Γράφει ο π. Γεώργιος Καψάνης (Προηγούμενος . Μ. σίου Γρηγορίου γ. ρους)

Ἡ λέξις «Πάσχα» σημαίνει διάβασις(*). Ἑόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τό Πάσχα, δηλαδή τήν διάβασί τους ἀπό τήν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου στήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά αὐτό τό πάσχα ἦταν προεικόνισις τοῦ αἰωνίου Πάσχα, τοῦ ἀληθινοῦ Πάσχα, τό ὁποῖον λαχταροῦσε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Πῶς, ὄχι ἁπλῶς θά ἐλευθερώνονταν οἱ ἄνθρωποι ἀπό μιά δουλεία ἀνθρώπινη, ἀλλά πῶς θά ἐλευθερώνονταν ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ θανάτου. Καί αὐτή τήν διάβασι ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, τήν ἔκανε ὁ νέος Μωυσῆς. Ὁ παλαιός Μωυσῆς πέρασε τόν λαό ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν ἐλευθερία. Ὁ νέος Μωυσῆς, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς πέρασε ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν· εἶναι τό Πάσχα μας, ὅπως λένε καί οἱ ἱεροί ὕμνοι πού ἐψάλαμε ἀπόψε: «Πάσχα … ἱερώτατον Χριστέ»[1].

Ὁ Χριστός εἶναι τό ἱερώτατον Πάσχα, ἡ μετάβασίς μας ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ὅμως, γιά νά μπορέσῃ ὁ Κύριος νά μᾶς ἐξαγάγῃ ἐμᾶς, τούς ἀδελφούς Του, τά παιδιά Του, ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἔπρεπε ὁ Ἴδιος νά μπῇ στήν διαδικασία τοῦ θανάτου καί νά νικήσῃ τόν θάνατον προσωπικά. Καί αὐτό ἔκανε μέ ἄπειρη ἀγάπη καί ταπείνωσι γιά μᾶς. Ὄ Ἰδιος ἀνεδέχθη τόν θάνατό μας, ὥστε διά τοῦ θανάτου Του νά τόν νικήσῃ καί νά μᾶς χαρίσῃ τήν αἰώνιον ζωήν.
  

Τώρα ξέρουμε, ὅτι ὅποιος θέλει νά μετάσχῃ στήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἑνωθῇ μέ τόν Χριστό. Δέν μπορεῖ κανείς μόνος του νά περάσῃ ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἐάν τότε, στήν Παλαιά Διαθήκη, χρειαζόταν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Μωυσῆς, νά ὁδηγήσῃ τόν λαόν ἀπό τήν δουλεία στήν ἐλευθερία, πόσο μᾶλλον τώρα χρειάζεται ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, δέν φτάνει ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά χρειάστηκε ἕνας Θεάνθρωπος, γιά νά μπορέσῃ νά μᾶς περάσῃ ἐκ τῆς δουλείας τοῦ θανάτου, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, «εἰς τήν ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[2], διά τοῦ θανάτου Του καί τῆς Ἀναστάσεώς Του.


Αὐτό τό μεγάλο γεγονός, αὐτό τό Πάσχα ἑορτάζομε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σήμερα σέ ὅλο τόν κόσμο, καί μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία γιά μιά ἀκόμα φορά νά ἐκφράσωμε τήν μεγάλη μας εὐγνωμοσύνη πρός τόν Κύριο, γιά τό μεγάλο Του δῶρο πού εἶναι ἡ Ἀνάστασίς Του καί ἡ ἀνάστασίς μας. Ἀλλά, ὅπως ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι μέν δῶρα δικά Του, ἀλλά πρέπει, χρειάζεται, γιά νά τά ἀξιοποιήσωμε, ἐμεῖς νά τά ἀποδεχθοῦμε καί νά τά καλλιεργήσωμε, ἔτσι καί αὐτό τό δῶρο τῆς Ἀναστάσεως δέν θά μᾶς ὠφελήσῃ, ἐάν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν ζητήσωμε τό δῶρο καί δέν γίνωμε ἄξιοι τοῦ δώρου.

Καί [γιά] τό πῶς θά γίνουμε ἄξιοι τοῦ δώρου, ἀκούσαμε ἀπό ἕνα Γέροντα τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς, θεολόγον μεγάλον, ἀλλά καί ἅγιον ἄνθρωπον, Σέρβον στήν καταγωγή, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε, πῶς ἐμεῖς θά γίνουμε ἄξιοι τοῦ δώρου τῆς Ἀναστάσεως: μέ τόν ἀγῶνα μας κατά τῆς ἁμαρτίας[3]. Κάθε ἁμαρτία μᾶς φέρνει στόν θάνατο. Κάθε νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας μᾶς φέρνει στήν αἰώνια ζωή. Καί ὁ π. Ἰουστῖνος ἦταν ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως, ἦταν μεταξύ τῶν ἀναστημένων ἀνθρώπων, αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπό τώρα ἔλαβαν τά σπέρματα τῆς Ἀναστάσεως καί γι’ αὐτό ἔχουν ἤδη μεταβεῖ ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι γεμάτη ἀπό ἀναστημένους ἀνθρώπους, παλαιούς καί νέους, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί γιά μᾶς καί φῶς, καί ἐλπίδα καί δύναμις.

Εὐχαριστοῦμε τόν Ἀναστάντα Κύριον καί παρακαλοῦμε τήν ἀγαθότητά Του νά μᾶς φωτίσῃ κι ἐμᾶς καί νά συμπεριληφθοῦμε στήν συνοδεία τῶν ἀναστημένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διαμέσου τῶν αἰώνων Τόν ἀκολουθοῦν. Μιά μεγάλη πορεία. Μπροστά πηγαίνει ὁ Σταυρωθείς καί Ἀναστάς Κύριος καί ἀπό πίσω οἱ ἐσταυρωμένοι καί ἀναστημένοι Χριστιανοί. Διότι κι ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀναστημένος, ἐάν προηγουμένως δέν εἶναι σταυρωμένος, δέν ἐσταύρωσε τά πάθη του καί τόν παλαιόν ἄνθρωπον. Σ’ αὐτή τήν λιτανεία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος. Καί ἐμεῖς θέλουμε νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀκηδία μας, τά πάθη μας μᾶς ἐμποδίζουν. Ἀλλά παρόλα αὐτά, πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, καί ἀπό ἀγάπη γιά τήν δική μας σωτηρία.

Εὔχομαι, ὁ Ἀναστάς Κύριος νά εἶναι πάντοτε μαζί μας καί στίς διάφορες δυσκολίες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλά, καί κυρίως, ὁ Κύριος νά εἶναι μαζί μας τήν ὥρα πού θά φεύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί θά ἀντιμετωπίσωμε προσωπικά τόν θάνατό μας, πού εἶναι ἡ πιό κρίσιμη στιγμή τῆς ζωῆς μας. Εἶναι οἱ πιό δύσκολες ἐξετάσεις πού θά δώσωμε. Πολλές φορές καλούμεθα νά δώσωμε ἐξετάσεις σ’ αὐτή τήν ζωή, πνευματικές ἐξετάσεις ἐννοῶ, ἀλλά οἱ τελικές ἐξετάσεις καί οἱ πιό δύσκολες εἶναι ἐκεῖνες τίς ὁποῖες θά δώσωμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Μακάρι, ἐκείνη τήν ὥρα νά εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπό τήν Χάρι καί τό Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας, ὥστε καί ἡ ἔξοδός μας ἐκ τοῦ κόσμου τούτου νά εἶναι ἐν τῷ Φωτί τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Σημειώσεις:
(*) Ὁμιλία στήν Τράπεζα τῆς Μονῆς, τό Πάσχα τοῦ 2007.
[1] Πρβλ. «Ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον, Χριστέ» (τροπάριον θ’ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς Ἀναστάσεως).
[2] Ρωμ. 8,21.
[3] Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Καταδικασμένοι νά εἶναι ἀθάνατοι, «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», ἔκδ. Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου, σελ. 160, παρ. 3.