Ο πρώτος ψαλμός τελειώνει με τον στίχο: «Ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων και οδος ασεβών απολείται» (Ψαλμ. 1:6).
Ο Κύριος γνωρίζει τον δρόμο, την πορεία, τη ζωή των δικαίων. Δεν θα κάνει λάθος ο Κύριος. Γνωρίζει τη ζωή του χριστιανού, του πιστού, παρακολουθεί τη ζωή του και προνοεί γι’ αυτήν. Εγκαταλείπει όμως τους ασεβείς και έτσι καταστρέφονται όλα τα τεχνάσματα των ασεβών και αυτοί οι ίδιοι.
Θα ήθελα να πω κάτι, που λέει ο άγιος Ισαάκ: Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό, που μετανοεί, που ταπεινοφρονεί, που κάνει το θέλημα του Θεού και αγωνίζεται και πάλι αγωνίζεται, έχει πλέον πείρα μέσα του ότι ο Θεός είναι μαζί του. Είναι κάτι που ο ασεβής άνθρωπος δεν μπορεί να το καταλάβει. Ο άνθρωπος που μπορεί βέβαια να είναι πιστός, αλλά κατ’ ουσίαν, βιωματικά και στην πράξη δεν έχει ελπίσει ακόμη στον Χριστό, δεν έχει εμπιστευθεί στον Χριστό, αλλά κάπου αλλού στηρίζει τη ζωή του, δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που λέει ο αββάς Ισαάκ, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εννοεί εδώ ο ψαλμωδός, αυτό που γενικώς συμβαίνει, ότι δηλαδή η ψυχή έχει πλέον την αίσθηση ότι ο Θεός είναι μαζί της, έχει την αίσθηση ότι ο Θεός την παρακολουθεί, ότι ο Θεός συμπορεύεται και προνοεί για όλα. Λαμβάνει η ψυχή πείρα αυτού του πράγματος.
Λέμε ότι ο Θεός προνοεί για όλους τους ανθρώπους, ότι ο Θεός φροντίζει για όλους τους ανθρώπους, ότι ο Θεός φυλάγει όλους τους ανθρώπους. Αυτό το λέμε, το πιστεύουμε. Άλλο όμως είναι αυτό το γενικό, και άλλο είναι η ψυχή να λάβει πείρα ότι ο Κύριος γνωρίζει τον δρόμο της, ότι ο Κύριος πορεύεται μαζί της, ότι ο Κύριος γνωρίζει όλους τους καημούς της, τους πόθους της, τις επιθυμίες της, και ότι σε κάθε βήμα της, σε κάθε ενέργειά της ο Κύριος είναι μαζί της, και, σε κάθε στιγμή που ζει η ψυχή αυτή, να έχει την αίσθηση ότι ζει μαζί της ο Κύριος.
«Γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων και οδός ασεβών απολείται». Ο ασεβής, καθώς ζει τη ζωή που ζει, δεν είναι δυνατό να έχει την αίσθηση της παρουσίας του Θεού, της προνοίας του Θεού, της αγάπης του Θεού. Δεν είναι δυνατόν. Ο ασεβής έχει τον δρόμο του, ζει όπως θέλει, όπως νομίζει. Αυτός είναι αφεντικό στον εαυτό του, αυτός είναι θεός στον εαυτό του, αυτός είναι κύριος στον εαυτό του και κάνει ό,τι θέλει.
Η ζωή του ευσεβούς είναι διαφορετική, και αυτό είναι κάτι που μας το μαθαίνει η χάρη του Θεού. Δεν είναι θέμα να το πούμε. Όσο κι αν το πούμε, όσο κι αν επιμείνουμε, όσο κι αν το αναλύσουμε, όσο κι αν, από δω από κει, πούμε λεπτομέρειες, το αδικούμε το θέμα. Δεν μπορούμε να πούμε τι ακριβώς σημαίνει. Η χάρη του Θεού με τη γλώσσα της, ας πούμε έτσι, μας μιλάει, μας διδάσκει και δημιουργεί μέσα μας αυτό το οποίο θα δημιουργήσει· αυτό που λέγεται θεία ζωή, αυτό που λέγεται θεία πραγματικότητα, αυτό που λέγεται καινή κτίση (Β’ Κορ. 5:17· Γαλ. 5:15). Η χάρη του Θεού είναι εκείνη η οποία θα το κάνει.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Ο άνθρωπος του Θεού», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 56