π.Παύλος Παπαδόπουλος
Ο γάμος είναι ο χώρος της κοινωνίας, είναι συζυγία, είναι δρόμος προς την θέωση.
Όταν αντιμετωπίζεται ο γάμος ως καθήκον τότε η πρώτη κουβέντα της γυναίκας προς τον άνδρα της καθώς γυρνά από την δουλειά δεν θα είναι ένα γλυκό καλοσώρισμα, δεν θα είναι ένα φιλί, αλλά θα είναι τα λόγια “πρόσεχε που θα πατήσεις, μην λερώσεις, τόση ώρα καθάριζα”!!!
Δηλαδή, πάνω απ’ ολα έχει προτεραιότητα το καθήκον της, το να μείνει καθαρό το σπίτι και όχι ο άνδρας της.
Άλλο παράδειγμα. Ο άνδρας απαιτεί από την γυναίκα και τα παιδιά να κάνουνε οικονομίες· σε τέτοιο βαθμό που ότι λεφτά βγάζει από την δουλειά του (αν είναι δυνατόν και όλα) να μένουνε στην άκρη, ώστε να είναι “εντάξει” απέναντι στο καθήκον του που λέγει ότι ο “σωστός ο άνδρας” είναι οικονόμος· χωρίς όμως να υπολογίζει τα πρόσωπα που καλούνται να στερηθούν, εάν μπορούν να στερηθούν και κατα πόσο η οικονομία δεν έχει μετατραπεί σε μία τσιγκουνιά. Όλα αυτά λοιπόν και άλλα γίνονται διότι αντιμετωπίζεται ο γάμος ως ένα καθήκον στο οποίο πρέπει να πετύχουμε και όχι ως σχέση αλληλοπεριχώρησης και κατανόησης.
Αυτός είναι ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας του γάμου ο οποίος δυστυχώς υφίσταται σε πάρα πολλά ζευγάρια. Στον ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα ο γάμος πάσχει διότι ο/η σύζυγος παρέχει πολλά εξωτερικά και πραγματώνει κάθε συζυγικό καθήκον που του/της υπαγορεύει η κοινωνική-ηθική κουλτούρα όμως δεν προσφέρει καρδιά.
Αυτή η κατάσταση κάνει τους συζύγους να παλεύουν να αποδείξουν ο ένας στον άλλον ότι είναι καλοί, ότι αξίζουν, ότι προσπαθούν, ότι δεν μειονεκτούν. Αποδεικνύουν δηλαδή με την συμπεριφορά τους ότι βλέπουν τον/την σύζυγο ως αντίπαλο, ως εχθρό, ως κριτή και όχι ως ηγαπημένο. Βλέπουν τον γάμο ως μέσο επιβεβαίωσης της αρετής τους, της αξίας τους, της επιτυχίας, και όχι ως ευκαιρία ταπείνωσης, άσκησης, αυτοκριτικής.
Πολλές φορές οι σύζυγοι αναγάγουν την σχέση τους σε ένα είδος συμβολαίου με κανόνες, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αυτό ακριβώς είναι το σημάδι ότι πλέον δεν υπάρχει συζυγία αλλά συνύπαρξη υπό όρους.
Η αρχή της σχέσης τους είναι η ρίζα του προβλήματος αρκετές φορές. Δηλαδή παντρεύτηκαν όχι γιατί τελικά ήθελαν, όχι γιατί ήταν ερωτευμένοι, αλλά διότι νόμιζαν ότι ήταν. Αρκετές φορές παρατηρείται το φαινόμενο να παντρεύονται οι άνθρωποι ως ένα συμπλήρωμα στην ζωή τους, για λόγους ασφαλείας, για λόγους κοινωνικής αποδοχής. Όταν λοιπόν η συζυγία έχει θεμέλια όχι τον έρωτα και την αγάπη αλλά μία νοοτροπία τακτοποίησης, τότε είναι φυσικό επακόλουθο να δημιουργούνται προβλήματα και να γιγαντώνονται όταν ο άνθρωπος καταλάβει ότι τελικά ο γάμος τους αντί για ειρήνη του προσφέρει ταραχή ή ότι τελικά η ασφάλεια που επιζητούσε δεν αξίζει τόσο πόνο και κόπο.
Ένας άνδρας στην εξομολόγηση μου είπε “..πάτερ, όταν κάναμε και το τρίτο παιδί μας, δεν ήθελα πλέον να δω την γυναίκα μου. Στο σπίτι μόνο με τα παιδιά ήθελα να είμαι. Έβλεπα άλλες γυναίκες, πήγα με άλλες γυναίκες. Άλλαξα πάτερ, δεν ξέρω γιατί…”. Έτσι μου είπε. Όμως με την συζήτηση τελικά μόνος του ομολόγησε, “πάτερ όντως δεν ερωτεύτηκα ποτέ την γυναίκα μου, δεν την αγάπησα, ήτανε καλή και ήθελα παιδιά, η ηλικία μου περνούσε και έτσι το πήρα απόφαση”.
Δεν άλλαξε λοιπόν όπως νόμιζε ο άνθρωπος αυτός. Αυτός ήταν πάντα. Απλά ο πόθος του, το θέλω του να έχει παιδιά υπερτερούσε προς την αδιαφορία που ένιωθε για την σύζυγό του. Όταν όμως έκανε τα παιδιά, όταν δηλαδή πλέον η γυναίκα του εκπλήρωσε (κατ’ αυτόν) τον σκοπό της, ως ένα άχρηστο αντικείμενο μπήκε στην άκρη. Πριν, την ανεχόταν για να του κάνει παιδιά, τώρα την ανεχόταν για να του μεγαλώσει τα παιδιά, για τις δουλειές του σπιτιού, για την αποφυγή της κοινωνικής κατακραυγής ενός διαζυγίου.
Μα αυτό ήταν χειρότερο από διαζύγιο που έκανε, ήταν ένας εμπαιγμός του μυστηρίου του γάμου.
Είναι φοβερό πόσα τέτοια παραδείγματα υπάρχουνε και πόσες συζυγίες βασίζονται και διατηρούνται από τακτικές και στρατηγικές και όχι έχοντας θεμέλια την αγάπη, την κατανόηση και την ανεκτικότητα. Βεβαίως για να υπάρξουν αυτά προϋποθέτουν την άρνηση του εγώ, την παύση φαντασιώσεων και την νέκρωση του κοσμικού φρονήματος που προβάλει την καλοπέραση, το βόλεμα…την εγωπάθεια ως φυσική κατάσταση.
Απλή διαπίστωση κάνω…
Νομίζω μαγική λύση δεν μπορεί να δώσει κανείς.
Διότι εάν ο άνθρωπος δεν θέλει, με το ζόρι προκοπεί δεν γίνεται. Το μικρό ο άνθρωπος που δεν θέλει το βλέπει μεγάλο.
Αλλά και κάτι άλλο. Όταν ένα σπίτι έχει χτιστεί πάνω στην άμμο όσα μερεμέτια κι αν κάνεις δεν λύνεις το πρόβλημα.
Το θέμα ήταν να μην είχε κτιστεί πάνω στην άμμο.
Τώρα εάν θέλουμε να σώσουμε το σπίτι μας θα πρέπει να κάνουμε “βαριές εργασίες” που χρειάζονται χρόνο και κοστίζουν πόνο.
Μα πάνω απ’ όλα χρειάζεται να ταπεινωθούμε που είναι η πιο βαριά ίσως εργασία· και να το κάνουμε αίτημα προσευχής για να φωτιστούμε, για να καταλάβουμε τον άλλο για να μας καταλάβει ο άλλος. Μπας και στο τέλος…έρθει η συνεννόηση, μαλακώσει η καρδιά μας και έτσι μας βρει η αγάπη.