Ο Ιησούς και η Σαμαρείτισσα (Ιω. 4, 1-42)
του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Μόλις έμαθε ο Ιησούς ότι άκουσαν περί αυτού οι Φαρισαίοι πως αποκτά και βαφτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δε βάφτιζε αλλά οι μαθητές Του (βάπτιζαν ακόμη χωρίς το Πνεύμα, το οποίο ο Βαπτιστής προανήγγειλε πως θα χορηγηθεί από τον Χριστό)- άφησε την Ιουδαία και ξεκίνησε πάλι για τη Γαλιλαία, μετά την φυλάκιση του Ιωάννη, για να αποφύγει την πρόωρη σύγκρουση με τους Φαρισαίους (διδάσκοντάς μας να μην δίνουμε αφορμή στο φθόνο, ούτε να πέφτουμε άκριτα στους πειρασμούς. Άλλωστε δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα της θυσίας Του, αφού δεν είχε μαρτυρήσει επαρκώς περί της αληθείας). Έπρεπε όμως να περάσει (από τον συντομότερο δρόμο) διαμέσου της Σαμάρειας (που πολλοί απέφευγαν λόγω της έχθρας μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών).
Απαλλαγμένος ο Ιησούς από συναισθήματα θρησκευτικού μίσους, έρχεται τότε σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο (πατριάρχης της Π.Δ.) Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του (18ος αι. π.Χ.). Εκεί βρισκόταν και το πηγάδι που είχε ανοιχτεί από τον Ιακώβ (υπάρχει ακόμη και ονομάζεται Βιρ-Ζακούμπ). Ο Ιησούς, λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία {το γεγονός μας δείχνει: (α) ότι ήταν πράγματι φτωχός, και (β) ότι ως Θε-άνθρωπος είχε πλήρως και τις αναμάρτητες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσεως, ήτοι πείνα, δίψα, κούραση κ.α.}, κάθισε κατά συνέπεια κοντά στο πηγάδι (ή πάνω στο στόμιο αυτού). Ήταν περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι.
Έρχεται τότε μια γυναίκα (η μετέπειτα ισαπόστολος, αγία Φωτεινή), που καταγόταν από τη Σαμάρεια, για να αντλήσει νερό (πιθανώς εργαζόταν στους αγρούς και αντλώντας νερό θα επέστρεφε στο χωριό της). Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς (από πραγματική δίψα, και οικονομώντας παράλληλα το μυστήριο της σωτηρίας): «Δώσε μου να πιω» –γιατί οι μαθητές Του είχαν φύγει στην πόλη για να αγοράσουν τροφές (δεν αποκλείεται να είχε μείνει μαζί Του ο Ιωάννης, ο οποίος παραθέτει και τον διάλογο). Του λέει λοιπόν η γυναίκα, η Σαμαρείτισσα: «Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος (το κατάλαβε από τον ρουχισμό και την προφορά) ζητάς να πιεις από εμένα, μια γυναίκα που είμαι Σαμαρείτισσα;» –γιατί δεν συναναστρέφονταν Ιουδαίοι και Σαμαρείτες {Σημείωση: οι Σαμαρείτες προήλθαν από συγκρητισμό πέντε εθνοτήτων, που εισήχθησαν στην χώρα από τους Ασσύριους, σε αντικατάσταση των αιχμαλωτισθέντων και μετοικισθέντων στην Ανατολή ιθαγενών κατοίκων. Είχαν αναμείξει στη θρησκεία τους ετερογενή στοιχεία και γι’ αυτό δεν επιδείκνυαν προς αυτούς οικειότητα οι Ιουδαίοι, αν και διατηρούσαν μαζί τους εμπορικές σχέσεις}. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά (χωρίς χρέος) που προσφέρει ο Θεός (το ζωντανό νερό, την ζωοποιούσα Χάρη του Αγίου Πνεύματος) και ποιος είναι αυτός που σου λέει, “δώσε μου να πιω”, εσύ πρώτη θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό (που ρέει και κινείται ως από πηγή, σε αντίθεση με εκείνο του πηγαδιού που είναι στάσιμο)». Για να εννοήσει ο αναγνώστης το βάθος των λόγων του Ιησού, θα πρέπει να ενημερώσουμε ότι αποκαλύπτει έμμεσα την θεότητά Του στην γυναίκα, αφού και στην Π.Δ. ο ίδιος ο Γιαχβέ είναι το ποτάμι της ζωής {Ψλμ. 36(35), 9-10}, ‘η πηγή τρεχούμενου νερού’ (Ιερεμίας 2,13) και ο Κύριος είναι που αποκαλείται ‘πηγή του νερού της ζωής’ (Ιερ. 17, 13).
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα (με την απορία ‘γιατί δεν έπινε απ’ αυτό το ανώτερο νερό ο Ιησούς αφού έλεγε ότι το διαθέτει, μόνο ζήτησε από εκείνη νερό’, αλλά και με την ψυχική ευγένεια που την χαρακτήριζε): «Κύριε» -τον προσφωνεί ‘Κύριον’, με πολύ σεβασμό, από τον θείο τρόπο που μιλούσε και την πνευματικότητα που εξέχεε ο Ιησούς- (αντιλαμβάνομαι ότι δεν μιλάς γι’ αυτό το πηγάδι που βρισκόμαστε, εφόσον) «ούτε κουβά έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το νερό το τρεχούμενο και αστείρευτο; (Δεν υποπτεύεται ακόμη ότι ο Χριστός ομιλεί περί της μυστικής θείας δόξης, της οποίας ο ίδιος είναι η ανεξάντλητη πηγή). Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι (ως σε απογόνους και κληρονόμους) και ήπιε από αυτό αυτός και οι γιοι του και τα ζωντανά του;» (ήτοι: Αν υπήρχε καλύτερη και πιο άφθονη πηγή, δε θα έπινε απ’ αυτήν εδώ ο Ιακώβ και οι γιοι του και οι υπηρέτες, καθώς και τα ζώα που έτρεφαν, ο οποίος άλλωστε είχε μεγάλη εμπειρία στην ποιμενική ζωή. Επομένως, αν μπορείς εσύ να προσφέρεις καλύτερο και πιο άφθονο νερό, πρέπει να είσαι και ανώτερος σε δύναμη και αξία απ’ αυτούς).
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και, θέλοντας να την προπαρασκευάσει προς πνευματική ανύψωση, της είπε (χωρίς να αποκαλύψει κάθετα ότι “ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ”, αλλ’ οδηγώντας παιδαγωγικά την γυναίκα σε υψηλή κλίμακα συζήτησης): (Δεν εννοώ βέβαια το φυσικό αυτό νερό του πηγαδιού, διότι) «Καθένας που πίνει από το νερό τούτο θα διψάσει πάλι» (δεν καταδικάζει το νερό της πηγής, αλλά κάνει σύγκριση, και μάλλον παρουσιάζει την ασύγκριτη ποιότητα των νοητών υδάτων του Πνεύματος). «Όποιος όμως πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω δε θα διψάσει στον αιώνα, διότι το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή (παρουσίας και αγάπης του Θεού) που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και αναπηδά (προς τα άνω, ως ουράνιον ρεύμα) για να του παρέχει ζωή αιώνια» (σημαίνεται η δωρεά των πνευματικών χαρισμάτων στους πιστούς, αντίδοτο του πνευματικού θανάτου και φάρμακο αθανασίας). Από την παροχή του μοναδικού αυτού και θείας ευλογίας και δυνάμεως ‘νερού’ εξάγεται, κατά την αντίληψη και της Σαμαρείτιδος, και η ανωτερότητα του Ιησού αναφορικά με τον Ιακώβ. Πλην όμως, εξακολουθεί η γυναίκα αφελώς να πιστεύει, μετά πολλής σοβαρότητας βέβαια, ότι πρόκειται για υλική και αέναη πηγή ύδατος. Γι’ αυτό και λέγει προς Αυτόν: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψώ, μήτε να υποβάλλομαι στον κόπο να έρχομαι ως εδώ για να αντλώ» (επιθυμεί να έχει την πηγή αυτή στο σπίτι της). Προτίμησε δηλονότι τον Ιησού από τον πατριάρχη Ιακώβ, και καταφρόνησε και την πηγή του τελευταίου, μπροστά στην αξία και το φλογερό μεγαλείο της μορφής του Χριστού.
Λέγει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». Αυτό το είπε για να λάβουν και οι οικείοι της απ’ αυτή τη δωρεά που της υποσχέθηκε, αλλά συγχρόνως και για να αφυπνίσει τα βάθη της συνειδήσεως της γυναίκας και να προκαλέσει την μετάνοιά της, πρώτο βήμα για την λήψη της θείας χάριτος. Αποκρίθηκε η γυναίκα και είπε: «Δεν έχω άντρα» (κάνει από ευθύτητα μια ατελή, όχι όμως κατά τον νόμο ψευδή, ομολογία για να αποκρύψει την ντροπή της). Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες ότι “άντρα δεν έχω” (την ελέγχει στη συνέχεια με λεπτότητα και ευγένεια). Γιατί πέντε άντρες είχες (κατά διαδοχήν και με το Νόμο, ή κατόπιν διαζυγίων), και τώρα αυτός που έχεις (ο οποίος δεν ήθελε να την παντρευτεί) δεν είναι άντρας σου» (ζούσε μαζί του λαθραίως, και δεν αποκλείεται είτε αυτός να είχε άλλη νόμιμη γυναίκα, είτε κάποιος από τους προηγούμενους άντρες της να ζούσε ακόμη, και άρα να ήταν μοιχαλίδα). «Αυτό το είπες αλήθεια» (η ζωή της Σαμαρείτισσας παρουσίαζε έλλειψη σοβαρότητας και ερωτική ακράτεια).
Λέγει σ’ αυτόν με έκπληξη η γυναίκα, δεχόμενη με ταπείνωση τον έλεγχο: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης» (αφού μου αποκαλύπτεις τα πλέον απόκρυφα, ενώ δεν με γνωρίζεις). Και αποκαλύπτοντας τον ανώτερο ψυχικό κόσμο της, δεν ρωτά στη συνέχεια για το μέλλον της, την υγεία της, για την καλυτέρευση των οικονομικών της κ.α., αλλά αμέσως απευθύνει υψηλά και αληθείας ερωτήματα στον Ιησού: «Οι πατέρες μας σε τούτο το όρος (το Γαριζείν, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται το φρέαρ του Ιακώβ) προσκύνησαν το Θεό». {Πράγματι, κατά την Γένεση (12,7/33,20) και το Δευτερονόμιο (11,29/27,12), η Συχέμ και το Γαριζείν θεωρούνται τόποι ευλογίας, αλλά και στο Γαριζείν είχε ανεγερθεί ναός μετά την επάνοδο δια του Νεεμία εκ της Βαβυλωνίου αιχμαλωσίας (400 π.Χ.)}. «Αλλά εσείς (οι Ιουδαίοι) λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο (ιερός) τόπος όπου πρέπει να τον λατρεύει κανείς» (Συ τι λέγεις δηλαδή περί τούτου, που είσαι προφήτης;). {Διδασκόμαστε ότι σοφός και γνήσιος άνθρωπος (=άνω+θρώσκω) είναι εκείνος που αναζητεί συνεχώς τον Θεό και δεν παύει να ρωτά, όποτε βρίσκει κατάλληλες ευκαιρίες, πνευματικούς ανθρώπους, ιερείς, μοναχούς κ.α. για τις αλήθειες της πίστεώς μας, αλλά και εκείνος που μελετάει την Αγία Γραφή, προσεύχεται και συμμετέχει στην λειτουργική, μυστηριακή και εκκλησιαστική ζωή}.
«Λέγει σ’ αυτήν ο Ιησούς», μεταθέτοντας το ερώτημα στα του εαυτού Του ως Θεού επί της γης και προαναγγέλλοντας την λήξη των ατελών θρησκευτικών παραδόσεων: (Μην καυχάσαι για τους προγόνους σου, αφού) «Πίστεψέ με, γυναίκα, έρχεται ώρα που ούτε στο όρος ετούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον Πατέρα» (δεν θα υπάρχουν αποκλειστικοί τόποι λατρείας, αλλά σε κάθε τόπο θα απευθύνεται προς τον Θεό, ως σε Πατέρα, λατρεία). «Εσείς προσκυνείτε αυτό (το περί της Θρησκείας Όλον) που δεν ξέρετε σαφώς» (εφόσον οι Σαμαρείτες απέρριψαν τα προφητικά και άλλα βιβλία, σέβονταν μόνο την Πεντάτευχο, και περιείχε η λατρεία τους και δεισιδαιμονίες). «Εμείς προσκυνούμε αυτό που ξέρουμε (τη στιγμή που ο ίδιος ο Ιησούς μετέβαινε στο ναό και προσευχόταν στον Πατέρα Του, εμείς πώς θα δικαιολογηθούμε αν δεν το κάνουμε;) γιατί η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους» (η δια του ιδίου ως Μεσσία απολύτρωση και σωτηρία όλων). «Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα ήρθε, που οι αληθινοί λάτρεις (οι απαλλαγμένοι από υποκρισία και τυπικότητα) θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του πνεύματος (δια της καθαρότητας και φωτισμού του νοός, καθιστάμενοι οι ίδιοι καρδιακό και πνευματικό θυσιαστήριο, Εφεσίους 6,18) που αποκαλύπτει πραγματικά την αλήθεια. Διότι και ο Πατέρας έτσι βεβαίως θέλει αυτούς που τον προσκυνούν». {Ναι μεν είναι ανώτερη θέλει να πει η λατρεία των Ιουδαίων, αλλά και αυτή πλέον λαμβάνει τέλος, χάριν της όντως πνευματικής λατρείας δια της χριστιανικής Εκκλησίας. Αλήθεια, απλότητα και καθολικότητα χαρακτηρίζουν την αληθινή λατρεία}. «Πνεύμα είναι ο Θεός, συνεχίζει ο Ιησούς (διαθέτων πνευματική φύση και ιδιότητες δεν περιορίζεται επομένως ο Θεός τοπικώς). Ως εκ τούτου, εκείνοι που Τον λατρεύουν (ως υιοθετημένα πνευματικά παιδιά Του), πρέπει να τον λατρεύουν αγιο-πνευματικώς, καρδιακώς και με αληθινή επίγνωση της οφειλόμενης σ’ Αυτόν προσκύνησης» (αγιότητα βίου, κάθαρση αισθήσεων, στροφή της θέλησης προς τις θεραπευτικές εντολές Του, φύλαξη του νου, αποφυγή της αρνητικής φαντασίας, καλλιέργεια της αγάπης κ.α.).
Λέγει σ’ αυτόν η γυναίκα, με θερμή πίστη: «Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας (Δευτ. 18,15), ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα» (ως ο καταλληλότερος ερμηνευτής του θείου θελήματος). «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΕΣΣΙΑΣ», της λέει ο Ιησούς, «Εγώ, που σου μιλώ αυτή τη στιγμή». {Τις αδυναμίες εγγύτητας του Θεού ένεκα αμάθειας, άγνοιας διαφόρων θαυμάτων, απομακρυσμένου από το Θεό περιβάλλοντος και άλλων, θεραπεύει ο Χριστός με τις μυστικές εν πνεύματι και δια του Πνεύματος εμπειρίες, που προσφέρονται δια της ταπείνωσης, αθωότητας, απλότητας και προσευχής. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι, ακόμη, ζητούν να εύρουν και συναντήσουν τον Θεό, μη γνωρίζοντες: (α) ότι αυτό επιτυγχάνεται δια του Χριστού, και (β) ότι ευρίσκεται μπροστά τους, αλλά δεν τον αναγνωρίζουν, διότι δεν φροντίζουν να αποκτήσουν πνευματικές προϋποθέσεις (τήρηση των εντολών Του, εκκοπή του εγωιστικού θελήματος, άσκηση στην αγάπη, μείωση κοσμικών επιθυμιών, μετάληψη αχράντων μυστηρίων κ.λπ.)}. Και εκείνη ακριβώς την ώρα ήρθαν οι μαθητές Του, και θαύμασαν επειδή μιλούσε δημόσια με γυναίκα, που ήταν μάλιστα και Σαμαρείτισσα {Τις γυναίκες περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι και αρνούνταν να τις διδάξουν. Μια καθημερινή ευχαριστία τους ήταν: «Ευλογητός να είσαι Κύριε …. που δεν με έκανες γυναίκα»}. Κανείς όμως δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Τι μιλάς μαζί της;», αφού τα λόγια Του ήταν πολύ βαθιά και τον σέβονταν πολύ. Παράδειγμα να παίρνουμε και εμείς στις καθημερινές δυσκολίες και στα διάφορα αναπάντητα ερωτήματα. Δεν πρέπει να προστρέχουμε και να εξηγούμε αδόκιμα και αδιάκριτα τα πάντα, αλλά δια της υπομονής και προσευχής να τα αφήνουμε στην διακριτική χάρη του Τριαδικού Θεού και στην ευχέρεια της Θείας Πρόνοιας.
Γεμάτη συγκίνηση η γυναίκα, άφησε ύστερα από όσα άκουσε την στάμνα της (υφαρπαζόμενη από τα Υψηλά, άλλωστε συνάντησε το πρόσωπο του Θεανθρώπου, την αληθινή δηλαδή Πηγή), πήγε τρέχοντας στην πόλη και λέει στους ανθρώπους εκεί (δεν κράτησε για τον εαυτό της, αλλά μετέδωσε την αλήθεια που είναι και δικό μας χρέος): «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα (διαπίστωσε η γυναίκα ότι τα πάντα κατέχει ο Κύριος, και δεν ντρέπεται να μιλήσει για το παρελθόν της, αλλά αποβλέπει στο να κηρύξει την αλήθεια). Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» (δεν επιβάλλει την άποψή της, αλλά αφήνει αναπάντητο το σημαντικότερο αυτό ζήτημα, διότι είναι προσωπικό ερώτημα που ο καθένας εξ ιδίας εμπειρίας και θέλησης οφείλει να απαντήσει). Εκείνοι εξήλθαν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν. Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν φιλοστόργως οι μαθητές λέγοντας: «Ραβί, φάε». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν ξέρετε» -αποσκοπώντας στην σωτηρία των ανθρώπων, που μπροστά της η σωματική τροφή είναι κατώτερη. Επίσης βλ. το “Ου μη φάγω, έως του λαλήσαί με τα ρήματά μου” (Γέν. 24,33).
Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές μεταξύ τους (μην τολμώντας και πάλι να τον ρωτήσουν εξαιτίας της σοβαρότητάς Του και της ευλάβειας που του είχαν): «Μήπως κάποιος του έφερε να φάει (όσο εμείς λείπαμε;)» Τους λέει ο Ιησούς: «Δική μου τροφή είναι να κάνω (μονίμως) το θέλημα εκείνου που με έστειλε και να τελειώσω το (επί γης) έργο Του (αυτή είναι η όντως τροφή μάς διδάσκει, το να κάνουμε το θέλημα του Θεού). Εσείς δε λέτε: “Ακόμα είναι τέσσερις μήνες και ο θερισμός έρχεται”; Ιδού, σας λέω, σηκώστε πάνω τα μάτια σας και παρατηρήστε τα χωράφια (τα πλήθη των ερχομένων ανθρώπων): λευκά είναι (έτοιμοι προς υποδοχήν Του και πίστη), έτοιμα για θερισμό (δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πνευματικό θερισμό που μπορεί να γίνει αμέσως μετά την σπορά, και να μην καταγινόμαστε μόνο στα υλικά). Ο (πνευματικός) θεριστής λαβαίνει μισθό (όχι μόνο χαράς αλλά και ανταμοιβής) και συνάζει καρπό (οι ελευθερωμένες και σωσμένες από τον διάβολο και τον θάνατο ψυχές) για την ζωή αιώνια, για να χαίρονται μαζί και ο σπορέας και ο θεριστής (ο Χριστός, οι απόστολοι και πάντες οι ιεραπόστολοι). Γιατί σε αυτή την περίπτωση, αληθινή βγαίνει η παροιμία ότι “άλλος είναι που σπέρνει και άλλος που θερίζει”». {Εννοείται: Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς ως απόστολοί μου. Όπως και εσείς και οι διάδοχοί σας θα σπείρετε στη συνέχεια ως Εκκλησία, και θα θερίσουν και προβούν σε πνευματική συγκομιδή οι επόμενοι, μέχρι το τέλος του κόσμου, ακριβώς για την σωτηρία της ανθρωπότητας}. «Εγώ (που είμαι ο Κύριος του θερισμού, κατά Μθ. 9,38 & Λκ. 10,2) σας απέστειλα (δηλώνει την αποστολική διακονία τους και μετά την αναχώρησή Του) να θερίζετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει (για να σπαρθεί). Άλλοι έχουν κοπιάσει (Εγώ δηλαδή, ο Μέγας Σπορέας, ο Μωυσής, και οι πριν από εμένα προφήτες) και εσείς έχετε εισέλθει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε» (που ισχύει σε όλη την ιστορία δια της εκκλησιαστικής και ευαγγελικής προσφοράς, διδασκαλίας, κηρύγματος, συγγραφής, μαρτυρίου, θαυματουργίας κ.λπ.).
Τότε, από εκείνη την πόλη (Συχάρ), πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν (ότι ήταν ο Μεσσίας) εξαιτίας του λόγου που έδωσε μαρτυρία η γυναίκα: «Μου είπε όλα όσα έκανα» (ακόμη και τα κρύφιά μου, τα οποία μόνο εγώ ήξερα). Μόλις λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει (για πάντα) κοντά τους. Εκείνος όμως έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και πολύ περισσότεροι (απ’ όσους πήγαν και τον συνάντησαν στο πηγάδι) πίστεψαν (κατά τις δύο αυτές ημέρες που τους δίδασκε) εξαιτίας της (ανυπέρβλητης) διδασκαλίας Του. Και στη γυναίκα έλεγαν: «Δεν πιστεύουμε πια (μόνο) από τη δική σου μαρτυρία (πρώτο στάδιο της πίστης), γιατί εμείς οι ίδιοι (‘με τα ίδια μας τα αυτιά’), Τον έχουμε ακούσει (δεύτερο στάδιο πίστης: η προσωπική επικοινωνία με τον Χριστό) και έχουμε διαμορφώσει την πεποίθηση (ότι δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος προφήτης, αλλά) ότι αυτός είναι αληθινά Ο (μοναδικός) Σωτήρας (ολόκληρης) της οικουμένης (όχι μόνο των Ιουδαίων, πρβλ. Γεν. 12,3), ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός» (Ιω. 4,1-42). {βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, ‘Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον’, εκδ. Ο Σωτήρ, 1990, σελ. 134-163}.