Εάν ζεις όπως θέλει ο Θεός αυτό δεν σημαίνει ότι όλα θα σου πάνε καλά. Και το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος ο οποίος ζει όπως θέλει ο Θεός δεν περιμένει να του πάνε όλα καλά, αλλά είναι έτοιμος να υπομείνει τα πάντα έως τέλος για την αγάπη του Χριστού· γιατί συνειδητοποιεί ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετα θάνατον».
Εμείς, από την άλλη μεριά, λέμε ότι είμαστε του Θεού αλλά θέλουμε όλα τα του κόσμου. Γι’αυτά προσευχόμαστε, γι’αυτά αγωνιούμε….δυστυχώς.
Είναι λάθος λοιπόν να υποστηρίζουμε ότι εάν έχεις πίστη, ταπείνωση, ασκητικό φρόνημα όλα θα σου πάνε καλά. Αντιθέτως θα λέγαμε. Τότε είναι που ο πειρασμός θα έρθει. Το βλέπουμε στα συναξάρια των Αγίων μας. Ποιοι Άγιοι δεν είχαν πειρασμούς;
Σχεδόν όλοι τους ζήσανε στην αφάνεια, παρεξηγημένοι από τους περισσότερους, κατατρεγμένοι, συκοφαντημένοι…
Είναι λάθος λοιπόν να υποστηρίζουμε ότι εάν έχεις πίστη, ταπείνωση, ασκητικό φρόνημα όλα θα σου πάνε καλά. Αντιθέτως θα λέγαμε. Τότε είναι που ο πειρασμός θα έρθει. Το βλέπουμε στα συναξάρια των Αγίων μας. Ποιοι Άγιοι δεν είχαν πειρασμούς;
Σχεδόν όλοι τους ζήσανε στην αφάνεια, παρεξηγημένοι από τους περισσότερους, κατατρεγμένοι, συκοφαντημένοι…
Ο Θεός θέλει το καλό μας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Το ερώτημα είναι: ποιο είναι το καλό μας; Μπορεί το καλό μας να είναι η φτώχεια, η ασθένεια, ακόμα και ο θάνατος.
Ο κόσμος βεβαίως θεωρεί τα παραπάνω ως κατάρα διότι έχει αναγάγει τα αισθητά και φθαρτά σε μείζονα αγαθά.
Ο χριστιανός όμως, ο οποίος πιστεύει βαθιά στον Θεό και όχι επιφανειακά, δηλαδή εμπιστεύεται τον Θεό· ό,τι κι αν έρθει στην ζωή του το δέχεται ταπεινά. Το δέχεται ως ευκαιρία πνευματικής προόδου και αγιασμού, η μόνη του έννοια είναι η σχέση του με τον Χριστό και όχι η απώλεια κάθε λογής κοσμικών αγαθών.
Είναι δύσκολο να πεις στην δοκιμασία «να’ ναι ευλογημένο». Είναι δύσκολο να προσεύχεσαι στον Θεό να σου δώσει δύναμη να αγκαλιάσεις τον σταυρό σου και όχι να απαλλαγείς από αυτόν. Είναι δύσκολο να πεις: «Θεέ μου σώσε με, ότι κι αν μου στοιχίσει».
Χρειάζεται τόλμη ώστε να αρνηθούμε το θεοποιημένο βόλεμά μας, την κοσμικότητά μας, τα πάθη μας την κοσμικότητά μας. Εάν πιστεύω στο Θεό της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημαίνει ότι πιστεύω στην μετα θάνατον ζωή, άρα δεν εμμένω στα πράγματα αυτού του κόσμου, άρα δεν επιμένω να ζητώ δικαίωση σ’αυτήν την ζωή, άρα δεν αγωνίζομαι μόνο για να γευτώ σε μέγιστο βαθμό τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Σίγουρα ο χριστιανός καλείται να ζήσει αυτή τη ζωή χωρίς μιζέρια και κατήφεια, αλλά με χαρά και αρχοντιά. Δυστυχώς θεωρούμε ότι για να χαρείς αυτή την ζωή προϋποθέτει να ζεις μέσα στην αμαρτία. Αυτό όμως είναι λάθος και δεν ισχύει. Μπορεί κάποιος να χαίρεται αυτή την ζωή μαζί όμως με τον Χριστό. Και τελικά αυτός ουσιαστικά χαίρεται αυτή την ζωή, αυτός που την ζει, που την μοιράζεται μαζί με τον Χριστό. Η ζωή της αμαρτίας προσφέρει χαρά που έρχεται και φεύγει σαν πυροτέχνημα δημιουργώντας στον άνθρωπο μια ψευδαίσθηση ευτυχίας που συνήθως την ακολουθεί οδύνη.
Η χριστιανική ζωή λοιπόν είναι ένας τρόπος ζωής που δεν αρνείται τις χαρές αυτής της ζωής αλλά αντιθέτως με διάκριστη τις τοποθετεί σωστά μέσα στην καθημερινότητα και τις εξαγιάζει χωρίς να τις διαστρέφει κάνοντάς τες αυτοσκοπό της ζωής.
Η ζωή με τον Χριστό δεν είναι μια ζωή εύκολη. Μπορεί να έρθουν πειρασμοί και δοκιμασίες, μεγάλες θλίψεις και αδικίες που θα πληγώσουν την καρδιά του πιστού. Οι χριστιανοί δεν είναι –να μου επιτραπεί να πω- “χαζοχαρούμενοι”, δηλαδή ό,τι κι αν έρθει στην ζωή τους αυτοί χαίρονται λες και είναι αναίσθητοι. Βλέπουμε ακόμα και τους Αγίους μας να στεναχωριούνται, να θλίβονται. Πολλές φορές παρεξηγούμε και μπερδεύουμε τους όρους “αναίσθητος” και “απαθής”. Μια σύντομη εξήγηση των δύο όρων είναι η εξής: Αναίσθητος είναι αυτός που δεν τον αγγίζει τίποτα συναισθηματικά, ενώ απαθής είναι αυτός που ζει χωρίς εμπάθεια, χωρίς πάθη.
Ο χριστιανός λοιπόν μπορεί να στεναχωρεθεί από κάτι που έγινε, να κλάψει με κάποιον που έχασε διότι δεν είναι αναίσθητος. Αυτό δεν είναι αμαρτία. Αλοίμονο εάν είναι αμαρτία η συμπόνοια και τα αισθήματα θλίψης που κινούνται μέσα στην καρδιά μας λόγο κάποιας απώλειας ενός αγαπημένου μας προσώπου ή κάποιου απρόσμενου περιστατικού καταστροφής. Όμως ο χριστιανός δεν μένει στην θλίψη αλλά κάνει την θλίψη προσευχή, μοιράζεται τον πόνο του με το πλήρωμα της Εκκλησίας, δεν απελπίζεται αλλά καταθέτει την ελπίδα του στον Θεό. Μια ελπίδα που πηγή δεν έχει απλά την προσμονή για μια επίγεια αποκατάσταση αλλά την προσμονή της αιωνιότητας.
Η πίστη μας στον Θεό αδελφοί μου σημαίνει πρωτίστως εμπιστοσύνη στις προθέσεις του Θεού ο οποίος ποθεί την αιώνια σωτηρία μας. Εάν δεν το καταλάβουμε αυτό (και δεν το αποδεχτούμε) τότε πάντα θα δημιουργούνται μέσα μας εύκολα όλα εκείνα τα ερωτήματα των “γιατί Θεέ μου”; που πηγάζουν από την λάθος προσέγγισή μας προς τον Θεό και την άπιστη πίστη μας ή μάλλον την πίστη μας σε έναν Θεό που καλείται να επεμβαίνει και να μας λυτρώνει από κάθε θεωρούμενο κακό (καταπατώντας την ελευθερία μας) και από την άλλη να μας αφήνει ήσυχους (σεβόμενος την ελευθερία μας) όταν εμείς αποφασίζουμε να Τον ξεχάσουμε όταν όλα μας πάνε καλά και ποθούμε μια ζωή μέσα στην εγωπάθεια, την φιλαυτία και την ικανοποίηση των παθών μας.
Τελικά το ερώτημα δεν είναι τί θέλει ο Θεός από εμάς, αλλά τί θέλουμε εμείς από τον Θεό, ποιον Θεό θέλουμε και πιστεύουμε; Μην ρίχνουμε ευθύνες στον Θεό για την ζωή μας. Ο Θεός δεν είναι για να Τον κάνουμε κουμάντο! Ο Θεός δεν μας χρωστά τίποτα! Διαβάστε τα συναξάρια των Αγίων, των Οσίων, των Μαρτύρων! Οι Μάρτυρες τελικά δεν σφαγιάστηκαν; Πού ήταν τότε ο Θεός στους διωγμούς, γιατί επέτρεπε οι χριστιανοί να θανατώνονται, να βασανίζονται και να διώκονται τόσο σκληρά και απάνθρωπα; Δεν ήταν μαζί τους; Ναι, εκεί ήταν μαζί τους. Σφαγιάστηκαν οι χριστιανοί και στεφανώθηκαν αιωνίως. Πολλοί Άγιοι βασανίζονταν για ημέρες από τους δημίους τους και ο Θεός σιωπούσε. Σιωπούσε για τον κόσμο, όχι όμως μέσα στις καρδιές των Αγίων. Ο Θεός φαινόταν απών από τα μαρτύριά τους (αν και σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μεγάλα θαυμαστά περιστατικά) τώρα όμως οι Άγιοι με τις πρεσβείες τους επιτελούν θαύματα, εμφανίζονται και θαυματουργούν ενεργώντας πέρα από την ανθρώπινη λογική, πέρα από την φθαρτότητα και τον θάνατο. Το φαινομενικό «άδικο» που επέτρεψε ο Θεός να συμβεί στην ζωή των Αγίων τους κατέστησε αιωνίως Δεδικαιωμένους και Ζωντανούς.
Ο Θεός μας όντως ενεργεί παράξενα. Είναι ο Θεός μας παράξενος! Παράξενος για όλους αυτούς που θεωρούν ότι αυτή η ζωή είναι η αρχή και το τέλος. Είναι παράξενος ο Θεός που σταυρώνεται και δεν σταυρώνει τους εχθρούς Του. Είναι παράξενος ο Θεός που αγαπά χωρίς κρατούμενα και σώζει αιωνίως το πλάσμα Του όχι γιατί είναι υποχρεωμένος αλλά γιατί το θέλει.
Είναι παράξενος ο Θεός μας…ευτυχώς.
Ο κόσμος βεβαίως θεωρεί τα παραπάνω ως κατάρα διότι έχει αναγάγει τα αισθητά και φθαρτά σε μείζονα αγαθά.
Ο χριστιανός όμως, ο οποίος πιστεύει βαθιά στον Θεό και όχι επιφανειακά, δηλαδή εμπιστεύεται τον Θεό· ό,τι κι αν έρθει στην ζωή του το δέχεται ταπεινά. Το δέχεται ως ευκαιρία πνευματικής προόδου και αγιασμού, η μόνη του έννοια είναι η σχέση του με τον Χριστό και όχι η απώλεια κάθε λογής κοσμικών αγαθών.
Είναι δύσκολο να πεις στην δοκιμασία «να’ ναι ευλογημένο». Είναι δύσκολο να προσεύχεσαι στον Θεό να σου δώσει δύναμη να αγκαλιάσεις τον σταυρό σου και όχι να απαλλαγείς από αυτόν. Είναι δύσκολο να πεις: «Θεέ μου σώσε με, ότι κι αν μου στοιχίσει».
Χρειάζεται τόλμη ώστε να αρνηθούμε το θεοποιημένο βόλεμά μας, την κοσμικότητά μας, τα πάθη μας την κοσμικότητά μας. Εάν πιστεύω στο Θεό της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημαίνει ότι πιστεύω στην μετα θάνατον ζωή, άρα δεν εμμένω στα πράγματα αυτού του κόσμου, άρα δεν επιμένω να ζητώ δικαίωση σ’αυτήν την ζωή, άρα δεν αγωνίζομαι μόνο για να γευτώ σε μέγιστο βαθμό τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Σίγουρα ο χριστιανός καλείται να ζήσει αυτή τη ζωή χωρίς μιζέρια και κατήφεια, αλλά με χαρά και αρχοντιά. Δυστυχώς θεωρούμε ότι για να χαρείς αυτή την ζωή προϋποθέτει να ζεις μέσα στην αμαρτία. Αυτό όμως είναι λάθος και δεν ισχύει. Μπορεί κάποιος να χαίρεται αυτή την ζωή μαζί όμως με τον Χριστό. Και τελικά αυτός ουσιαστικά χαίρεται αυτή την ζωή, αυτός που την ζει, που την μοιράζεται μαζί με τον Χριστό. Η ζωή της αμαρτίας προσφέρει χαρά που έρχεται και φεύγει σαν πυροτέχνημα δημιουργώντας στον άνθρωπο μια ψευδαίσθηση ευτυχίας που συνήθως την ακολουθεί οδύνη.
Η χριστιανική ζωή λοιπόν είναι ένας τρόπος ζωής που δεν αρνείται τις χαρές αυτής της ζωής αλλά αντιθέτως με διάκριστη τις τοποθετεί σωστά μέσα στην καθημερινότητα και τις εξαγιάζει χωρίς να τις διαστρέφει κάνοντάς τες αυτοσκοπό της ζωής.
Η ζωή με τον Χριστό δεν είναι μια ζωή εύκολη. Μπορεί να έρθουν πειρασμοί και δοκιμασίες, μεγάλες θλίψεις και αδικίες που θα πληγώσουν την καρδιά του πιστού. Οι χριστιανοί δεν είναι –να μου επιτραπεί να πω- “χαζοχαρούμενοι”, δηλαδή ό,τι κι αν έρθει στην ζωή τους αυτοί χαίρονται λες και είναι αναίσθητοι. Βλέπουμε ακόμα και τους Αγίους μας να στεναχωριούνται, να θλίβονται. Πολλές φορές παρεξηγούμε και μπερδεύουμε τους όρους “αναίσθητος” και “απαθής”. Μια σύντομη εξήγηση των δύο όρων είναι η εξής: Αναίσθητος είναι αυτός που δεν τον αγγίζει τίποτα συναισθηματικά, ενώ απαθής είναι αυτός που ζει χωρίς εμπάθεια, χωρίς πάθη.
Ο χριστιανός λοιπόν μπορεί να στεναχωρεθεί από κάτι που έγινε, να κλάψει με κάποιον που έχασε διότι δεν είναι αναίσθητος. Αυτό δεν είναι αμαρτία. Αλοίμονο εάν είναι αμαρτία η συμπόνοια και τα αισθήματα θλίψης που κινούνται μέσα στην καρδιά μας λόγο κάποιας απώλειας ενός αγαπημένου μας προσώπου ή κάποιου απρόσμενου περιστατικού καταστροφής. Όμως ο χριστιανός δεν μένει στην θλίψη αλλά κάνει την θλίψη προσευχή, μοιράζεται τον πόνο του με το πλήρωμα της Εκκλησίας, δεν απελπίζεται αλλά καταθέτει την ελπίδα του στον Θεό. Μια ελπίδα που πηγή δεν έχει απλά την προσμονή για μια επίγεια αποκατάσταση αλλά την προσμονή της αιωνιότητας.
Η πίστη μας στον Θεό αδελφοί μου σημαίνει πρωτίστως εμπιστοσύνη στις προθέσεις του Θεού ο οποίος ποθεί την αιώνια σωτηρία μας. Εάν δεν το καταλάβουμε αυτό (και δεν το αποδεχτούμε) τότε πάντα θα δημιουργούνται μέσα μας εύκολα όλα εκείνα τα ερωτήματα των “γιατί Θεέ μου”; που πηγάζουν από την λάθος προσέγγισή μας προς τον Θεό και την άπιστη πίστη μας ή μάλλον την πίστη μας σε έναν Θεό που καλείται να επεμβαίνει και να μας λυτρώνει από κάθε θεωρούμενο κακό (καταπατώντας την ελευθερία μας) και από την άλλη να μας αφήνει ήσυχους (σεβόμενος την ελευθερία μας) όταν εμείς αποφασίζουμε να Τον ξεχάσουμε όταν όλα μας πάνε καλά και ποθούμε μια ζωή μέσα στην εγωπάθεια, την φιλαυτία και την ικανοποίηση των παθών μας.
Τελικά το ερώτημα δεν είναι τί θέλει ο Θεός από εμάς, αλλά τί θέλουμε εμείς από τον Θεό, ποιον Θεό θέλουμε και πιστεύουμε; Μην ρίχνουμε ευθύνες στον Θεό για την ζωή μας. Ο Θεός δεν είναι για να Τον κάνουμε κουμάντο! Ο Θεός δεν μας χρωστά τίποτα! Διαβάστε τα συναξάρια των Αγίων, των Οσίων, των Μαρτύρων! Οι Μάρτυρες τελικά δεν σφαγιάστηκαν; Πού ήταν τότε ο Θεός στους διωγμούς, γιατί επέτρεπε οι χριστιανοί να θανατώνονται, να βασανίζονται και να διώκονται τόσο σκληρά και απάνθρωπα; Δεν ήταν μαζί τους; Ναι, εκεί ήταν μαζί τους. Σφαγιάστηκαν οι χριστιανοί και στεφανώθηκαν αιωνίως. Πολλοί Άγιοι βασανίζονταν για ημέρες από τους δημίους τους και ο Θεός σιωπούσε. Σιωπούσε για τον κόσμο, όχι όμως μέσα στις καρδιές των Αγίων. Ο Θεός φαινόταν απών από τα μαρτύριά τους (αν και σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μεγάλα θαυμαστά περιστατικά) τώρα όμως οι Άγιοι με τις πρεσβείες τους επιτελούν θαύματα, εμφανίζονται και θαυματουργούν ενεργώντας πέρα από την ανθρώπινη λογική, πέρα από την φθαρτότητα και τον θάνατο. Το φαινομενικό «άδικο» που επέτρεψε ο Θεός να συμβεί στην ζωή των Αγίων τους κατέστησε αιωνίως Δεδικαιωμένους και Ζωντανούς.
Ο Θεός μας όντως ενεργεί παράξενα. Είναι ο Θεός μας παράξενος! Παράξενος για όλους αυτούς που θεωρούν ότι αυτή η ζωή είναι η αρχή και το τέλος. Είναι παράξενος ο Θεός που σταυρώνεται και δεν σταυρώνει τους εχθρούς Του. Είναι παράξενος ο Θεός που αγαπά χωρίς κρατούμενα και σώζει αιωνίως το πλάσμα Του όχι γιατί είναι υποχρεωμένος αλλά γιατί το θέλει.
Είναι παράξενος ο Θεός μας…ευτυχώς.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος