῦμα, τόν δέ νοῦν τρέφει ξένως’’. Ὁ τρίτος δρόμος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζεται ἡ θλίψη εἶναι ἡ προσευχή τῆς εὐχαριστίας. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε ὅτι ἡ πιό μεγάλη δύναμη στόν κόσμο εἶναι ἡ εὐχαριστία πού ἀναπέμπει ὁ ἄνθρωπος πάνω στόν πόνο του καί στή θλίψη του. Στήν ὥρα τοῦ πόνου, ὅταν παλεύει μέ τόν πειρασμό τῆς ἀπελπισίας του, κραυγάζει δυνατά μέσα στήν καρδιά του ‘’δόξα τῷ Θεῷ’’. Αὐτή ἡ προσευχή πού ἄλλοτε βγαίνει πηγαία καί ἄλλοτε μέ τήν πάλη τῆς καρδιᾶς του καί τήν δύναμη τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης στόν Χριστό, διαλύει κάθε ἀπόγνωση καί βλασφημία. Ἡ καρδιά γεμίζει ἀπό εἰρήνη, διότι ἡ προσευχή αὐτή φέρνει τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὁ Κύριος θά ἀναλάβει τήν δυσκολία. Ὁ ἄνθρωπος ἀφήνεται μέ πίστη στόν Κύριο, δέν νοιάζεται γιά τόν ἑαυτό του. Ἀνήκει στόν Θεό καί εἰρηνεύει. Ἡ εὐχαριστία στόν Θεό δημιουργεῖ ἰσορροπία ψυχική καί προσδίδει πνευματική δύναμη. Ἡ προσευχή τῆς εὐχαριστίας ἐπιβάλλει τό καθεστώς τῆς ἠρεμίας καί τῆς ἀνάπαυσης στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡσυχάζει, ὅταν πληροῦται ἀπό αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης καί πίστης στόν Θεό. Αὐτή ἡ πίστη καί ἡ δύναμή της ἔρχεται μέ τήν πάλη αὐτή τῆς εὐχαριστίας, ‘’δόξα τῷ Θεῷ’’.
Ἐπιπλέον, τό νά εὐχαριστεῖ κανείς πάνω στήν θλίψη του τόν Θεό εἶναι σάν νά ἑλκύει πιό δυνατά τήν ἀγάπη Του πάνω του. Θέλγεται ὁ Κύριος μέ τίς ψυχές αὐτές πού Τόν εὐχαριστοῦν τήν ὥρα ἐκείνη. Τούς ἁπαντᾶ ἀμέσως καί θαυμαστῶς. Αὐτά εἶναι τά γνήσια παιδιά Του πού δέν ξέρουν νά ζητιανεύουν καί νά γκρινιάζουν, ἀλλά νά Τόν εὐχαριστοῦν καί νά Τόν ἐμπιστεύονται καί νά χαίρονται μαζί Του. Ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ Σίλας κλεισμένοι στήν φυλακή τῶν Φιλίππων, ἀφοῦ προηγουμένως τούς εἶχαν τσακίσει στό ξύλο, ὑμνοῦν μέσα στόν πόνο τους τόν Χριστό. Καί ἔγινε σεισμός καί ὁ Κύριος φανέρωσε τήν ἀγάπη Του καί τήν προστασία καί τήν λύτρωση ἀπό τήν δυσκολία. Ἔχει μεγάλη δύναμη ἡ εὐχαριστία μέσα στόν πόνο. Ἕνας γονιός χαίρεται πολύ τά παιδιά του, ὅταν τόν εὐχαριστοῦν καί ὄχι ὅταν γκρινιάζουν χτυπώντας τά πόδια τους μέ πεῖσμα καί ἀπαίτηση καί κακολογίες. Μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά τά σφίγγει ὁ πατέρας τά παιδιά του καί τά καταφιλεῖ, ὅταν μέ γλυκό τό πρόσωπό τους καί μέ λόγια ἀγάπης παιδικῆς ὁρμοῦν πάνω του. Ἔτσι εἶναι καί ὁ μεγάλος Πατέρας, ὁ Θεός, γιά ὅλους. Οἱ προσευχές μοιάζουν σάν τό στάχυ, πού οἱ ἱκεσίες εἶναι τά ἄχυρα καί οἱ εὐχαριστίες τό ψωμί. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος καταδιωγμένος ἀπό τήν κακία τῆς αὐλῆς βαδίζει στήν ἐξορία του. Ἡ μόνιμη παρηγοριά του γιά ὅλα τά λυπηρά πού τοῦ συνέβαιναν ἦταν μία προσευχή πού τήν ἔλεγε μέ κραυγή ἰσχυρή πρός τόν Θεό , «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν· οὐ γάρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπί πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσιν».
Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κιθάρα τοῦ Θεοῦ. Μία κιθάρα βγάζει ἦχο ἁρμονικό καί γλυκύτατη μελωδία, ὅταν ὁ κιθαρωδός μέ τά χέρια του ἀναταράσσει μέ δύναμη τίς χορδές της. Δέν τίς λυπᾶται καί τίς τραβᾶ μέ δύναμη, διότι μόνο ἔτσι θά βγάλουν ὄμορφη τήν μελωδία. Ἔτσι καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἡ γλυκεία κιθάρα τοῦ Θεοῦ πού παίζει ἕναν αἰώνιο ὕμνο χαρᾶς καί εὐχαριστίας τήν ὥρα πού ὁ Θεός τήν κρατᾶ στά χέρια Του καί τραβᾶ μέ δύναμη τίς χορδές της καί τίς πονᾶ. Καί εἶναι τό πιό ὄμορφο τραγούδι ἀγάπης στόν Θεό. Στήν ὥρα τοῦ πόνου εὔκολα ἔρχεται τό γιατί καί βουλιάζεις στήν ἀπελπισία. Θέλει πολύ κόπο νά μαζέψεις τόν ἑαυτό σου καί νά μήν ἐπιτρέψεις τόν καταποντισμό σου μέσα στά βάθη τῆς ὀλιγοπιστίας. Ἀντιστάσου στόν πειρασμό αὐτό, πέταξε ψηλά, βγές ἀπό τήν ἀπελπισία καί τήν βλασφημία. Αὐτή εἶναι ἡ χώρα τοῦ διαβόλου. Ἡ ἐλπίδα καί ἡ πίστη εἶναι ἡ γῆ τοῦ Παραδείσου τοῦ Θεοῦ. Μή πεῖς τό γιατί, καλύτερα δάγκωσε τήν γλώσσα σου νά γεμίσει τό στόμα σου μέ αἷμα, παρά νά βλασφημήσεις καί νά γκρινιάξεις στόν Θεό.
Στήν ὥρα τοῦ πόνου μάζευε ὅση δύναμη σοῦ ἀπόμεινε καί φώναζε μέ δύναμη στόν οὐρανό ’’δόξα τῷ Θεῷ, Χριστέ μου σ’ εὐχαριστῶ καί γιά τίς ὧρες αὐτές πού πονῶ’’.
Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: “Θερμές ευχαριστίες στον συγγραφέα του κειμένου, αρχ. Σεβαστιανό, Αρχιερατικό Επίτροπο Αμυνταίου, που μας έδωσε την ευλογία για την δημοσίευσή του”.