Ζει ακόμα ο επίσκοπος που διηγήθηκε τούτη την ιστορία. Είναι αληθινή ιστορία κι έχει βαθύ νόημα, γιατί αναφέρεται στην προσευχή των ζώντων για τους τεθνεώτες. Οι προσευχές αυτές πάντοτε εισακούγονται, μα πιο πολύ την ώρα της θείας λειτουργίας. Ο επίσκοπος που αναφέραμε είχε στην περιοχή του έναν ιερέα, τον παπά Γιάννη, ευλαβικό και σε όλους αγαπητό. Μάλιστα στην αγία πρόθεση αργούσε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα.
Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα. Του άρεσε το κρασί. Όσο καλός ήταν στα καθήκοντά του, τόση αδυναμία είχε στο πιοτό. Πολλοί του λέγανε να κόψει αυτό το πάθος, το τόσο αταίριαστο σε λειτουργό του Θεού. Το καταλάβαινε και ο ίδιος, έκλαιγε με παράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά σε λίγες μέρες άρχιζε τα ίδια.
Μια μέρα που είχε πάλι υποκύψει στο πάθος του, πήγε στην εκκλησία και, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε ‘’Ευλογητός’’ και άρχισε την λειτουργία. Παραχώρησε όμως ο Θεός και κάποια στιγμή παραπάτησε μέσα στο ιερό, οπότε του έπεσαν από τα χέρια τα τίμια Δώρα.
Πάγωσε απ’ το φόβο του. Έπεσε κάτω κλαίγοντας και άρχισε να μαζεύει με την γλώσσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ένιωθε την ενοχή του να τον πνίγει, γιατί το έπαθε επειδή ήταν ζαλισμένος από το κρασί.
Πήγε στον επίσκοπο και εξομολογήθηκε το φρικτό του αμάρτημα. Κι εκείνος την άλλη μέρα, ύστερα από πολύ περίσκεψη, κάθισε στο γραφείο του και πήρε την πέννα στο χέρι. Έπρεπε να κινήσει την διαδικασία για την καθαίρεση του παπά Γιάννη, αλλά…
Εκεί που το χέρι του επισκόπου φαινόταν διστακτικό, βλέπει ξαφνικά σαν σε όραμα να βγαίνουν μέσα από τν τοίχο του δωματίου χιλιάδες άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα και περνούσαν μπροστά του φωνάζοντας:
– Όχι, Δέσποτα, μην τιμωρήσεις τον παπά, μην τον καθαιρέσεις, συγχώρεσε τον!
Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, καλοντυμένοι ή φτωχοντυμένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών. Κι όλοι χειρονομούσαν προς το μέρος του, φώναζαν και παρακαλούσαν επίμονα:
– Όχι Σεβασμιώτατε, μην το κάνεις αυτό, μη διώξεις τον παπά μας! Αυτός ας θυμάται κι μας βοηθάει σε κάθε λειτουργία, μας λυπάται αληθινά είναι φίλος μας! Μην τον καθαιρέσεις! Μη! Μη! Μη!…
Κράτησε ώρα αυτή η οπτασία. Ο επίσκοπος, έκπληκτος, παρακολουθούσε αυτή ην ανθρωποθάλασσα να φωνάζει και να ικετεύει για τον μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πως ήταν οι ψυχές των νεκρών που μνημόνευε ο παπά Γιάννης όταν λειτουργούσε. Κι αυτή η μνημόνευση τους ανακούφιζε πολύ, όσο το νερό τον διψασμένο στην καλοκαιρινή ζέστη. ‘’Να η χειροπιαστή απόδειξη’’ σκέφτηκε, ‘’πως οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές των νεκρών’’. Ύστερα έστειλε και κάλεσε τον ιερέα.
– Δεν μου λες, παπά Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην αγία πρόθεση όταν λειτουργείς;
– Εκατοντάδες, Σεβασμιώτατε. Δεν τα έχω μετρήσει.
– Γιατί το κάνεις αυτό και καθυστερείς την λειτουργία; τον μάλωσε τάχα ο επίσκοπος.
– Λυπάμαι πολύ τους πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από αλλού βοήθεια, παρά μόνο απ’ τις ευχές της εκκλησίας. Γι αυτό παρακαλώ τον Ύψιστο να τους αναπαύσει. Έχω ένα βιβλίο και γράφω μέσα όλα τα ονόματα που μου δίνουν για μνημόνευση. Αυτή την τάξη παρέλαβα από τον πατέρα μου, που ήταν επίσης παπάς
– Καλά κάνεις, συμφώνησε ο επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές. Συνέχισε να κρατάς την τάξη αυτή. Πρόσεξε μόνο να μην ξεμεθύσεις. Από σήμερα δεν θα ξαναβάλεις κρασί στο στόμα σου. Αυτός είναι ο κανόνας που σου δίνω. Είσαι συγχωρεμένος.
Πραγματικά, ο παπά Γιάννης ελευθερώθηκε οριστικά από το πάθος του πιοτού. Μόνο που στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα, μνημονεύοντας τα ονόματα των ‘’τεθνεώτων’’.
(Απο το βιβλίο, θαύματα και αποκαλύψεις απο την Θεία Λειτουργία)